“Μαύρα τριαντάφυλλα”, Renzo Novatore

Ήμουν ξαπλωμένος στο μωβ μου κρεβάτι – δεν ξέρω για πόσο – , αλλά δεν μπορούσα να χαλαρώσω. Οι κρόταφοί μου άρχισαν να πάλλονται, το κούτελό μου έκαιγε σαν να είχα πυρετό, στο μυαλό μου στριφογύριζε ένα συνοθύλευμα ζοφερών σκέψεων και καταριώντας, μάταια εκλιπαρούσα τον Μορφέα να με πάρει στην αγκαλιά του.

Ξαφνικά, είδα την πόρτα του δωματίου μου να διαρρηγνύεται και ελαφρά, ένα Απρόβλεπτο μπήκε.

Την κοίταζα: τα όμορφα, βαθιά της μάτια κρατούσαν όλα τα μυστικά του ουρανού και όλα τα μυστήρια των θαλασσών. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και μακριά. Το άρωμα του ώριμου ροδιού μεταφερόταν απαλά από το στόμα της, αναμένοντας το ανυπόμονο δάγκωμα. Τα ρόδινα χέρια της ήταν λεπτά και διαφανή και τα μικροσκοπικά της πόδια ήταν λευκά και γεμάτα χάρη. Continue reading “Μαύρα τριαντάφυλλα”, Renzo Novatore

“Παιδικές σκέψεις”, Massimo Passamani

Ναι, ξέρω, είμαστε όλοι ενάντια στα αξιώματα, στις εγγυήσεις και στις βεβαιότητες. Αλλά, μπορούμε στ’ αλήθεια να ζήσουμε χωρίς να μοιραζόμαστε αυτήν την κατάσταση εναντίωσής μας, χωρίς να εξαρτόμαστε από αυτό το μοίρασμα; Η αναζήτηση ταυτότητας δεν προσανατολίζεται πάντα προς τις μάζες, προς τα μεγάλα πλήθη ακολούθων. Ακόμα και μια μικρή ομάδα μπορεί να γίνει το ασφαλές μας καταφύγιο. Επίσης, η ίδια η άρνηση κάθε ομάδας, κάθε είδους συμμετοχής μπορεί να φτιάξει τη δικιά της αλαζονική, μοναχική ριζοσπαστικότητα, μέσω του παιχνιδιού της αναγνώρισης. Η πεισματάρα μοναχικότητά μου, τρέφεται από αυτό, στο οποίο εναντιώνεται· ακόμα -ή ίσως, πάνω από όλα- τρέφεται από την άσκηση κριτικής. Continue reading “Παιδικές σκέψεις”, Massimo Passamani

“Μπαλάντα Στην Αγαπημένη”, François Villon

Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;

Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ’ το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική…
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.

Θα’ ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ’ αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να ‘μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ’ όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!

Πρίγκιπα, απ’ όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει…