Εγώ είμαι παρατηρητής. Και οι παρατηρητές δε ζουν. Ή μήπως ζουν ; Στον καιρό του θανάτου των ποιητών, εκείνων των παρανοϊκών που δολοφόνησαν το θεό και αυτοκτόνησαν, μπορεί κανείς να αναστήσει την ποίηση ; «Οι ποιητές είναι ανειδείς απέναντι στα βιώματά τους: τα εκμεταλλεύονται», έγραψε ένας από τους μεγαλύτερους. Έχεις πάρει άραγε, εσύ ο ηλίθιος που με διαβάζεις, ποτέ την απόφαση να πορευτείς έστω για λίγα λεπτά σιωπηλός με λίγο χαρτί και μελάνι πλάι στην ανθρώπινη ομήγυρη ; Θα παρατηρούσες, με μεγάλη πιθανότατα έκπληξη, πως οι άνθρωποι διαρκώς τρέχουν. Τρέχουν όπως τρέχουν τα μάτια σου πάνω σ’ αυτές τις γραμμές, κυριευμένοι από μια παράλογη εμμονή να ανακαλύψουν τι κρύβει για τα κουφάρια τους το επέκεινα.
Μη σοκάρεσαι αναγνώστη απ’ το υβρεολόγιο που αραδιάζω μπρος στα μάτια σου. Είπαμε, οι ποιητές πέθαναν. Και τι μένει απ’ το μεγαλείο όταν χαθούν οι δημιουργοί ; Μα φυσικά ο κυνισμός. Χάθηκαν, λοιπόν, οι ποιητές˙ αυτοκτόνησαν διότι προτίμησαν να ηττηθούν για πάντα απ’ το να ηττούνται κάθε μέρα της ζωής τους. Και συ μη λογίζεσαι σπουδαίος επειδή σου απευθύνω αυτό το λόγο, ούτω γω λογίζομαι σπουδαίος. Και δε θα σου απευθυνόμουν, να είσαι σίγουρος, αν δεν είχα την ειλικρινή ανάγκη των αυτιών και των ματιών σου. Πέθαναν οι ποιητές και μας έμεινε η εξάρτηση των ώτων κάποιων περιττών. Και γω εδώ που απασχολώ το χρόνο σου τι είμαι ; Μα τίποτα! Εγώ είμαι η στάχτη, το αποτέλεσμα μιας ανίερης καύσης, ίσως ο πυρήνας της ανθρώπινης αλαζονείας, ίσως η τρέλα σε ακόμη ένα ντελίριο. Το ζήτημα εδώ, όμως, ούτε εγώ μήτε εσύ είμαστε. Το αληθινό ζήτημα είναι το τι απέγινε η ποίηση.
Γιατί η ποίηση δε χάνεται με τους ποιητές. Όχι! Αν ο δημιουργός έσπειρε το χωράφι και έπειτα κρεμάστηκε από ένα μισοκαμένο δέντρο, ο σπόρος που φυτεύτηκε μένει. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ιεροσυλία του ποιητή. Το θράσσος του να αγκαλιαστεί με το θάνατο για τον αέναο χορό τους χωρίς ν’ αφήσει πρώτα τις απαραίτητες «Σημειώσεις». Πραγματικά φρικτός άνθρωπος και φρικτός στο τετράγωνο αφού της παρατήρησης προηγήθηκε η παραδοχή. Μην ξεφεύγεις απ’ το θέμα, όμως, αναγνώστη. Εγώ γνωρίζω πως εσύ δεν κυνήγησες ποτέ την ποίηση˙ διότι αναπνέεις, συνεχίζεις να αναπνέεις. Όχι! Οι ποιητές είναι φρικτά πλάσματα, εξαρτημένοι απ’ τη συγκίνηση. Μα ως κι εσύ περιττέ που με διαβάζεις αναρωτήσου τι αξίζει η παρατήρηση, η ακινησία ανάμεσα στο πλήθος που διαβαίνει βιαστικά το δρόμο. Ίσως και συ βρεις στην παρατήρηση ένα κάποιο μεγαλείο.
Μα μην περαστείς για σπουδαίος, δεν είσαι. Αν ήσουν δημιουργός δε θα παρατηρούσες. Δίκιο έχω ανθρωπάκι, το ξέρω. «Τι λέει ο ηλίθιος». Η στάχτη δε μιλά τη γλώσσα των περιττών, ούτε τη γλώσσα των ποιητών, γι’ αυτό και μάλλον παραμένει ακατανόητη. Παρόλα αυτά, η υπαρξιακή πτώση, πλησίασέ με αναγνώστη θα ξεστομίσω κάτι ανόσιο, η υπαρξιακή πτώση είναι κουβέντα που σου απαγορεύεται να βγάλεις απ’ το βάλτο που αποκαλείς στόμα. Τώρα σίγουρα καταλαβαίνεις πως σου μιλά ταυτόχρονα η αλαζονεία και η τρέλα. Και αν μισήσεις την περσόνα του χαρτιού που φέρει ισχυρή δόση και απ’ τα δύο, να θυμάσαι αξιότιμο σκουπίδι, κατά τα άλλα παντελώς άγνωστε σε μένα, πως την επαύριο του θανάτου των ποιητών, πολλοί επίγονοι διεκδικούν, όχι την ποίηση, αλλά την αυτοχειρία.
Θυμάσαι που τοποθέτησα το ζήτημα ; Είναι τέτοια η παράνοια που καμία σημασία καταλήγει να έχει το που κρύφτηκε η ποίηση˙ αντίθετα – και εδώ εντοπίζεται η συμβολή σου ευγενικέ μου ηλίθιε- το ζήτημα το κατάντησες στο μιμητισμό της αυτοκτονίας. Καμία δραματικότητα, καμία κακία. Έχεις από μένα το ελεύθερο να τυλιχτείς με τα σάββανα των νεκρών ποιητών. Ο καπιταλισμός υπήρξε η επανάσταση εναντίον των μικρών μοναρχιών των νομοκατεστημένων τάξεων. Με την ποίηση, εδώ, συμβαίνει το αντίστροφο. Πάλι σε σένα ρίχνω το φταίξιμο, η στάχτη, άλλωστε, είναι ανήμπορη να φέρει τέτοια ευθύνη καθέως κείτεται ήσυχη στο πάτωμα.
Εσύ, αναγνώστη, εσύ προσωπικά κι ας μου σαι παντελώς άγνωστος όσο και αδιάφορος, εσύ καννιβάλισες τα πτώματα των ποιητών κι επεδίωξες των νεκρών τον έρωτα. Το παραλήρημα ή αυτό που μοιάζει τέτοιο – μπορεί και να ‘ναι, μπορεί και όχι – έχει πλέον κλιμακωθεί. Ξεχνάμε, όμως, διαρκώς το αρχικό ερώτημα. Τι απέγινε η ποίηση! Με το φόβο το μικρό αυτό πόνημα να κάνει κοιλιά, σενάριο απευφκτέο˙ στόχος τι άλλο πέρα από τη συγγραφική καταξίωση, θα περάσω στην ουσία. Ορίστε, λοιπόν, η νηφάλια απόκριση που ζητούσες, αναγνώστη. Ουσία δεν υπάρχει! Ούτε συστηματικοί ποιητές! Μακάρι να βλεπες το αυτάρεσκο χαμόγελό μου, όχι με αυτή την «τρομερή αποκάλυψη», αλλά που έφτασες ως εδώ με το ίδιο απορημένο βλέμμα που ως τώρα ίσως να ‘χει μετατραπεί σε οργή. Τα λόγια της στάχτης δεν πρέπει να τα λαμβάνει κανείς υπόψιν. Οργανωμένοι ποιητές δεν υπήρξαν ποτέ. Και όμως, οι ποιητές πέθαναν και η ποίηση δε βρέθηκε ακόμη…
Niger Lupus Negationis