Οι άνθρωποι που βγαίνουν απ’ το αφηρημένο ώστε να δοκιμάσουν να συγκεκριμενοποιήσουν ό,τι μαλακία τους κατεβαίνει στο μυαλό, είναι γουρούνια.
Κάθε λογοτεχνικό σινάφι είναι γουρουνίσιο, κι ιδιαίτερα αυτό της εποχής μας.
Όλοι αυτοί που έχουν ορόσημα μέσα στο πνεύμα τους, θέλω να πω σε ένα συγκεκριμένο σημείο του κεφαλιού τους, σε μια αυστηρά προσδιορισμένη θέση μες στον εγκέφαλο τους, όλοι αυτοί που είναι ή δηλώνουνε κύριοι της γλώσσας τους, όλοι αυτοί για τους οποίους οι λέξεις έχουν σημασίες, όλοι αυτοί για τους οποίους υπάρχουν υψόμετρα στη ψυχή, και ρεύματα στη σκέψη, αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα της εποχής και ονοματίζουν τα ρεύματα της σκέψης, όλοι αυτοί που με κάνουν να σκέφτομαι τα μονότονα και προκαθορισμένα γαμήσια τους και εκείνο το σκούξιμο του αυτόματου που σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους το πνεύμα τους,
– ΕΙΝΑΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ.
Αυτοί για τους οποίους συγκεκριμένες λέξεις έχουν μια σημασία, και συγκεκριμένοι τρόποι του είναι, αυτοί που κατασκευάζουν τους τρόπους, αυτοί που αντί για αισθήματα έχουν κατηγορίες και συζητάνε με ύφος εννιά καρδιναλίων για τις γελοίες κατηγοριοποιήσεις τους, αυτοί που πιστεύουν ακόμα στους «όρους», αυτοί που αναστατώνονται απ’ τις πρωτοκλασάτες ιδεολογίες της εποχής, αυτοί για τους οποίους οι γυναίκες μιλάνε με τόση ευφράδεια κι εκείνες οι γυναίκες που μιλάνε με τόση ευφράδεια και συζητούν για τα ρεύματα της εποχής, εκείνοι που ακόμα πιστεύουν σε ένα προσανατολισμό του πνεύματος, εκείνοι που ακολουθούν άβουλα τα προκαθορισμένα δρομολόγια, που ενθουσιάζονται με τα ονόματα, που κάνουν τις σελίδες των βιβλίων να ουρλιάζουν, ε, εκείνοι.– ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ.
Τζάμπα μαγκιά, νεαρέ, εξυπνάδες!
Όχι, σκέφτομαι τις βαρύγδουπες κριτικές σας, όλο αφρό κι κούφια λόγια.
Κι όμως εγώ σας το ‘χα πει: ούτε έργα, ούτε γλώσσα, ούτε λέξη, ούτε πνεύμα, τίποτα.
Τίποτα, ει μη μια ωραία Ζυγαριά των Νεύρων.
Ένα είδος ακατανόητης στάσης που τραβάει κατευθείαν στο μέσον του όλου εντός του πνεύματος.
Και μην περιμένετε τώρα να σας ονοματίσω αυτό το όλον, σε πόσα μέρη χωρίζεται, να σας πω το βάρος του, ν’ αρχίσω να περπατάω, να συζητώ περί τούτου του όλου, και συζητώντας ν’ αρχίσω σιγά-σιγά να χάνω τον εαυτό μου και ν’ αρχινήσω έτσι δίχως να το καταλάβω να ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ, – μην περιμένετε να αποσαφηνιστεί, να πάρει σάρκα και οστά, να στολιστεί σα κοκότα με μια πλειάδα λέξεων, ψωριάρικες όλες τους, χωρίς νόημα, όλες διαφορετικές, και ικανές να φέρουν στο φως όλες τις στάσεις, όλες τις αποχρώσεις μιας ιδιαζόντως αισθαντικής και διεισδυτικής σκέψης.
Αυτές οι καταστάσεις που δεν τις ονομάζουμε ποτέ, αυτές οι οριακές καταστάσεις της ψυχής, αυτά τα ενδιάμεσα διαστήματα του πνεύματος, αυτές οι μικροσκοπικές αποτυχίες που είναι ο άρτος ο επιούσιος, αυτό το πλήθος των δεδομένων που μυρμηγκιάζει, – είναι οι ίδιες λέξεις που με χρησιμοποιούν κι αν δεν δίνω την εντύπωση πως κινούμαι άνετα μέσα στη σκέψη μου σε κάθε περίπτωση κινούμαι περισσότερο απ’ ότι εσείς στην πραγματικότητα, γαϊδαροκωλότριχες, γουρουναριό, μετρ του κίβδηλου λόγου, παραχαράκτες, επιφυλλιδογράφοι, θυρωροί, βοτανολόγοι, εντομολόγοι, μάστιγα της γλώσσας μου.
Σας το είπα, δεν έχω πια τη γλώσσα μου, δεν είναι λόγος αυτός για να επιμένετε, για να εμμένετε στη γλώσσα.
Χάιντε, θα γίνω αντιληπτός σε δέκα χρόνια από τους τύπους εκείνους που θα κάνουν ότι κάνετε εσείς σήμερα. Θα διαγνώσουν τους θερμοπίδακες μου, τους παγετώνες μου, θα έχουνε μάθει να εξουδετερώνουν τα δηλητήρια μου, θα αποκαλύψουν τα παίγνια της ψυχής μου.
Τα μαλλιά μου θα έχουν εν τω μεταξύ κυλήσει στον ασβέστη, θα έχουν ξεραθεί οι νοητικές μου φλέβες, θα διατηρήσουν μοναχά τις κτηνωδίες μου, και ο μυστικισμός μου θα φοριέται καπέλο στα κεφάλια σας. Θα δεις να καπνίζουν τις αρθρώσεις της πέτρας, και τα δενδροειδή μπουκέτα των οφθαλμών εσώτερων να αποκρυσταλλώνονται σε παραπληγικά γλωσσάρια, θα δεις να πέφτουν οι αερόλιθοι της πέτρας, θα δεις παντού καλώδια, θα δεις τότε να κατανοούν μια γεωμετρία δίχως διαστήματα, να μαθαίνουν τι θα πει ο σχηματισμός του πνεύματος, θα αντιληφθούν πώς έχασα το πνεύμα.Θα καταλάβουνε γιατί το πνεύμα μου δεν είναι εδώ, θα δουν όλες τις γλώσσες να εξαντλούνται, θα δούνε να ξεραίνονται τα πνεύματα, όλες τις γλώσσες να μαραίνονται, τις ανθρώπινες φιγούρες να συνθλίβονται, να εξαϋλώνονται, θαρρείς, από βεντούζες αιμοβόρες, θα μείνει μόνο μια λιπαντική μεμβράνη να επιπλέει στον αέρα, μία μεμβράνη λιπαντική και καυστική, μία μεμβράνη με διπλή πυκνότητα, με πολλαπλά επίπεδα, σε ένα διηνεκές ρωγμών, μια μελαγχολική και γυάλινη μεμβράνη, αισθαντική, επίμονη, ικανή να πολλαπλασιάζεται, να διχοτομείται, ν’ αναδιπλώνεται μες των ρωγμών της την ανάκλαση, το νόημα, το θαυμαστό, τις διεισδυτικές και τις δηλητηριώδεις αρδεύσεις,
όλα αυτά τότε επιτέλους θα τα βρούνε
κι εγώ δεν θα χω πια ανάγκη να μιλάω.
(Από τη συλλογή Le Pèse-nerfs, 1925)