Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;
Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ’ το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική…
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.
Θα’ ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ’ αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να ‘μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ’ όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!
Πρίγκιπα, απ’ όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει…