”Αρχιστές, Αναρχικοί και Εγωιστές”, Sidney E. Parker

«Είμαι αναρχικός! Συνεπώς δε θα εξουσιάζω και δε θα εξουσιάζομαι.»

John Henry Mackay

«Ό,τι αποκτώ μέσω της δύναμης είναι δικό μου και σε ό,τι δεν αποκτώ μέσω αυτής δεν έχω κανένα δικαίωμα.»

Max Stirner

Στο βιβλίο του «Ο εγωισμός του Max Stirner», ο John P. Clark υποστηρίζει πως ο Stirner είναι αναρχικός, αλλά και πως ο αναρχισμός του είναι «σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής». Αυτό συμβαίνει επειδή «αρνείται την κυριαρχία του Κράτους πάνω στο εγώ, αλλά συμβουλεύει τους ανθρώπους να αναζητούν την επιβολή πάνω σε άλλους με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μπορούν να την επιτύχουν… Ο Stirner παρόλη την αντίθεσή του στο Κράτος… εξακολουθεί να εξυψώνει τη θέληση να κυριαρχεί.»

Η κριτική του Clark προέρχεται από τον ορισμό του αναρχισμού ως αντίθεση στην «κυριαρχία» σε κάθε μορφή της, «όχι μόνο κυριαρχία των υποκειμένων από πολιτικούς κυβερνώντες, αλλά την κυριαρχία των φυλών πάνω σε άλλες, την κυριαρχία του άντρα πάνω στη γυναίκα, των μεγαλυτέρων πάνω στους νεότερους, των δυνατών πάνω στους αδύναμους, και όχι λιγότερης σημασίας, την κυριαρχία των ανθρώπων πάνω στη φύση.»

Κατά την άποψη της πληρότητας του ορισμού του είναι παράξενο που ο Clark θεωρεί τη φιλοσοφία του Stirner ως ένα είδος αναρχισμού, έστω και αν είναι «σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής». Δε σφάλει δηλώνοντας πως ο πυρήνας του θεωρητικού αναρχισμού είναι η εναντίωση στην κυριαρχία και ότι, παρά τα αντικρατικά αισθήματα του Stirner, ο τελευταίος δεν έχει καταρχήν εναντίωση στην κυριαρχία. Πράγματι, γράφει «Γνωρίζω πως η ελευθερία μου περιορίζεται ακόμα και από την αδυναμία μου να επιβάλλω τη θέλησή μου σε ένα άλλο υποκείμενο, όταν αυτό δεν έχει ιδία βούληση, όπως μια κυβέρνηση, ένα άτομο κτλ.»

Είναι ο συνειδητός εγωισμός, συνεπώς, συμβατός με τον αναρχισμό ; Πέραν πάσης αμφιβολίας είναι δυνατόν να διατυπωθεί μια έννοια αναρχισμού φαινομενικά εγωιστικού. Για πολλά έτη προσπάθησα να το πράξω αυτό και γνωρίζω αρκετά άτομα τα οποία ακόμη υποστηρίζουν πως είναι αναρχικοί επειδή είναι εγωιστές. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως ο αναρχισμός ως θεωρία μη-επιβολής επιτάσσει πως τα άτομα αποφεύγουν να κυριαρχήσουν σε άλλους, ακόμη και αν αποσπούσαν μεγαλύτερη ικανοποίηση κυριαρχώντας παρά αποφεύγοντάς το. Το να επιτραπεί η καταπίεση θα ήταν άρνηση του αναρχισμού. Με άλλα λόγια, η «ελευθερία» του αναρχικού είναι ακόμη ένας ζυγός που τίθεται γύρω από το λαιμό του ατόμου στο όνομα ακόμη μίας εννοιλογικής προστατικής έγκλισης.

Το ερώτημα απαντήθηκε μέχρι ενός σημείου από την Dora Marsden σε δύο δοκίμια που εμφανίστηκαν στην κριτική της για «Τον Εγωιστή» στις 12Σεπτεμβρίου 1914 και τηςν 1η Φεβρουαρίου 1915. Το πρώτο τιτλοφορούταν «Η ψευδαίσθηση του Αναρχισμού»˙ το δεύτερο ήταν απάντηση σε κάποιες κριτικές.

Μερικούς μήνες πριν από την εμφάνιση του πρώτου της δοκιμίου επάνω στον αναρχισμό, η Marsden είχε εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση με τον τρομερό Benjamin Tucker στην οποία υπερασπίστηκε αυτό που η ίδια αποκαλούσε «εγωιστικό αναρχισμό» ενάντια σε αυτό που είδε ως «κληρικο-φιλελευθερισμό» από τον Tucker. Στο πρόωρο τέλος της αντιπαράθεσης ο Tucker την κατήγγειλε ως «εγωίστρια και αρχίστρια», ενώ εκείνη αποκρίθηκε πως ήταν αρκετά πρόθυμη να «μην – σύμφωνα με τον κύριο Tucker – καλείται ‘Αναρχική΄», αλλά απάντησε άμεσα με το «Εγωίστρια».

Στο διάστημα μεταξύ του τέλους της αντιπαράθεσης και της δημοσίευσης του πρώτου της δοκιμίου είχε προφανώς σκεφτεί διεξοδικά τη σχέση μεταξύ εγωισμού και αναρχισμού και είχε αποφασίσει πως ο τελευταίος ήταν κάτι που δεν μπορούσε πλέον να πιστεύει. Η ουσία της νέας της θέσης ήταν η εξής:

Κάθε μορφή ζωής είναι αρχιστική.

«Αρχιστικός είναι κάποιος που επιζητεί να εγκαθιδρύσει, διατηρήσει και διαφυλάξει με τα ισχυρότερα όπλα που έχει στη διάθεσή του, το δίκαιο του προσωπικού του συμφέροντος». Όλες οι αναπτυσσόμενες μορφές ζωής είναι επιθετικές: «επιθετικότητα σημαίνει ανάπτυξη. Ο καθένας παλεύει για τη δική του θέση και για να τη διευρύνει και αυτή η διεύρυνση είναι ανάπτυξη. Και επειδή οι μορφές ζωής είναι αγελαίες υπάρχουν μυριάδες αξιώσεις για εδραίωση αποκλειστικής κτήσης μιας θέσης. Οι διεκδικητές είναι μυριάδες: πτηνό, ζώο, φυτό, έντομο, παράσιτο – καθένα θα διεκδικήσει τη δική του αξίωση σε κάθε θέση όσο αυτό του επιτρέπεται: όπως μαρτυρεί η μαχητικότητα των κουνουπιών, των ζιζανίων και των ψύλλων στην ελάχιστη τυπικότητα της σκούπας της νοικοκυράς, στο τσεκούρι που καθαρίζει, στο δρεπάνι, το δίχτυ του ψαρά, το ρόπαλο του χασάπικου: όλοι οι ισχυρισμοί επιθετικού συμφέροντος αντιμετωπισμένοι έγκαιρα από δυνατότερα συμφέροντα! Ο κόσμος πέφτει σε εκείνον που μπορεί να τον κρατήσει, εάν η ενστικτώδης δράση μπορεί να μας δείξει κάτι.»

Είναι αυτή η επιθετική «εδαφικότητα» που κινητροδοτεί την κυριαρχία.

«Η ζωντανή μονάδα είναι ένας οργανισμός ενσαρκωμένων επιθυμιών˙ και ένα θέλω είναι ένας όρος που υποδηλώνει μια ανησυχία για την ύπαρξη εμποδίων – συνθηκών εύκολων ή δύσκολων- τα οποία βρίσκονται μεταξύ της «εκκίνησης» και της «άφιξης», δηλαδή, της ικανοποίησης. Συνεπώς, κάθε επιθυμία έχει δύο όψεις, εμπρόσθια και αντίστροφη, εκ των οποία η μία θα ανέγνωζε το «αυτό που δεν έχει ακόμη κυριαρχηθεί» και η άλλη «την προοδευτική κυριαρχία». Οι δύο όψεις αναπτύσσονται η μία σε βάρος της άλλης. Η συνύπαρξη της συνείδησης μιας ελλειπούσης ικανοποίησης με το αντίστοιχο και αναπόφευκτο «ένστικτο της κυριαρχίας», αυτό που παρατείνει την έλλειψη, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη «ζωή». Η γεφύρωση του μεσοδιαστήματος μεταξύ της επιθυμίας και της ικανοποίησής της είναι η εξάσκηση του «ενστίκτου για κυριαρχία» – η απόφραξη των συνθηκών. Η διάκριση μεταξύ του άψυχου και του ζωντανού περιλαμβάνεται στην ανικανότητα να είσαι κάποιος άλλος εκτός από θύμα των συνθηκών. Εκείνο για το οποίο το τελευταίο μπορεί να ειπωθεί κατέχει ζωή˙ αυτό για το οποίο μπορεί να λεχθεί το πρώτο είναι άψυχο. Είναι το ένστικτο της κυριαρχίας εκείνο το οποίο έχουμε χαρακτηρίσει αρχιστικό».

Φυσικά, αυτή η εξάσκηση του ενστίκτου για κυριαρχία δεν έχει ως αποτέλεσμα για κάθε μορφή ζωής να γίνει κυρίαρχη. Εφόσον η δύναμη είναι στη φύση άνιση, ο αγώνας για την επικράτηση συνήθως καταλαγιάζει σε μια κατάσταση στην οποία ο λιγότερο ισχυρός καταλήγει κυριαρχούμενος από τον ισχυρότερο. Πράγματι, πολλοί εκ των λιγότερο ισχυρών ικανοποιούν το ένστικτο για κυριαρχία βρίσκοντας τους εαυτούς τους με εκείνους που όντως κυριαρχούν: «ο σπουδαίος κύριος μπορεί πάντα να είναι σίγουρος πως θα έχει αφθονία θυρωρών».

Η Marsden υποστηρίζει πως οι αναρχικοί βρίσκονται μεταξύ αυτών οι οποίοι, σαν τους χριστιανούς, επιδιώκουν να φιμώσουν την τάση για κυριαρχία, προτρέποντάς μας να παραιτηθούμε από τις επιθυμίες μας να κυριαρχήσουμε. Ο σκοπός τους είναι να καταστήσουν «τους ανθρώπους πρόθυμους να ισχυρίζονται πως παρότι έχουν γεννηθεί και ρέπουν προς τον αρχισμό, οφείλουν να είναι αναρχικοί.» Αντιμέτωποι με «αυτή την κολοσσιαία συμπλοκή συμφερόντων, δηλαδή, τη ζωή… ο αναρχικός εισβάλλει με το «Μέχρι εδώ και όχι παραπέρα» του και «εισαγάγει το ‘δίκαιό’ του της ‘απαραβίαστης ατομικής ελευθερίας’.» Ο αναρχικός είναι, συνεπώς, καταρχήν θιασώτης του εμπάργκο ο οποίος βλέπει στην κυριάρχιση το αποφώλιον τέρας. «Είναι το πρώτο άρθρο της πίστης μου πως οι αρχιστικές καταπατήσεις της ‘ελεύθερης’ δραστηριότητας των Ανθρώπων δεν είναι συμβατές με το σεβασμό λόγω της αξιοπρέπειας του Ανθρώπου ως Άνθρωπο. Το ιδανικό της Ανθρωπότητας απαγορεύει την κυριαρχία πάνω σε έναν άνθρωπο από τους συνανθρώπους του… Το ανθρωπιστικό εμπάργκο είναι Απόλυτο: μια διαδικασία η τήρηση της οποίας είναι αγαθή καθ’ αυτή. Η κυβέρνηση Ανθρώπου από Άνθρωπο είναι λάθος˙ ο σεβασμός του εμπάργκο συνιστά Ορθό.»

Η ειρωνεία είναι πως κατά τη διαδικασία αναζήτησης της εγκαθίδρυσης αυτής της κατάστασης της μη-κυριάρχισης που ονομάζεται αναρχία, ο αναρχικός θα υποχρεωθεί να στραφεί σε κυρώσεις που δεν είναι τίποτα άλλο από μια μορφή κυριαρχίας. Στην θεωρητική κοινωνία του αναρχικού θα πρέπει να καταφεύγουν σε μια ενδο-ατομική κυριαρχία της συνείδησης ώστε να αποτρέψουν τη δια-ατομική κυριαρχία που χαρακτηρίζει την πολιτική κυβέρνηση. Τελικά, λοιπόν, ο αναρχισμός συνοψίζεται σε ένα είδος «κληρικο-φιλελευθερισμού» και είναι η γυαλάδα που καλύπτει τις επιθυμίες «μιας μονάδας που διακατέχεται από το έντικτο να κυριαρχεί – ακόμα και στις συνανθρώπους του.»

Όχι μόνο αυτό, αλλά αντιμετωπίζοντας τα πρακτικά προβλήματα της επίτευξης της «Ελεύθερης Κοινωνίας», η αναρχική φαντασία θα έλιωνε μπροστά στις πραγματικότητες της εξουσίας. «Το Κράτος έπεσε, ζήτω το Κράτος’ –ο πιο ριζοσπάστης επαναστάτης αναρχικός δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό. Την επαύριον της επιτυχημένης του επανάστασης θα πρέπει να αναζητήσει μέσα ώστε να προστατεύσει τις ‘αναρχιστικές’ αντιλήψεις του: και θα έβρισκε τον εαυτό του να προστατεύει τα δικά του συμφέροντα με όλες τις δυνάμεις που θα είχε υπό τον έλεγχό του, όπως ένας αρχιστής: διαμορφώνοντας τους νόμους του και διατηρώντας το Κράτος του, μέχρις ότου κάποιος ειλικρινέστερος αρχιστής κατέφθανε για να τον εκτοπίσει και να τον αντικαταστήσει.»

Παρόλα αυτά, έχοντας εγκατελείψει τον αναρχισμό, η Marsden δεν έχει καμία πρόθεση να επιστρέψει στην αποδοχή της εξουσίας του Κράτους και των νόμων του διότι αυτό θα ήταν σα να σενέχεε

«μια στάση η οποία αρνείται να θεωρεί ιερούς τους νόμους και τα συμφέροντα (δηλαδή πλήρως ανέγγιχτα και μη αμφισβητήσιμα) με εκείνη που αρνείται να σεβαστεί την ύπαρξη δυνάμεων, των οποίων οι Νόμοι είναι απλώς οι προς τα έξω ορατές ενδείξεις. Πρόκειται για ένα πολύ γενικό λάθος, αλλά ο αναρχικός ειδικά είναι το θύμα του: η μεγαλύτερη ευφυία του αρχιστή θα κατανοήσει πως παρότι το να θεωρούνται οι νόμοι ιεροί είναι ανοησία, ο σεβασμός προς κάθε νόμο είναι αποτέλεσμα απλώς της ποσότητας των αντιποίνων που μπορεί να εμπλέκονται, εάν κάποιος τον αψηφήσει. Ο σεβασμός για την ‘ιερότητα’ και ο σεβασμός ‘της δύναμης’ βρίσκονται σε αντίθετους πόλους, ο εκτιμών τον έναν είναι ο βερμπαλιστής, ο εκτιμών τον άλλον – ο αρχιστής: ο εγωιστής.»

Συμφωνώ με τη Dora Marsden. Ο αναρχισμός είναι μια κοσμική θρησκεία της λύτρωσης, ενδιαφερόμενη να εξαγνίσει τον κόσμο από την αμαρτία της πολιτικής κυβέρνησης. Οι υποστηρικτές της οραματίζονται μια «ελεύθερη κοινωνία» στην οποία όλες οι πράξεις κυριαρχίας απαγορεύονται. Καθηρμένη από το κακό της κυριαρχίας, η «ανθρωπότητα» θα ζει, όπως λένε, ελεύθερα και αρμονικά και η τωρινή μας «καταπίεση» θα περιοριστεί στις σελίδες των βιβλίων ιστορίας. Όταν, λοιπόν, η Marsden γράφει πως «οι αναρχικοί δεν είναι διαχωρισμένοι με κανέναν τρόπο από τη συγγένεια με την ευλάβεια. Ανήκουν στη χριστιανική Εκκλησία και θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως επιλεγμένα παιδιά της χριστιανοσύνης» δεν είναι απλώς επιπόλαιη. Ο αναρχισμός είναι θεωρία για μια ιδανική κοινωνία –το εάν θα είναι κομμουνιστική, μουτουαλιστική ή ατομικιστική λίγη σημασία έχει από αυτή την άποψη- της αναγκαιότητας να απαιτήσουμε την αποκήρυξη της κυριαρχίας, τόσο στα μέσα, όσο και στους σκοπούς. Το ότι αυτό στην πράξη θα απαιτούσε μία άλλη μορφή κυριαρχίας για την πραγμάτωσή του είναι μια αντίφαση όχι άγνωστη σε άλλες θρησκείες – η οποία κατά κανένα τρόπο δε μεταβάλει την ουσία τους.

Ο συνειδητός εγωιστής, αντίθετα, δεν είναι δέσμιος καμίας απαίτησης για αποκήρυξη της κυριαρχίας και εάν είναι στο πλαίσιο των ικανοτήτων του θα κυριαρχήσει σε άλλους εάν αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον του. Το ότι ο αναρχισμός και ο εγωισμός δεν είναι ισοδύναμα είναι παραδεκτό, αν και απρόθυμα, από τον γνωστό Αμερικανό αναρχικό John Beverley Robinson, -ο οποίος απεικόνισε μια αναρχική κοινωνία με τους πιο δακρύβρεχτους όρους στο έργο του «Ξαναχτίζοντας τον Κόσμο»- στο συνοπτικό του δοκίμιο «Εγωισμός». Παραμερίζοντας τις αναρχικές αρχές, γράφει για τον εγωισμό πως «εάν το Κράτος κάνει πράγματα που τον ωφελούν, θα το υποστηρίξει˙ εάν αυτό του επιτεθεί και καταπατήσει την ελευθερία του, θα το αποφύγει με κάθε δυνατό μέσο, εάν δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να αντέξει.» Και πάλι, «εάν ο νόμος τυγχάνει να είναι προς το συμφέρον του, θα τον χρησιμοποιήσει˙ εάν εισβάλει στην ελευθερία του, θα τον παραβιάσει τόσο όσο εκείνος πιστεύει πως είναι συνετό να το κάνει. Αλλά δεν έχει καμία υπόληψη για το νόμο ως κάτι υπερκόσμιο.»

Ο Robinson αρνείται έτσι την ισχύ της αναρχικής θέσης περί μη-κυριαρχίας, αφού η ύπαρξη του Κράτους και των νόμων του προϋποθέτει την ύπαρξη ενός μόνιμου μηχανισμού καταστολής. Εάν κάνω χρήση τους για το δικό μου συμφέρον, τότε επικαλούμαι την κατασταλτική τους εξουσία εναντίον οποιουδήποτε στέκει μπροστά σε αυτό που επιθυμώ. Με άλλα λόγια, κάνω χρήση μιας αρχιστικής δράσης για να επιτύχω το σκοπό μου.

Ο εγωισμός, ο συνειδητός εγωισμός, ειδωμένος σαν αυτό που είναι αντί να καταπιέζεται στην υπηρεσία μιας ουτοπικής ιδεολογίας, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με αυτό που η Marsden καλώς αποκάλεσε «κληρικο-φιλελευθερισμό». Σημαίνει, όπως το έθεσε στην αντιπαράθεσή της με τον Tucker, «…μια μπανιέρα για τον Διογένη, μια ήπειρο για τον Ναπολέοντα, τον έλεγχο ενός τραστ για τον Rockfeller, όλα όσα επιθυμώ για μένα: εάν μπορούμε να τα αποκτήσουμε.» Δε βασίζεται πάνω σε καμία φαντασία διότι οι υπερασπιστές του γνωρίζουν καλά τη ζωτική διαφορά μεταξύ του «εάν επιθυμώ κάτι πρέπει να το πάρω» και του «να είμαι ικανός να κατορθώσω αυτό που επιθυμώ». Ο εγωιστής ζει ανάμεσα στις πραγματκότητες της εξουσίας στον κόσμο των αρχιστών, όχι ανάμεσα σε μύθους απαρνητών στον φανταστικό κόσμο των αναρχικών.

Sidney E. Parker

Μετάφραση: Niger Lupus Negationis (Nigrum Inferno)

Πηγή: The Anarchist Library

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *