Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών είναι γενικώς γνωστά, οπότε δε θα είχε πολύ νόημα η εκ νέου σκιαγράφησή τους. Αυτό που έχει, ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι αντιδράσεις του κοινωνικού εργοαστασίου και των ριζοσπαστικών του κύκλων και ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι που δεν τοποθετούν εκεί τον εαυτό τους αρνούνται να ψιλαφίσουν την πραγματικότητα με βάση το ρεαλισμό και των ερμηνευτικών τους εργαλείων, αλλά σπαύδουν με μόνο γνώμονα μια μυωπική ανάγνωση της πραγματικότητας.
Σε μία περίσταση σαν αυτή που βιώνουμε, είναι σαφές πως η πόλωση διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο, όχι μόνο στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά φυσικά σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού συνόλου, από τη στιγμή μάλιστα που τέτοιου είδους εξελίξεις δεν μπορούν παρά να γίνονται κτήμα των μαζών μέσω της διαμεσολάβησης των μέσων ενημέρωσης. Θα ήμουν ανειλικρινής αν θεωρούσα πως υπάρχει περιθώριο έκπληξης από τις παρούσες κοινωνικές αντιδράσεις ή αυτές που θα ακολουθήσουν, αφενός επειδή η αντίδραση είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό διαμεσολαβημένη διαδικασία και αφετέρου επειδή ακόμα και πιθανές περισσότερο αποσταθεροποιητικές για τη συστημική αναμενόμενη σε σχέση με τις συνθήκες κανονικότητα αντιδράσεις, δεν μπορούν να αποκλειστούν σαν ενδεχόμενα, ούτε να ιδωθούν εύκολα έξω από προκαθορισμένα πλαίσια, ακριβώς επειδή αν υπάρξουν θα είναι αποτέλεσμα μιας πολύ συγκεκριμένης κοινωνικής μηχανικής.
Ποιο είναι, λοιπόν, το ζήτημα και τι χώρο βρίσκει η μηδενιστική κριτική σε μια τέτοια συγκυρία ; Η απάντηση είναι απλή. Την παρούσα στιγμή αυτό που εκφράζεται είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων συσχετισμών ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, ανταγωνισμών που αφορούν έναν κυρίαρχο πυλώνα του υπάρχοντος, την οικονομία. Μέσω της προκήρυξης δημοψηφίσματος, ο κοινωνικός εσμός καλείται να λάβει ενεργό ρόλο στον ανταγωνισμό αυτόν, αλλά και να καθορίσει λιγότερο ή περισσότερο κάποιες πτυχές της οικονομίας οι οποίες δεν αφορούν τόσο δημοσιονομικά θέματα, στα οποία άλλωστε δεν υφίσταται σοβαρή διαφωνία, αλλά τη θέση της χώρας σε σχέση με μια υπερθενική ολοκλήρωση. Σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, κανένας από εκείνους που τοποθετούν τον εαυτό τους απέναντι στο υπάρχον δεν έχει καμία θέση να λάβει, σε αντίθεση με τους φορείς κοινωνικών θεωριών και ιδεολογιών, για τους οποίους η συμμετοχή σε μια πλήρως διαμεσολαβημένη από το Κράτος διαδικασία είναι μία ακόμη ευκαιρία να καταθέσουν το πολιτικό τους πρόγραμμα στα μαζικά υποκείμενα στα οποία απευθύνονται.
Ο τρόπος που εγώ αντιλαμβάνομαι την οικονομία είναι απολύτως εχθρικός προς αυτή. Κατά συνέπεια, δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία για τον αναρχικό πόλεμο όπως τον αντιλαμβάνομαι μια ενδεχόμενη βελτίωση ή χειροτέρευση της εικόνας της σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο. Αυτό δε σημαίνει πως μπορεί κανείς να κλείσει τα μάτια στην πραγματικότητα, σε οποιεσδήποτε συνθήκες εκτός της παρούσας στην οποία το διακύβευμα δεν είναι η ποιοτική αλλαγή των όρων ζωής, αλλά το πολιτικό πρόσημο της κίνησης της οικονομίας, και να αγνοήσει τις υλικές συνθήκες, προσποιούμενος πως αυτές δε διαδραματίζουν απολύτως κανέναν ρόλο. Το επίδικο, ωστόσο, σε κάθε παρόμοιο προβληματισμό είναι το κατά πόσον η πραγματικότητα υπερβαίνει τις αρνήσεις (και φυσικά κατά πόσον η πολιτική επέμβαση σε αυτή μπορεί να τις διαφοροποιήσει) και αν εν τέλει όλες οι ρήσεις περί πολέμου είναι απλές φράσεις σε κείμενα, κενές περιεχομένου, προσωπικής στήριξης και εν τέλει, σημασίας.
Για όποιον δε θέλει να κοροϊδεύεται τα διλήμματα περί νομίσματος και δρόμων ανάπτυξης εντός ή εκτός ολοκληρώσεων δε φέρουν τίποτα το συγκεκριμένο, κανένα απολύτως ερέθισμα στο οποίο ένα εξεγερμένο πρόσωπο έχει κάτι να απαντήσει. Γιατί, πολύ απλά, η οικονομία είναι στόχος του προσωπικού πολέμου και όχι ένα πεδίο παρέμβασης, διότι πέραν όλων των υπολοίπων εκείνος ο οποίος θα επιχειρήσει να παρέμβει σε ένα a priori και κατά δική του δήλωση εχθρικό πεδίο κινδυνεύει να παρασυρθεί από την έκφραση της ίδιας κοινωνικής μηχανικής για την οποία έγινε λόγος στην αρχή του κειμένου και να καταλήξει εγκλωβισμένος στις αυταπάτες του.
Niger Lupus Negationis
από τον Μηδενιστικό Κύκλο – Contra Omnes