Αναρχία και Ώθηση για Δημιουργία
Η δημιουργικότητα είναι απαραίτητη στην αναρχική πρακτική. Πρόκειται για ένα κλισέ το οποίο θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Όταν, όμως, ένα ατελείωτο αναμάσημα παλιακών ιδεών και πρακτικών, μιας μόνιμης ανάγκης για την ύπαρξη προτύπων και, ίσως χειρότερο απ’όλα, μια στροφή σε μαρξιστικές και ακαδημαϊκού τύπου αριστερές ιδέες, ως πηγές πνευματικής διέγερσης, φανερώνουν ένα μαρασμό σε επίπεδο πρακτικής φαντασίας μέσα στους αναρχικούς κύκλους των ΗΠΑ τουλάχιστον, ίσως έφτασε η ώρα να εξετάσουμε το ζήτημα της δημιουργικότητας πιο διεξοδικά. Αναμφίβολα, θα ήταν ένα πιο ευχάριστο θέμα συζήτησης από το να πούμε πάλι για όλες τις αποτυχίες των σημερινών αναρχικών πάνω σ’αυτό το ζήτημα. Θα ήθελα, λοιπόν, να μοιραστώ κάποιες ιδέες σχετικά με τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την επιθυμία, τις οποίες επεξεργάζομαι εδώ και χρόνια, εξερευνώντας και κάνοντας πειράματα με τρόπους με τους οποίους θα τις εφαρμόσω στη ζωή και στις σχέσεις μου, με την ελπίδα ότι όσοι θέλουν να ξεπεράσουν αυτό το αίσθημα δυσφορίας, ίσως τις βρούν ενδιαφέρουσες.
Θα ξεκινήσω από μια βασική προυπόθεση: δεν είναι δυνατό να μιλάμε επί της ουσίας, είτε για δημιουργικότητα, είτε για επιθυμία, χωρίς ν’αναφερόμαστε και στα δύο. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Η επιθυμία, στην ζωτικής σημασίας, υγιή, ολοκληρωμένη μορφή της, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τη δημιουργική παρόρμηση, η οποία αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της μέσα από την πρακτική εφαρμογή της φαντασίας στη ζωή κάποιου και στον κόσμο του. Σε κάποιο σημείο αυτής της πορείας, όμως, ακόμα και οι αναρχικοί μοιάζουν να χάνουν τα ίχνη αυτής της δυναμικής σύλληψης της επιθυμίας, αποδεχόμενοι, αντίθετα, μια παθητική αντίληψη της, ως τίποτα περισσότερο από μια απλή ανάγκη για ένα εξωτερικό εξωτερικό αντικείμενο που λείπει σε κάποιον, μια αντίληψη εξαιρετικά χρήσιμη στο σύγχρονο καπιταλισμό.
Μια τέτοια ερμηνεία της επιθυμίας είναι, ουσιαστικά, οικονομικής φύσης και, όπως όλες οι οικονομίστικες ερμηνείες, βασίζεται στην ανέχεια που είναι, ας πούμε, η φτώχεια. Το αντικείμενο μιας τέτοιας επιθυμίας υπάρχει πρίν ακόμα προκύψει η επιθυμία αυτή, είτε ως ιδέα, είτε ως κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι, ωστόσο, άμεσα προσβάσιμο από το άτομο που το επιζητά. Δεδομένου ότι μια τέτοιου είδους επιθυμία δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αίσθηση της μη πληρότητας, μπορεί εύκολα να μετατοπιστεί σε ήδη υπάρχοντα αντικείμενα, έρμαιο στις όποιες δυνάμεις μπορούν να τιθασεύσουν αυτό το αίσθημα της έλλειψης. Ορθώς αντελήφθη ο William Blake πως το αίσθημα της έλλειψης δεν ήταν, στην πραγματικότητα, επιθυμία, αλλά ένα απλό φάντασμα της επιθυμίας, το αδύναμο είδωλο που περισσεύει όταν η επιθυμία αποστραγγίζεται από τη ζωντάνια της, από την ικανότητά της να δράσει και να δημιουργήσει ένα ολόδικό της αντικείμενο.
Μόνο σε σχέση με αυτό το φάντασμα της επιθυμίας είναι που μπορεί αυτή η απερίσκεπτη θεωρητική παραδοχή ότι «η Κοινωνία δημιουργεί τις επιθυμίες μας» να έχει κάποιο νόημα, όμως, ακόμα κι έτσι, ο ισχυρισμός εξακολουθεί να είναι ένας κουβάς με σκατά, ένα σύμπτωμα της μαρξιστικής εισβολής στους αναρχικούς κύκλους, που αφήνει να εννοηθεί ότι είναι αδύνατο να βιώσουμε την ελευθερία στο τώρα. Η πλάνη της δήλωσης έγκειται στην εικασία πως η κοινωνία δρά και δημιουργεί. Στην πραγματικότητα, η κοινωνία δε δημιουργεί το παραμικρό. Η κοινωνία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συντομογραφία που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα συνυφασμένο σύνολο δραστηριοτήτων και σχέσεων ανάμεσα σε άτομα που έχουν την τάση ν’αναπαράγουν τους εαυτούς τους, μέσα σε ένα καθορισμένο πλαίσιο. Ο καπιταλισμός είναι απλά ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε το πιο σύγχρονο, οικονομικο-κεντρικό σύνολο τέτοιων δραστηριοτήτων και σχέσεων. Συνεπώς, ούτε η κοινωνία, ούτε και ο καπιταλισμός δημιουργούν το παραμικρό. Αντιθέτως, μια αναμφισβήτητη αποδοχή του τωρινού υπάρχοντος συνόλου σχέσεων και δραστηριοτήτων οδηγεί σε μια αποδοχή των εξασθενισμένων επιθυμιών, των απλών φαντασμάτων που δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν δικά τους αντικείμενα και, ως εκ τούτου, να ικανοποιήσουν τον εαυτό τους. Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να δρούν και να σχετίζονται μεταξύ τους από συνήθεια, γεγονός που επιδεινώνει αυτήν την κατάσταση.
Είναι πολλοί οι παράγοντες που μπορεί να αποστραγγίξουν την επιθυμία κάποιου από τη ζωτική της ενέργεια: η απελπιστική φτώχεια, τα συναισθηματικά τραύματα, οι καταπιεστικές επιθέσεις από αυτούς που έχουν περισσότερη εξουσία (γονείς, δασκάλους, μπάτσους, στρατιωτικούς, παπάδες, κυβερνήσεις και εταιρικά όργανα…), όμως, σε μια ευρύτερη κλίμακα, η επιθυμία αποστραγγίζεται από το δημιουργικό της περιεχόμενο, όταν η ζωή αποστραγγίζεται από την ηδονική γενναιοδωρία της, από την πολυτελή της πλεονεξία. Ως ένα βαθμό, αυτό αρχίζει να παίζει όπου υπάρχουν η κυριαρχία και οι ιεραρχίες του πλούτου και της εξουσίας. Οι περισσότερες κοινωνικές τάξεις, όμως, έχουν απλά περιορίσει αυτές τις διαχυτικές παραμέτρους της ζωής σε φεστιβάλ και καρναβάλια, από το να τις καταπνίξουν στο σύνολό τους. Ακόμα και ο Καθολικισμός στο Μεσαίωνα συνέχισε να αφήνει χώρο σε τέτοιες συγκρατημένες εκφράσεις ηδονικής περίσσειας. Στο δυτικό κόσμο, η πουριτανική ηθική του προτεσταντισμού κατάφερε να καταπνίξει την τάση αυτή εγκαίρως (αν και όχι δίχως μάχη…), υπερτώντας τις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης. Καταδικάζοντας τις ηδονικές απολαύσεις, την πολυτελή περίσσεια και τη γενναιόδωρη σπατάλη της ζωής, η ηθική αυτή έδωσε, αντ’αυτών, αξία στην εργασία, στη φειδώ και στη συγκρατημένη μετριοπάθεια. Σθεναρά τα δύο πρώτα αποκαλούνταν, επίσης, βιομηχανία και οικονομία. Και η τελευταία αντιστοιχεί πλήρως με τη λογιστική. Καταπνίγοντας τις αξίες που έδωσαν στην επιθυμία τη βάση της ως δημιουργική δύναμη, η πουριτανική ηθική κατέπνιξε την ίδια την επιθυμία, οδηγώντας, τελικά, σε απώλεια των αισθήσεων. Εδώ δεν υφίσταται πια ως μια καίρια, ζωτική ενέργεια, αλλά ως ένα, συχνά τερατώδες και πάντα στείρο φάντασμα. Χωρίς τη γενναιόδωρη, πολυτελή πληρότητα της ζωής ως βάση, μετατρέπεται σε έλλειψη, σε λαχτάρα που αναζητά ένα αντικείμενο έξω από τον εαυτό της για να γεμίσει το κενό. Η ζωή γίνεται απλή επιβίωση, το απελπισμένο κυνήγι για τέτοια αντικείμενα που θα χορτάσουν μια ατέλειωτη πείνα. Μονάχα αυτή η απόλυτη αποδόμηση θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την εκμετάλλευση της επιθυμίας στη μηχανή της βιομηχανίας και της οικονμίας.
Υπάρχουν διάφορα πρακτικά ζητήματα που μπορούν να εξαχθούν απ’αυτές τις ιδέες. Πρώτο απ’όλα, υπάρχει η βασική αναρχική ιδέα, η οποία φαίνεται, δυστυχώς, να ξεχνιέται από τους σημερινούς αναρχικούς, ότι η κοινωνία δε δημιουργεί τίποτα, ότι πολύ περισσότερο, τα πάντα δημιουργούνται από τη δραστηριότητα των ατόμων που σχετίζονται με άλλα άτομα και με το περιβάλλον τους. Προκύπτει απ’αυτό πως η οποιαδήποτε γνήσια αναρχική πρακτική, αρχίζει με άτομα που οικειοποιούνται τις δραστηριότητες και τις σχέσεις τους, εξελισσόμενοι σε συνειδητούς δημιουργούς των δικών τους ζωών. Αυτό δεν αφήνει καθόλου χώρο στη θυματοποίηση και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαρξιστική ιδέα ότι κανείς δε μπορεί να βιώσει την ελευθερία, όσο υπάρχει αυτή η κοινωνία. Αυτή η μαρξιστική σκέψη φετιχοποιεί την ελευθερία, κάνοντάς την ένα πράγμα έξω από εμάς, που θα επιτευχθεί μόνο σε κάποιο μακρινό μέλλον και σε παγκόσμια κλίμακα. Εγώ, όμως, προτιμώ τη διαλεκτική του Ηράκλειτου από αυτήν του Marx. Για’μένα, η ελευθερία δεν είναι μια υπόσχεση για το μέλλον, αλλά ένας τρόπος να αντιπαρατίθεμαι συνεχώς με τον κόσμο στον οποίο υπάρχω σήμερα, παίρνοντας τη ζωή μου στα χέρια μου με όλη τη δύναμή μου, σε σύγκρουση με κάθετί που βρίσκεται στο δρόμο μου. Αυτή η εν εξελίξει σύγκρουση (που δε θα τελειώσει απλά επειδή με κάποιο τρόπο θα καταφέρουμε να εξαλείψουμε ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο της εξουσίας), είναι αυτό που ενώνει σε ένα τις απαραίτητες καταστροφικές, αρνητικές με τις δημιουργικές πτυχές της αναρχικής πρακτικής. Χτίζοντας συνειδητά τις ζωές μας, όσο τα δικά μας μέσα καταστρέφουν κάθε αλυσίδα που μας κρατά πίσω, συντρίβοντας κάθε εμπόδιο που βρίσκεται στο δρόμο μας. Συνεπώς, δεν έχει νόημα να περιμένουμε κάποια συνθήκη που θα μας παραδώσει την ελευθερία μας. Χρειάζεται να δράσουμε τώρα για τον εαυτό μας και με τους δικούς μας όρους, όχι για κανέναν άλλο λόγο ή με τους όρους που έθεσαν εκείνοι που επιθυμούν τη διατήρηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.
Στο φως όλου αυτού, η απελευθέρωση της επιθυμίας αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία: είναι η αναζωογόνηση της επιθυμίας ως δημιουργική ώθηση, η απελευθέρωσή της από την εξαθλιωμένη, στείρα κατάσταση της ως λαχτάρα για κάτι έξωθεν της. Το σχέδιο αυτό σημαίνει να χτίζουμε τη ζωή και την πρακτική μας, σε άμεση αντίθεση με τον κοινωνικό κόσμο που μας περιβάλλει, αλλά και τις αξίες του. Με άλλα λόγια, απορρίπτοντας την εξαθλίωση που κατοικοεδρεύει μέσα στις αξίες της λιτότητας, της βιομηχανίας και του μέτρου, των ζωών και των αγαθών προς πώληση, προς όφελος της ηδονικής ευχαρίστησης, της πολυτελούς περίσσειας και της γενναιόδωρης σπατάλης της ζωής, απελευθερώνοντας την από τις αλυσίδες της επιβίωσης. Θεωρώ πως θα έπρεπε να είσαι σαφές ότι εδώ πρόκειται περί μιας άλλης κατάστασης, κατά την οποία το άναρχο τέλος μας συμπίπτει με τα μέσα, ότι δηλαδή το να χτίζουμε τις ζωές μας με έναν πολυτελή, ηδονικό τρόπο, είναι ήδη η απελευθέρωση της επιθυμίας ως δημιουργική δύναμη.
Αλλά εκείνοι εξ ημών που επιθυμούν να λάβουν μέρος σε αυτό το εγχείρημα πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να εξετάσουν τους τρόπους με τους οποίους η εξαθλίωση έχει εισαχθεί στους αναρχικούς κύκλους. Δε θέλω να μπω σε μια λεπτομερή κριτική της πολιτικής ταυτότητας (συμπεριλαμβανομένης της μεταστροφής των προσωπικών επιλογών κάποιου σε ηθικές ταυτότητες) και της πολιτικής ορθότητας. Αρκεί να πούμε πως αυτές οι εισβολές από τη μετα-ο,τιδήποτε, ακαδημαϊκή αριστερά στην αναρχική σκέψη και πρακτική είχε πάντα να κάνει με τη δημιουργία κανόνων, ορίων και φραγμάτων, όχι με την καταστροφή τους. Αποτελούν τη μετρούμενη φωνή της εξαθλίωσης που προορίζεται να κρατήσει τον καθέναν από μας στη θέση του. Αλλά έχουν υπάρξει και μερικές άλλες τάσεις εντός των αναρχικών κύκλων τα τελευταία χρόνια που θα μπορούσαν να φέρουν προοπτικές εμπλουτισμού τους, που έμοιαζαν όντως να το πράττουν λίγο πριν ξεπέσουν σε ηθικιστικό και μυστικιστικό στοχασμό. Μιλάω για τις κριτικές για ορισμένους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας όπως η γλώσσα, η τέχνη, η συμβολική δραστηριότητα και τα παρόμοια. Όπου αυτές οι κριτικές έχουν εξετάσει τα όρια αυτών των δραστηριοτήτων, έχουν ανοίξει την πόρτα σε ενδιαφέρουσες εξερευνήσεις του πως θα μπορούσαμε να επεκταθούμε πέρα από αυτά τα όρια, εμπλουτίζοντας τα όρια και τους κόσμους μας. Αλλά η επέκταση πέρα από τα όρια αυτών των δραστηριοτήτων δεν απαιτεί την καταστροφή τους (αντίθετα με τα θεσμικά όργανα της εξουσίας, η γλώσσα, η τέχνη και οι συμβολικές δραστηριότητες δεν είναι εμπόδια, κλουβιά ή αλυσίδες, απλώς συγκεκριμένα εργαλεία/παιχνίδια με τους περιορισμούς τους), αλλά μάλλον τον εμπλουτισμό τους. Δυστυχώς, οι πλέον κραυγάζουσες φωνές που ασχολούνταν με αυτά τα θέματα μετακινήθηκαν από την κριτική της εκμετάλλευσης στη μυστικιστική και ηθική καταδίκη. Αντί της αμφισβήτησης των ορίων εκείνων των ω τόσο ανθρώπινων δραστηριοτήτων με στόχο τον εμπλουτισμό των ζωών μας, εκείνοι οι προφήτες της απελπισίας διακηρύττουν πως έως ότου μπορέσουμε να απαλλαγούμε από αυτά τα πράγματα, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την απελπισία, διότι για εκείνους η ελευθερία είναι συνυφασμένη με την επιστροφή σε μια καθολική ενότητα, η οποία υποστηρίζουν ότι κάποτε υπήρξε. Τόσο πουριτανική όσο κάθε καλβινιστική θεολογία και τόσο ντετερμινιστική όσο ο πιο χυδαίος μαρξισμός, αυτού του είδους η θεωρία (ή μάλλον ιδεολογία) δεν προσφέρει τίποτα σε κανενός είδους πρακτική. Σαν τις ιδεολογίες τις οποίες μιμείται, στραγγίζει την επιθυμία από κάθε ζωή, μετατρέποντάς τη σε απλά λαχτάρα, και έτσι λοιπόν καταλήγουμε όχι με ενδιαφέρουσες κριτικές εξερευνήσεις, αλλά με πριμιτιβισμό. Εκείνοι οι αναρχικοί που επιθυμούν να ζήσουν δημιουργικά, εμπλουτίζοντας τις υπάρξεις τους, κάνοντας τις ζωές τους επεκτατικές, ηδονικές και πλούσιες, δε χρειάζεται απλώς να αρνηθούν αυτές τις ψευδο-κριτικές, αλλά επίσης να τους επιτεθούν σκληρά, χρησιμοποιώντας διερευνητική πρακτική κριτική που παρέχει μια βάση για μια συνεχή θεωρητική πρακτική με σκοπό να εκθέσει την ιδεολογική φύση των θλιβερών αυτών κυρηγμάτων.
Αλλά πιθανώς αυτή η πτυχή να είναι η δυσκολότερη προς επίτευξη της ηδονικής, επεκτατικής ζωής που είναι απαραίτητη για τηνα αναζωογόνηση της επιθυμίας αφού μια δημιουργική ώθηση εκτίνεται πέραν της επιβίωσης. Είχα προσπαθήσει να συζητήσω αυτό το ζήτημα με ανθρώπους πολλές φορές σε διάφορα επίπεδα και πάντα η κουβέντα επανέρχεται στο πως να επιβιώσεις καλύτερα, εμ μεγαλύτερη εύκολία και άνεση και συνεπώς αυτό το σημείο χάνεται. Αλλά αυτό είναι κατανοητό. Όλοι πρέπει να τραφούμε. Όλοι χρειαζόμαστε καταφύγιο, τουλάχιστον για τον άσχημο καιρό. Άπαντες βρίσκουμε τον εαυτό μας σε έναν κόσμο όπου το χρήμα μοιάζει να θέτει τους κανόνες. Ακόμη και εάν αφηρημένα συνειδητοποιήσουμε ότι το χρήμα το χρήμα είναι απλώς η φυσική (ή πιο συχνά τώρα η εικονική) εκδήλωση ενός συγκεκριμένου είδους κοινωνικής σχέσης στην οποία όλοι λαμβάνουμε μέρος –με άλλα λόγια, ένα προϊόν των δραστηριοτήτων μας- το να γίνει αυτή συνειδητοποίηση βαρυσήμαντη στην πράξη μοιάζει πολύ δύσκολο. Ωστόσο, νομίζω πως τείνει να αφορά πάλι το ξεκίνημα από τον εαυτό στο εδώ και το τώρα, τι επιθυμώ να κάνει ο καθένας, πώς επιθυμεί να να πράξει για τη ζωή και τα έργα του στο άμεσο. Πρώτα απ’ όλα, η επιβίωση είναι απλώς η μετάθεση της ζωής στο μέλλον. Κεντροβαρεί γύρω από τη διατήρηση της ύπαρξης, όχι την απόλαυση. Ο Στίρνερ ορθώς επεσήμανε πως η απόλαυση της ζωής συνίσταται στην κατανάλωσή της, στην εξάντλησή της. Και γι’ αυτό η ζωή, η οποία μόνον στο παρόν υφίσταται, και η επιβίωση, η οποία τοποθετεί τη ζωή στο μέλλον, βρίσκονται σε διαμάχη. Επομένως, το πρώτο βήμα της αναζωογόνησης της επιθυμίας ως δημιουργική παρόρμηση είναι το άρπαγμα της ζωής στο τώρα, το να την απολαύσεις αμέσως.
Η κεντρικότητα της αμεσότητας στην προσπάθεια αυτή ταιριάζει με την ιδέα πως η επιθυμία σαν δημιουργική παρόρμηση δεν έχει κάποιο προϊπάρχον αντικείμενο. Μάλλον δημιουργεί το αντικείμενό της στη διαδικασία της συνειδητοποίησης του εαυτού. Αυτό σημαίνει πως το αντικείμενό της δεν μπορεί να προσδιοριστεί, να θεσμοθετηθεί ή να εμπορευματοποιηθεί. Δεν μπορεί να μετατραπεί σε μια αλυσίδα μιας απελευθερωμένης, ζωτικής επιθυμίας. Η επιθυμία, υπό αυτή την έννοια, είναι, λοιπόν, ο εχθρός του πολιτισμού στον οποίο ζούμε, επειδή αυτός ο πολιτισμός υφίσταται μόνο μέσω του προσδιορισμού, της θεσμοθέτησης και της εμπορευματοποίησης. Και αυτές οι διαδικασίες δεν είναι τίποτα άλλο από την ανέγερση φυλακών για την επιθυμία. Ως δημιουργική μονάδα, η επιθυμία επιτίθεται σε αυτές τις προσπάθειες για να την παρεμποδίσει από το να κινηθεί δυναμικά στον κόσμο. Τα αντικείμενα που δημιουργεί για τον εαυτό της στη συνειδητοποίησή της δεν αποτελούν εξωτερικά πράγματα (παρόλο που τέτοιου είδους πράγματα μπορεί να δημιουργούνται ως υποπροϊόντα της δημιουργικής παρόρμησης), αλλά μάλλον ενεργές σχέσεις, το μόνο είδος πλούτου που εμπλουτίζει όσους τον σπαταλούν ελεύθερα. Και για αυτό η επιθυμία οφείλει να επιτεθεί στις θεσμοθετημένες σχέσεις που παγιώνουν τη δραστηριότητα σε ρουτίνα, πρωτόκολο, έθιμο και συνήθεια – σε πράγματα που πρέπει να γίνουν σε τάξη.
Ακόμη μια πτυχή της άρνησης της κυριαρχίας της επιβίωσης σε βάρος της ζωής, του μέλλοντος σε βάρος του παρόντος, είναι η άρνηση να αφεθούν η χρησιμότητα και η αποτελεσματικότητα να κυριαρχήσουν της απόλαυσης, του παιχνιδίσματος, του πειραματισμού και του ποιητικού ζην. Οι ίδιες οι έννοιες της χρησιμότητας και της αποτελεσματικότητας δίνουν και πάλι στην επιθυμία ένα εξωτερικό αντικείμενο, ένα τέλος έξω απ’ τον εαυτό. Ξεκινούν από την υπόθεση πως υπάρχει μία έλλειψη που πρέπει να καλυφθεί, και συνεπώς μεταθέτουν και πάλι τη ζωή στο επέκεινα. Η άρνηση της χρησιμότητας και της αποτελεσματικότητας δε σημαίνει ότι οτι,δήποτε κανείς δημιουργεί στη διαδικασία του ζην τη ζωή του θα είναι άχρηστο ή αναποτελεσματικό˙ σημαίνει απλώς ότι η χρήση και η αποτελεσματικότητα θα έχουν δευτερεύοντα ρόλο πίσω από την απόλαυση, τη χαρά και την ένταση. Ας εξετάσουμε μία εκ των βασικότερων ανθρωπίνων αναγκών: την τροφή. Θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να περιορίσουμε τους εαυτούς μας στη λήψη απλώς μερικών βασικών τροφών, προετοιμάζοντάς τις με τους πιο ήπιους και απλούς τρόπους και συνεπώς να ικανοποιήσουμε την φυσική πείνα μας. Εντούτοις, απολαμβάνουμε να εξερευνούμε ποικιλίες γεύσεων, να δημιουργούμε πολύπλοκα σκευάσματα για την τόνωση της απόλαυσής μας, μετατρέποντας την τροφή (και όλες τις διαδικασίες που οδηγούν σε αυτή) σε μια ηδονική, αισθησιακή, ακόμη και μεθυστική εμπειρία… Αυτή η τροφή παραμένει χρήσιμη, αλλά έχει επεκταθεί πολύ μακρύτερα από τη χρησιμότητα, διότι η αρχή της απόλαυσης τόνωσε τη δημιουργική μας παρόρμηση. Άλλες δημιουργικές προσπάθειες λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Μπορεί να γράψω ένα ποίημα με ένα συγκεκριμένο σκοπό πίσω του, κάτι που προσπαθώ να πω, αλλά αυτό που το καθιστά ποίημα δεν είναι η πτυχή της χρηστικότητας. Αυτό που το καθιστά ποίημα είναι το εντελώς άχρηστο παιχνίδι λέξεων και εικόνων, ο χορός που δίνει ένα συγκεκριμένο ηδονικό χιούμορ και σπασμωδική ομορφιά στις λέξεις. Στην πραγματικότητα, σε ένα ποίημα, θεωρώ πάντα αυτήν την πτυχή πολύ πιο σημαντική από κάθε σκοπούμενο μήνυμα, επειδή αυτή είναι που εκφράζει τη στάση για τη ζωή που προσπαθώ να θέσω σε πράξη σε εξέγερση απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο.
Έτσι, όπως το βλέπω εγώ, η φιληδονία, η υπερβολή, η σπάταλη γενναιοδωρία, η αμεσότητα, η χαριστικότητα και το παιχνίδι είναι κλειδιά για την εκ νέου ανακάλυψη (ή μάλλον την επαναδημιουργία) της δημιουργικότητας με έναν αναρχικό τρόπο. Δεν υπάρχει χώρος εδώ για την παραίτηση ή την άρνηση του εαυτού. Έτσι, η κριτική που εκκινεί από αυτή τη στάση αναρωτείται, «Μπορώ να κάνω αυτή τη δραστηριότητα, σχέση, εργαλείο ή παιχνίδι δικό μου ή αποτελεί ένα εμπόδιο στην επεκτατική μου δημιουργία και απόλαυση της ζωής;». Εάν συμβαίνει το πρώτο, θα το αρπάξω ως μέρος του επεκτατικού πλούτου της εξέγερτικής αυτο-δημιουργικής ζωής, πάντα αναζητώντας να τη σπρώξω πέρα από την ίδια, όπως σπρώχνω τον εαυτό μου πέρα από αυτόν. Εάν συμβαίνει το τελευταίο, θα του επιτεθώ με στόχο την καταστροφή του, αναγνωρίζοντάς το ως τη φυλακή που είναι. Έχοντας μετακινηθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πέρα από το κελί της επιβίωσης, της χρησιμότητας, της τακτικής, της στρατηγικής και της υποταγής στο μέλλον, είναι δυνατόν για όσους αναρχικούς επιθυμούν να επιλέξουν αυτήν την πορεία για να ανακαλύψουν εκ νέου τη δημιουργική σπίθα και να αναβιώσουν την πρακτική φαντασία που θα φέρει μια δυναμική απόλαυσης και δύναμης πίσω στην πάλη μας ενάντια σ’ αυτόν τον κόσμο. Αλλά αυτές οι σκέψεις αποτελούν μόνο την έναρξη μιας συνεχιζόμενης εξερεύνησης και πειραματισμού. Είναι ατελείς και δε θα είναι ποτέ τελειωμένες όσο υπάρχουν εκείνοι που επιμένουν να ζουν ελεύθερες και δημιουργικές ζωές μέσα και ενάντια σε αυτόν τον κόσμο.
Πηγή στα αγγλικά: The Anarchist Library
Μετάφραση στα ελληνικά: Κύκλος Ατομικιστών Αναρχικών / Niger Lupus Negationis (Nigrum Inferno)
2 thoughts on ““Οπλισμένη Επιθυμία”, Wolfi Landstreicher”