Ήμουν ξαπλωμένος στο μωβ μου κρεβάτι – δεν ξέρω για πόσο – , αλλά δεν μπορούσα να χαλαρώσω. Οι κρόταφοί μου άρχισαν να πάλλονται, το κούτελό μου έκαιγε σαν να είχα πυρετό, στο μυαλό μου στριφογύριζε ένα συνοθύλευμα ζοφερών σκέψεων και καταριώντας, μάταια εκλιπαρούσα τον Μορφέα να με πάρει στην αγκαλιά του.
Ξαφνικά, είδα την πόρτα του δωματίου μου να διαρρηγνύεται και ελαφρά, ένα Απρόβλεπτο μπήκε.
Την κοίταζα: τα όμορφα, βαθιά της μάτια κρατούσαν όλα τα μυστικά του ουρανού και όλα τα μυστήρια των θαλασσών. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και μακριά. Το άρωμα του ώριμου ροδιού μεταφερόταν απαλά από το στόμα της, αναμένοντας το ανυπόμονο δάγκωμα. Τα ρόδινα χέρια της ήταν λεπτά και διαφανή και τα μικροσκοπικά της πόδια ήταν λευκά και γεμάτα χάρη.
Ποια ήταν; Δεν γνωρίζω. Μόνο ότι ήταν διαφορετική απ’ τις άλλες Απρόβλεπτες, που μου είχαν ήδη εμφανιστεί.
Με πλησίασε χαμογελώντας και πέρασε γλυκά τα λεπτά της δάχτυλα μέσα από τα μακριά και ατημέλητα μαλλιά μου.
“Γλυκέ μου, φτωχέ τρελέ μου άντρα”, μου είπε, “γιατί πάντοτε βασανίζεις τον εαυτό σου τόσο; Δεν βλέπεις πως τα μαύρα σου μαλλιά μετατρέπονται ήδη σε λευκά στους κροτάφους σου; Δεν βλέπεις πως τα φτωχά σου μάτια ξεπετάγονται απ’ το κεφάλι σου και πως οι μύες του προσώπου αλλάζουν τη φυσιογνωμία σου σε έναν ξαφνικό πόνο μιας βίαιης σύσπασης; Δεν βλέπεις πως έχεις παραμορφωθεί; Γιατί υπάρχει αυτό το μάταιο και δίχως τέλος βασανιστήριό σου; Δεν είμαι αυτή που ονειρευόσουν, αυτή που περίμενες; Εδώ είμαι!”
“Αχ, έλα, έλα μαζί μου, φτωχέ μου άντρα, τρυφερή μου αγάπη.
Αγαπάς τις πτήσεις, τις βαθιές θάλασσες, τα αιώνια μεσημέρια. Ξέρω! Ξέρω και σε καταλαβαίνω.
Έλα! Έλα! Έχω μια ευωδιαστή οσμή, παρθενικότητα και νιότη… Έχω μια αύρα απροσδιόριστης ομορφιάς, οπτασίας και ονείρων μέσα μου…
Έλα μαζί μου! Θα σε πάρω μακριά, πολύ μακριά, στο μεγαλοπρεπές μου σπίτι: ένα λευκό σύννεφο που περιπλανιέται γύρω απ’ τον ήλιο.
Ένας μαγικός άνεμος θεϊκής παραφροσύνης θα προέλθει απ’ το Άγνωστο για να μας λικνίσει στα κύματα ενός ακτινοβόλου ονείρου.
Θα έχουμε ένα κρεβάτι από λευκά λουλούδια που δεν θα μαραθούν ποτέ και θα είμαστε ευτυχισμένοι, ευτυχισμένοι…
Θα ξεγυμνωθώ απ’ το φανταστικό μου πέπλο, θα ξαπλώσω κάτω απ’ τη διάθεσή σου και θα παίξω για σένα στη λύρα μου την πιο όμορφη μουσική που έχει ποτέ παιχτεί.”
Έπρεπε να ήμουν ωχρός και σκεπτόμενος εκείνην τη στιγμή!
Η Απρόβλεπτη μίλησε, μίλησε δίχως παύση και τα ευγενή της λόγια διείσδυσαν μέσα στα πιο βαθιά μέρη του μυαλού μου σαν γλυκιά μουσική και σαν ένα φοβερό τραγούδι.
Η καρδιά μου συγκινήθηκε και τα μάτια μου λούστηκαν στα δάκρυα.
Εν τω μεταξύ, το μικροσκοπικό της χέρι συνέχισε να κινείται μέσα στο δάσος των μαλλιών μου.
“Φτωχέ μου φίλε”, συνέχισε, “είσαι άρρωστος, πολύ άρρωστος… αλλά θα σε θεραπεύσω, τουλάχιστον το ελπίζω.”
Τέντωσα τα κοκκαλιάρικα χέρια μου, λουσμένα με κρύο ιδρώτα, για να πιάσω αυτό το ξανθό κεφάλι και να το τραβήξω πάνω στο λαχανιασμένο μου στήθος.
“Αχ! ‘Όχι… Όχι τώρα”, μου είπε, “όταν φτάσουμε εκεί πάνω.”
***
Τι τραγικό πράγμα που είναι η ζωή! Τι φοβερή κατάκτηση το αύριο!
Το ίδιο απόγευμα, που ακολούθησε η οπτασία, ήταν το πιο τρομερό πράγμα που είχα περάσει ποτέ μου.
Έφυγα με την Απρόβλεπτη και περιπλανηθήκαμε σιωπηλά όλη νύχτα, το ίδιο και το επόμενο πρωινό. Το απόγευμα φτάσαμε στο λευκό σύννεφο στις χρυσές περιοχές του ήλιου. Η Απρόβλεπτη τήρησε την υπόσχεσή της… Αφαίρεσε το κοκκινωπό της πέπλο που κάλυπτε το κορμί της και γυμνή και χλωμή προσφέρθηκε στα άπληστα μάτια μου. Ελευθέρωσε τις μπούκλες απ’ τα ξανθά της μαλλιά και έπεσαν στους κατάλευκους ώμους της και, καθήμενη σταυροπόδι στα πόδια μου, πήρε τη λύρα της και μου τραγούδησε το πιο όμορφο τραγούδι, που θα μπορούσε ποτέ να ακούσει ένα ανθρώπινο ον.
Τραγουδούσε, καθώς κοίταζε επίμονα στα κενά μου μάτια σαν να έψαχνε σε αυτά την ψυχή μου.
Είχα υπερνικηθεί, μεθύσει, την φίλησα άγρια, βάρβαρα στο υγρό της στόμα από εύθραυστο τριαντάφυλλο.
Αχ θανάσιμο φιλί…
Το πρόσωπό της έγινε μωβ – μπλε, τα μάτια της έγιναν γυάλινα, η φωτιά από τις όμορφες κόρες των ματιών της αναλώθηκε και το αξιοθαύμαστο κορμί της σκλήρυνε στα χέρια μου.
Ήταν νεκρή!
Μόλις την είχα σκοτώσει; Ήθελε να πεθάνει;
…
Τώρα η μούσα μου είναι περιτυλιγμένη απ’ το μαύρο και η λύρα μου παίζει μοιρολόγια. Ένα μαύρο πέπλο καλύπτει τα συναισθήματά μου.
Νιώθω πως το μυαλό μου θα ήθελε να απελευθερωθεί για ακόμα μια φορά πέρα από τα σύνορα της θλίψης, προς αναζήτηση των μονοπατιών που επιδαψιλεύουν τις καλοκαιρινές τύψεις με βότανα και άνθη· αλλά η Μοίρα, ενάντια στην οποία ο άνθρωπος βρυχάται ανίσχυρα και καταστέλλει την οργή του, την έχει τραυματίσει θανάσιμα. Μετά τα λουλούδια – τα όμορφα λευκά άνθη – μαράθηκαν για αυτήν και τα σύννεφα διασκορπίστηκαν – ο όμορφος οίκος των ονείρων – και σφίγγοντας στην αγκαλιά μου το πτώμα της Απρόβλεπτης, έπεσα στην άβυσσο.
Ένα επικήδειο εμβατήριο ήχησε μέσα μου. Ίσως αύριο να πεθάνω και εγώ. Τώρα πια δεν μπορώ να γελάω για τίποτα και για κανένα· είμαι μόνος με τη θλίψη μου. Πιστεύω πως είμαι ένα λουλούδι γεννημένο στο χωράφι του θανάτου, γιατί νιώθω μέσα μου το αδυσώπητο και αγωνιώδες βογγητό του θανάτου.
Ναι, ακόμα νιώθω το θερμό φιλί του ήλιου και τα χάδια του ανέμου στα μαλλιά μου, αλλά η αρρώστια – η πραγματική μου αρρώστια – προέρχεται από ρίζες, οι οποίες είναι ακόμα προσκολλημένες στη γη που γεννήθηκα.
Άλλοι – όμοιοί μου – είναι ήδη νεκροί ή θα πεθάνουν αύριο, αλλά αυτή που δεν έπρεπε να πεθάνει είναι τώρα νεκρή.
Και η αρρώστια μου είναι τέτοια που τώρα βλέπω ολόκληρο το πρόσωπο της πραγματικότητας.
Ανικανοποίητος, ως εκ τούτου, με τον κόσμο των ανθρώπων, ανέπτυξα την επιθυμία για μια ζωή που δεν έχω ζήσει και ίσως κανείς να μη μπορούσε να ζήσει. Το μέτωπό μου περιτριγυρίζεται από μεγάλα μαύρα τριαντάφυλλα: τα τριαντάφυλλα του θανάτου. Εικονοκλάστες, γελάστε, μια κηδεία περνάει.
Renzo Novatore
To κείμενο δημοσιεύτηκε στο ενδέκατο τεύχος του πρώτου έτους, του περιοδικού Nichilismo, στις 10/10/1920, στο Μιλάνο.
Μετάφραση: Φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς