Tag Archives: Renzo Novatore

“Μαύρα τριαντάφυλλα”, Renzo Novatore

Ήμουν ξαπλωμένος στο μωβ μου κρεβάτι – δεν ξέρω για πόσο – , αλλά δεν μπορούσα να χαλαρώσω. Οι κρόταφοί μου άρχισαν να πάλλονται, το κούτελό μου έκαιγε σαν να είχα πυρετό, στο μυαλό μου στριφογύριζε ένα συνοθύλευμα ζοφερών σκέψεων και καταριώντας, μάταια εκλιπαρούσα τον Μορφέα να με πάρει στην αγκαλιά του.

Ξαφνικά, είδα την πόρτα του δωματίου μου να διαρρηγνύεται και ελαφρά, ένα Απρόβλεπτο μπήκε.

Την κοίταζα: τα όμορφα, βαθιά της μάτια κρατούσαν όλα τα μυστικά του ουρανού και όλα τα μυστήρια των θαλασσών. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και μακριά. Το άρωμα του ώριμου ροδιού μεταφερόταν απαλά από το στόμα της, αναμένοντας το ανυπόμονο δάγκωμα. Τα ρόδινα χέρια της ήταν λεπτά και διαφανή και τα μικροσκοπικά της πόδια ήταν λευκά και γεμάτα χάρη. Continue reading “Μαύρα τριαντάφυλλα”, Renzo Novatore

“Το ονειρο της εφηβικης μου ηλικιας”, Renzo Novatore

Το παρακάτω κείμενο έχει γραφτεί υπό το ψευδώνυμο Sibilia Vane.

Έτσι, η σοφία της σάπιας δειλίας ούτε χλευάζει ούτε σκανδαλίζει την ηλίθια αγνότητα των ευπρεπών νεαρών δεσποινίδων.

Είμαι μια πρόωρα ανεπτυγμένη έφηβη που, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι μέσα από τους φωσφορίζοντες λαβυρίνθους των πιο τρομακτικών βαθών, ξανασκαρφάλωσα στην κορυφή για να τραγουδήσω το περήφανο και ιερόσυλο τραγούδι της τόσο νέας ακόμα και τόσο ελεύθερης ζωής μου στον ήλιο.

Κάποιος μου είπε : ”Θα γίνεις γυναίκα, ύστερα σύζυγος και μετά μητέρα!…”

Έτσι αποκρίθηκα με μια ερώτηση : Τι σημαίνει το γυναίκα, σύζυγος και μητέρα; Δεν θα σας πω τι μου απάντησαν. Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν το σκέφτομαι γελάω, ναι, ακόμα γελάω. Ο έρωτας γίνεται αντιληπτός ως μία αποστολή!; Η γυναίκα ως σύζυγος και μητέρα; Όχι, όχι, όχι! Δεν θα γίνω σύζυγος, δεν θα γίνω μητέρα! Η εξέγερση μου δεν μπορεί να σταματήσει στη μέση ή να κείναι μάταιη. Η εξέγερση μου πετάει τα βέλη της – πέρα από την οικογένεια – και ενάντια στη φύση. Δεν θέλω να γίνω σύζυγος, δεν θέλω να γίνω μητέρα. Όχι, όχι, όχι!

Χτες, το απόγευμα, ξεγυμνώθηκα μπροστά από τον καθρέφτη και κοιταζόμουν για πολύ ώρα. Είδα το σάρκα μου τυλιγμένη σε μια σκιά από το φως, που τρεμόπαιζε ελαφρώς. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί, αλλά μου φάνταζα αξιολάτρευτη…

Το φουσκωμένο στήθος που ανυψώνεται υπέροχα στον κόρφο μου, ένας πάνλευκος θησαυρός. Η επίπεδη, στρογγυλή μου κοιλιά, έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι που έχει διαπλαθεί με το καλύτερο φίλντισι από τα θαυματουργά χέρια ενός θεϊκού καλλιτέχνη.

Έλυσα τις ξανθές μπούκλες μου πάνω στην καμπυλωτή λιτότητα των όμων μου και κύκλωσα τις υγρές μου βλεφαρίδες ελαφρώς με βιολετί και μαύρο. Το χνούδι που επιστέγαζε την κατώτερη κοιλότητα της κοιλιάς μου έμοιαζε σαν ένα χρυσό φτερό στην ιερή ράχη των αγγέλων του παραδείσου. Το ερυθρό στόμα μου φάνταζε σαν ένα σκισμένο ρόδι, ανοιχτό στα κίτρινα χάδια του ήλιου.

Πλησίασα τον καθρέφτη και φίλησα ηδονικά τα αντικατοπτριζόμενα χείλη μου.

Δεν ξέρω αν έχω φιλήσει ποτέ οτιδήποτε πιο έντονα στη ζωή μου από, χθες το απόγευμα, όταν επιθυμούσα να είμαι άντρας έτσι ώστε εγώ η ίδια να ξαπλώσω το λευκό παρθένο κορμί μου, το οποίο μου αποκάλυψε το μυστήριο στον καθαρό καθρέφτη, πάνω στο κρεβάτι.

Αλλά η ιδέα της επαφής παρήγαγε μια άλλη ιδέα. Κάθε σκοπός έχει μια επίδραση…

Ξάπλωσα νωχελικά στο κρεβάτι. Οι κρόταφοί μου χτυπούσαν σα σφυριά. Το αίμα έβραζε μέσα στις φλέβες μου. Ίσως να παραληρούσα…

Ξέρω πως είχα τα μάτια μου κλειστά και δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά σκοτάδι. Αλλά μέσα στο σκοτάδι είδα έναν άλλο καθρέφτη. Τον καθρέφτη της φαντασίας, ο οποίος έδειχνε την πραγματικότητα. Κοιτάχτηκα. Είδα την όμορφη, στρογγυλή, γυαλιστερή κοιλιά μου τρομαχτικά πρησμένη, με, στο κέντρο της, μια συμμετρική γραμμή μαυροκίτρινου χρώματος η οποία έδινε την γλοιώδη εντύπωση ενός μικρού φιδιού απλωμένου σε έναν ογκώδη σάκο γεμάτο με ξερόχορτα. Τότε είδα επίσης τα θαυμάσια, λευκά μου στήθη να κρεμάνε και να ζαρώνουν… Ήμουν μητέρα!

Ένα μισητό κουτσούβελο ρούφηξε άπληστα το αίμα μου, λεηλάτησε τη νιότη μου, κατέστρεψε ανελέητα την θεϊκή ομορφιά μου, που ήλπιζα να είναι αθάνατη. Η επιθυμία του χθεσινού απογεύματος ήταν παρελθόν, αλλά ο εφιάλτης παρέμεινε.

Μητέρα… Τι υποτίθεται πως σημαίνουν όλα αυτά; Το να δίνεις παιδιά στο είδος περισσότερους σκλάβους στην κοινωνία, περισσότερους εγκατελειμένους στον πόνο.

…Μητέρα… Σύζυγος…

Αυτοί είναι λοιπόν οι στόχοι του έρωτα;

Αχ, η παλιά μαγεία της ηθικής, τα παλιά ψέμματα της γερασμένης ανθρωπότητας.

Όχι, δεν θα γίνω ποτέ γυναίκα κανενός, δεν θα δώσω ούτε ένα παιδί στο είδος. Ποτέ! Η ζωή είναι πόνος. Η ανθρωπότητα είναι ένα ψέμα. Οποιοσδήποτε καταδέχεται να διαιωνίσει το είδος είναι εχθρός της αγνής ομορφιάς.

Η ανθρωπότητα είναι μία φυλή που πρέπει να ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ!

Ο ατομικισμός πρέπει να σκοτώσει την κοινωνία, η ευχαρίστηση πρέπει να στραγγαλίσει τον πόνο. Ας αφήσουμε τη μετάνοια και τον πόνο να πεθάνει, να πνιγούν σε ένα τελευταίο όργιο χαράς. Παραδώσου στην τρελή χαρά του να ζεις, εσύ που αγαπάς τη ζωή, εσύ που αγαπάς το τέλος.

Γιατί θα έπρεπε το μέλλον να έχει σημασία; Τι σημασία έχει το είδος για σένα;

Εμπρός, εσείς που έχετε ανακαλύψει τους εαυτούς σας, ας κάνουμε τον κόσμο μια γιορτή, ας κάνουμε τη ζωή, ένα όργιο έρωτα στο λυκόφως. Για αυτούς που προέρχονται από τις αβύσσους του κοινωνικού ψεύδους όπου προσκολλούνται οι ρίζες του ανθρώπινου πόνου, η χαρά πρέπει να είναι ένα τέλος και το τέλος ο ύψιστος στόχος.

Δεν θέλω να έχω ένα παιδί που καταστρέφει την ομορφιά μου και μαραίνει τη νιότη μου.

Δεν θέλω να έχω μια οικογένεια που περιορίζει την ελευθερία μου. Δεν θέλω έναν άνοστο, ζηλόφθονο και κτηνώδη σύζυγο που, ως αντάλλαγμα για ένα κομμάτι ψωμί, εμποδίζει τις λυρικές πτήσεις του πνεύματος μέσα από τις πιο θεϊκές και αμαρτωλές τρέλες της πολυτέλειας και της ηδονής που προσφέρουν στη σάρκα οι πολλαπλοί εραστές.

Δεν αγαπώ τους συζύγους και ίσως ούτε καν τους εραστές.

Αγαπώ την απόλαυση και τον έρωτα.

Αλλά ο έρωτας είναι ένα λουλούδι που βλασταίνει στα χείλη των ανδρών.

Όταν πλησιάσω τα χείλη τους για να συλλέξω τον διεστραμμένο ανθό του έρωτα, θα το κάνω μόνο για τη δική μου ευχαρίστηση και μόνο.

Το να αγαπάς τον άλλο είναι πάντα περιττό και μερικές φορές ηλίθιο.

Είναι αρκετό το να αγαπάς τον εαυτό σου. Είναι αρκετό το να ξέρεις πως να αγαπάς τον εαυτό σου. Και εγώ θα ξέρω πως να αγαπάω τον εαυτό μου τόσο πολύ, ω τόσο πολύ!

Θα αγαπώ τον εαυτό μου γυμνή μπροστά από τον καθρέφτη το απόγευμα. Θα λατρεύω τον εαυτό μου γυμνή στη μπανιέρα το πρωινό. Θα είμαι γυμνή και μεθυσμένη στην αγκαλιά των εραστών μου.

Η ανθρωπότητα βαδίζει στον δρόμο του πόνου ώστε να διαιωνιστεί. Εγώ βαδίζω στο μονοπάτι της απόλαυσης γιατί ψάχνω το τέλος.

Βαδίζω προς την ανατολή, βαδίζω προς τη δύση. Θέλω να βαδίσω πέρα από τα μονοπάτια ανά τον κόσμο, συλλέγοντας τους ανθούς του έρωτα, της χαράς και της ελευθερίας.

Αγαπώ τα μαύρα καλσόν και αυτά στο χρώμα του δέρματος. Τα μεταξωτά εσώρουχα λευκού ή κόκκινου χρώματος. Τα παπούτσια από λάστιχο και εκλεπτισμένα υλικά. Τα μπάνια με νερό αρωματισμένο από οξαλίδα και κολώνια. Το άρωμα από Cotty και τα μπουκέτα με τριαντάφυλλα.

Θέλω να διασχίσω τα μονοπάτια του κόσμου, συλλέγοντας τους ανθούς του έρωτα, της χαράς και της ελευθερίας.

Θα τσακίσω τα φύλλα από τις φλαμουριές, θα συλλέξω μίσχους από υδραγεία, κλαδιά γλυσίνας και ανθούς πικροδάφνης, για να ετοιμάσω το αρωματισμένο κρεβάτι του έρωτα μου.

Και θα γίνω η ερωμένη των αλητών και των κλεφτών. Και θα γίνω το ιδανικό των ποιητών.

Επειδή δεν θέλω να δώσω τίποτα στην πατρίδα, στο είδος και στην ανθρωπότητα.

Θέλω να μεθύσω στην πηγή της απόλαυσης, της λαγνείας και της ηδονής. Θέλω να καταβροχθιστώ ολοσχερώς από την πυρά του έρωτα.

Δεν θέλω να γίνω μητέρα, δεν θέλω να γίνω σύζυγος. Όχι, όχι, όχι!

Αρωματισμένα κρεβάτια, φιλιά εραστών και μουσική από τρελά βιολιά. Χοροί και τραγούδια.

Ξέρω θα με αποκαλέσεις τρελή και ανώμαλη. Θα με αποκαλέσεις πουτάνα.

Αλλά αυτά είναι παλιά και αδύναμα επιφωνήματα που δεν έχουν πια καμιά επίδραση σε μένα.

Είμαι η πρόωρα ανεπτυγμένη έφηβη που, αφότου περιπλανήθηκα στις πιο τρομερές αβύσσους του βάθους, ξανασκαρφάλωσα στην κορυφή για να τραγουδήσω το ιερόσυλο τραγούδι της ελεύθερης ζωής στον ήλιο.

Μια ζωή ομορφιάς και δύναμης, μια ζωή τέχνης και έρωτα, πηγή της θεϊκής αμαρτίας, αναβλύζει στην ιερή όαση του ηδονισμού.

Αρκετά τώρα με τα επιληπτικά παραληρήματα του πνεύματος.

Τίποτα δεν ανήκει στην παγανιστική ομορφιά περισσότερο από το νεανικό μου κορμί.

Αχ έρωτα, πάρε με να πετάξουμε…

Renzo Novatore

Πηγή: The Anarchist Library

To παραπάνω κείμενο παρουσιάστηκε στην Αρκόλα της Ιταλίας, το 1921. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από τα φυλακισμένα μέλης της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς και η επιμέλεια από το μπλογκ Parabellum.

“Ο Εικονκλαστικος Ατομικισμος μου”, Renzo Novatore

Άφησα για πάντα μια ζωή στις πεδιάδες.

Ε. Ίψεν

 

Ακόμα και οι πιο καθαρές πηγές της Ζωής και της Σκέψης που δροσερές και χαμογελαστές αναβλύζουν μέσα από τα απόκρημνα βράχια των ψηλότερων βουνών, όταν ανακαλύπτονται από τους δημαγωγούς βοσκούς του νόθου κοπαδιού από αστούς και προλετάριους, αμέσως μετατρέπονται σε δύσοσμες μιαρές και λασπωμένες λακκούβες. Τώρα είναι η σειρά του Ατομικισμού. Από το χυδαίο απεργοσπάστη ως τον ηλίθιο και σιχαμερό αστυνομικό, από τον άθλιο πουλημένο ως τον κατάπτυστο χαφιέ, από το δειλό σκλάβο ως τον απεχθή τύραννο, όλοι μιλούν περί Ατομικισμού.

Είναι της μόδας.

Ακόμα και οι ραχιτικοί ψευτοδιανοούμενοι που που πρεσβεύουν το φθισικό φιλελεύθερο συντηρητισμό ή εκείνοι οι άρρωστοι που υποφέρουν από χρόνια δημοκρατική σύφιλη, μέχρι και οι ευνούχοι του σοσιαλισμού και οι αναιμικοί του κομμουνισμού, όλοι μιλούν και παίρνουν θέση για τους Ατομικιστές.

Αντιλαμβάνομαι ότι μη όντας ο Ατομικισμός μία σχολή και λιγότερο ένα κόμμα, δεν μπορεί να είναι μοναδικός ωστόσο είναι πιο αληθές ότι ακόμα και οι Μοναδικοί είναι ατομικιστές. Και γω σαν μοναδικός ορμάω στο πεδίο της μάχης, ξεγυμνώνω το σπαθί μου και υπερασπίζομαι τις πιο ακριβές μου ιδέες που εκφράζουν έναν ακραίο ατομικισμό, αδιαμφισβήτητα μοναδικό. Μπορεί να είμαστε σκεπτικιστές αδιάφοροι και είρωνες, αλλά όταν κάποιος είναι καταδικασμένος να ακούει συνεχώς τους σοσιαλιστές, λίγο η πολύ καταρτισμένους, να διατυμπανίζουν ξεδιάντροπα και με πλήρη άγνοια ότι δεν υπάρχει τίποτα το ασύμβατο μεταξύ της Ατομικιστικής και συλλογικής ιδέας, και προσπαθούν ηλίθια να συγκρίνουν ένα γιγάντιο βάρδο της ηρωικής ισχύος- έχοντα κυριαρχήσει πάνω στα ανθρώπινα φαντάσματα ηθικά και θεϊκά που τρέμει και καρδιοχτυπά τότε αναγαλλιάζει και απλώνεται πέρα από το καλό και το κακό της Εκκλησίας και του Κράτους, των Λαών και της Ανθρωπότητας μέσα σε παράξενες λάμψεις μιας νέας ερωτικής φωτιάς, παρερμηνευμένης όπως άλλωστε και ο λυρικός δημιουργός του Ζαρατούστρα, με κάποιον κοινό και φτωχό προφήτη του Σοσιαλισμού- τη σχολή της δειλίας. Ή ακόμα και έναν ακατανίκητο και αξεπέραστο Εικονοκλάστη όπως είναι ο Μαρξ Στίρνερ, τον θεωρούν σαν ένα οποιοδήποτε εργαλείο εκτεθειμένο στους φρενήρεις θιασωτές του κομμουνισμού, ε τότρ ναι, μπορεί να κάνει κάποιος μια ειρωνική γκριμάτσα με τα χείλη του αλλά κατόπιν πρέπει να εξεγερθεί αποφασιστικά προκειμένου να υπερασπιστεί και να επιτεθεί, εφόσον νιώθει Ατομικιστής από την αρχή ως το τέλος, δε μπορεί να ανέχεται να βρίσκεται έστω και στο ελάχιστο μπερδεμένος μέσα στους αδαείς κόλπους ενός νοσηρού βελάζοντος κοπαδιού.

Η Ιστορία, ο Υλισμός, ο Μονισμός, ο θετικισμός και όλοι οι -ισμοί αυτού του κόσμου είναι παλιές και σκουριασμένες πληγές που δε μου χρησιμεύουν πια και δε με απασχολούν. Έχω σαν αρχή τη Ζωή και σαν τέλος το Θάνατο. Θέλω να ζήσω έντονα τη Ζωή μου για να αγκαλιάσω το Θάνατό μου.

Εσείς περιμένετε την Επανάσταση! Ας είναι! Η δική μου έχει ξεκινήσει προ καιρού! Όταν θα είστε έτοιμοι- Θεέ μου τι μεγάλη αναμονή!- δε θα μου προκαλεί αποστροφή το να μοιραστώ μαζί σας ένα μέρος δρόμου.

Άλλα όταν θα σταματήσετε, εγώ θα συνεχίσω την τρελή και θριαμβευτική μου πορεία προς τη μεγαλειώδη και υπέρτατη κατάκτηση του Τίποτα!

Κάθε κοινωνία που θα φτιάξετε θα ‘χει τα όρια της και στα όρια της θα δρουν οι ηρωικοί και αναμαλλιασμένοι τυχοδιώκτες, με την παρθένα και άγρια σκέψη τους, που ξέρουν να ζούνε μονάχα, ετοιμάζοντας αδιάλειπτα νέες και τρομερές εξεγερσιακές εκρήξεις.

Εγώ θα είμαι μεταξύ αυτών!
Και μετά από μένα, όπως και πριν από μένα, θα υπάρχουν πάντα αυτοί που θα λένε στους ανθρώπους: “‘Εξεγερθείτε εσείς οι ίδιοι, όχι τόσο εναντίον των θεών σας ή των ειδώλων σας: ανακαλύψτε μέσα σας ότι υπάρχει και είναι κρυμμένο: φέρτε τα στο φως: αποκαλυφτείτε!”. Είναι η στιγμή που ο κάθε άνθρωπος ανασκαλεύοντας μέσα του, βγάζει ότι μυστηριωδώς ήταν κρυμμένο, σαν μια σκιά που κρύβει από τις ακτίνες του Ήλιου κάθε τύπο ζωντανής Κοινωνίας!

Κάθε Κοινωνία τρέμει όταν η περιφρονητική αριστοκρατία των Τυχοδιωκτών, των Μοναδικών, των Απροσπέλαστων, των Κυρίαρχων του Ιδεώδους και των κατακτητών του Τίποτα αψηφώντας τα πάντα προχωρά. Εμπρός, λοιπόν, ω Εικονοκλάστες, εμπρός!

“Ήδη ο ουρανός που είναι κυριευμένος από προαίσθημα κρύβεται και σιωπά!”

Άρκολα, Ιανουάριος 1920

Έργο του Renzo Novatore, που δημοσιεύτηκε από το Iconoclasta, στην Πιστόια, στις 15/01/1920.

Αναδημοσίευση από το βιβλίο: Renzo Novatore, Ο ιππότης του Μηδενός, Επιλεγμένα κείμενα 1917-1922, των εκδόσεων ΔΙΑΔΟΣΗ

Η δημοσίευση απ’ το μπλογκ Parabellum

“Μαυρες Παντιερες”, Renzo Novatore

I.

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στις ρίζες. Να πιούμε νερό απ’ τις αρχαίες πηγές!…

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στον ηρωικό αναρχισμό, στο ατομικό, βίαιο, αλόγιστο, ποιητικό, αποκεντρωτικό θράσος…

Και χρειάζεται να επιστρέψουμε με κάθε κομμάτι του σύγχρονού μας ενστίκτου, κάθε κομμάτι της νέας μας αντίληψης για τη ζωή και την ομορφιά, κάθε κομμάτι του υγιούς και συνειδητού πεσιμισμού μας, που δεν είναι παραίτηση ή αδυναμία αλλά ανθισμένο λουλούδι της πληθωρικής ζωής. Είμαστε οι αληθινοί μηδενιστές της πραγματικότητας και οι πνευματικοί κατασκευαστές των ιδεατών κόσμων.

Είμαστε καταστροφικοί φιλόσοφοι και δημιουργικοί ποιητές.

Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.

Περπατάμε…

II.

Κάμποσα χρόνια πριν, όλοι οι βασιλείς της γης κι όλοι οι τύραννοι του κόσμου διέσχισαν το κατώφλι του χρόνου και (γυρνώντας την πλάτη στην αυγή) κάλεσαν (διά βοής) τα φαντάσματα του παρελθόντος: του πιο ζοφερού παρελθόντος!

Οι φωνές των τυράννων και των βασιλέων ενώθηκαν ακόμα και με τις βραχνές φωνές όλων των μεγάλων σπαγκοραμμένων του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης και της ιδέας! Κι απ’ τις φωνές των τυράννων, των βασιλιάδων και των σπαγκοραμμένων, φαντάσματα και πνεύματα σηκώθηκαν απ’ τους τάφους τους κι ήρθαν να χορέψουνε ανάμεσά μας…

Το «κράτος», η «φυλή», η «πατρίδα» γίναν τα μακάβρια σύννεφα που ’καναν έφοδο στους ουρανούς, απειλητικά φαντάσματα που κρύψανε τον ήλιο· που μας πετάξαν πίσω στη σκοτεινή νύχτα των μακρινών μεσαιωνικών καιρών…

III.

Θάνατος!
Ποιος θυμάται τον μακάβριο χορό του οδυνηρού και τερατώδους θεού του πολέμου;
Ποιος θυμάται ακόμα τον πόλεμο;
Πολύς καιρός έχει περάσει μεταξύ του χθες και του σήμερα, αλλά πάνω σ’ αυτή την άτυχη μα ακόμα ευγενή γη, γονιμοποιημένη από υπολείμματα πρησμένων πτωμάτων και άγονου αίματος, κανένα τέλειο, παρθένο λουλούδι, δημιουργημένο από την πνευματικότητα και την αγνότητα, δεν φυτρώνει σήμερα.
Όχι, τα λουλούδια που γεννιούνται τώρα απ’ το ξηρό έδαφος, τόσο μάταια ποτισμένα στο αίμα, δεν είναι τα λουλούδια της ακμάζουσας ζωής, ικανά για τη μεγάλη ελπίδα, για τον γενναίο αγώνα, της σθεναρής σκέψης˙ είναι μάλλον λουλούδια του θανάτου, γεννημένα στη σκιά, που αναπτύσσονται με το μαρτύριο του υποσυνείδητου, παρασυρόμενα στη θύελλα, μεταφέρονται μαζί με την κίνηση του ποταμού της λησμονιάς…

Δεν είμαι συναισθηματικός… αλλά έχω την φρικτή μνήμη του πολέμου.
Ακόμα και το πνεύμα του μεγάλου Ζαρατούστρα (που ήταν ο αληθινότερος εραστής του πολέμου και ο πιο ειλικρινής φίλος του πολεμιστή) πρέπει να έχει αρρωστήσει τρομερά απ’ αυτόν τον πόλεμο…
Πρέπει να ήταν φοβερά άρρωστος, γιατί τον άκουσα να κραυγάζει: «Πρέπει να αναζητήσετε τον δικό σας εχθρό, πολεμήστε για το δικό σας πόλεμο, και για τις δικές σας ιδέες!»
Κι αν η ιδέα σας ενδίδει, η εντιμότητά σας κραυγάζει για τη νίκη.
Αλλά φευ! το ηρωικό κήρυγμα του μεγάλου απελευθερωτή έπεσε στο κενό!
Το ανθρώπινο κοπάδι δεν ήξερε πως να διακρίνει τον εχθρό του ή να παλέψει για τον πόλεμο των δικών του ιδεών. (Το κοπάδι δεν είχε κανένα δικό του ιδεώδες!)
Και μη ξέροντας τα δικά του ιδεώδη που θα μπορούσαν να θριαμβεύσουν, ο Άβελ πέθανε στα χέρια του Κάιν για ακόμη μια φορά.
Μη γνωρίζοντας πως να πει Ναι ή Όχι! Προχωρά σαν δειλός, σαν ρομπότ (1), όπως πάντα.
Αν είχε τουλάχιστον την ικανότητα να πει το Ναι της ενθουσιώδους υποταγής (αφού δεν είχε την ηρωική δύναμη να πει το τιτάνιο Όχι της τραγικής άρνησης) θα μπορούσε να αποδείξει τελικά ότι πίστευε στην «υπόθεση» για την οποία πέθανε, πολεμώντας…
αλλά δεν ήξερε πως να πει ναι ή όχι!
Πήγε!
Σαν δειλός, όπως πάντα!
Έτσι…
Και ξεκίνησε να πάει προς το θάνατο.
Πήγε προς το θάνατο του χωρίς να ξέρει γιατί.
Όπως πάντα!
Κι ο θάνατος δεν περίμενε…
Ήρθε!…
Ήρθε και χόρεψε.
Χόρεψε και γέλασε!
Για πέντε ολόκληρα χρόνια…
Γελούσε και χόρευε πάνω απ’ τα λασπωμένα ορύγματα όλων των πατρίδων του κόσμου.
Ένας μακάβριος χορός!
Ω, τι ηλίθιος και μακάβριος (πόσο θηριώδης και ωμός) είναι αυτός ο θάνατος που χορεύει χωρίς να κουβάλα τα φτερά κάποιου ιδεώδους.
Χωρίς μια βίαια ιδέα που υπονομεύει και καταστρέφει.
Χωρίς μια γόνιμη ιδέα που παράγει και δημιουργεί.
Τι ηλίθιο και φρικτό πράγμα είναι να πεθαίνουν σαν δειλοί, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Τον είδαμε (όπως χόρευε) ο Θάνατος.
Ήταν ο μαύρος Θάνατος, αδιάφανης, χωρίς καμιά ευκρίνεια φωτός.
Ήταν ένας Θάνατος χωρίς φτερά!…
Πόσο άσχημος και χυδαίος ήταν.
Πόσο άχαρος ήταν ο χορός του!
Και πως τους θέριζε (χορεύοντας) όλους τους περίσσιους, όλους εκείνους που περίσσευαν!
Εκείνους για τους οποίους (ο μεγάλος απελευθερωτής λέει πως) το κράτος εφευρέθηκε.
Αλλά, δυστυχώς, δεν θέρισε μόνο αυτούς…
Ναι! Ο Θάνατος (για να εκδικηθεί το Κράτος) θέρισε αυτούς που δεν ήταν άχρηστοι. Αυτούς που ήταν αναγκαίοι…
Θέρισε ακόμα αυτούς των οποίων η ζωή ήταν ένα βαθυστόχαστο ποίημα που η υποσυνείδητη του θλίψη τραγούδησε ένα εύθυμο ρεφρέν…
Αλλά αυτοί οι οποίοι δεν περίσσεψαν, αυτοί που δεν ήταν περίσσιοι, αυτοί που πέφτοντας κραυγάζουν το επαναστατικό και ισχυρά τιτάνιο Όχι! αυτοί θα εκδικηθούν.
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς!
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς γιατί ήταν τα αδέρφια μας˙ γιατί πέθαναν με τα άστρα μες στα μάτια τους˙ γιατί όπως πεθαίναν, έπιναν τον ήλιο.
Τον ήλιο του Ονείρου.
Τον ήλιο της Μάχης.
Τον ήλιο της Ζωής.
Τον ήλιο της Ιδέας!

IV

Ο πόλεμος!…
Τι ανανέωσε ο πόλεμος;
Που είναι η ηρωική μεταμόρφωση του πνεύματος;
Πότε ορθώθηκαν οι λαμπερές πινακίδες των νέων ανθρώπινων αξιών;
Σε ποιο ιερό ναό έχουν τον θαυματουργό χρυσό αμφορέα, που περιέχει τις φλεγόμενες καρδιές των δημιουργικών ιδιοφυϊών και των επιβλητικών ηρώων, που οι παράφρονες υποστηρικτές του μεγάλου πολέμου υποσχεθήκαν;
Που λάμπει ο μεγαλοπρεπής ήλιος του νέου μεγάλου μεσημεριού;
Τρομερά ποτάμια αίματος ποτίσαν τη χλόη όλου του κόσμου και προχωρήσαν ουρλιάζοντας σε όλους τους δρόμους της γης.
Τρομαχτικοί χείμαρροι δακρύων έγιναν η σπαρακτική, αγωνιώδης ηχώς του θρήνου τους που αντηχεί μέσα απ’ τις πιο απομονωμένες, τις σκοτεινότερες δίνες όλων των ηπείρων του κόσμου.
Βουνά ανθρώπινων οστών και δέρματος σαπισμένα παντού μες στη λάσπη, και κλάματα σ’ όλο το φως του ήλιου.
Αλλά τίποτα δεν άλλαξε: δεν ωφέλησε σε τίποτα!
Ο ιός που μαστίζει τις κοιλιές των αστών απλά εξαπλώνεται από κορεσμό˙ και η κοιλιά των προλετάριων παραπονιέται απ’ την πολλή πείνα!
Και αρκετά!
Αν με το Χριστό και τον χριστιανισμό, το ανθρώπινο πνεύμα καταστέλλεται μέσα στο κρύο και άδειο διάστημα της μετά θάνατον ζωής, με τον Καρλ Μαρξ και το σοσιαλισμό, ξεπέφτει απλά στο έντερο…
Ο βρυχηθμός που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο μετά τον πόλεμο, συγκλονίζοντας την ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ο ήχος των στομαχιών που ο σοσιαλισμός πρόδωσε, εξάλειψε, κατέπνιξε και κρέμασε μόλις αντιλήφθηκε ότι αυτός ο βρυχηθμός άρχιζε να παίρνει ένα κομμάτι απ’ το χρώμα του περιεχομένου της ιδέας…
Αυτή η ανώτατη, ανώνυμη δειλία χρησιμοποίησε την πιο μαύρη, την πιο γυμνή, την πιο άθλια αντίδραση που γεννήθηκε και μεγάλωσε δραματικά.
Ήταν λογική-φυσική-θανατηφόρα!
Ήταν ανθρώπινη…

V

Η εποχή μας (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) βρίσκεται ήδη στα τέσσερα κάτω από τους βαρείς τροχούς της νέας Ιστορίας.
Η απαίσια ηθική του μπάσταρδου χριστιανικού-φιλελεύθερου-αστικού-πληβειακού πολιτισμού μας, στρέφεται προς το ηλιοβασίλεμα.
Η ψευδής κοινωνική μας οργάνωση καταρρέει μοιραία˙ αδυσώπητα!
Το φασιστικό φαινόμενο είναι η πιο σίγουρη, αναμφισβήτητη απόδειξη γι’ αυτό.
Στην Ιταλία όπως παντού…
Για να το αντιληφθείτε δεν χρειάζεται να γυρίσετε πίσω στο χρόνο και να ρωτήσετε την Ιστορία. Αλλά αυτό δεν είναι αναγκαίο! Το παρόν μιλάει αρκετά εύγλωττα…
Ο φασισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η κτηνωδία, ο σπασμός μιας κοινωνίας που πνίγηκε τραγικά στο τέλμα των ψεμάτων της.
Επειδή (ο φασισμός) πραγματικά γιορτάζει διονυσιακά με φλεγόμενες πυρές και μοχθηρά όργια αίματος˙ αλλά το σκοτεινό τρίξιμο της αναψοκοκκινισμένης φωτιάς του δεν εκπέμπει ούτε μια σπίθα ζωντανής πνευματικής καινοτομίας˙ ενώ το αίμα που χύνεται μεταμορφώνεται σε κρασί, που εμείς (οι προάγγελοι του χρόνου) σιωπηλά συλλέγουμε στα κόκκινα κύπελλα του μίσους που προορίζεται να γίνει το ηρωικό ποτό για να κοινωνήσουν τα χλωμά παιδιά της νύχτας και της θλίψης στη μοιραία επικοινωνία της μεγάλης εξέγερσης.
Θα πάρουμε απ’ το χέρι αυτά τα αδέρφια μας για να πορευτούμε μαζί και να αναρριχηθούμε μαζί προς νέες πνευματικές αυγές, προς τις νέες αυγές της ζωής, προς τις νέες κατακτήσεις της σκέψης, προς τις νέες γιορτές φωτός˙ νέα ηλιόλουστα μεσημέρια.
Γιατί είμαστε εραστές του απελευθερωτικού αγώνα.
Γιατί είμαστε τα παιδιά της θλίψης που αυξάνεται και της δημιουργικής σκέψης.
Είμαστε ανήσυχοι αλήτες.
Οι τολμηρότεροι σε κάθε εγχείρημα˙ οι προβοκάτορες κάθε δοκιμασίας.
Και η ζωή μια «δοκιμασία» είναι! Ένα βάσανο! Μια τραγική μάχη. Μια φευγαλέα στιγμή!

VI

Η θέλησή μας ηρωική!
Όλα θα γίνουν ένα κύμα μίσους στην καρδιά του κόσμου και θα μετατραπούν όλα σε μια καταιγίδα της αβύσσου.
Σ’ ένα τυφώνα των κορυφών.
Σε κραυγές των ψυχών.
Σε ουρλιαχτά λευτεριάς!
Γιορτάζοντας τον κοινωνικό επικήδειο, θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την ζωή του ατόμου: του λεύτερου και μεγάλου Εγώ.
Για να μη θριαμβεύει πλέον το σκοτάδι.
Για να μη μας τυλίγουν οι σκιές πια.
Για να γίνει η αστείρευτη φωτιά του ήλιου αιώνια και να διαιωνίζει τη γιορτή του φωτός πάνω σε στεριά και θάλασσα!
Γιατί ‘μαστε φλογισμένοι ονειροπόλοι του αδύνατου: οι επικίνδυνοι κατακτητές των άστρων!

VII

Ο φασισμός (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) είναι κάτι πολύ εφήμερο και ανήμπορος να αποτρέψει την ελεύθερη, αχαλίνωτη πορεία της επαναστατικής σκέψης η οποία ξεχειλίζει και εξαπλώνεται ορμητικά πάνω από κάθε φράγμα και μαίνεται αχαλίνωτα πέρα από κάθε όριο (ως ισχυρή και ζωογόνος δύναμη) πίσω απ’ τα γιγάντια βήματα της σθεναρής και τιτάνιας δράσης του σκληρού ανθρώπινου μυ.
Ο φασισμός είναι ανίσχυρος γιατί είναι ωμή βία.
Είναι ύλη χωρίς πνεύμα.
Είναι σώμα χωρίς νου.
Μια νύχτα χωρίς αυγή.
Είναι το άλλο πρόσωπο του σοσιαλισμού…
Δυο καθρέφτες χωρίς φως: δυο έκπτωτοι αστέρες!
Ο σοσιαλισμός είναι η αριθμητική (υλιστική) δύναμη που, δρώντας στη σκιά ενός δόγματος, διαλύει και διαλύεται σ’ ένα άθλιο «όχι» της πνευματικότητας˙ που την εκκενώνει από κάθε αδέσμευτο, εκούσιο, ηρωικό, ιδεώδες. Ο φασισμός είναι το επιληπτικό παιδί του πνευματικού «όχι», που αποκτηνώνεται από τη (μάταια) προσπάθεια για το χυδαίο υλιστικό «ναι».
Στο πεδίο των ηθικών αξιών είναι ίσοι. Φασισμός και σοσιαλισμός είναι δυο αντάξια αδέρφια. Ακόμα κι αν αποκαλέσετε τον τελευταίο Άβελ και τον πρώτο Κάιν. Ένα κοινό Όνειρο τους ενώνει. Κι αυτό τ’ όνειρο λέγεται Εξουσία.

VIII

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!
Αυτό που δεν έκανε και δεν μπορούσε να κάνει ο πόλεμος, μπορεί και θα το κάνει η επανάσταση!

Ω, μαύρες παντιέρες υψωμένες
απ’ την πυγμή του εξεγερμένου ανθρώπου
-που συγκεντρώνει τη ματιά του έντονα
πέρα απ’ το κυρίαρχο ψέμα
-ανεμίζοντας στον ήλιο και τον άνεμο
ανεμίζοντας στον άνεμο και τον ήλιο
Η νίκη γελά στο βάθος!
Στο βάθος – στο βάθος – στο βάθος!
Στο μεγαλείο του ήλιου και τ’ ανέμου!

 

IX

 

Φασισμός και σοσιαλισμός είναι τσιρότα στο χρόνο: αυτοί που αναβάλουν την πράξη!
Είναι θυμωμένα αποκρυσταλλωμένα απολιθώματα που ο αποφασιστικός δυναμισμός (με τον οποίο σχεδιάζουμε την ιστορία όπως προχωρά) θα εξαφανίσει στον ίδιο τάφο των καιρών. Γιατί στο πεδίο των πνευματικών και ηθικών αξιών, οι δυο εχθροί είναι ολόιδιοι.
Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κι οι δυο δεν διαθέτουν το φως της αιωνιότητας!
Μόνο οι μεγάλοι πνευματώδεις αλήτες (φορείς της μαύρης σημαίας) μπορούν να ‘ναι η φωτεινή ζωογόνος δύναμη που ωθώντας την αιώνια επανάσταση σπρώχνει τον κόσμο προς τα μπρος.

X

Η αποφασιστική ψυχή μας είναι πολύμορφη…
Διαπερνά τον παλλόμενο καυτό ήλιο και τα τρεμάμενα απ’ τη συγκίνηση άστρα!
Είμαστε ποιητές της επανάστασης και φιλόσοφοι της καταστροφής.
Είμαστ’ αναρχικοί.
Εικονοκλάστες!
Ατομικιστές,
άθεοι,
μηδενιστές!
Είμαστε φορείς των μαύρων σημαιών.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε!…
Και στο θέατρο της ανθρωπότητας, η θέση μας είναι η πιο ακραία απ’ όλη την άκρα αριστερά.

XI

Πίσω απ’ τα γιγάντια, μαύρα σύννεφα που εξακολουθούν να κρύβουν τον ουρανό, ένα κόκκινο λυκόφως αναβοσβήνει.
Η τραγική γιορτή του κοινωνικού δειλινού πλησιάζει.
Το τελευταίο βράδυ θα είναι μαύρο με το πορφυρό του αίματος.
Μ’ αίμα και φωτιά.
Γιατί το αίμα, αίμα ζητά.
Είναι παλιά ιστορία…
Κι έπειτα τα παιδιά μας (τα παιδιά της Αυγής) πρέπει να γεννηθούν από αίμα και να σφυρηλατηθούν από φωτιά.
Γιατί οι νέες ατομικιστικές ιδέες πρέπει να γεννηθούν πιο παρθένες και όμορφες από τις μεγάλες κοινωνικές τραγωδίες: από τις θύελλες των νέων τυφώνων.
Κι είναι μόνο απ’ τη μεγάλη καταστροφή της φωτιάς και του αίματος που ο αληθινός Αντίχριστος από το βάθος της ανθρωπότητας και της σκέψης θα γεννηθεί. Το αληθινό τέκνο της γης και του ηλίου ικανό να σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις κορφές και να ερευνεί την άβυσσο.
Γιατί ο Αντίχριστος είναι Αετός και Φίδι.
Κατοικεί στις κορφές και στα βάθη.
Αυτός (το πνεύμα του νέου ανθρώπου) θα περάσει μέσα απ’ τα καπνισμένα ερείπια του παλιού, κατεστραμμένου κόσμου για να υψωθεί πάνω απ’ το μεγαλοπρεπές μυστήριο της παρθένας αυγής που πλησιάζει.
Εκείνος (όμορφος και θαυμαστός) θα σταθεί στο κατώφλι του νέου πρωινού ποτισμένου απ’ την άγρια, σπινθηρίζουσα δύναμη της υπεράνθρωπης ομορφιάς, λέγοντας στους ανθρώπους που διστάζουν: Εμπρός, εμπρός!
Τρέχουμε πέρα από κάθε σύστημα
Τρέχουμε πέρα από κάθε φόρμα
Πετάμε προς την υπέρτατη λευτεριά
Προς την ακραία ΑΝΑΡΧΙΑ!

XII

Εμείς (τα λεύτερα πνεύματα) οι αλήτες της ιδέας, άθεοι της μοναξιάς, δαίμονες της αφανούς ερήμου που δεν έχει μάρτυρες.
Εμείς (τα Τέρατα του νυχτερινού φωτός), έχουμε ήδη προχωρήσει προς τις ακραίες κορυφές.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Και (μαζί με μας) όλα πρέπει να οδηγούνται στην ανώτερη συνέπειά τους.
Ακόμα και το μίσος.
Ακόμα και η βία.
Ακόμα και το «έγκλημα»!
Γιατί το μίσος δίνει τη δύναμη που τολμά.
Η βία και το «έγκλημα» είναι η ιδιοφυΐα που καταστρέφει και η ομορφιά που δημιουργεί.
Και θέλουμε να τολμήσουμε.
Καταστρέφοντας (ανανεώνοντας) να δημιουργήσουμε!
Επειδή όλα αυτά που είναι ρηχά και χυδαία πρέπει να υπονομευτούν και να διαλυθούν.
Πρέπει να μείνει μόνο ότι είναι εξαίρετο.
Γιατί ότι είναι εξαίρετο ανήκει στην Ομορφιά.
Και η ζωή θα πρέπει να είναι όμορφη.
Ακόμα και στη θλίψη.
Ακόμα και μες στη θύελλα!…

 

XIII

 

Έχουμε σκοτώσει τον «καθήκον» της αλληλεγγύης, έτσι ώστε η ελεύθερη επιθυμία μας για αυθόρμητη αγάπη και εθελοντική πατρότητα να αποκτά μια ηρωική αξία στη ζωή.
Σκοτώσαμε το έλεος γιατί είναι ένα ψευδές χριστιανικό συναίσθημα και επειδή θέλουμε να δημιουργήσουμε τον ευγενή, ακατανόητο δοτικό εγωισμό.
Στραγγαλίσαμε το ψευδές κοινωνικό δικαίωμα (δημιουργό ταπεινών, δειλών και επαιτών) έτσι ώστε ο άνθρωπος να σκάψει ως το βαθύτερο, το πιο μυστικό «ΕΓΩ» του για να βρει τις δυνάμεις του Μοναδικού.
Επειδή το γνωρίζουμε από μόνοι μας.
Η ζωή κουράστηκε να έχει καχεκτικούς εραστές.
Γιατί η γη κουράστηκε να καταπατείται μάταια από τεράστιες ορδές νάνων που ψέλνουν ηλίθιες χριστιανικές προσευχές.
Και τέλος γιατί εμείς κουραστήκαμε απ’ αυτούς τους ψόφιους «αδελφούς» μας που ‘ναι ανίκανοι για ειρήνη ή πόλεμο. Κατώτεροι του μίσους και της αγάπης.
Ναι! Βαρεθήκαμε!
Η ανθρωπότητα πρέπει να ανανεωθεί.
Πρέπει το επικό και βάρβαρο τραγούδι της νέας και παρθένας ζωής να ‘αντηχήσει σ’ ολάκερο τον κόσμο.
Είμαστε οι φορείς
των αναμμένων πυρσών.
Είμαστε οι φλογιστές
των αναμμένων πυρών.
Η σημαία μας μαύρη.
Ο δρόμος μας είναι το άπειρο.
Και το ύψιστο ιδανικό μας
είναι η κορφή και η άβυσσος.
Περπατάμε!…
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…
Κι αν τα όνειρά μας είναι μια χίμαιρα;
Κι αν οι αγώνες μας είναι άχρηστοι και μάταιοι; Κι αν η ανανέωση της ανθρωπότητας είναι αδύνατον να επιτευχθεί;
Α, όχι. Θα περπατήσουμε παρ’ όλα αυτά.
Για την αξιοπρέπειά μας.
Για την αγάπη των ιδανικών μας.
Για την λευτεριά του πνεύματός μας.
Για το πάθος του μυαλού μας.
Για την αναγκαιότητα της ζωής μας.
Καλύτερα να πεθάνουμε σαν ήρωες στην προσπάθεια γι΄ απελευθέρωση και αυτό-ανύψωση του εαυτού μας, παρά να φυτοζωούμε ως ανίκανοι και δειλοί στην απεχθή αυτή πραγματικότητα.
Ω μαύρες παντιέρες,
ω μαύρα τρόπαια,
εμβλήματα και σύμβολα
της αιώνιας εξέγερσης.
Εσείς είστε η ματωμένη απόδειξη όλης της ανθρώπινης τόλμης:
Είστε οι υπονομευτές όλων των προκαταλήψεων:
Εσείς που είστε οι μόνοι πραγματικοί εχθροί όλης της ανθρώπινης ντροπής˙ όλων των απαίσιων ψεμάτων!
Εσείς που τραγουδάτε την αιώνια εξέγερση, ποτισμένοι απ’ τη θλίψη και το αίμα!
Την σφίγγω μες στη γερή γροθιά μου
και μες στις θύελλες και τους ανέμους
την υψώνω στο μεγαλείο του ήλιου.
Στο μεγαλείο του ήλιου και των ανέμων…
Των ανέμων και του ήλιου και του φωτός.

 

Σημείωση της μετάφρασης:
1) Για την αθλιότητα του όρου «ρομπότ» αντιγράφουμε από τη βικιπέδια (που δεν είναι και κινηματικό μέσο…): Η λέξη ρομπότ προέρχεται από το σλαβικό robota που σημαίνει εργασία. Καθιερώθηκε ως όρος με την σημερινή του έννοια το 1920 από τον Τσέχο θεατρικό συγγραφέα Karel Čapek στο έργο του “R.U.R.” (Rossum’s Universal Robots), όπου σατιρίζει την εξάρτηση της κοινωνίας από τους μηχανικούς εργάτες (ρομπότ) της τεχνολογικής εξέλιξης και που τελικά εξοντώνουν τους δημιουργούς τους. Σε πολλές σύγχρονες σλαβικές γλώσσες (πχ την πολωνική) χρησιμοποιείται σαν έκφραση της καθημερινότητας με την έννοια της σκληρής δουλειάς (αντίστοιχο του χαμαλίκι).

 

αναδημοσίευση από: εδώ

“Ειμαι επισης ενας μηδενιστης”, Renzo Novatore

(Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum