Category Archives: Θεωρητικα Κειμενα – Μεταφρασεις τριτων

“Το ονειρο της εφηβικης μου ηλικιας”, Renzo Novatore

Το παρακάτω κείμενο έχει γραφτεί υπό το ψευδώνυμο Sibilia Vane.

Έτσι, η σοφία της σάπιας δειλίας ούτε χλευάζει ούτε σκανδαλίζει την ηλίθια αγνότητα των ευπρεπών νεαρών δεσποινίδων.

Είμαι μια πρόωρα ανεπτυγμένη έφηβη που, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι μέσα από τους φωσφορίζοντες λαβυρίνθους των πιο τρομακτικών βαθών, ξανασκαρφάλωσα στην κορυφή για να τραγουδήσω το περήφανο και ιερόσυλο τραγούδι της τόσο νέας ακόμα και τόσο ελεύθερης ζωής μου στον ήλιο.

Κάποιος μου είπε : ”Θα γίνεις γυναίκα, ύστερα σύζυγος και μετά μητέρα!…”

Έτσι αποκρίθηκα με μια ερώτηση : Τι σημαίνει το γυναίκα, σύζυγος και μητέρα; Δεν θα σας πω τι μου απάντησαν. Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν το σκέφτομαι γελάω, ναι, ακόμα γελάω. Ο έρωτας γίνεται αντιληπτός ως μία αποστολή!; Η γυναίκα ως σύζυγος και μητέρα; Όχι, όχι, όχι! Δεν θα γίνω σύζυγος, δεν θα γίνω μητέρα! Η εξέγερση μου δεν μπορεί να σταματήσει στη μέση ή να κείναι μάταιη. Η εξέγερση μου πετάει τα βέλη της – πέρα από την οικογένεια – και ενάντια στη φύση. Δεν θέλω να γίνω σύζυγος, δεν θέλω να γίνω μητέρα. Όχι, όχι, όχι!

Χτες, το απόγευμα, ξεγυμνώθηκα μπροστά από τον καθρέφτη και κοιταζόμουν για πολύ ώρα. Είδα το σάρκα μου τυλιγμένη σε μια σκιά από το φως, που τρεμόπαιζε ελαφρώς. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί, αλλά μου φάνταζα αξιολάτρευτη…

Το φουσκωμένο στήθος που ανυψώνεται υπέροχα στον κόρφο μου, ένας πάνλευκος θησαυρός. Η επίπεδη, στρογγυλή μου κοιλιά, έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι που έχει διαπλαθεί με το καλύτερο φίλντισι από τα θαυματουργά χέρια ενός θεϊκού καλλιτέχνη.

Έλυσα τις ξανθές μπούκλες μου πάνω στην καμπυλωτή λιτότητα των όμων μου και κύκλωσα τις υγρές μου βλεφαρίδες ελαφρώς με βιολετί και μαύρο. Το χνούδι που επιστέγαζε την κατώτερη κοιλότητα της κοιλιάς μου έμοιαζε σαν ένα χρυσό φτερό στην ιερή ράχη των αγγέλων του παραδείσου. Το ερυθρό στόμα μου φάνταζε σαν ένα σκισμένο ρόδι, ανοιχτό στα κίτρινα χάδια του ήλιου.

Πλησίασα τον καθρέφτη και φίλησα ηδονικά τα αντικατοπτριζόμενα χείλη μου.

Δεν ξέρω αν έχω φιλήσει ποτέ οτιδήποτε πιο έντονα στη ζωή μου από, χθες το απόγευμα, όταν επιθυμούσα να είμαι άντρας έτσι ώστε εγώ η ίδια να ξαπλώσω το λευκό παρθένο κορμί μου, το οποίο μου αποκάλυψε το μυστήριο στον καθαρό καθρέφτη, πάνω στο κρεβάτι.

Αλλά η ιδέα της επαφής παρήγαγε μια άλλη ιδέα. Κάθε σκοπός έχει μια επίδραση…

Ξάπλωσα νωχελικά στο κρεβάτι. Οι κρόταφοί μου χτυπούσαν σα σφυριά. Το αίμα έβραζε μέσα στις φλέβες μου. Ίσως να παραληρούσα…

Ξέρω πως είχα τα μάτια μου κλειστά και δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά σκοτάδι. Αλλά μέσα στο σκοτάδι είδα έναν άλλο καθρέφτη. Τον καθρέφτη της φαντασίας, ο οποίος έδειχνε την πραγματικότητα. Κοιτάχτηκα. Είδα την όμορφη, στρογγυλή, γυαλιστερή κοιλιά μου τρομαχτικά πρησμένη, με, στο κέντρο της, μια συμμετρική γραμμή μαυροκίτρινου χρώματος η οποία έδινε την γλοιώδη εντύπωση ενός μικρού φιδιού απλωμένου σε έναν ογκώδη σάκο γεμάτο με ξερόχορτα. Τότε είδα επίσης τα θαυμάσια, λευκά μου στήθη να κρεμάνε και να ζαρώνουν… Ήμουν μητέρα!

Ένα μισητό κουτσούβελο ρούφηξε άπληστα το αίμα μου, λεηλάτησε τη νιότη μου, κατέστρεψε ανελέητα την θεϊκή ομορφιά μου, που ήλπιζα να είναι αθάνατη. Η επιθυμία του χθεσινού απογεύματος ήταν παρελθόν, αλλά ο εφιάλτης παρέμεινε.

Μητέρα… Τι υποτίθεται πως σημαίνουν όλα αυτά; Το να δίνεις παιδιά στο είδος περισσότερους σκλάβους στην κοινωνία, περισσότερους εγκατελειμένους στον πόνο.

…Μητέρα… Σύζυγος…

Αυτοί είναι λοιπόν οι στόχοι του έρωτα;

Αχ, η παλιά μαγεία της ηθικής, τα παλιά ψέμματα της γερασμένης ανθρωπότητας.

Όχι, δεν θα γίνω ποτέ γυναίκα κανενός, δεν θα δώσω ούτε ένα παιδί στο είδος. Ποτέ! Η ζωή είναι πόνος. Η ανθρωπότητα είναι ένα ψέμα. Οποιοσδήποτε καταδέχεται να διαιωνίσει το είδος είναι εχθρός της αγνής ομορφιάς.

Η ανθρωπότητα είναι μία φυλή που πρέπει να ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ!

Ο ατομικισμός πρέπει να σκοτώσει την κοινωνία, η ευχαρίστηση πρέπει να στραγγαλίσει τον πόνο. Ας αφήσουμε τη μετάνοια και τον πόνο να πεθάνει, να πνιγούν σε ένα τελευταίο όργιο χαράς. Παραδώσου στην τρελή χαρά του να ζεις, εσύ που αγαπάς τη ζωή, εσύ που αγαπάς το τέλος.

Γιατί θα έπρεπε το μέλλον να έχει σημασία; Τι σημασία έχει το είδος για σένα;

Εμπρός, εσείς που έχετε ανακαλύψει τους εαυτούς σας, ας κάνουμε τον κόσμο μια γιορτή, ας κάνουμε τη ζωή, ένα όργιο έρωτα στο λυκόφως. Για αυτούς που προέρχονται από τις αβύσσους του κοινωνικού ψεύδους όπου προσκολλούνται οι ρίζες του ανθρώπινου πόνου, η χαρά πρέπει να είναι ένα τέλος και το τέλος ο ύψιστος στόχος.

Δεν θέλω να έχω ένα παιδί που καταστρέφει την ομορφιά μου και μαραίνει τη νιότη μου.

Δεν θέλω να έχω μια οικογένεια που περιορίζει την ελευθερία μου. Δεν θέλω έναν άνοστο, ζηλόφθονο και κτηνώδη σύζυγο που, ως αντάλλαγμα για ένα κομμάτι ψωμί, εμποδίζει τις λυρικές πτήσεις του πνεύματος μέσα από τις πιο θεϊκές και αμαρτωλές τρέλες της πολυτέλειας και της ηδονής που προσφέρουν στη σάρκα οι πολλαπλοί εραστές.

Δεν αγαπώ τους συζύγους και ίσως ούτε καν τους εραστές.

Αγαπώ την απόλαυση και τον έρωτα.

Αλλά ο έρωτας είναι ένα λουλούδι που βλασταίνει στα χείλη των ανδρών.

Όταν πλησιάσω τα χείλη τους για να συλλέξω τον διεστραμμένο ανθό του έρωτα, θα το κάνω μόνο για τη δική μου ευχαρίστηση και μόνο.

Το να αγαπάς τον άλλο είναι πάντα περιττό και μερικές φορές ηλίθιο.

Είναι αρκετό το να αγαπάς τον εαυτό σου. Είναι αρκετό το να ξέρεις πως να αγαπάς τον εαυτό σου. Και εγώ θα ξέρω πως να αγαπάω τον εαυτό μου τόσο πολύ, ω τόσο πολύ!

Θα αγαπώ τον εαυτό μου γυμνή μπροστά από τον καθρέφτη το απόγευμα. Θα λατρεύω τον εαυτό μου γυμνή στη μπανιέρα το πρωινό. Θα είμαι γυμνή και μεθυσμένη στην αγκαλιά των εραστών μου.

Η ανθρωπότητα βαδίζει στον δρόμο του πόνου ώστε να διαιωνιστεί. Εγώ βαδίζω στο μονοπάτι της απόλαυσης γιατί ψάχνω το τέλος.

Βαδίζω προς την ανατολή, βαδίζω προς τη δύση. Θέλω να βαδίσω πέρα από τα μονοπάτια ανά τον κόσμο, συλλέγοντας τους ανθούς του έρωτα, της χαράς και της ελευθερίας.

Αγαπώ τα μαύρα καλσόν και αυτά στο χρώμα του δέρματος. Τα μεταξωτά εσώρουχα λευκού ή κόκκινου χρώματος. Τα παπούτσια από λάστιχο και εκλεπτισμένα υλικά. Τα μπάνια με νερό αρωματισμένο από οξαλίδα και κολώνια. Το άρωμα από Cotty και τα μπουκέτα με τριαντάφυλλα.

Θέλω να διασχίσω τα μονοπάτια του κόσμου, συλλέγοντας τους ανθούς του έρωτα, της χαράς και της ελευθερίας.

Θα τσακίσω τα φύλλα από τις φλαμουριές, θα συλλέξω μίσχους από υδραγεία, κλαδιά γλυσίνας και ανθούς πικροδάφνης, για να ετοιμάσω το αρωματισμένο κρεβάτι του έρωτα μου.

Και θα γίνω η ερωμένη των αλητών και των κλεφτών. Και θα γίνω το ιδανικό των ποιητών.

Επειδή δεν θέλω να δώσω τίποτα στην πατρίδα, στο είδος και στην ανθρωπότητα.

Θέλω να μεθύσω στην πηγή της απόλαυσης, της λαγνείας και της ηδονής. Θέλω να καταβροχθιστώ ολοσχερώς από την πυρά του έρωτα.

Δεν θέλω να γίνω μητέρα, δεν θέλω να γίνω σύζυγος. Όχι, όχι, όχι!

Αρωματισμένα κρεβάτια, φιλιά εραστών και μουσική από τρελά βιολιά. Χοροί και τραγούδια.

Ξέρω θα με αποκαλέσεις τρελή και ανώμαλη. Θα με αποκαλέσεις πουτάνα.

Αλλά αυτά είναι παλιά και αδύναμα επιφωνήματα που δεν έχουν πια καμιά επίδραση σε μένα.

Είμαι η πρόωρα ανεπτυγμένη έφηβη που, αφότου περιπλανήθηκα στις πιο τρομερές αβύσσους του βάθους, ξανασκαρφάλωσα στην κορυφή για να τραγουδήσω το ιερόσυλο τραγούδι της ελεύθερης ζωής στον ήλιο.

Μια ζωή ομορφιάς και δύναμης, μια ζωή τέχνης και έρωτα, πηγή της θεϊκής αμαρτίας, αναβλύζει στην ιερή όαση του ηδονισμού.

Αρκετά τώρα με τα επιληπτικά παραληρήματα του πνεύματος.

Τίποτα δεν ανήκει στην παγανιστική ομορφιά περισσότερο από το νεανικό μου κορμί.

Αχ έρωτα, πάρε με να πετάξουμε…

Renzo Novatore

Πηγή: The Anarchist Library

To παραπάνω κείμενο παρουσιάστηκε στην Αρκόλα της Ιταλίας, το 1921. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από τα φυλακισμένα μέλης της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς και η επιμέλεια από το μπλογκ Parabellum.

“Ο Αναρχισμος μου”, Armando Diluvi

Λίγο παλαιότερα, σε ένα τεύχος της Umanita Nova(1), υπήρχε μια δημόσια συζήτηση μεταξύ των συντρόφων Enzo Martucci και Malatesta. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό από μια ατομικιστική οπτική και γι’ αυτό, μπαίνει στη συζήτηση.

Και θα δηλώσω αμέσως πως δε συμφωνώ καν με τον Martucci. Για παράδειγμα, εκεί που υποστηρίζει πως «αν υπάρχουν άτομα που πρέπει να συνεργαστούν με άλλους, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, υπάρχουν επίσης και δυνατές ατομικότητες, που αρκούνται στον εαυτό τους, για να διατηρήσουν και να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους». Αυτό, επαναλαμβάνω, δεν το πιστεύω. Νομίζω πως, λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, εγώ είμαι από αυτούς που προσπαθούν να είναι όσο αυτάρκεις γίνεται. Αλλά, δε μπορώ να το κάνω. Οι υλικές ανάγκες της ζωής είναι τόσο πολυάριθμες, που ακόμα χρειάζομαι άλλους για κάποια πράγματα.

Και οι πνευματικές ανάγκες; Η διανοητική ευχαρίστηση και διασκέδαση; Αν, για παράδειγμα, θέλω να κάνω έρωτα με περισσότερες από μία γυναίκες; Αν θέλω να πάω στο θέατρο; Αν θέλω να ανέβω σε αεροπλάνο; Και όταν κάνω αυτά τα πράγματα, τι γίνεται αν δε θέλω να τα κάνω μόνος μου; Τι μένει τότε από το ικανοποιημένο Εγώ μου;

Για μένα, η λογική του Εγώ μου είναι αυτή που το προστατεύει από την ανησυχία για τους άλλους. Οι στρατιώτες και οι στρατηγοί υποτίθεται πως δεν υπάρχουν για μένα, η επαφή δε σημαίνει τίποτα, εξυπηρετώ τον εαυτό μου με αυτούς, ακόμα και αν ουσιαστικά υπηρετώ αυτούς. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή η αντίληψή μου περί σκλαβιάς είναι τόσο χαμηλή και χυδαία, είτε επειδή το ένστικτό μου για εξέγερση δεν έχει τη δύναμη εκείνων, που απεχθάνομαι και που με σκλαβώνουν.

Όμως, δε μπορώ να συλλάβω την πραγματοποίηση ενός αναρχικού κουμμουνισμού, όπως εκείνον που λαχταράει ο Malatesta. Αν το πράγμα παραμένει ένας πόθος και μια φιλοδοξία, που όλοι έχουν, όπως έχω κι εγώ, τότε… όλα καλά. Και νομίζω πως σε αυτό το σημείο, ίσως εγώ -ο ατομικιστής- και ο κομμουνιστής Malatesta συμφωνούμε. Αλλά, γιατί παραπονέθηκε ο Malatesta σε ένα άρθρο του, πριν λίγο καιρό, για το ότι «δεν είμαστε αρκετά οργανωμένοι»; Τότε, γιατί γράφει, στα πλαίσια αυτής της δημόσιας συζήτησης: «Λέμε, με κάποιες αμφιβολίες, πως, κατά τη γνώμη μας, ο κομμουνιστικός τρόπος ζωής ταιριάζει με τον καλύτερο τρόπο στις ανάγκες των ατομικιστών, αλλά ποτέ δεν ονειρευτήκαμε να επιβάλλουμε τις ιδέες μας στους άλλους, πόσο μάλλον ένα στέρεο τρόπο ζωής». Και η οργάνωση που απαιτείς να υπάρξει; Για να ρίξει την τωρινή και κάθε επερχόμενη κυβέρνηση και να διεξάγει απαλλοτριώσεις; Αυτό είναι λογικό. Αλλά, ο κομμουνισμός θα συμβεί μόνο μέσω της «ελεύθερης προσκόλλησης σε αυτόν, των ανθρώπων».

Ρωτάω, αγαπητέ Malatesta, αν θα μπορούσα να θεωρήσω τον αναρχοκομμουνιστικό τύπο κοινωνίας τον καλύτερο… επειδή θα είναι μια κοινωνία αγγέλων, σε αντίθεση με τη σημερινή κοινωνία δαιμόνων, ενώ δεν ξέρω αν θα με ικανοποιούσε και αν θα ήταν πρακτικός. Μήπως προσπαθούμε να ξανακαρφώσουμε ένα σκουριασμένο καρφί; Και αν θέλω να ζήσω δίχως να παράγω για εσάς; Και αν από ένστικτο δεν επιθυμώ να ζήσω σε μια τέτοια κοινωνία μαζί σας; Θα μπορούσα, εύλογα, να ερωτηθώ «και τώρα τι κάνεις»; Κάνω τον εαυτό μου δυνατό, εξεγείρομαι και η κοινωνία με καταστέλλει με το… νόμο. Πώς θα με καταστείλει η κομμουνιστική κοινωνία;

Αλλά, αντιλαμβάνομαι πως μιλώ τόση ώρα για τον αναρχισμό των άλλων. Και ο δικός μου; Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό από την πλευρά της καταστροφής. Σε αυτήν βρίσκεται η αριστοκρατική λογική της. Καταστροφή! Αυτή είναι η πραγματική ομορφιά του αναρχισμού. Θέλω να καταστρέψω οτιδήποτε με υποδουλώνει, με αποδυναμώνει και καταπιέζει τις επιθυμίες μου και θα ήθελα να περάσω πάνω από τα πτώματά τους. Όταν οι αναστολές, οι ενδοιασμοί και η συνείδηση, που υπάρχουν μέσα μου, με μετατρέπουν σε μη-χριστιανό σκλάβο τους, το εικονοκλαστικό μου πνεύμα τα καταστρέφει. Και όταν δεν τα νιώθω, κάποιος μπορεί να δει πως δεν υπάρχουν μέσα μου. Ναι, η εικονοκλαστική άρνηση είναι ό,τι πιο πρακτικό.

Και όταν αύριο εσείς πραγματώσετε την κομμουνιστική κοινωνία, θα είμαι ευχαριστημένος με την ομφαλοσκόπηση μου; Επιπλέον, εγώ δεν προσφέρω μια καλύτερη φιλοδοξία, για να έρθετε όλοι μαζί μας, ω προφητείες του σήμερα για την κομμουνιστική κοινωνία του αύριο.

Οι μάζες; Αυτές δε θα είναι ποτέ ικανές να συλλάβουν την ατομικότητα!

Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός είναι εκείνος που καμώνει τα μεγάλα μυστικά, τα οποία δεν αντιλαμβάνονται καν εκείνοι που τα χαίρονται και τα εκμεταλλεύονται, η μοναδική θέληση της ατομικότητας είναι εκείνη που επιταχύνει την πρόοδο, η ατομικότητα είναι εκείνη που αναδύεται και υπερισχύει, η μεγάλη μάζα είναι μετριότητα, απόρριμμα, τροφή για τις αδηφάγες ορέξεις των κυβερνητών και των πολιτικών. Ο μοναχικός μηδενιστής είναι εκείνος που καταστρέφει τους ισχυρούς, ο εικονοκλάστης είναι εκείνος που καταστρέφει όλα τα παράλογα πιστεύω με την άρνησή του. Δε μπορεί να υπάρξει καμιά πραγματική ελευθερία στην ανοικοδόμηση. Και για αυτό, ό,τι δεν είναι ελεύθερο και καταστροφικό, δεν είναι αναρχικό. Η καταστροφική φιλοσοφία του Στίρνερ είναι αναντίρρητα πιο αληθινή από την ανοικοδόμηση του Κροπότκιν, όσο μαθηματική και αν είναι η τελευταία.

Armando Diluvi

Υποσημειώσεις:

1. H Umanita Nova είναι αναρχική εφημερίδα, που ξεκίνησε την κυκλοφορία της το 1920 και φιλοξενούσε υλικό διαφόρων τάσεων του αναρχισμού και της Αναρχίας καθώς και μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, όπως αυτήν που αναφέρει ο συγγραφέας. Περνώντας από πολλές περιπέτειες, όπως έλλειψη πόρων, κρατική παρενόχληση, φασιστικές επιθέσεις και ευθεία καταστολή, συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και σήμερα ως όργανο πλέον της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας.

2. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου του 1922, στο 3ο τεύχος της αναρχικής έκδοσης Proletario.

Πηγή: Έρεβος

“Η Μηδενιστικη Επιθεση”, Federico Buono

Το κείμενο, που παρουσιάζεται εδώ, γράφτηκε με το χέρι, τις πυρετώδεις μέρες της δίκης μου για διακεκριμένη κλοπή.

Δεν ήθελα ποτέ να ξέρω τίποτα και δε ζήτησα βοήθεια από κανέναν, γιατί γνώριζα το αποτέλεσμα.

Με βάση τη δική μου εμπειρία, ο τρόπος, που ενέργησα, είναι μια προσπάθεια να αρνηθώ το δικαίωμα και το νόμο και το γεγονός πως την έζησα μέσα στην αβεβαιότητα, κάνει αυτές τι λέξεις πιο δυνατές.

Είναι λέξεις, που αφιερώνω στον πνευματικό μου αδερφό Maurizio και σε όλους εκείνους που, στην έρευνα που έθεσε σε κίνηση η αδελφή Manuela Comodi, θα διαλέξουν μια αντιδικονομική στάση.

Κινούμαι στη σκιά. Αισθάνομαι την αντίληψη ενός πιθανού γεγονότος, ως εκτός τροχιάς. Θολές αναμνήσεις. Το αβέβαιο βήμα χαράσσει ένα μονοπάτι, κάθετα μπροστά μου.

Αισθάνομαι τα βήματά μου, μέσα σε ένα ξέφρενο σπασμό προς το άγνωστο.

Χαράσσω το ζωτικό μου χώρο και τοποθετώ έναν ομόκεντρο κύκλο μεταξύ εμού και της κοσμικής μονιμότητας.

Γίνομαι ένας και μοναδικός, μέσα στη μοναξιά.

Αδιαχώριστος, σε μια συνεχή προσπάθεια να γίνω εκείνο, που εκμηδενίζει την υποτακτικότητα, της στατικής απολύτρωσης του γεγονότος.

Το γεγονός βρίσκεται μέσα μου ή μπροστά μου;

Η αμεσότητα κάνει γύρους μέσα στον ατομικό εαυτό μου.

Η σκιά μου οπλίζει τη μισανθρωπική της επιθυμία και εκτίθεται, προβάλλοντας τον εαυτό της στο φως, με ατελείωτες αντανακλάσεις: το φως της παθητικότητας αγαπά τη σκιά μου. Οπλίζω τον εαυτό μου εναντίον της. Βγαίνω μέσα από ένα χάσμα. Ακούω φωνές: αντιλαμβάνομαι πως θέλουν τις επιθυμίες μου και να με αρπάξουν. Μακριά από τα πάντα είμαι επίσης κοντά, σε μια κρυφή γωνία, μέσα στις βρωμερές αρτηρίες των νεκροπόλεων, των ανθρώπινων κοινωνιών.

Έχω διαλέξει, κρατώ τις αναμνήσεις μακρινές, η παθητικότητα επεκτείνει το φως της και θέλει να μασήσει την ουσία μου.

Οδηγούμαι εναντίον της. Έχω αποφασίσει να μην παραδοθώ στη «σιγουριά», που συμπληρώνει την αλλαγή των κανόνων της ανθρώπινης κοινωνίας.

Κάθε μέρα είναι μια καινούρια στιγμή και ο χώρος, που κλείνει στο εσωτερικό του την ανυπομονησία μου για αυτοπραγμάτωση, τείνει να απλώνεται προς τα έξω, καταστρέφοντας το παρελθόν της αμέσως προηγούμενης στιγμής.

Η άρνηση της στιγμής καταστρέφει την κανονικότητα.

Σε κάθε κρυφή γωνιά είμαι η σκιά μου και η βουλητική μου ουσία.

Τοποθετώ τον εαυτό μου στο κέντρο, διαλύοντας την ελπίδα ασήμαντων αναμνήσεων.

Ο Ναός της προφητείας –καταλύτης γεγονότων και εμπειριών- με καλεί και ο Δημιουργός περιμένει για ένα σημάδι απελπισίας.

Δεν παραδίδομαι και δεν το έχω κάνει εξ αρχής.

Η εγωιστική δύναμη επιτίθεται και κάνει την ηθική κομμάτια, δε θέλει το πτώμα ακόμα ζεστό, αλλά να το κάψει και να το κάνει στάχτη.

Αυτή τη μέρα βγαίνω στο φώς –ζηλεύοντας τη σκιά μου- και αφιερώνω αυτές τις λίγες λέξεις στους εξ αίματος αδερφούς και αδερφές μου και στα πνευματικά μου αδέρφια, που ερευνώνται από την αδελφή Manuela Comodi.

Η Μηδενιστική επίθεση δεν παραιτείται και δικαιώνεται μέσα στο συνεχή ρυθμό των ζωτικών της παρορμήσεων!

Από την Προσωπική μου Κόλαση, Federico Buono

Πηγή: Τhe Anachist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Έρεβος

Σημείωση από το εγχείρημα:

Λόγω του ιδιαίτερου ύφους γραφής του συντρόφου, προτιμήσαμε να μη μεταφράσουμε επί λέξει κάποια σημεία, αλλά να τα αποδώσουμε ελαφρώς πιο κατανοητά στα ελληνικά. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε πως το νόημα του κειμένου παραμένει ακριβές. Η Manuela Comodi είναι η εισαγγελέας, επικεφαλής της κατασταλτικής επιχείρησης «Ευτολμία» (Ardire), στα πλαίσια της οποίας διώχτηκε ο Buono και οι σύντροφοί/ισσες του. Ο χαρακτηρισμός «αδελφή» είναι κοροϊδευτικός και παραπέμπει νοηματικά στη λέξη «καλόγρια».

“Αποσπασμα: Η Λυκαινα”, L

Η αναρχική μηδενίστρια δε χρειάζεται να παριστάνει ότι ανήκει σε μια Ιστορία ή σε ένα Κίνημα, αλλά διαλέγει με το δικό της τρόπο το πώς θα είναι η ζωή της, με τις μεθόδους που επιλέγει μόνο αυτή και μαζί με εκείνους που βρίσκονται κοντά της. Δε χρειάζεται να σκαρφίζεται δικαιολογίες για το ότι οργανώνει μια συντροφική ομάδα που αποτελείται από 2-3 κοντινούς της φίλους.Η δημιουργικότητά της κυκλοφορεί στα επίπεδα που εκείνη θέλει και παρέχει και συνδημιουργεί με αυτούς, που έχουν μεταξύ τους αποφασίσει ότι θα βρίσκονται μαζί για κάποιες δραστηριότητες. Ξέρει πως η μη νομιμότητα και η ατυπικότητα της ταιριάζουν και δεν έχει ανάγκη από τις προφάσεις της δημοκρατίας, της μαζικής απεύθυνσης ή της μαζικής δράσης. Η ζωή της παρέχει ήδη το χώρο για τις συνειδητές πράξεις της. Έχει γίνει η ίδια το πλήθος και έχει εκμηδενίσει μέσα της το χρόνο και την κοινωνία, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αν το βάλει στο μυαλό της και δεχτεί τις συνέπειες.Κανείς δε γλιτώνει από τη ζωή ζωντανός. Το να ζήσει ή να πεθάνει, το να κρατάει τη ζωή του εχθρού στα χέρια της και να πατήσει τη σκανδάλη ή όχι, αν το διαλέξει. Η ζωή της είναι δικιά της. Δεν είναι θύμα αλλά θύτης. Το αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν οι εχθροί, είναι δική της επιλογή όχι δική τους. Όλα αποφασίζονται από τη θέλησή της, η οποία είναι αποκλειστικά δική της. Δεν έχει άλλη στρατηγική εκτός από το να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες της και καμιά τακτική, παρά μόνο την αξιοπρέπειά της και την αποφασιστικότητά της να επιτύχει ενάντια στις πιθανότητες.

Με τις μεθόδους που ταιριάζουν σε κάθε άτομο, οι οποίες συνδέονται περισσότερο μέσω της δράσης παρά μέσω της ταυτότητας, ακολουθεί τα κακά της πάθη μέχρι την κόλαση και κανείς δε μπορεί να κάνει τίποτα γι’αυτό.

L.

Εκδόθηκε αρχικά στο έντυπο “My Own”,τεύχος 6, από τον Apio Ludd (22 Νοεμβρίου, 2012)

Αυτό είναι ένα ακόμα κείμενο για μια συλλογή γραπτών εναντίον του «αστικού αναρχισμού», όπως αυτός έχει οριστεί από τον/τηVenona Q. και τους συντρόφους των εκδόσεων Dark Matters. Αφιερώνεται στις Εκδόσεις Cerbero, στο Parole Armate, στον πυρήνα Όλγα της FAI και στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.

Πηγή: Έρεβος

 

“Απο την πολιτικη στη ζωη: απαλλασσοντας την αναρχια απο την αριστερη μυλοπετρα”, Wolfi Landstreicher

Από τον πρώτο καιρό που ο αναρχισμός ορίστηκε ως ένα ξέχωρο ριζοσπαστικό κίνημα μέχρι και σήμερα, έχει συνδεθεί με την αριστερά, αλλά η σύνδεση ήταν πάντα άβολη. Οι αριστεροί που ήταν σε θέση εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί, όπως οι ηγέτες της CNT και του FAI στην Ισπανία στο 1936-37) εκλάμβαναν τον αναρχικό στόχο της ολοκληρωτικής μετατροπής της ζωής και την απορρέουσα αρχή, πως οι στόχοι θα πρέπει ήδη να υπάρχουν στα μέσα του αγώνα, ως ένα εμπόδιο στα πολιτικά τους προγράμματα. Η πραγματική εξέγερση ξεσπάει πάντα πέρα από κάθε πολιτικό πρόγραμμα, και οι πιο συνεπείς αναρχικοί είδαν την πραγματοποίηση των ονείρων τους ακριβώς σ’ αυτό το άγνωστο, μακρινό μέρος. Κι όμως, κατά καιρούς, όταν οι φλόγες της εξέγερσης κόπαζαν (ή ακόμη και σε περιπτώσεις όπως αυτή της Ισπανίας το 1936-37, όπου έκαιγαν ακόμα ζωηρά), ηγετικοί αναρχικοί έβρισκαν ξανά τη θέση τους ως «συνείδηση της αριστεράς». Όμως, αν η ευρύτητα των αναρχικών ονείρων και οι αρχές που αυτή εφαρμόζει έχουν αποτελέσει εμπόδιο στα πολιτικά σχέδια της αριστεράς, αυτά τα σχέδια έχουν γίνει μια πολύ μεγαλύτερη μυλόπετρα γύρω από το λαιμό του αναρχικού κινήματος, παρασύροντας το προς τα κάτω με το «ρεαλισμό» που δεν μπορεί να ονειρεύεται.

Για την αριστερά, ο κοινωνικός αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό πρόγραμμα προς υλοποίηση, με κάθε αρμόδιο μέσο. Μια τέτοια αντίληψη προφανώς χρειάζεται μια πολιτική μεθοδολογία αγώνα και μια τέτοια μεθοδολογία είναι αναγκασμένη να αντικρούσει μερικές βασικές αναρχικές ιδέες. Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σαν μια διακριτή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός των αποφάσεων που καθορίζουν της ζωές μας από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Αυτός ο διαχωρισμός εδρεύει σε θεσμούς που λαμβάνουν και επιβάλλουν εκείνες τις αποφάσεις. Έχει μικρή σημασία πόσο δημοκρατικοί ή συναινετικοί είναι αυτοί οι θεσμοί: ο διαχωρισμός και η θεσμοποίηση που είναι σύμφυτα με την πολιτική, πάντα αποτελούνε μια επιβολή απλά και μόνο επειδή απαιτούν οι αποφάσεις να παίρνονται πριν την εμφάνιση των περιστάσεων στις οποίες εφαρμόζονται. Αυτό καθιστά απαραίτητο να παίρνουν τη μορφή γενικευμένων κανόνων που πρέπει πάντα να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένου τύπου καταστάσεις, μη λαμβάνοντας υπόψην τις ειδικές περιστάσεις. Εδώ συναντώνται οι σπόροι της ιδεολογικής σκέψης -κατά την οποία οι ιδέες ορίζουν τις δραστηριότητες των ατόμων αντί να εξυπηρετούν τα άτομα ώστε να αναπτύξουν τα δικά τους σχέδιά-, αλλά θα αναφερθώ σ’ αυτό αργότερα. Ανάλογης σημασίας από μια αναρχική προοπτική είναι το γεγονός πως η εξουσία έγκειται σ’ αυτούς τους θεσμούς που αποφασίζουν και επιβάλλουν. Και η αριστερίστικη αντίληψη του κοινωνικού αγώνα είναι ακριβώς αυτή του να επηρεάσουν, να πάρουν τον έλεγχο ή να δημιουργήσουν εναλλακτικές εκδοχές αυτών των θεσμών. Με άλλα λόγια, είναι ένας αγώνας για να τροποποιήσει, όχι για να καταστρέψει θεσμοθετημένες εξουσιαστικές σχέσεις.

Αυτή η [αριστερίστικη] αντίληψη αγώνα με την προγραμματική της βάση απαιτεί μια οργάνωση ως μέσο διεξαγωγής του αγώνα. Η οργάνωση αντιπροσωπεύει τον αγώνα, επειδή είναι η συμπαγής έκφραση του προγράμματός της. Αν οι εμπλεκόμενοι ορίσουν το πρόγραμμα ως επαναστατικό και αναρχικό, τότε το πρόγραμμα έρχεται να αντιπροσωπεύσει την επανάσταση και την αναρχία για αυτούς, και η δύναμη της οργάνωσης εξισώνεται με τη δύναμη του επαναστατικού και αναρχικού αγώνα. Ένα τέτοιο ξεκάθαρο παράδειγμα εντοπίζεται στην Ισπανική επανάσταση, όπου η ηγεσία της CNT αφού ενέπνευσε τους εργάτες και τους χωρικούς της Καταλονίας να απαλλοτριώσουνε τα μέσα παραγωγής (όπως και όπλα με τα οποία σχημάτισαν τις ελεύθερες πολιτοφυλακές τους), δεν διέλυσε την οργάνωση ώστε να επιτρέψει στους εργάτες να εξερευνήσουν την αναδημιουργία της κοινωνικής ζωής με τους δικούς τους όρους. Αντίθετα ανέλαβε τη διοίκηση της παραγωγής. Αυτή η σύγχυση με το συνδικάτο να αναλαμβάνει τη διοίκηση της αυτό-οργάνωσης των εργατών είχε αποτελέσματα που μπορούν να μελετηθούν από οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να δει τα γεγονότα κριτικά. Επομένως, όταν ο αγώνας ενάντια στην άρχουσα τάξη διαχωρίζεται από τα άτομα που τον διεξάγουνε και εναποτίθεται στα χέρια της οργάνωσης, παύει να είναι το αυτοπροσδιορισμένο σχέδιο αυτών των ατόμων και αντιθέτως καταλήγει να είναι μια εξωτερική υπόθεση στην οποία αυτά αφοσιώνονται. Επειδή αυτή η υπόθεση εξισώνεται με την οργάνωση, η πρωταρχική δραστηριότητα των ατόμων που αφοσιώνονται σ’ αυτήν είναι η διατήρηση και η επέκταση της οργάνωσης.

Στην πραγματικότητα, η αριστερή οργάνωση είναι το μέσο με το οποίο η αριστερά σχεδιάζει να μετατρέψει τις θεσμοθετημένες σχέσεις εξουσίας. Είτε αυτό γίνει μέσω της απεύθυνσης στους σημερινούς κυβερνώντες και την άσκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, είτε μέσω της εκλογικής ή βίαιης κατάκτησης της κρατικής εξουσίας, είτε μέσω της θεσμικής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής είτε μέσω ενός συνδυασμού των παραπάνω, είναι μικρής σημασίας. Για να το πετύχει αυτό η οργάνωση προσπαθεί να μετατρέψει τον εαυτό της σε μια εναλλακτική εξουσία ή σε μια αντί-εξουσία: αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να ενστερνιστεί τη σημερινή ιδεολογία της εξουσίας, δηλαδή τη δημοκρατία. Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα διαχωρισμένων και θεσμοθετημένων τρόπων λήψης αποφάσεων που απαιτεί τη δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης ώστε να ενεργοποιηθούν τα προγράμματα. Αν και η εξουσία πάντα έγκειται στον εξαναγκασμό, στα δημοκρατικά πλαίσια δικαιολογείται μέσω της συγκατάθεσης πως μπορεί να κερδίσει. Αυτός είναι ο λόγος που είναι απαραίτητο για την αριστερά να αναζητά όσους περισσότερους οπαδούς γίνεται, μάζες που να συμφωνούν και να υποστηρίζουν τα προγράμματά της. Έτσι αφοσιωμένη στη δημοκρατία, η αριστερά πρέπει να ενστερνιστεί την ποσοτική ψευδαίσθηση.

Η προσπάθεια να κερδίσει οπαδούς απαιτεί την επίκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Έτσι αντί να συνεχίζει μια ζωτική θεωρητική εξερεύνηση, η αριστερά αναπτύσσει μια σειρά απλοϊκών δογμάτων μέσω των οποίων βλέπει τον κόσμο και μια λιτανεία από ηθικά αίσχη που διαπράττονται από τους σημερινούς κυβερνώντες. Με αυτόν τον τρόπο οι αριστεροί ελπίζουν να έχουν μαζική απήχηση. Κάθε αμφισβήτηση ή εξερεύνηση έξω από το ιδεολογικό πλαίσιο καταδικάζεται σφοδρά ή αντιμετωπίζεται χωρίς κατανόηση. Η ανικανότητα για σοβαρή θεωρητική εξερεύνηση είναι το κόστος της αποδοχής της ποσοτικής ψευδαίσθησης, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των οπαδών, ανεξάρτητα από την παθητικότητα και την άγνοιά τους, είναι αυτός που αντανακλά τη δύναμη ενός κινήματος και όχι η ποιότητα και η συνέπεια ιδεών και πρακτικής.

Επιπλέον η πολιτική αναγκαιότητα της απεύθυνσης «στις μάζες» οδηγεί την αριστερά να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της διατύπωσης μερικών (όχι συνολικών) αιτημάτων προς τους σημερινούς κυβερνώντες. Αυτή η μέθοδος είναι σίγουρα αρκετά συνεπής με ένα σχέδιο μετατροπής των σχέσεων εξουσίας, ακριβώς επειδή δεν αμφισβητεί ριζικά αυτές τις σχέσεις. Στην πραγματικότητα με το να διατυπώνονται αιτήματα προς τους κυβερνώντες, υποδηλώνεται πως απλές (αν και πιθανώς ακραίες) ρυθμίσεις των τωρινών σχέσεων επαρκούν για την πραγματοποίηση του προγράμματος της αριστεράς. Αυτό που δεν αμφισβητείται σ’ αυτήν τη μέθοδο είναι η ίδια η κυρίαρχη τάξη, αφού αυτό θα απειλούσε το πολιτικό πλαίσιο της αριστεράς.

Αυτό που εξυπακούεται σ’ αυτή τη προσέγγιση για μερική αλλαγή είναι το δόγμα της προοδευτικότητας (όντως, μια απ’ τις πιο δημοφιλείς ταμπέλες στις μέρες μας ανάμεσα σε αριστερούς και ελευθεριακούς -οι οποίοι μάλλον θα προτιμούσαν να αφήσουν πίσω τους τις άλλες αμαυρωμένες ταμπέλες- είναι ακριβώς αυτή του «προοδευτικού»). Προοδευτικότητα είναι η ιδέα πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς (αν και πιθανώς «διαλεκτικής») διαδικασίας βελτίωσης, και πως αν προσπαθήσουμε (είτε μέσα από ψήφους, ψηφίσματα, δικαστικούς αγώνες, πολιτική ανυπακοή, πολιτική βία ή ακόμα και μέσα από την κατάκτηση της εξουσίας -οτιδήποτε άλλο εκτός από την καταστροφή της) μπορούμε να προχωρήσουμε αυτή τη διαδικασία ακόμη περαιτέρω. Η έννοια της προόδου και η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων, η οποία αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της, αναδεικνύουν μια άλλη ποσοτική πτυχή της αριστερής αντίληψης του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι απλά ζήτημα μοιρών, [ζήτημα] της θέσης κάποιου κατά μήκος μια συνεχόμενης τροχιάς. Η σωστή ρύθμιση θα μας οδηγήσει «εκεί» (οπουδήποτε και αν βρίσκεται το «εκεί»). Μεταρρύθμιση και επανάσταση είναι απλά διαφορετικά επίπεδα της ίδιας δραστηριότητας. Τέτοιοι είναι οι παραλογισμοί της αριστεράς, η οποία παραμένει τυφλή στις συντριπτικές αποδείξεις πως η μοναδική τροχιά στην οποία βρισκόμαστε, τουλάχιστον από την άνοδο του καπιταλισμού και του βιομηχανικού συστήματος, είναι η αυξανόμενη φτωχοποίηση της ύπαρξης και αυτό δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί.

Η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων και η πολιτική ανάγκη για κατηγοριοποίηση οδηγεί επίσης την αριστερά στο να αξιολογεί τους ανθρώπους με βάση το αν αποτελούν μέλη διαφόρων καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων ομάδων όπως «εργάτες», «γυναίκες», «έγχρωμοι», «γκέι και λεσβίες» και πάει λέγοντας. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι η βάση της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πολιτική των ταυτοτήτων είναι αυτή η ειδική μορφή ψεύτικης αντιπαράθεσης, στην οποία οι καταπιεσμένοι διαλέγουνε να ταυτιστούνε με μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία μέσω της οποίας η καταπίεσή τους ενισχύεται σαν μια υποτιθέμενη δράση αψήφησης της καταπίεσής τους. Στην πραγματικότητα, η συνεχόμενη ταύτιση με αυτόν το κοινωνικό ρόλο περιορίζει την ικανότητα αυτών που ασκούν την πολιτική των ταυτοτήτων να αναλύσουν τη κατάστασή τους στη κοινωνία εις βάθος και να δράσουν ως άτομα ενάντια στη καταπίεσή τους. Συνεπώς αυτό εγγυάται τη συνέχιση των κοινωνικών σχέσεων που προκαλούν τη καταπίεσή τους. Αλλά μόνο ως μέλη κατηγοριών αυτοί οι άνθρωποι είναι χρήσιμα πιόνια στους πολιτικούς ελιγμούς της αριστεράς, δεδομένου ότι τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες αναλαμβάνουν το ρόλο ομάδων πίεσης και εξουσίας εντός της δημοκρατικής δομής.

Η πολιτική λογική της αριστεράς με τις οργανωτικές της προϋποθέσεις, την υιοθέτηση της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης και την αξιολόγηση των ατόμων ως απλά μέλη κοινωνικών κατηγοριών, είναι από τη φύση της κολλεκτιβίστικη, καταστέλλοντας το άτομο ώς τέτοιο. Αυτό εκφράζεται μέσω του καλέσματος προς τα άτομα να θυσιάσουν τον εαυτό για τους ποικίλους σκοπούς, προγράμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Πίσω απ’ αυτά τα καλέσματα μπορεί κάποιος να εντοπίσει τις χειραγωγικές ιδεολογίες της συλλογικής ταυτότητας, της συλλογικής ευθύνης και της συλλογικής ενοχής. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας «προνομιούχας» ομάδας -«στρέιτ», «λευκοί», «άντρες», «πρωτοκοσμικοί», «μεσοαστοί»- θεωρούνται υπεύθυνα για όλη την καταπίεση που αποδίδεται σε αυτήν την ομάδα. Αυτοί λοιπόν χειραγωγούνται με το να δρουν έτσι ώστε να εξιλεωθούνε απ’ αυτά τα «εγκλήματα», παρέχοντας υποστήριξη άνευ κριτικής στα κινήματα εκείνων που είναι πιο καταπιεσμένοι απ’ οτι οι ίδιοι. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας καταπιεσμένης ομάδας χειραγωγούνται με το να δέχονται μια συλλογική ταυτότητα στα πλαίσια μιας υποχρεωτικής «αλληλεγγύης» -γυναικεία αδελφότητα, εθνικισμός μαύρων, queer ταυτότητα κ.τ.λ. Αν αυτοί απορρίψουν ή κριτικάρουν βαθιά και ριζοσπαστικά αυτή την ομαδική ταυτότητα, αυτό ισούται με την αποδοχή της δικιάς τους καταπίεσης. Στην πραγματικότητα το άτομο που δρα μόνος του ή μόνη της (ή μόνο με αυτούς που έχει αναπτύξει αληθινή εγγύτητα) ενάντια στην καταπίεσή του/της και την εκμετάλλευση όπως τη βιώνει στη ζωή του/της, κατηγορείται για «αστικό ατομικισμό», παρά το γεγονός πως παλεύει ακριβώς ενάντια στην αλλοτρίωση, στο διαχωρισμό και τον ατομισμό, που είναι έμφυτο αποτέλεσμα της συλλογικής αλλοτριωμένης κοινωνικής δραστηριότητας την οποία το κράτος και το κεφάλαιο -η επονομαζόμενη «αστική κοινωνία»- μας επιβάλλει.

Επειδή η αριστερά είναι η ενεργή αντίληψη του κοινωνικού αγώνα ως πολιτικό πρόγραμμα, είναι ιδεολογική από πάνω μέχρι κάτω. Ο αγώνας που διεξάγει η αριστερά δε γεννιέται από τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα όνειρα των εκμεταλλευόμενων, καταπιεσμένων, κυριαρχημένων και αποστερημένων ατόμων αυτής της κοινωνίας. Δεν πρόκειται για τη δραστηριότητα των ανθρώπων που πασχίζουν να επανοικειοποιηθούν τη ζωή τους και αναζητούν τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνουν. Αντιθέτως είναι ένα διατυπωμένο πρόγραμμα στα μυαλά των αριστερών ηγετών ή στις οργανωτικές συναντήσεις, που υπάρχει πέρα και πριν από τους ατομικούς αγώνες των ανθρώπων και στο οποίο αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να υποταχθούν. Όποιο και αν είναι το σύνθημα του προγράμματος -σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών, Αφρικανοί, δικαιώματα των ζώων, απελευθέρωση της γης, πριμιτιβισμός, εργατική αυτοδιαχείρηση κ.τ.λ. κ.τ.λ.- δεν παρέχει ένα εργαλείο για τα άτομα ώστε να το χρησιμοποιήσουν στους δικούς τους αγώνες ενάντια στη κυριαρχία, παρά απαιτεί από τα άτομα να ανταλλάξουν την κυριαρχία της άρχουσας τάξης με την κυριαρχία του αριστερού προγράμματος. Με άλλα λόγια απαιτεί από τα άτομα να συνεχίσουν να εγκαταλείπουν την ικανότητά τους να καθορίζουν τη δική τους ύπαρξη.

Στα καλύτερά της, η αναρχική προσπάθεια ήταν από πάντα η συνολική μετατροπή της ύπαρξης βασισμένη στην επανοικιοποίηση της ζωής από κάθε άτομο ξεχωριστά που συναναστρέφεται ελεύθερα με άλλους της επιλογής του. Αυτό το όραμα μπορεί να βρεθεί στα πιο ποιητικά γραπτά σχεδόν κάθε γνωστού αναρχικού, και είναι αυτό που έκανε τον αναρχισμό «τη συνείδηση της αριστεράς». Αλλά ποια η χρησιμότητα του να είναι κανείς η συνείδηση ενός κινήματος το οποίο δεν μοιράζεται και δεν μπορεί να μοιραστεί το εύρος και το βάθος των ονείρων του, αν αυτός επιθυμεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του; Στην ιστορία του αναρχικού κινήματος αυτές οι κοντινότερες στην αριστερά προοπτικές και πρακτικές, όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός και ο πλατφορμισμός, εμπεριείχαν πάντα πολύ λιγότερο το όνειρο και πολύ περισσότερο το πρόγραμμα. Τώρα που η αριστερισμός έχει πάψει να είναι μια διακριτά σημαντική δύναμη από την υπόλοιπη πολιτική σφαίρα, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, είναι σίγουρο οτι δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να κουβαλάμε αυτή τη μυλόπετρα γύρω απ’ το λαιμό μας. Η συνειδητοποίηση των αναρχικών ονείρων, των ονείρων κάθε ατόμου ικανού ακόμα να ονειρεύεται και να επιθυμεί ανεξάρτητα, να είναι αυτόνομος δημιουργός της δικιάς του ύπαρξης, απαιτεί μια συνειδητή και αυστηρή ρήξη με την αριστερά. Στο ελάχιστο αυτή η ρήξη θα σήμαινε:

1. Την απόρριψη μιας πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αγώνα, μια αναγνώριση πως ο επαναστατικός αγώνας δεν είναι ένα πρόγραμμα, αλλά αντιθέτως είναι ο αγώνας για την ατομική και την κοινωνική επανοικιοποίηση της ολότητας της ζωής. Ως τέτοια είναι από τη φύση της αντί-πολιτική. Με άλλα λόγια, αντιτίθεται σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης -και κάθε μέθοδο αγώνα- στην οποία οι αποφάσεις για το πως να ζεις και να αγωνίζεσαι είναι διαχωρισμένες από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων, άσχετα με το πόσο δημοκρατική και συμμετοχική μπορεί να είναι αυτή η διαχωρισμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

2. Την απόρριψη του οργανωτισμού, εννοώντας με αυτό την απόρριψη της ιδέας πως κάποια οργάνωση μπορεί να αντιπροσωπεύσει εκμεταλλευόμενα άτομα ή ομάδες, τον κοινωνικό αγώνα, την επανάσταση ή την αναρχία. Επομένως την επιπλέον απόρριψη των επίσημων οργανώσεων -κομμάτων, ενώσεων, ομοσπονδιών και των ομοίων τους- οι οποίες, εξαιτίας της προγραμματικής τους φύσης, αναλαμβάνουν ένα τέτοιο ρόλο αντιπροσώπευσης. Αυτό δεν σημαίνει την απόρριψη της ικανότητας να οργανώνεις συγκεκριμένες δραστηριότητες απαραίτητες για τον επαναστατικό αγώνα, αλλά κυρίως την απόρριψη της υποβολής της οργάνωσης εργασιών και σχεδίων στο φορμαλισμό ενός οργανωτικού προγράμματος. Το μόνο έργο που έχει φανεί μέχρι τώρα να απαιτεί επίσημη οργάνωση είναι η ανάπτυξη και η διατήρηση μιας επίσημης οργάνωσης.

3. Την απόρριψη της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης. Την απόρριψη της οπτικής πως ο αριθμός των οπαδών μιας υπόθεσης, ιδέας ή προγράμματος είναι αυτό που καθορίζει τη δύναμη του αγώνα, περισσότερο από ότι η ποιοτική αξία της πρακτικής αγώνα ως επίθεση ενάντια στους θεσμούς κυριαρχίας και ως επανοικειοποίηση της ζωής. Την απόρριψη κάθε θεσμοποιημένου ή τυποποιημένου τρόπου λήψης αποφάσεων και στην πραγματικότητα κάθε αντίληψης που αντιλαμβάνεται τους τρόπους λήψης αποφάσεων σαν μια στιγμή διαχωρισμένη από τη ζωή και την πρακτική. Την απόρριψη επιπλέον της ευαγγελιστικής μεθόδου που πασχίζει να κατακτήσει τις μάζες. Μια τέτοια μέθοδος θεωρεί πως η θεωρητική εξερεύνηση έχει ένα τέλος, πως κάποιος έχει την απάντηση στην οποία όλοι πρέπει προσκολληθούν και πως επομένως κάθε μέθοδος είναι αποδεκτή για τη διάδοση του μηνύματος, ακόμα και αν αυτή η μέθοδος αντικρούει ό,τι λέμε. Αυτό οδηγεί κάποιον στο να αναζητά ακολουθητές που αποδέχονται τη θέση του παρά συντρόφους και συνεργούς με τους οποίους να συνεχίσει τις εξερευνήσεις του. Αντιθέτως αναφέρομαι στην πρακτική όχι του να πασχίζεις να εκτελέσεις τα σχέδια κάποιου, όσο καλύτερα μπορείς με τρόπο συνεπή στις ιδέες, επιθυμίες και όνειρα αυτού του κάποιου, αλλά να προσελκύεις εν-δυνάμει συνενόχους με τους οποίους να αναπτύσσεις σχέσεις εγγύτητας και να επεκτείνεις τη πρακτική της εξέγερσης.

4. Την απόρριψη του να εκφράζεις αιτήματα προς τους εξουσιαστές επιλέγοντας καλύτερα μια πρακτική άμεσης δράσης και επίθεσης. Την απόρριψη της ιδέας πως μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία μας για αυτοπροσδιορισμό μέσα από μερικά αιτήματα τα οποία, στην καλύτερη, προσφέρουν μόνο μια προσωρινή βελτίωση της βλαβερότητας της κοινωνικής τάξης του κεφαλαίου. Την αναγνώριση της αναγκαιότητας να επιτεθούμε σ’ αυτή τη κοινωνία στο σύνολό της, να επιτύχουμε μια πρακτική και θεωρητική γνώση σε κάθε επιμέρους αγώνα του συνόλου που πρέπει να καταστραφεί. Με τον ίδιο τρόπο, την ικανότητα να βλέπουμε τι είναι δυνητικά επαναστατικό -τι έχει μετατοπιστεί πέρα από τη λογική των αιτημάτων και των μερικών αλλαγών- στους μερικούς κοινωνικούς αγώνες, από τη στιγμή, που τελικά κάθε ριζοσπαστική, εξεγερτική ρωγμή έχει πυροδοτηθεί από έναν αγώνα που άρχισε σαν μια προσπάθεια να κερδίσει μερικά αιτήματα, ο οποίος όμως μετατοπίστηκε στην πράξη από το να απαιτεί ό,τι ήταν επιθυμητό στο να το αδράξει και με το παραπάνω.

5. Την απόρριψη της ιδέας της προόδου, της ιδέας πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας βελτίωσης που μπορούμε να εξελίξουμε ακόμη περισσότερο, πιθανώς μέχρι και την αποθέωση της, αν προσπαθήσουμε. Την αναγνώριση πως η τωρινή τροχιά -την οποία οι κυβερνώντες και η πιστή ρεφορμιστική και «επαναστατική» αντιπολίτευσή τους αποκαλούν «πρόοδο»- είναι από τη φύση της επιβλαβής για την ατομική ελευθερία, την ελεύθερη συναναστροφή, τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις, την ολότητα της ζωής και του ίδιου του πλανήτη. Την αναγνώριση πως αυτή η τροχιά πρέπει να οδηγηθεί σε ένα τέλος και νέοι τρόποι ζωής και συσχετισμού πρέπει να αναπτυχθούν αν σκοπεύουμε στην πλήρη αυτονομία και ελευθερία. (Αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια απόλυτη απόρριψη της τεχνολογίας και του πολιτισμού, και μια τέτοια απόρριψη δεν αποτελεί την τελική γραμμή της ρήξης με την αριστερά, αλλά η απόρριψη της προόδου σίγουρα σημαίνει μια επιθυμία να εξετάσουμε και να αμφισβητήσουμε σοβαρά και κριτικά τον πολιτισμό και την τεχνολογία, και ειδικότερα τη βιομηχανοποίηση. Αυτοί που δεν επιθυμούν να αναδεικνύουν τέτοια ερωτήματα το πιθανότερο είναι να συνεχίσουν να διατηρούν το μύθο της προόδου.)

6. Την απόρριψη της πολιτικής των ταυτοτήτων. Την αναγνώριση πως, ενώ ποικίλες ομάδες εκμεταλλευόμενων βιώνουν την αποστέρησή τους με τρόπους ανάλογους με την καταπίεση τους και η ανάλυση αυτών των ιδιαιτεροτήτων είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε πλήρως πως λειτουργεί η κυριαρχία, παρ’ όλα αυτά, η αποστέρηση είναι η κατεξοχήν αρπαγή της ικανότητας από καθέναν από μας σαν άτομα να δημιουργούμε τις ζωές μας με τους δικούς μας όρους σε ελεύθερη συναναστροφή με άλλους. Η επανοικειοποίηση της ζωής σε κοινωνικό επίπεδο, όπως και η πλήρης επανοικειοποίηση της σε ατομικό επίπεδο, μπορεί να συμβεί μόνο όταν σταματήσουμε να ταυτίζουμε τους εαυτούς μας κυρίως με όρους κοινωνικών ταυτοτήτων.

7. Την απόρριψη του κολεκτιβισμού, της υποταγής του ατόμου στην ομάδα. Την απόρριψη της ιδεολογίας της συλλογικής ευθύνης (μια απόρριψη που δεν σημαίνει την άρνηση κοινωνικής ή ταξικής ανάλυσης, αλλά απομακρύνει την ηθική κριτική από μια τέτοια ανάλυση και αρνείται την επικίνδυνη πρακτική του να κατηγορείς άτομα για δραστηριότητες που έχουν γίνει στο όνομα μιας κοινωνικής κατηγορίας ή έχουν αποδοθεί σε αυτή και της οποίας θεωρούνται πως αποτελούν κομμάτια, κάτι όμως για το οποίο αυτοί δεν είχανε καμία επιλογή -π.χ. «Εβραίοι», «γύφτοι», «αρσενικοί», «λευκοί» κ.τ.λ.). Την απόρριψη της ιδέας πως ο καθένας, είτε εξαιτίας κάποιου «προνομίου» είτε εξαιτίας του οτι υποτίθεται πως είναι μέλος σε μια ξεχωριστή καταπιεζόμενη ομάδα, οφείλει άνευ κριτικής αλληλεγγύη σε κάθε αγώνα ή κίνημα και την αναγνώριση πως μια τέτοια αντίληψη είναι μια μεγάλη παρεμπόδιση σε οποιαδήποτε σοβαρή επαναστατική διαδικασία. Τη δημιουργία συλλογικών σχεδίων και δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εμπλεκόμενων ατόμων και όχι το αντίστροφο. Την αναγνώριση πως η θεμελιώδης αλλοτρίωση που επιβάλλεται από το κεφάλαιο δεν βασίζεται σε καμία υπέρ-ατομικιστική ιδεολογία που ίσως προωθεί, αλλά προκύπτει περισσότερο από το συλλογικό σχέδιο παραγωγής που αυτό επιβάλλει, το οποίο απαλλοτριώνει τις ατομικές δημιουργικές μας ικανότητες για να εκπληρώσει τους στόχους του. Την αναγνώριση της ελευθερίας κάθε ατόμου ξεχωριστά να μπορεί να καθορίζει τις συνθήκες ύπαρξης του/της με ελεύθερη συναναστροφή με άλλους της επιλογής του/της -π.χ. την ατομική και την κοινωνική επανοικειοποίηση της ζωής- σαν το πρωταρχικό στόχο της επανάστασης.

8. Την απόρριψη της ιδεολογίας, δηλαδή, την απόρριψη κάθε προγράμματος, ιδέας, αφαίρεσης, ιδανικού ή θεωρίας που τοποθετείται πάνω από τη ζωή και τα άτομα σαν ένα κατασκεύασμα το οποίο πρέπει να υπηρετούν. Την απόρριψη επομένως του Θεού, του Κράτους, του Έθνους, της Φυλής κ.τ.λ. αλλά επίσης του Αναρχισμού, του Πριμιτιβισμού, του Κομμουνισμού, της Ελευθερίας, της Λογικής, του Ατόμου κ.τ.λ. όταν αυτά γίνονται ιδανικά στα οποία κάποιος θυσιάζει τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του, τα όνειρά του. Τη χρήση των ιδεών, θεωρητικών αναλύσεων και την ικανότητα να σκέφτεται κανείς λογικά, αφαιρετικά και κριτικά, ως εργαλεία για να πραγματοποιήσει τους στόχους του, για επανοικειοποιηθεί τη ζωή και να δρα ενάντια σε οτι στέκεται στο δρόμο αυτής της επανοικειοποίησης. Την άρνηση των εύκολων απαντήσεων που έρχονται να λειτουργήσουν σαν παρωπίδες στις προσπάθειες κάποιου να εξετάσει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει, για χάρη της συνεχούς αμφισβήτησης και θεωρητικής εξερεύνησης.

Όπως το βλέπω, αυτά είναι που αποτελούνε μια αληθινή ρήξη με την αριστερά. Όπου λείπουν οι παραπάνω απορρίψεις -είτε στη θεωρία είτε στη πράξη- σημαίνει ότι παραμένουν απομεινάρια της αριστεράς, και αυτό είναι ένα εμπόδιο στα σχέδια μας για απελευθέρωση. Από τη στιγμή που η ρήξη με την αριστερά βασίζεται στην αναγκαιότητα να ελευθερώσουμε την πρακτική της αναρχίας από τα όρια της πολιτικής, αυτό σίγουρα δεν είναι μια προσέγγιση προς τη δεξιά ή κάποιο άλλο τμήμα του πολιτικού φάσματος. Αποτελεί περισσότερο μια αναγνώριση πως ένας αγώνας για τη μετατροπή της ολότητας της ζωής, ένας αγώνας να πάρουμε πίσω τις ζωές μας, ως δικές μας σε μια συλλογική κίνηση για ατομική πραγμάτωση, μπορεί μόνο να παρεμποδιστεί από πολιτικά προγράμματα, «επαναστατικές» οργανώσεις και ιδεολογικές κατασκευές που απαιτούνε την υπηρεσία μας, επειδή αυτές, όπως το κράτος και το κεφάλαιο, απαιτούνε να δώσουμε τις ζωές μας σ’ αυτά, και όχι να τις πάρουμε στα χέρια μας. Τα όνειρα μας είναι πολύ μεγαλύτερα από τα στενά όρια των πολιτικών σχεδιασμών. Είναι καιρός τώρα να αφήσουμε πίσω μας την αριστερά και να συνεχίσουμε τον κεφάτο δρόμο μας προς το άγνωστο της εξέγερσης και της δημιουργίας γεμάτων και αυτοπροσδιοριζόμενων ζωών.

Πηγή: Flying Theory

“Η εσχατη βεβηλωση”, Lee Paxton

Μιλάει ένας γυμνοσοφιστής

«…το ιερό, είναι το γόνιμο έδαφος κάθε ιδεολογίας….»

 Αλφρέντο Μ. Μπονάννο

Όταν ο άνθρωπος άρχισε να μιλάει στον εαυτό του, έκανε τα πρώτα του βήματα σε έναν καινούργιο κόσμο. Πλέον, η σκέψη του δεν ήταν αποκλειστικά δεμένη με την αισθητική του δραστηριότητα – απέκτησε δική της ζωή. Ένας «πνευματικός κόσμος», ένας «geistwelt», με νοητικές συλλήψεις για τα πλάσματά του, έστησε το σπίτι του στο κεφάλι του ανθρώπου και έμεινε εκεί.

Νομίζω πως ήταν ο λόγος[1] που απελευθέρωσε τη σκέψη. Ο λόγος δεν είναι απλά περιγραφικός, είναι δημιουργικός. Επομένως, δεν αποτυπώνουμε απλά, φαντασιωνόμαστε. Αποκόπτουμε τις ιδέες από τις ρίζες τους και τις χειραγωγούμε, μετατρέποντάς τες σε έργα τέχνης αποκλειστικά δικά μας.

Καθώς αυτή η ικανότητα ανθούσε μέσα στον άνθρωπο, εκείνος βρέθηκε περικυκλωμένος από το μυστήριο, τον πρώτο πυλώνα του ιερού. Κι έτσι, ξεκίνησε, μάλλον φυσικά, να γεμίζει τα κενά της κατανόησής του, εκείνα τα μέρη που η στοχαστική του ικανότητα δε μπορούσε να φτάσει, με τη φαντασία. Από κει και μετά, αρχίζει να δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ του ιδανικού και του πραγματικού. Όμως, ο άνθρωπος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, καθώς ο άκριτος νους του θεωρεί πως η φανταστική τάξη και η φυσική τάξη[2] βρίσκονται σε αντιστοιχία.

Μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας μεταξύ του περιβάλλοντος και του μυστηριώδους κενού σκέψης, κάθε κοινότητα αναπτύσσει μια διακριτή κουλτούρα. Με αυτό, εννοούμε ένα σύνολο ιδεών, αντιλήψεων, πρακτικών και εθίμων, γύρω από το οποίο περιστρέφεται η κοινότητα και το οποίο αποτελεί γι’ αυτήν το δεύτερο πυλώνα του ιερού.

Όμως, τι είναι αυτό το «ιερό» για το οποίο μιλάω; Είναι ένα πνευματικό φάντασμα, που σηκώνει ένα παραπέτασμα ισχύος επί του αντικειμένου, που διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στο άτομο και στην, ας πούμε, «ιδιαιτερότητά»[3] του. Είναι «μια ιδέα που έχει θέσει τον άνθρωπο υπό το ζυγό της»[4], ένα πνεύμα που απαιτεί υποταγή, ένας μονάρχης εναντίον του οποίου κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να εξεγερθεί, πόσο μάλλον να διαπράξει τη μέγιστη εκ των ιεροσυλιών, να καταφύγει, δηλαδή, στο βλάσφημο απογυμνωμένο ατομικό εαυτό[5].

Ναι, απογύμνωση, είναι ο τέλειος ορισμός γι’ αυτό το οποίο λέω[6]. Η θέληση μου, η επιθυμία μου, η ανάγκη μου, τι μπορεί να είναι πάνω από αυτές; Δεν είμαι περιουσία της κουλτούρας και της ηθικής – αυτές είναι περιουσία μου και παίρνουν οποιαδήποτε μορφή και τις χρησιμοποιώ όπως εγώ θέλω, γιατί δεν υπάρχει κανένα «ιερό πνεύμα», κανένα μεταφυσικό «δικαίωμα», το οποίο οφείλω να προσκυνάω. Σωστή κουλτούρα, καλή ηθική, ανώτερος χαρακτήρας; Ανοησίες! Όπως ο «Θεός» και αυτές οι συλλήψεις βρίσκονται στον πνευματικό κόσμο της σκέψης. Κοιτάξτε τη φύση, βλέπετε καμιά ηθική στην οποία να συμμορφώνονται τα ζώα; Όχι, απλά ικανοποιούν τις ορέξεις τους όπως μπορούν, χωρίς να σκοτίζονται με αφηρημένες σκέψεις. Αυτές οι αξίες δεν είναι εγγενείς στη φύση, γι’ αυτό κάποιος μπορεί να βρει ελάχιστες αναφορές γι’ αυτές στην επιστήμη, η οποία ακολουθεί μια περιγραφική αρχή.

Επεκτείνοντας τη μεταφορά της απογύμνωσης, θα μπορούσαμε να πούμε πως όλοι οι ιδεολογικοί διαξιφισμοί είναι, τελικά, για το πώς θα ντύσουμε τον άνθρωπο. Όπως φαίνεται, το προφανές γεγονός πως τα ρούχα δε δημιουργούν τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δημιουργεί τα ρούχα, παραβλέπεται σχεδόν καθολικά είτε γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι για να συνειδητοποιήσουν κάτι τόσο βασικό είτε γιατί δε μπορούν να αντέξουν την ιδέα του γυμνού εαυτού τους και έτσι, ντύνουν την οντολογική τους ταπεινοφροσύνη με ιδεολογικά φύλλα συκής.

Έτσι, ο όρθιος πίθηκος πορεύεται κατεχόμενος, εκπολιτισμένος, μπλεγμένος στο δικό του μύθο, πάντα πιστός στους πνευματικούς του αφέντες. Παπάδες κοσμούν κάθε γωνία, ο καθένας τους θέλει να μας σώσει από τους εαυτούς μας, να μας επιμορφώσει σύμφωνα με το ευαγγέλιό του – μια μεσσιανική πανούκλα μαστίζει τον πολιτισμό.

Αλλά, αρκετά με αυτές τις όμορφες φαντασιοπληξίες. Αυτό που προτάσσω εδώ είναι απλό: ο μηδενισμός. Ή για να το θέσω αλλιώς: την έσχατη βεβήλωση.

Ο μηδενισμός γίνεται αντιληπτός από πολλούς ως μια δαιμονική επιρροή. Είναι ο μαινόμενος ταύρος εν υαλοπωλείο, του οποίου η έξαψη δε σταματάει πριν γίνουν όλα σκόνη. Εν συντομία, είναι κάτι που εξισώνεται με το ριζοσπαστικό πεσιμισμό. Χωρίς αμφιβολία, δεν είμαι ο ιδανικός άνθρωπος για να τον υπερασπιστεί από αυτήν την κατηγορία, καθώς έχω ήδη ανενδοίαστα αποκαλύψει τις πεσιμιστικές μου θέσεις σε άλλα κείμενα. Όμως, αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε μια πλάνη, σύμφωνα με την οποία για να κάνω μια ενέργεια, μια επιλογή και να είναι αυτή δικαιολογημένη και άξια σημασίας, πρέπει να πατάει πάνω στο ιερό, σε κάποιου είδους απόλυτο, το οποίο προδιαγράφει τη θέλησή μου. Όσο και αν οι άνθρωποι συνεχώς φλυαρούν για την ελευθερία ως τον ύψιστο σκοπό τους, μόλις αναφέρεις το μηδενισμό, που πρακτικά βιωμένος είναι η ύψιστη έκφραση της ελευθερίας, καθώς αποφεύγει αντιλήψεις όπως την «υποχρέωση», το «καθήκον», την «αιτιολόγηση» κλπ, αντιμετωπίζεις κατηγορίες ασυγχώρητης ανταρσίας και απανθρωπιάς. Ναι, ο μηδενισμός είναι απάνθρωπος, όσο οι τρόποι με τους οποίους ορίζουμε την ανθρωπιά μας, με τους οποίους ξεχωρίζουμε τους εαυτούς μας από το ζωικό βασίλειο, αναφέρονται στο πνεύμα, δηλαδή στον κόσμο των ιδεών, στη φαντασμαγορία, η οποία είναι η θεμέλια λίθος του «πολιτισμού», όπως τον κατανοούμε εμείς. Όταν οι πολιτικοί και το σινάφι τους μιλούν για «ελευθερία», εννοούν την πίστη σε κάποιο ιδανικό. Ακόμα και οι πιο προοδευτικές από τις διαδεδομένες αντιλήψεις περί ελευθερίας είναι, απλά, πίστη στις ιερές αρχές «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη».

Ίσως αυτό να εννούσε ο Νίτσε, όταν, με τη δική του αντίληψη περί μηδενισμού, μιλούσε για την ανάγκη του ανθρώπου να εξελιχθεί στον «υπεράνθρωπο», στον μετα-άνθρωπο. Μπορούμε, μάλλον, να πούμε σωστά πως ο μηδενισμός όντως είναι απειλή για τον άνθρωπο, εάν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως εκείνο το πλάσμα, που βρίσκεται κατεχόμενο από υπερβατικά ιδανικά και που σκέφτεται με απόλυτους όρους. Η υιοθέτηση του μηδενισμού σημαίνει την εγκατάλειψη της «ανθρωπότητας», της «πνευματικότητας», του «υπερεγώ», πείτε το όπως θέλετε, και την επιστροφή, όπως λένε κάποιοι, ή την εξέλιξη, όπως λένε άλλοι, στην κατάσταση του απογυμνωμένου πάθους και του αυθεντικού εγωισμού.

Θα πρέπει να είναι, πλέον, κατανοητό το γιατί ο Στίρνερ άσκησε κριτική σε εκείνους τους περήφανους ανθρώπους, που υποστήριζαν πως είχαν ξεπεράσει τη θρησκευτικότητα, αποκυρήσσοντάς τους ως «θεοσεβούμενους άθεους». Ναι, σίγουρα, αρνούνται το «Θεό» και την «ψυχή», αλλά συνεχίζουν να ορκίζονται πίστη στο ιερό, πλέον στη μορφή της «ανθρωπότητας», της «κοινωνίας», της «αρετής» ή κάποιας άλλης αφηρημένης έννοιας και να επιδίδονται σε κεκαλυμμένη μεταφυσική.

«Όμως», πετάγεται μια φωνή, «ο μηδενισμός πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί γιατί ληστεύει από τη ζωή το νόημά της!». Λοιπόν, δεν είναι ποτέ εντελώς σαφές ποιο είναι αυτό το νόημα, θεωρώ, όμως, ότι βασικά εννοεί έναν προκαθορισμένο σκοπό ή/και μια υπερβατική δικαίωση. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η απουσία αυτών των πραγμάτων μας τρομοκρατεί τόσο πολύ, γιατί αξιώματα όπως «τίποτα δεν είναι ιερό», ή «το δικαίωμα πηγάζει από τη δύναμη» παρουσιάζονται υστερικά ως παραδείγματα τρέλας, ενώ στην πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο. Υποθέτω πως αν κάποιος πήγαινε σε ένα άσυλο και προσπαθούσε να πείσει τους τρόφιιμους με ένα λογικό τρόπο, θα αντιμετωπιζόταν σαν τον Αντίχριστο. Είναι σαν να εξαρτάται όλη η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου από τη δουλοπρέπειά του, στο ρόλο του ως όργανο για κάτι «μεγαλύτερο». Ίσως γιατί στην πραγματικότητα, ανεξαρτησία σημαίνει μοναξιά. Αν υπάρχω μόνο εγώ, αν οι πράξεις μου είναι μόνο δικές μου, είμαι απομονωμένος από τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους, με έναν τρόπο προφανώςαποφασιστικά άγευστο για τον άνθρωπο ως «πλάσμα κοινωνικό». Ναι, αυτό πρέπει να είναι: ο μηδενισμός κόβει τους δεσμούς που θεωρούνται βασικοί για την ύπαρξή μας στον κόσμο. Βέβαια, μπορεί να διαλύσει μόνο ιδέες, καταδεικνύοντας πως αυτοί οι δεσμοί είναι και ήταν πάντα αποκυήματα της φαντασίας. Αν δεν ήταν έτσι, ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει το μηδενισμό «επικίνδυνο»;Φυσικά, η αλήθεια έχει την ύπουλη συνήθεια να διαλύει το ψέμα και όταν κάποιος έχει προσαρμόσει τη ζωή του στο ψέμα, ό,τι τον εκτρέπει από αυτό, το θεωρεί δικαίως μια καταστροφική επιρροή.

Όταν πρωτοασχολήθηκα με τις πολιτικοκοινωνικές επιπτώσεις του μηδενισμού, υπέθεσα, όπως και ο Στίρνερ, ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ένα είδος αναρχισμού. Γιατί αναρχισμός σημαίνει «χωρίς αρχή» και ο μηδενισμός υπονομεύει την ιερή δικαίωση της κοινωνικής εξουσίας. Όμως, επικοινωνώντας με αναρχικούς, κατάλαβα πως και ο αναρχισμός πέφτει στην ίδια παγίδα με όλες τις ιδεολογίες. Η απόρριψη από μέρους του των ιεραρχικών συστημάτων δεν είναι ριζωμένη (στο 99% των περιπτώσεων) στην απόρριψη της πνευματικής ιδεολογίας, αλλά περισσότερο σε ένα ηθικό σύστημα ισότητας. Όταν οι αναρχικοί λένε πως επιθυμούν ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος, εννοούν πως επιθυμούν να δώσει όρκο στις προαναφερθείσες ιερές αντιλήψεις του τριπτύχου «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη». Επομένως, αυτή η σπάνια ράτσα των «εγωιστών» αναρχικών απορρίπτεται γιατί αυτοί δε δίνουν όρκο σε κανέναν πέρα του εαυτού τους. Ακόμα, όμως, και όταν γίνονται αποδεκτοί, είναι λόγω της πεποίθησης ότι ο εγωισμός ως πρακτική μπορεί να βοηθήσει στη συνειδητοποίηση των στόχων της ιερής τελολογίας.

Όταν οι αναρχικούν μιλούν για τη θέληση να μην υπάρχει «αφέντης», αντιλαμβάνονται τον «αφέντη» μόνο ως κάποιον που περιφέρεται με στολή ή στρατιωτικά διακριτικά και που μοιάζει αυστηρός και σοβαρός. Έτσι, ενώ απορρίπτουν περήφανα την εξουσία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο εντός των κοινωνικών σχέσεων, παρ’ όλα αυτά, επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι να βρίσκονται υπό την εξουσία του αγίου πνεύματος τουαναρχικού ιδανικού και να είναι όλοι χαμερπείς κόλακες μπροστά στο βωμό του ενάρετου τρόπου.

Όλη αυτή η ιερότητα, που βρίσκεται προσκολλημένη στον αναρχισμό, τον καθιστά ανίκανο να συνδεθεί με το μηδενισμό και την ανιερότητά[1] του. Προφανώς, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Θα πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι στον όρο «κοινωνικός μηδενισμός».

Πώς θα τον ορίζαμε, ώστε να γίνει ξεκάθαρα κατανοητός;Είναι μια κοινωνική φιλοσοφία ριζοσπαστικής ελευθερίας, η οποία αφαιρεί την εξουσία της αξιολόγησης από την αφηρημένη ιδέα και τους φιλοσόφους της και τη θέτει στην υπηρεσία της παθιασμένης ατομικότητας. Η δημιουργική θέληση κάθε μοναδικού προσώπου δε μπορεί, πλέον, να αξιολογείται με βάση απόλυτες αντιλήψεις. Όλη η κοινωνική αλληλεπίδραση και δόμηση -η κουλτούρα και η πολιτική- δε θα γεννώνται από την υποχρέωση και το καθήκον σε ιερές ηθικές και στόχους, αλλά από τα σκέτα «ναι» και «όχι» της ατομικής θέλησης. Αυτή είναι η μέθοδος χωρίς μέθοδο, το σύστημα χωρίς σύστημα.

Σημαίνει αυτό, θα πουν οι ιδεαλιστές, την απόλυτη, ανηλεή καταστροφή της κοινωνίας; Δε βλέπω το λόγο να σημαίνει κάτι τέτοιο. Σημαίνει, απλά, πως ο άνθρωπος αποφασίζει μόνος του για τις πράξεις τους και δεν του υπαγορεύονται από τις σελίδες κάποιου ιερού βιβλίου. Σημαίνει αυτό, όπως με φόβο προφητεύεται, το τέλος κάθε νόμου και τάξης; Όχι, σημαίνει πως κάθε νόμος και τάξη θα είναι ριζωμένα αποκλειστικά στη θέληση και τη δύναμη των ατόμων. Δε θα αντλούν τη δικαίωσή τους από τη φύση, το Θεό ή κάποιο άλλο απόλυτο που βρίσκεται πέρα από το άτομο, αλλά από εμένα και το δικό μου. Κάθε δικαίωμα,που ίσως έχει ένας άνθρωπος, δεν είναι έμφυτο λόγω κάποιας κοσμικής αρχής ή νόρμας, αλλά κερδισμένο από αυτόν γιατί το θέλει. Κάθε αντιπαράθεση αποδομείται ως το επίπεδο της αντιπαράθεσης με βάση την προτίμηση, όχι το καλό ή το κακό, το σωστό ή το λάθος. Κανένας δεν έχει την εξουσία να αποφασίζει για μένα χωρίς να το επιλέξω εγώ, γιατί κανείς δεν καταπατά τη θέλησή μου.

Για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του Hume, ο κοινωνικός μηδενισμός είναι η φιλοσοφία που απορρίπτει το οφείλειν και αγκαλιάζει το είναι.

Όμως, αυτός είναι ο σκόπελος. Δε μπορώ να σας αναγκάσω να ακολουθήσετε αυτήν τη φιλοσοφία, γιατί δε μπορώ να ισχυριστώ ότι της οφείλει κανείς πίστη. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Μηδενισμός είναι μια «αδύναμη» φιλοσοφία, εφόσον έχει παραδώσει στην πυρά όλον εκείνον τον ιδεαλισμό, που άλλοι τρόποι σκέψεις θα χρησιμοποιούσαν για να ενδυναμωθούν. Ως ιδεολογία της αντι-ιδεολογίας, βοηθά με ειρωνικό τρόπο στην ήττα της. Επομένως, το παπαδαριό αυτού του κόσμου δε χρειάζεται να ανησυχεί, οι προειδοποιήσεις του Νίτσε ήταν πρόωρες, ο μηδενισμός δεν πρόκειται σύντομα να καταλάβει τον κόσμο –όσοι νομίζουν ότι το έχει κάνει ήδη δεν τον καταλαβαίνουν- και αυτό το σύγγραμμα θα αγνοηθεί παντελώς από τον τύπο. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.

Lee Paxton

Σημειώσεις

[1]Εδώ η λέξη λόγος χρησιμοποιείται με την έννοια της γλώσσας (language στο πρωτότυπο)

[2]«ordo imaginalis» και «ordo naturalis» στο πρωτότυπο

[3]«caprice» στο πρωτότυπο

[4]Max Stirner – «Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ

[5]«naked self-hood» στο πρωτότυπο

[6] ΣτΣ. «Οι υπαρξιστές προσέγγισαν αυτήν την αντίληψη, όταν έλεγαν πως ο άνθρωπος «είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος». Αντίθετα, όμως, με αυτούς, εγώ δεν αρνούμαι την πιθανή ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή συγκεκριμένων ψυχο-βιολογικών παρορμήσεων, που οδηγούν τον άνθρωπο σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Όμως, αυτές δε σχετίζονται με τη συζήτησή μας, καθώς όταν δε μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτές, δεν έχει νόημα η φιλοσοφική αναζήτηση για εναλλακτικές και όταν μπορούμε, δεν είναι δεσμευτικές και τελικά, δε μπορούν να εμποδίσουν την ανθρώπινη «ελευθερία».

[7] ΣτΣ. Ίσως , αν ο όρος δεν είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τους περιπλανώμενους γυμνιστές μυστικιστές του παρελθόντος, η γυμνοσοφία θα ήταν ένας κατάλληλος ορισμός, αφού «gymno”, σημαίνει γυμνός στα αρχαία Ελληνικά.

Πηγή: Έρεβος

“Επιστολη προς επιδοξους αυτοχειρες”

Αν απευθυνόμαστε σ’ εσάς, άνδρες και γυναίκες που έχετε φτάσει στο έσχατο σημείο αποτροπιασμού και τίποτα και κανείς δε θα μπορούσε πια να σας γλιτώσει από μια τραγική μοίρα, δεν είναι για να σας υπενθυμίσουμε ένα ανύπαρκτο καθήκον απέναντι σε μια ζωή που δεν αξίζει καν τον κόπο να βιωθεί.

Δε στερούμαστε σεβασμού για την απόφασή σας, επειδή εσείς και μονάχα εσείς είστε σε θέση να γνωρίζετε την ακριβή έκταση της οδύνης και της αγωνίας που δηλητηριάζουν την ύπαρξή σας. Όσοι κι όσες δεν αισθάνονται τούτη την οδύνη, τούτη την αγωνία, και ουδέποτε έχουν κλονιστεί γιατί τους χαμογέλασε η τύχη ή επειδή στομώθηκαν με πίστη, δεν έχουνε κανένα λόγο να επικρίνουν τη μοιραία σας αποφασιστικότητα.

Γι’ αυτό και δεν έχουμε καμιά όρεξη να σας κάνουμε κάποιο κήρυγμα ή να σας συγκρατήσουμε απ’ την πραγμάτωση του σκοπού σας. Έχουμε μονάχα την πρόθεση να σας ζητήσουμε μια χάρη, μικρή για εσάς που έχετε αποφασίσει να εγκαταλείψετε αυτόν τον κόσμο, αλλά πηγή υπέρμετρης χαράς για όσους κι όσες από μας έχουμε αποφασίσει προς στιγμήν να παραμείνουμε εδώ πέρα. Εφόσον το πήρατε απόφαση να κινήσετε για το Μεγάλο Ταξίδι, όταν το κάνετε, μήπως θα μπορούσατε να πάρετε μαζί σας μερικές απ’ τις αξιοσημείωτες συμφορές που κάνανε ανυπόφερτες τις μέρες σας σε αυτήν τη γη;

Το να θέλετε να κάνετε το τελευταίο βήμα μέσα στη μοναξιά είναι κατανοητό, είναι ανθρώπινο. Μα το να δρασκελίσετε με συντροφιά είναι μεγαλειώδες, είναι θεϊκό. Άλλωστε, τι έχετε να φοβηθείτε; Για μια φορά, κανείς δε θα ’ρθει να σας παρενοχλήσει, να σας εγκαλέσει για τις συνέπειες της χειρονομίας σας. Για να φέρουμε ένα παράδειγμα, θα μπορούσατε να καταπιείτε το δηλητήριό σας μονάχα αφού κάνετε ένα βουλευτή να το γευτεί, ο οποίος σας πότιζε φαρμάκι εδώ και χρόνια. Θέλετε να στερεώσετε κάποιο βαρίδι στο τσερβέλο σας; Καλώς, αλλά όχι πριν φορέσετε ακόμη ένα στο διευθυντή της τράπεζας που σας ρήμαξε. Αν αντιθέτως επιθυμείτε να σφίξετε μια θηλιά γύρω απ’ το λαιμό σας, θα ήταν καλό να κάνετε πρώτα λίγη εξάσκηση στο λαιμό του βιομηχάνου που σας απέλυσε. Προτού πάτε στο Υπερπέραν, θα μπορούσατε να κάνετε μια έκπληξη στον επίσκοπο που αφόρισε τη συνείδησή σας, κανονίζοντάς του μία απευθείας συνάντηση με το Μεγάλο του Αφεντικό. Και γιατί να μην παρασύρετε μαζί σας στις ράγες τον μπάτσο που περιμένει δίπλα σας το τρένο ή το μετρό; Θ’ απολέσει επιτέλους την κακή του συνήθεια να φυλακίζει την ελευθερία των άλλων. Χωρίς να θέλουμε να σας προσβάλουμε, δεν έχουμε καταλάβει γιατί τα ανάκτορα της Δικαιοσύνης ή τα Χρηματιστήρια δεν εξάπτουν τη φαντασία των απελπισμένων με τον τρόπο που φαίνεται να την αναστατώνουν τα σχολεία των Ηνωμένων Πολιτειών: πυρ κατά των δικαστών, των χρηματιστικών κερδοσκόπων θα ήτανε συγκινητικό αποχαιρετιστήριο δώρο για τους συντρόφους σας αναξιοπαθούντες.

Φαντάζεστε τι θα συνέβαινε αν μόνο το ένα πέμπτο των ανελαστικών αυτοκτονιών σε κάθε χώρα συσχέτιζαν την τελευταία τους πνοή μ’ εκείνη ενός κακόφημου ανθρώπου της εξουσίας; Χάρη σ’ εσάς –τους αυτόχειρες, που συνήθως υφίσταστε διασυρμό– θα μπορούσαμε να δούμε μια μεγάλη ηθική αφύπνιση. Στα πάνω, όποιος θα κατάφερνε να σας ξεφύγει, θα το σκεφτόταν δυο φορές πριν ρίξει άλλους ανθρώπους στην απόγνωση. Στα κάτω εμείς, οι δειλοί, που δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε μια επανάσταση, μπορεί να βρίσκαμε τη δύναμη να φέρουμε εις πέρας το έργο που ξεκινήσατε τόσο απλόχερα εσείς.

Σας ζητάμε, σας παρακαλούμε, κάντε μας τη χάρη, μεγάλοι απελπισμένοι των πέντε ηπείρων, να δείξετε καρδιά για μια τελευταία φορά. Μην πεθάνετε μες στη μοναξιά και στην άγνοια, δίνοντας μια σαρδόνια κατάληξη σε μία ύπαρξη που έχει ήδη στερηθεί χαράς. Επιλέξτε ένα θεσμικό διάσημο πρόσωπο, και κάντε εις διπλούν το σάλτο αυτό.

Περιοδικό Machete, τ. 2, Απρίλης 2008

Αναδημοσίευση: Contra Info

“Πολεμος στο κρατος: Ο αναρχισμος του Στιρνερ και του Ντελεζ”, Saul Newman

Συχνά η επιρροή του Μαξ Στίρνερ στη σύγχρονη πολιτική θεωρία παραβλέπεται. Ωστόσο, στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ μπορεί να βρεθεί μια εκπληκτική σύγκλιση με τη μεταδομιστική θεωρία, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της εξουσίας. Ο Andrew Koch, για παράδειγμα, βλέπει τον Στίρνερ ως στοχαστή που ξεπερνά τη χεγκελιανή παράδοση, στην οποία τοποθετείται συνήθως, υποστηρίζοντας ότι το έργο του είναι ένας προάγγελος των μεταδομιστικών ιδεών για τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας (Koch, 1997). Ο Koch υποστηρίζει ότι η ατομικιστική πρόκληση του Στίρνερ στις φιλοσοφικές βάσεις του κράτους πηγαίνει πέρα από τα όρια της παραδοσιακής δυτικής φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας μια πρόκληση για την μεταφυσική της επιστημολογίας. Από το πρίσμα αυτό μεταξύ Στίρνερ και μεταδομιστικής επιστημολογίας, που τέθηκε από τον Koch, θα εξετάσω τη σύγκλιση του Στίρνερ με ένα συγκεκριμένο μεταδομιστή στοχαστή, τον Ζιλ Ντελέζ, όσον αφορά το θέμα της κρατικής και της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί παραλληλισμοί μεταξύ αυτών στοχαστών, και οι δύο μπορούν να παρουσιαστούν, με διαφορετικούς τρόπους, ως αντι-κρατιστές, αντιεξουσιαστές φιλόσοφοι. Θέλω να δείξω τον τρόπο με τον οποίο η κριτική του Στίρνερ στο Κράτος προεξοφλεί τη μεταδομιστική απόρριψη από τον Ντελέζ της σκέψης του κράτους, και το πιο σημαντικό, τους τρόπους με τους οποίους ο αντι-ουσιοκρατικός, μετά-ανθρωπιστικός αναρχισμός των δύο στοχαστών υπερβαίνει και, επομένως, αντικατοπτρίζει, τα όρια του κλασικού αναρχισμού. Το κείμενο εξετάζει τoυς δεσμούς μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας, της επιθυμίας και της εξουσίας που διαμορφώνουν τις βάσεις της κρατικής εξουσίας. Έτσι, ενώ Κοχ εστιάζει στην απόρριψη του Στίρνερ των επιστημολογικών θεμέλιων του Κράτους, η έμφαση του κειμένου είναι στη ριζοσπαστική οντολογία του Στίρνερ- το ξεσκέπασμα των λεπτών συνδέσεων μεταξύ ανθρωπισμού, επιθυμίας και εξουσίας. Θα ήθελα επίσης να υποστηρίξω ότι αυτή η κριτική της ανθρωπιστικής εξουσίας, με την οποία τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ ασχολούνται μπορεί να μας παρέχουν σύγχρονες στρατηγικές για την αντίσταση στην κυριαρχία του κράτους.

Πρέπει να γίνει κατανοητό, ωστόσο, ότι ενώ υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του Στίρνερ και του Ντελέζ, υπάρχουν επίσης πολλές διαφορές, και, για πολλούς λόγους, μπορεί να μοιάζει ασυνήθιστη η προσέγγιση να φέρουμε κοντά τους δύο στοχαστές. Για παράδειγμα, ο Στίρνερ ήταν, μαζί με τον Μαρξ, ένας από τους νεαρούς Χεγκελιανούς, των οποίων το έργο αναδείχθηκε ως μία εξαιρετικά ατομιστική κριτική του γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαίτερα του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ. Ο Ντελέζ, από την άλλη πλευρά, ήταν ένας φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο οποίος, μαζί με τον Φουκώ και τον Ντεριντά, θεωρείται ως ένα από τους κύριους “μεταδομιστές” στοχαστές. Ενώ το έργο του Ντελέζ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια επίθεση στο χεγκελιανισμό, ακολουθεί διαφορετικά και πιο ποικίλα μονοπάτια, από την πολιτική και την ψυχανάλυση, ως τη λογοτεχνία και τη θεωρία του κινηματογράφου. Ο Στίρνερ δεν θεωρείται γενικά ως “μεταδομιστής”, και, εκτός από το πρωτοποριακό άρθρο του Koch (Koch 1997) και το έργο του Ντεριντά για τον Μαρξ (Ντεριντά 1994), δεν έχει λάβει ουσιαστικά καμία προσοχή, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας. Ωστόσο, και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα με ετικέτες όπως ο “μεταδομισμός”, υπάρχουν πολλά κρίσιμα επίπεδα σύγκλισης μεταξύ των δύο αυτών φιλοσόφων – ιδιαίτερα στην κριτική της πολιτικής κυριαρχίας και της εξουσίας – στα οποία μπορεί κάποιος να δώσει έμφαση, και η οποία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν κάποιος κολλήσει σε αυτές τις ετικέτες. Είναι ακριβώς αυτή η απόρριψη της τυραννίας των «ετικετών», των ουσιοκρατικών ταυτοτήτων, των αφαιρέσεων και των «συμπαγών ιδεών» – αυτή η επίθεση στις εξουσιαστικές αντιλήψεις που περιορίζουν τη σκέψη – στις οποίες ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πέτυχαν κάποιο κοινό έδαφος. Αυτό δεν σημαίνει να αγνοήσουμε τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά αντίθετα, να δείξουμε πώς αυτές οι διαφορές συντονίζονται μαζί σε απρόβλεπτους και ενδεχόμενους τρόπους για να σχηματίσουν, με τα λόγια του Ντελέζ, “επίπεδα συνοχής” από τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν νέες πολιτικές έννοιες.

Κριτική του Κράτους

Τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ βλέπουν το Κράτος ως μια αφαίρεση που υπερβαίνει τις διαφορετικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, αν και ακριβώς την ίδια στιγμή λειτουργεί μέσω αυτών. Το Κράτος είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκεκριμένο θεσμό που υπάρχει σε ένα συγκεκριμένη ιστορική στάδιο. Το Κράτος είναι μία αφηρημένη αρχή της εξουσίας [ως δύναμης/power] και της εξουσίας [ως αρχής/authority] που έχει πάντα υπάρξει με διάφορες μορφές, κι ακόμα είναι “κάτι περισσότερο” από αυτές τις συγκεκριμένες ενεργοποιήσεις (actualisations). Η κριτική του Στίρνερ του Κράτους αποδεικνύει αυτό το κρίσιμο σημείο. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι ουσιαστικά ένας θεσμός καταπίεσης. Ωστόσο, η απόρριψη του Στίρνερ του Κράτος πηγαίνει πέρα από μια κριτική των συγκεκριμένων κρατών – όπως το φιλελεύθερο κράτος ή το σοσιαλιστικό κράτος. Αντίθετα μάλλον, αποτελεί μια επίθεση στο Κράτος καθεαυτό- την ίδια την κατηγορία της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο στις διάφορες μορφές που παίρνει. Αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, είναι η ίδια η ιδέα της κρατικής εξουσίας η ίδια – η αρχή της διακυβέρνησης (ruling principle) (Στίρνερ 1993:226). O Στίρνερ ως εκ τούτου είναι σε αντίθεση με επαναστατικά προγράμματα όπως ο μαρξισμός, τα οποία έχουν ως στόχο τους την κατάκτηση, παρά την καταστροφή, της Κρατικής εξουσίας. Το Κράτος των εργαζομένων του Μαρξ θα είναι απλώς μια επαναβεβαίωση του κράτους με διαφορετική μορφή -. μια “αλλαγή των κυρίων” (Στίρνερ 1993:229) Ο Στίρνερ προτείνει στη συνέχεια ότι:

. . . ο πόλεμος δε θα μπορούσε παρά να κυρηχθεί κατά του ίδιου του θεσμού, του Κράτους, όχι ενός συγκεκριμένου κράτους, όχι σε μία οποιοδήποτε απλή κατάσταση του κράτους σε μία στιγμή· δεν υπάρχει ένα άλλο Κράτος (όπως ένα “Κράτος του λαού”), που οι άνδρες έχουν ως στόχο . . . (Στίρνερ 1993:224)

Η επαναστατική δράση έχει συλληφθεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, από το παράδειγμα του Κράτους. Έχει παραμείνει παγιδευμένη μέσα στη διαλεκτική της εξουσίας. Οι επαναστάσεις έχουν μόνο καταφέρει να αντικαταστήσουν μια μορφή εξουσίας με μία άλλη. Αυτό συμβαίνει επειδή η επαναστατική θεωρία δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει την ίδια τη συνθήκη, την ιδέα, της Κρατικής εξουσίας, και ως εκ τούτου παραμένει στο χέρι του: “κανένας ενδοιασμός δεν έμεινε για την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον Κράτος ή την ανατροπή των υπάρχοντων νόμων, αλλά το να αμαρτήσει κάποιος ενάντια στην ιδέα του Κράτους, να μην υποταχθεί στην ιδέα του δικαίου, ποιος θα το τολμούσε αυτό;” (Στίρνερ 1993:87). Το Kράτος δεν μπορεί ποτέ να μεταρρυθμιστεί, διότι δε μπορεί να ποτέ να είναι έμπιστο. Ο Στίρνερ απορρίπτει την έννοια ενός δημοκρατικού Κράτους του Μπρούνο Μπάουερ, το οποίο αναπτύσσεται από τη “δύναμη του λαού” και το οποίο είναι πάντα υποταγμένο στη “Θέληση του λαού”. Για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί ποτέ να τεθεί υπό τον έλεγχο του λαού. Έχει πάντα τη δική του λογική, τη δική του ατζέντα την οποία πληροί ανελέητα, και που σύντομα στρέφεται ενάντια στη θέληση του λαού που επρόκειτο να εκπροσωπήσει (Στίρνερ 1993:228).

Η σύλληψη του Στίρνερ του Κράτους ως ανεξάρτητης οντότητας τον φέρνει σε σύγκρουση με το μαρξισμό, ιδίως στη θεώρηση του κράτους σε σχέση με την οικονομική εξουσία. Ο Στίρνερ ενδιαφέρεται για τις μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας στην κοινωνία και πιστεύει ότι το Κράτος, αν είναι να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί χωριστά από τις οικονομικές ρυθμίσεις. Η δύναμη της γραφειοκρατίας, για παράδειγμα, συνιστά μια μη-οικονομική μορφή καταπίεσης: η λειτουργία της οποίας δεν μπορεί να αναχθεί στις εργασίες της οικονομίας (Harrison 1983:62). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, η οποία γενικά ανάγει το κράτος στις εργασίες της καπιταλιστικής οικονομίας και το υποτάσσει στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο Στίρνερ προτείνει ότι ενώ το Κράτος προστατεύει την ιδιωτική περιουσία και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, βρίσκεται επίσης από πάνω και κυριαρχεί σε αυτές τις δυνάμεις (Στίρνερ 1993:115). Για τον Στίρνερ η πολιτική εξουσία που κατοχυρώνεται ευλαβικά στο Κράτος έχει υπεροχή έναντι της οικονομικής εξουσίας και των συναφών ταξικών συμφερόντων. Το Κράτος είναι η πρωταρχική πηγή κυριαρχίας στην κοινωνία.

Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους – η προσπάθεια να αναλυθεί η κρατική εξουσία στη δική της ιδιαιτερότητα – μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του αναρχικού επιχειρήματος. Αναρχικοί όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πέτρος Κροπότκιν ισχυρίστηκαν πολύ πιο πριν από έναν αιώνα, ότι ο μαρξιστικός οικονομικός αναγωγισμός παραμέλησε τη σημασία της κρατικής εξουσίας. Το Κράτος, σύμφωνα με τους αναρχικούς, έχει τη δική του καταπιεστική λογική της αυτο-διαιώνισης και αυτό το έκανε, σε μεγάλο βαθμό, αυτόνομο από τις οικονομικές σχέσεις και τα ταξικά συμφέροντα. Ο Μπακούνιν υποστήριξε ότι ο μαρξισμός δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στις μορφές της κρατικής εξουσίας, ενώ δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον τον τρόπο με τον οποίο η Κρατική εξουσία λειτουργεί: “Αυτοί (οι μαρξιστές), δεν γνωρίζουν ότι ο δεσποτισμός δεν έγκειται τόσο πολύ στη τη μορφή του Κράτους, αλλά στην ίδια την αρχή του Κράτους και της πολιτικής του εξουσίας” (Μπακούνιν 1984:221). Ο Κροπότκιν, επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει κανείς να κοιτάξει πέρα από την παρούσα μορφή του κράτους: “Και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι, όπως εμείς, βλέπουν στο Κράτος, όχι μόνο στην ενεργή του μορφή και σε όλες τις μορφές της κυριαρχίας που ενδέχεται να αναλάβει, αλλά στην ίδια του την ουσία, ένα εμπόδιο για την κοινωνική επανάσταση. . .” (Κροπότκιν 1943:9). Η καταπίεση και ο δεσποτισμός υπάρχουν, με άλλα λόγια, στην ίδια τη δομή και το συμβολισμό του Κράτους – δεν είναι απλώς ένα παράγωγο της ταξικής εξουσίας. Η παραμέληση αυτής της αυτονομίας και η χρησιμοποίηση του κράτους ως εργαλείου της επαναστατικής τάξης, όπως προτείνουν οι μαρξιστές, είναι επομένως επικίνδυνη. Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι έτσι θα καταλήξουν μόνο στη διαιώνιση της κρατικής εξουσίας σε άπειρα πιο αυταρχικούς τρόπους. Έτσι, η ανάλυση του Στίρνερ του κράτους πέραν του κράτους, όπως θεσμίζεται ως a priori κυριαρχία πέρα από τα οικονομικά και ταξικά συμφέροντα, μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της αναρχικής κριτικής των φιλοσοφιών του κράτους όπως ο Μαρξισμός.

Ο Ντελέζ επίσης τονίζει την εννοιολογική αυτονομία του Κράτους. Ενώ η έννοια του Kράτους στον Ντελέζ λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα, παρ’ όλα αυτά μοιράζεται με τον Στίρνερ και τους αναρχικούς την ιδέα ότι το Κράτος είναι μια αφηρημένη μορφή της εξουσίας, που δεν ταυτίζεται πλήρως με τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες πραγματώσεις της. Ο Ντελέζ αναφέρεται σε ένα “Κράτος-μορφή” – ένα αφηρημένο μοντέλο εξουσίας:

. . . ο μηχανισμός του κράτους είναι μια συγκεκριμένη συναρμογή που πραγματώνει τη μηχανή της υπερκωδικοποίησης μιας κοινωνίας. . . Αυτή η μηχανή με τη σειρά της, δεν είναι επομένως το ίδιο το κράτος, είναι η αφηρημένη μηχανή που οργανώνει τις κυρίαρχες εκφράσεις και την καθεστηκυία τάξη της κοινωνίας, τις κυρίαρχες γλώσσες και τη γνώση, τις κομφορμιστικές δράσεις και τα συναισθήματα, τους τομείς που επικρατούν έναντι των υπολοίπων. (Ντελέζ 1987:129)

Για τον Ντελέζ το Κράτος είναι μία αφηρημένη μηχανή μάλλον και όχι ένας συγκεκριμένος θεσμός, η οποία ουσιαστικά “κυβερνά” μέσω πιο λεπτών θεσμών και πρακτικών κυριαρχίας. Το Κράτος υπερκωδικοποιεί και ρυθμίζει αυτές τις ελάχιστες κυριαρχίες, σφραγίζοντας τες με τη σφραγίδα του. Αυτό που είναι σημαντικό για αυτήν την αφηρημένη μηχανή δεν είναι η μορφή υπό την οποία εμφανίζεται, αλλά μάλλον η λειτουργία της, η οποία είναι η σύσταση ενός τομέα της εσωτερικότητας στην οποία η πολιτική κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί. Το Κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία της σύλληψης (capture) (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:436-437).

Ομοίως με τον Στίρνερ, ο Ντελέζ έρχεται σε ρήξη με τη μαρξιστική ανάλυση του Kράτους. H λειτουργία και η προέλευση του Κράτους δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από την οικονομική ανάλυση. Το Kράτος είναι ένας μηχανισμός που κωδικοποιεί τις οικονομικές ροές και τις ροές παραγωγής, οργανώνοντας τη λειτουργία τους. Αυτός ο μηχανισμός δεν αναδύεται ως αποτέλεσμα ενός αγροτικού τρόπου παραγωγής, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερος, και προϋποτίθεται από, αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για τον Ντελέζ και μάλιστα για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο παραγωγής. Στρέφοντας αυτή την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στο κεφάλι της, προτείνουν ότι ο τρόπος παραγωγής μπορεί στην πραγματικότητα να προέρχεται από το Κράτος. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Δεν είναι το κράτος που προϋποθέτει ένα τρόπο παραγωγής· ακριβώς το αντίθετο, είναι το Κράτος που κάνει την παραγωγή ένα “τρόπο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:429). Για τον Ντελέζ υπήρξε πάντα ένα Κράτος – τοUrstaat, ένα αιώνιο κράτος το οποίο σχηματίζεται ως πλήρη ύπαρξη, με ένα χτύπημα (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:437). Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους ανοίγει ένα ριζοσπαστικό φιλοσοφικό έδαφος όπου η εξουσία θεωρείται η ίδια ως είναι.

Ενώ η σύλληψη του Στίρνερ και Ντελέζ του Kράτους ως αυτόνομου από τις οικονομικές ρυθμίσεις έρχεται σε ρήξη με το μαρξισμό, η απόρριψή των θεωριών του κοινωνικού συμβόλαιου για την προέλευση του Κράτους αποτελεί, επίσης, μια απόκλιση από τη φιλελεύθερη θεωρία. Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι η κυριαρχία του Κράτους βασίζεται σε φιλοσοφίες όπως η φιλελεύθερη θεωρία του κοινωνικού συμβόλαιου. Αυτή η μορφή θεώρησης του Κράτους νομιμοποιεί την κρατική εξουσία μέσα από τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι παραδίδουν οικειοθελώς μέρος της ελευθερίας τους, σε μια αφηρημένη δύναμη εκτός αυτών, με αντάλλαγμα την ασφάλεια, κατασκευάζοντας έτσι το Κράτος ως απαραίτητο και αναπόφευκτο. Ο Ντελέζ αποφεύγει επίσης την εγελιανή “θεολογική” θεώρηση του Κράτους που βασίζεται στη διαλεκτική της συμφιλίωσης. Κι ο Στίρνερ απορρίπτει επίσης τις φιλελεύθερες θεωρίες του Κράτους. Ισχυρίζεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία που, στο όνομα της παροχής της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, στην πραγματικότητα υποτάσσει περαιτέρω το άτομο στο κράτος και τους νόμους του. Έτσι, αντί να απελευθερώνει το άτομο από το Κράτος, ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα απελευθερώνει το άτομο από άλλους δεσμούς όπως η θρησκεία, έτσι που αυτός ή αυτή μπορεί να κυριαρχείται πιο αποτελεσματικά από το Κράτος: “Πολιτική ελευθερία σημαίνει ότι η πόλη, το Κράτος, είναι ελεύθερο. Αυτό δεν αφορά την ελευθερία μου, αλλά την ελευθερία της εξουσίας που με κυβερνά και με υποδουλώνει” (Στίρνερ 1993:107). Ο Στίρνερ επιτίθεται στην υποκρισία του φιλελευθερισμού· είναι μια φιλοσοφία που παρέχει όλα τα είδη των τυπικών ελευθεριών αλλά αρνείται την ελευθερία να αμφισβητήσει αυτή την ίδια την τάξη, τους νόμους της, κ.λ.π. (Στίρνερ 1993:108). Αυτή η αποκήρυξη των φιλελεύθερων θεωριών του Κράτους και του κοινωνικού συμβολαίου έχει πολλές ομοιότητες με τον αναρχισμό, που επίσης απορρίπτει αυτές τις φιλοσοφίες αιτιολόγησης του κράτους. Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω, είναι ακριβώς σε αυτή την κριτική της φιλοσοφίας του κράτους που ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πάνε πέρα από τα εννοιολογικά όρια του παραδοσιακού αναρχισμού και αναπτύσσουν μια μετά-ανθρωπιστική, αντι-ουσιοκρατική πρόκληση του Κράτους.

Η σκέψη του Κράτους

Για τον Στίρνερ, λόγοι όπως η ηθική και η ορθολογικότητα είναι έμμονες ιδέες ήφαντάσματα. Είναι φαντάσματα, ιδεολογικές αφαιρέσεις που παρόλα αυτά έχουν πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα – παρέχουν στο κράτος την τυπική δικαιολογία για την κυριαρχία του. Ο Κοch υποστηρίζει ότι η επίθεση του Στίρνερ στις έμμονες ιδέες αντιπροσωπεύει μία αποφασιστική ρήξη με τη μεταφυσική της δυτικής σκέψης, εκθέτοντας τη δύναμη πίσω από αυτές τις κυρίαρχες ιδέες και τις “υπερβατικές μάσκες” (Κοch 1997:101). Αυτή η δύναμη έχει αντληθεί από το άτομο και κρατιέται από πάνω του. Η κυριαρχία της ηθικής, για παράδειγμα, συνδέεται στενά με την πολιτική εξουσία, διατηρώντας τη συνεχόμενη ύπαρξη του κράτους της αστυνομίας (Στίρνερ 1993:241). Για τον Στίρνερ η ηθική δεν είναι μόνο μία μυθοπλασία που προέρχενται από το χριστιανικό ιδεαλισμό, αλλά επίσης ένας λόγος που καταπιέζει το άτομο. Βασίζεται στη βεβήλωση της ατομικής βούλησης – του Εγώ. Η Ηθική είναι απλώς το περίσσευμα του Χριστιανισμού, μόνο με μια νέα ανθρωπιστική ενδυμασία: “Η ηθική πίστη είναι εξίσου φανατική με τη θρησκευτική πίστη!” (Στίρνερ 1993:46). Η ηθική έχει γίνει η νέα θρησκεία – μια κοσμική θρησκεία – απαιτώντας την ίδια τυφλή υπακοή. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι η νέα Εκκλησία – η νέα ηθική και ορθολογική αρχή που ασκείται πάνω στο άτομο (Στίρνερ 1993:23). Ομοίως η ορθολογικότητα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένας λόγος που διαιωνίζει την κρατική εξουσία. Οι ορθολογικές αλήθειες πάντα κατέχονται πάνω από τις ατομικές προοπτικές και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος υποταγής του ατομικού Εγώ σε μια αφηρημένη δύναμη πάνω από αυτόν ή αυτήν. Όπως με την ηθική, η ορθολογική αλήθεια έχει γίνει ιερή, απόλυτη, και αφαιρέθηκε από το άτομο (Στίρνερ 1993:353). Έτσι για το Στίρνερ, η ηθική και η ορθολογικότητα είναι λόγοι του Κράτους, και η λειτουργία τους, αντί να μας απελευθερώνει από την κυριαρχία, χρησιμεύει στο να προωθήσει παραπέρα την υποταγή του ατόμου στην εξουσία του Κράτους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Στίρνερ, προκειμένου κάποιος να διεξάγει πόλεμο με το κράτος πρέπει να διεξάγει, επίσης, και πόλεμο,, στις αρχές που παρέχουν στην πολιτική εξουσία μια ηθική και ορθολογική βάση.

Ο Ντελέζ επίσης ξεσκεπάζει τις μορφές και τις δομές σκέψης που επιβεβαιώνουν την Κρατική εξουσία. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ θεωρεί ότι η σκέψη είναι συνένοχη στην κυριαρχία του Κράτους, παρέχοντας του ένα νόμιμο έδαφος και συναίνεση: “Μόνο η σκέψη είναι σε θέση να επινοήσει τη φαντασία του Κράτους που είναι καθολική λόγω δικαίου, η ανύψωση του Κράτους σε μία de jure οικουμενικότητα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:375). Η ορθολογικότητα είναι ένα παράδειγμα της σκέψης του Κράτους. Ο Ντελέζ πάει ένα βήμα παραπέρα από τον Στίρνερ: αντί να βλέπει ορισμένες μορφές σκέψης να δανείζουν απλά ορθολογική και ηθική εξουσία στο Κράτος, υποστηρίζει ότι ο ορθολογικός και ηθικός λόγος στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Το Κράτος δεν είναι μόνο μια σειρά από πολιτικούς θεσμούς, και πρακτικές, αλλά περιλαμβάνει επίσης μια πολλαπλότητα κανόνων, τεχνολογιών, λόγων, πρακτικών, μορφών σκέψης, και γλωσσικών δομών. Δεν είναι μόνο ότι αυτοί οι λόγοι που παράσχουν μια δικαιολογία για το Κράτος – είναι οι ίδιοι εκδηλώσεις της κρατικής μορφής στη σκέψη. Το Κράτος είναι εμμενές στη σκέψη, δίνοντας το έδαφος, το λόγο – παρέχοντας του ένα μοντέλο που καθορίζει “το στόχο, τα μονοπάτια, τους αγωγούς, τα κανάλια, τα όργανα. . ..” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:434). Το Κράτος έχει διεισδύσει και κωδικοποιήσει τη σκέψη, ιδίως την ορθολογική σκέψη. Εξαρτάται τόσο από τους ορθολογικούς λόγους για τη νομιμοποίηση και τη λειτουργία του, αλλά και με τη σειρά του καθιστά αυτούς τους λόγους δυνατούς. Η ορθολογική σκέψη είναι η φιλοσοφία του Κράτους: “Η κοινή λογική, η ενότητα όλων των σχολών στο κέντρο της Cogito, είναι η συναίνεση του κράτους εγειρόμενη ως απόλυτη” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:376). Είναι μόνο με την απελευθέρωση της σκέψης από αυτό τον ηθικό και λογικό αυταρχισμό που μπορούμε να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από το Κράτος (Ντελέζ 1987:23).

Για τον Ντελέζ το μοντέλο της σκέψης του Κράτους είναι ότι αποκαλεί δεντρώδης (aborescent) λογική (Ντελέζ 1987:25). Η δεντρώδης λογική είναι ένα εννοιολογικό μοντέλο ή μία “εικόνα” που προκαθορίζει τη σκέψη σε μια ορθολογιστική βάση. Βασίζεται στο σύστημα της ρίζας και του δέντρου: υπάρχει μία κεντρική μονάδα, αλήθεια ή ουσία – όπως η ορθολογικότητα – η οποία είναι η ρίζα, και η οποία καθορίζει την ανάπτυξη των “κλαδιών”. Ο Ντελέζ λέει:

. . . τα δέντρα δεν είναι μια μεταφορά, αλλά μια εικόνα της σκέψης, μια λειτουργία, ένας ολόκληρος μηχανισμός που φυτεύεται στη σκέψη για να την κάνει να πορευτεί σε μια ευθεία γραμμή και να παράγει διάσημες σωστές ιδέες. Υπάρχουν όλα τα είδη των χαρακτηριστικών στο δέντρο: υπάρχει ένα σημείο προέλευσης, ο σπόρος ή το κέντρο· είναι μια δυαδική μηχανή ή αρχή της διχοτόμησης, η οποία συνεχώς διαιρείται και αναπαράγεται σε διακλαδώσεις, τα σημεία του δεντρώματος της·” (Ντελέζ 1987:25)

Η σκέψη είναι παγιδευμένη σε δυαδικές ταυτότητες όπως μαύρο / άσπρο, αρσενικό / θηλυκό, ετερο / ομοφυλόφιλο. Η σκέψη πρέπει πάντοτε να ξεδιπλώνεται σύμφωνα με μια διαλεκτική λογική και είναι έτσι παγιδευμένα σε δυαδικές διαιρέσεις που αρνούνται τη διαφορά και την πολλαπλότητα (Ντελέζ 1987:128). Για τον Ντελέζ το μοντέλο αυτό της σκέψης είναι επίσης το μοντέλο της πολιτικής εξουσίας – ο αυταρχισμός του ενός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αυταρχισμό της άλλης: “Η εξουσία είναι πάντα ριζωματική/δενδρώδης” (Ντελέζ 1987:25).

Έτσι, αντί αυτού του εξουσιαστικού μοντέλου της σκέψης, ο Ντελέζ προτείνει ένα ριζωματικό (rhizomatic) μοντέλο που αποφεύγει τις ουσίες, τις ενότητες και τη δυαδική λογική, και αναζητά τις πολλαπλότητες, τις πληθυντικότητες και το γίγνεσθαι (becomings). Το ρίζωμα είναι μια εναλλακτική, μη εξουσιαστική “εικόνα” της σκέψης, βασισμένη στη μεταφορά του χόρτου, το οποίο μεγαλώνει τυχαία και αδιόρατα, σε αντίθεση με την ομαλή ανάπτυξη του δεντρώδους συστήματος. Ο σκοπός του ριζώματος είναι να επιτρέψει στη σκέψη “να αποτινάξει το μοντέλο της, να κάνει το γρασίδι της να μεγαλώνει – ακόμα και σε τοπικό επίπεδο στο περιθώριο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24). Το ρίζωμα, υπό την έννοια αυτή, αψηφά την ίδια την ιδέα ενός μοντέλου: είναι μια ατελείωτη, τυχαία πολλαπλότητα των συνδέσεων, η οποία δεν κυριαρχείται από ένα ενιαίο κέντρο ή τόπο, αλλά είναι αποκεντρωμένη και πληθυντική. Περιλαμβάνει τέσσερα χαρακτηριστικά: σύνδεση, ετερογένεια, πολλαπλότητα και ρήξη (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:7). Απορρίπτει τις δυαδικές διαιρέσεις και ιεραρχίες, και δεν διακυβερνάται από μια εκτυλισσόμενη, διαλεκτική λογική. Έτσι ανακρίνει τις αφαιρέσεις που κυβερνούν τη σκέψη, που αποτελούν τη βάση των διαφόρων λόγων της γνώσης και ορθολογισμού. Με άλλα λόγια, η ριζωματική σκέψη είναι η σκέψη που αψηφά την εξουσία, αρνείται να περιορίζεται από αυτήν – η ριζωματική “δεν θα αφήσει σε κανέναν, σε οποιαδήποτε δύναμη, να “θέσει” ερωτήσεις ή να “ορίσει” προβλήματα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24).

Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει εδώ πως η επίθεση του Στίρνερ στις αφαιρέσεις, τις ουσίες, και τις έμμονες ιδέες, είναι ένα παράδειγμα της ριζωματικής σκέψης. Όπως και ο Ντελέζ, κι ο Στίρνερ ψάχνουν για πολλαπλότητες και ατομικές διαφορές, αντί για αφαιρέσεις και ενότητες. Οι αφαιρέσεις, όπως η αλήθεια, η λογική, η ανθρώπινη ουσία, είναι εικόνες οι οποίες, για αυτούς τους στοχαστές, αρνούνται την πληθυντικότητα και παραμορφώνουν τη διαφορά σε ομοιότητα. Ο Koch σχολιάζει την περιφρόνηση τους Στίρνερ για υπερβατικές έμμονες ιδέες. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ εδώ εφευρίσκει μια νέα μορφή σκέψης που δίνει έμφαση στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα την ατομικότητα πάνω από την καθολικότητα και την υπερβατικότητα. Αυτή η αντι-ουσιοκρατική, αντι-καθολική σκέψη προβλέπει την προσέγγιση του Ντελέζ. Επιπλέον, αυτό το αντι-ουσιοκρατικό, αντι-θεμελιωτικό (foundationalist) ύφος της σκέψης έχει ριζοσπαστικές συνέπειες για την πολιτική φιλοσοφία. Ο πολιτικός στίβος δεν μπορεί πλέον να συντάσσεται σύμφωνα με τις παλιές γραμμές μάχης του Κράτους και του αυτόνομου, λογικού υποκείμενο που αντιστέκεται. Αυτό επειδή μια επανάσταση μπορεί να σχηματίζει πολλαπλές συνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων με την ίδια δύναμη που θεωρητικά αντιτίθεται: “Αυτές οι γραμμές δένονται η μία στην άλλη. Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν μπορεί κάποιος να θέσει ένα δυισμό ή μια διχοτόμηση, ακόμη και στην στοιχειώδη μορφή του καλού και του κακού” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9). Έτσι, σύμφωνα με την κριτική των ορθολογικών και ηθικών λόγων, τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ θα δούν τις πολιτικές θεωρίες που βασίζονται σε μια ορθολογική κριτική του Κράτους, να είναι μορφές σκέψης που στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν, παρά αντιστέκονται, στην Κρατική εξουσία. Τέτοιες θεωρίες, επειδή δεν αμφισβητούν την ουσιοκρατική διάκριση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, και επειδή βλέπουν το κράτος ως θεμελιωδώς ανορθολογικό, παραμελούν το γεγονός ότι το Κράτος έχει ήδη καταλάβει τον ίδιο τον ορθολογικό λόγο. Με άλλα λόγια, το να αμφισβητήσουμε την ορθολογική βάση του Κράτους, να πούμε ότι η Κράτική εξουσία είναι “παράλογη” ή “ανήθικη”, δεν αποτελεί απαραίτητα μια υπονόμευση του Κράτους, αλλά αντ ‘αυτού μπορεί να είναι μια επιβεβαίωση της δύναμής του. Αφήνει την κρατική εξουσία άθικτη υποβάλλοντας την επαναστατική δράση στις ορθολογικές και ηθικές διαταγές που τη διοχετεύουν σε κρατικές φόρμες. Εάν το Κράτος οφείλει να ξεπεραστεί πρέπει κανείς να εφεύρει νέες μορφές πολιτικής που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να συλληφθούν από τη λογική: “η πολιτική είναι ενεργός πειραματισμός εφόσον δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τον τρόπο που μία γραμμή πρόκειται να στρίψει”(Deleuze 1987:137). Θα ασχοληθώ με το ζήτημα της αντίστασης αργότερα.

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ μια φιλοσοφία όπως ο αναρχισμός, η οποία θέτει μια κριτική της εξουσίας [ως αρχής] του Κράτους, που βασίζεται σε ηθικές και ορθολογικές αρχές, θα επιβεβαιώσει την Κρατική εξουσία [ως δύναμη]. Ο παραδοσιακός αναρχισμός βλέπει το Κράτος ως βαθύτατα ανήθικο και ανορθολογικό, και κατασκευάζει μια μανιχαϊστική διχοτόμηση ανάμεσα στο Κράτος και το ουσιοκρατικά ηθικό, ορθολογικό υποκείμενο που αντιστέκεται σε αυτή την εξουσία (Μπακούνιν 1984:212). Όπως έχω υποστηρίξει, όμως, η αντι-κρατική σκέψη των Ντελέζ και Στίρνερ πηγαίνει πέρα από τις κατηγορίες του παραδοσιακού αναρχισμού ακριβώς στο σημείο αυτό. Για τους δύο αυτούς στοχαστές οι ίδιες οι ιδέες της ουσίας, του κέντρου, και των ορθολογικών και ηθικών βάσεων – οι αρχές στις οποίες βασίζεται η αναρχική κριτική της εξουσίας – είναι οι ίδιες εξουσιαστικές δομές που προσφέρονται καθεαυτές για πολιτική κυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο Στίρνερ και ο Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, έχουν προχωρήσει πέρα από τα όρια της αναρχικής κριτικής της εξουσίας, που γυρίζει πίσω στον εαυτό της. Έχουν φέρει την κριτική της κρατικής εξουσίας σε μια αρένα στην οποία οι αναρχικοί δεν μπορούσαν να πάνε – αυτή της καθεαυτού ορθολογικής σκέψης, ερχόμενοι σε ρήξη με τις κατηγορίες του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού που δεσμεύουν τον αναρχισμό. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς, ο Ντελέζ και ο Στίρνερ δεν μας επιτρέπουν το προνόμιο αυτής της αυστηρής αντίθεσης μεταξύ της ανορθολογικής, ανήθικης, διαφθαρμένης εξουσίας του Κράτους, και της ορθολογικής, ηθικής ουσίας του ανθρώπινου υποκειμένου. Δεν επιτρέπουν, με άλλα λόγια, το αμόλυντο σημείο αναχώρησης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που βρίσκεται στο κέντρο της αναρχικής κριτικής της εξουσίας.

Το υποκείμενο της Επιθυμίας

Η κριτική του Στίρνερ και Ντελέζ του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που ενημερώνει τον αναρχισμό μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά στην αποδόμηση της έννοιας του ουσιοκρατικού υποκειμένου. Το έργο του Στίρνερ είναι η απόρριψη της ιδέας μίας ουσιοκρατικής ανθρώπινης υποκειμενικότητας, μιας ανθρώπινης ουσίας που δεν επηρεάζεται από την εξουσία. Όπως υποστήριξε ο Koch, η ρήξη του Στίρνερ με τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού αποτελούσε ένα νέο θεωρητικό έδαφος πέρα από τον κλασσικό αναρχισμό – ένα πεδίο που προέβλεψε τον μεταδομισμό. Η σκέψη του Στίρνερ αναπτύχθηκε ως κριτική του ανθρωπισμού του Φόυερμπαχ. Ο Λουντβιχ Φόιερμπαχ πίστευε ότι η θρησκεία αποξενώνει, διότι απαίτησε ο Άνθρωπος να παραιτηθεί από τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του μέσω της προβολής τους σε έναν αφηρημένο σχήμα του Θεού, επομένως εκτοπίζοντας τον ουσιαστικό εαυτό του, αφήνοντας τον να αποξενωθεί και να υποτιμηθεί (Φόιερμπαχ 1957:27-28). Ο Φόιερμπαχ βλέπει τη βούληση, την καλοσύνη και την ορθολογική σκέψη, ως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που έχουν αφαιρεθεί από τον Άνθρωπο· τα κατηγορήματα του Θεού ήταν στην πραγματικότητα μόνο τα κατηγορήματα του Ανθρώπου ως είδος. Έτσι, ισχυριζόμενος ότι οι ιδιότητες που έχουμε αποδώσει στον Θεό ή στο Απόλυτο είναι πραγματικά οι ιδιότητες του Ανθρώπου, ο Φόιερμπαχ έχει κάνει τον Άνθρωπο μια πανίσχυρη οντότητα καθεαυτή. Ο Φόυερμπαχ ενσαρκώνει το ανθρωπιστικό έργο του Διαφωτισμού για την αποκατάσταση του Ανθρώπου στη δικαιωματική του θέση στο κέντρο του σύμπαντος – για να κάνει το “ανθρώπινο, θείο, το πεπερασμένο άπειρο.”

Ωστόσο, αυτή ακριβώς την προσπάθεια να αντικαταστήσει τον Θεό με τον Άνθρωπο καταδικάζει ο Στίρνερ. Σύμφωνα με τον Στίρνερ, ο Φόιερμπαχ, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει ανατρέψει τη θρησκεία, απλώς αντιστρέφει τη σειρά του υποκειμένου και του κατηγορήματος, χωρίς να υπονομεύεται η ίδια η κατηγορία της θρησκευτικής αρχής (Στίρνερ 1993:58). Η αλλοτριωτική κατηγορία του Θεού διατηρείται και στερεοποιείται εδραιώνοντας την στον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος γίνεται, με άλλα λόγια, το υποκατάστατο της Χριστιανικής ψευδαίσθησης. Ο Φόυερμπαχ, υποστηρίζει ο Στίρνερ, είναι ο αρχιερέας μιας νέας θρησκείας – του ανθρωπισμού: “Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ θρησκεία είναι μόνο η τελευταία μεταμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας” (Στίρνερ 1993:176). Με την παραγωγή ορισμένων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που είναι ουσιαστικά στον άνθρωπο, ο Φόιερμπαχ έχει αποξενώσει αυτούς στους οποίους δεν βρίσκονται αυτές οι ιδιότητες. Το άτομο βρίσκει τον εαυτό του να υποτάσσεται σε μία νέα σειρά απόλυτων – τον Άνθρωπο και την Ανθρώπινη ουσία. Για τον Στίρνερ, ο Άνθρωπος είναι εξίσου καταπιεσμένος όπως κι ο Θεός: “ο Φόιερμπαχ πιστεύει, ότι αν εξανθρωπίσει το θείο, θα έχει βρει την αλήθεια. Όχι, αν ο Θεός μας έχει δώσει τον πόνο, ο “Άνθρωπος” είναι σε θέση να μας τσιμπήσει ακόμα πιο βασανιστικά” (Στίρνερ 1993:174). Ακριβώς όπως ο Θεός ήταν μια δύναμη που καταπίεζε το ατομικό εγώ, τώρα είναι η ανθρώπινη ουσία, και “ο φόβος του Ανθρώπου είναι απλώς μια τροποποιημένη μορφή του φόβου του Θεού” (Στίρνερ 1993:185). Για τον Στίρνερ η ανθρώπινη ουσία είναι η νέα νόρμα που καταδικάζει τη διαφορά. Ο ανθρωπισμός, είναι ένας λόγος της κυριαρχίας – έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τα λόγια του Στίρνερ, “μια νέα φεουδαρχία, υπό την επικυριαρχία του “Άνθρωπου” (Στίρνερ 1993:341). Ο Άνθρωπος και η ανθρωπότητα κατασκευάστηκαν στον ανθρωπιστικό λόγο ως βασικές νόρμες με τις οποίες τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται, και σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά περιθωριοποιείται:

Όρισα τι είναι ο “Άνθρωπος” και αυτό που ενεργεί “πραγματικά με ανθρώπινο” τρόπο, και εγώ απαιτώ από τον καθένα ότι αυτός ο νόμος θα γίνει κανόνας και ιδανικό για να τον ίδιο·διαφορετικά θα εκτεθεί ο ίδιος ως “αμαρτωλός και εγκληματίας”. (Στίρνερ 1993:204)

O Στίρνερ χάραξε μια νέα λειτουργία της εξουσίας που ξέφυγε από τις κλασικές φιλοσοφίες του Διαφωτισμού όπως ο αναρχισμός. Περιγράφει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, στην οποία η εξουσία λειτουργεί, όχι με την καταστολή του Ανθρώπου, αλλά με την κατασκευή του ως πολιτικού υποκειμένου και τη διακυβέρνηση μέσω αυτής. Ο Άνθρωπος συνίσταται ως τόπος της εξουσίας, μία πολιτική ενότητα μέσω της οποίας το κράτος κυριαρχεί στο άτομο (Στίρνερ 1993:180). Το Κράτος απαιτεί ότι το άτομο συμορφώνεται με μια συγκεκριμένη ουσιοκρατική ταυτότητα ώστε μπορεί να γίνει μέρος της κοινωνίας του Κράτους, ως εκ τούτου, κυριαρχούμενης: “Έτσι το Κράτος προδίδει την έχθρα του για μένα, απαιτώντας να είμαι Άνθρωπος. . . επιβάλλει το να είμαι Άνθρωπος πάνω μου σαν καθήκον”(Στίρνερ 1993:179). Ο Στίρνερ έχει έρθει σε ρήξη με την παραδοσιακή ανθρωπιστική οντολογία που έβλεπε το ατομικό εγώ και την ανθρώπινη ουσία ως ξεχωριστές και σε αντίθεση οντότητες. Η ανθρωπότητα δεν είναι μια υπερβατική ουσία που δημιουργείται από φυσικούς νόμους που η εξουσία έρχεται να καταπιέσει, όπως πίστευαν οι αναρχικοί. Μάλλον πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της εξουσίας ή, τουλάχιστον, μία κατασκευή λόγου που μπορεί να γίνει για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εξουσίας.

Είναι αυτή η υπονόμευση της οντολογίας του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που επιτρέπει στους μετα-δομιστές όπως ο Ντελέζ να δούν την πολιτική με έναν εντελώς νέο τρόπο. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ βλέπει το ανθρώπινο υποκείμενο να είναι ένα αποτέλεσμα της εξουσίας και όχι μία ουσιαστική και αυτόνομη ταυτότητα. Η υποκειμενικότητα είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που η επιθυμία της γίνεται η επιθυμία για το κράτος. Σύμφωνα με τον Ντελέζ, το Κράτος, όπου κάποτε λειτουργούσε μέσω ενός ογκώδους κατασταλτικού μηχανισμού, τώρα δεν το χρειάζεται πλέον – λειτουργεί μέσω της αυτο-κυριαρχίας του υποκειμένου. Το υποκείμενο γίνεται ο δικός του νομοθέτης:

. . . όσο περισσότερο υπακούς στις δηλώσεις της κυρίαρχης πραγματικότητας, τόσο περισσότερο θα διατάσσεις ως ομιλών υποκείμενο μέσα στη διανοητική πραγματικότητα, γιατί τελικά “μόνο υπακούς τον εαυτό σου. . . Μια νέα μορφή δουλείας έχει εφευρεθεί, να είναι κάποιος δούλος για τον εαυτό του. . . (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:162)

Για τον Ντελέζ η επιθυμία διοχετεύεται προς το κράτος μέσω της πρόθυμης υποταγής μας στην Οιδιπόδεια εκπροσώπηση. Ο Οιδίποδας είναι η άμυνα του Κράτους ενάντια στην ανεμπόδιστη επιθυμία (Ντελέζ 1987:88). Στην πραγματικότητα, ο Ντελέζ θεωρεί την ψυχανάλυση ως τη νέα εκκλησία, το νέο βωμό πάνω στον οποίο εμείς οι ίδιοι θυσιάζουμε τον εαυτό μας, όχι πλέον στον Θεό, αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι “οι τελευταίοι ιερείς” (Ντελέζ 1987:81). Έτσι, ενώ για το Στίρνερ η θρησκεία του κράτους είναι ο ανθρωπισμός και ο ανθρωπιστής Άνθρωπος, για τον Ντελέζ η θρησκεία του κράτους είναι ο Οιδίποδας. Η Οιδιπόδεια εκπροσώπηση δεν καταστέλλει την επιθυμία ως τέτοια, αλλά μάλλον την κατασκευάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύει ότι πρέπει να καταστέλλεται, να βασίζεται στην αρνητικότητα, την ενοχή και την απουσία (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Έτσι η οιδιπόδεια καταστολή είναι απλώς η μάσκα για την πραγματική κυριαρχία της επιθυμίας. Η Επιθυμία “καταπιέζεται” με αυτόν τον τρόπο, επειδή αδέσμευτη αποτελεί απειλή για το Κράτος – είναι ουσιαστικά επαναστατική: “. . . δεν υπάρχει, μια επιθυμητική μηχανή ικανή να συναρμολογηθεί χωρίς να κατεδαφίσει ολόκληρους κοινωνικούς τομείς” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι ο Οιδίποδας εξατομικεύει αυτή την επιθυμία αποκόπτοντας την από από τις πιθανές συνδέσεις και φυλακίζοντας την, μέσα στο ατομικό υποκείμενο. Με τον ίδιο τρόπο ο Στίρνερ θεωρεί ότι το ουσιοκρατικό ανθρώπινο υποκείμενο φυλακίζει το εγώ, προσπαθώντας να συλλάβει τις πολλαπλότητες και τα τις ροές σε μία απλή έννοια.

Το ζήτημα της επιθυμίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκέψη τόσο του Ντελέζ όσο και του Στίρνερ, και θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη ριζοσπαστική προσέγγιση τους στην πολιτική χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η έννοια. Για τους στοχαστές αυτούς εμείς οι ίδιοι μπορούμε να επιθυμούμε τη δική μας κυριαρχία, όπως ακριβώς μπορούμε να επιθυμούμε την ελευθερία μας . Ο Ντελέζ λέει:

Στην ερώτηση “Πώς η επιθυμία μπορεί να επιθυμεί την δική της καταπίεση, πώς μπορεί να επιθυμεί τη δουλεία της;” απαντάμε ότι οι εξουσίες που συντρίβουν την επιθυμία, ή που την υποτάσσουν, οι ίδιες αποτελούν ήδη μέρος των συναρμογών της επιθυμίας:. . . (Ντελέζ
1987:133)

Παρόμοια για τον Στίρνερ, η επιθυμία δεν καταπιέζεται ή απορρίπτεται – μάλλον διοχετεύεται προς το Κράτος: “Το ίδιο το κράτος προσπαθεί να δαμάσει τον Άνθρωπο που επιθυμεί· με άλλα λόγια, αποσκοπεί στο να κατευθύνει την επιθυμία του αυτή στο κράτος μόνο, και να περιέχει αυτή την επιθυμία με ότι αυτό προσφέρει” (Στίρνερ 1993:312). Έτσι, η επιθυμία για τον Στίρνερ συνίσταται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται επιθυμία για το Κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία του Κράτους γίνεται δυνατή μέσω της συνενοχής μας – με τηνεπιθυμία μας για την εξουσία (Στίρνερ 1993:312). Όπως και ο Ντελέζ, ο Στίρνερ δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ίδια την εξουσία, αλλά για τους λόγους που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να κυριαρχούνται από την εξουσία. Θέλει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμμετέχουμε στη δική μας καταπίεση, και να δείξει ότι η εξουσία δεν αφορά μόνο οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα – είναι, επίσης, ριζωμένη, σε ψυχολογικές ανάγκες. Έχει ενσωματώσει την ίδια, τη μορφή των αφηρημένων ιδεών, όπως το Κράτος, την ανθρώπινη ουσία και την ηθική, βαθιά μέσα στη συνείδηση μας. Η κυριαρχία του Κράτους, ο Στίρνερ υποστηρίζει, εξαρτάται από την προθυμία μας να το αφήσουμε να μας κυριαρχήσει:

Το Κράτος δεν είναι νοητό χωρίς την αρχοντιά και την υποτέλεια (υποταγή)· Για το Κράτος θα πρέπει να θέλει να είναι άρχοντας όλων όσων αγκαλιάζει, και αυτή η θέληση καλείται η “θέληση του Κράτους”. “Αυτός που, για να κρατήσει το δικό του, πρέπει να υπολογίζει στην απουσία βούλησης σε άλλους είναι ένα πράγμα που πραγματοποιείται από αυτούς τους άλλους, όπως ο κύριος είναι ένα πράγμα που φτιάχνεται από τους υπηρέτες του. Εάν η υποτακτικότητα σταματούσε, θα τελείωναν όλα με την εξοχότητα. (Στίρνερ 1993:195-6)

Ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι το ίδιο το Κράτος είναι ουσιαστικά μια αφαίρεση: υπάρχει μόνο επειδή επιτρέπουμε να υπάρχει και γιατί εγκαταλείπουμε σε αυτό την εξουσία μας, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δημιουργούμε το Θεό εγκαταλείποντας την εξουσία μας στη διάθεση του, και την τοποθετούμε έξω από τον εαυτό μας. Αυτό που είναι πιο σημαντικό από τον φορέα του Κράτους είναι η «Κυβερνώσα αρχή” – είναι η ιδέα του Κράτους που μας καταπιέζει (Στίρνερ 1993:226). Η εξουσία του Κράτους βασίζεται πραγματικά πάνω στη δύναμη μας. Θα είναι το Κράτος κυρίαρχο αν κάποιος αρνηθεί να υπακούσει, αν αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία του σε αυτό; Δεν είναι αναμφισβήτητο ότι κάθε είδους κυβέρνησης εξαρτάται από την προθυμία μας να την αφήσουμε να μας κυβερνήσει; Η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στον καταναγκασμό. Χρειάζεται τη βοήθειά μας, τη βούλησή μας να υπακούσουμε. Είναι μόνο και μόνο για το λόγο ότι το άτομο δεν έχει αναγνωρίσει αυτή τη δύναμη, επειδή ταπεινώνεται το ίδιο μπροστά στο ιερό,μπροστά στην εξουσία, που το κράτος εξακολουθεί να υπάρχει (Στίρνερ 1993:284).

Έτσι, τόσο για το Στίρνερ όσο και τον Ντελέζ το κράτος θα πρέπει να ξεπεραστεί ως ιδέα πριν μπορέσουμε να το υπερβούμε στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ένα νέο Κράτος δεν θα ξεφυτρώσει στη θέση του παλιού. Αυτό ήταν και το βασικό μέλημα του αναρχισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ο κλασικός αναρχισμός αποτυχαίνει να θεωρήσει επαρκώς το πρόβλημα της εξουσίας, της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας. Δεδομένου όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, ότι όχι μόνο η Κρατική εξουσία συνδέεται με τους ηθικούς και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά επίσης, συνδέεται κατά κύριο λόγο με την ιδέα του αυτόνομου ανθρωπιστικού υποκειμένου – τον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής σκέψης. Αυτό που οι κλασικοί αναρχικοί δεν προβλέψαν ήταν η λεπτή συνενοχή μεταξύ του επιθυμητικού υποκείμενου και της εξουσία που τον/την καταπιέζει. Αυτό είναι το φάντασμα που στοιχειώνει την επαναστατική θεωρία. Έτσι, ο Στίρνερ κι ο Ντελέζ υπερβαίνουν την προβληματική του κλασικού αναρχισμού από την αποκάλυψη των δεσμών μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας και της εξουσίας, και από την αναγνώριση των αυταρχικών δυνατοτήτων της επιθυμίας. Είναι σαφές λοιπόν ότι η αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, πρέπει να εργαστεί σε διαφορετικές γραμμές από εκείνες που προβλέπονται από τους κλασικούς αναρχικούς.

Αντίσταση

Έτσι, τόσο για τον Στίρνερ όσο και για τον Ντελέζ, η κυριαρχία του Κράτους λειτουργεί, όχι μόνο μέσω των κοινωνικών θεωριών του συμβολαίου, την ηθική και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά πιο ουσιαστικά μέσω της ίδιας της ανθρωπιστικής επιθυμίας. Το ερώτημα πρέπει να είνα είναι πώς, αν είμαστε τόσο περίπλοκα συνδεδεμένοι με το Κράτος, θα αντισταθούμε στην κυριαρχία του; Για τον Στίρνερ και τον Ντελέζ, η αντίσταση στο κράτος πρέπει να λαμβάνει χώρα στο επίπεδο των σκέψεων, των ιδεών μας και πιο ριζικά των επιθυμιών μας. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε πέρα από το παράδειγμα του Κράτους. Η επαναστατική δράση στο παρελθόν απέτυχε επειδή παρέμεινε παγιδευμένη μέσα σε αυτό το παράδειγμα. Ακόμα και επαναστατικές φιλοσοφίες όπως ο αναρχισμός, που έχουν ως στόχος τους, την καταστροφή της κρατικής εξουσίας, έχουν παραμείνει παγιδευμένη μέσα σε ουσιοκρατικές έννοιες και δομές και μανιχαϊστικές δομές που, όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, συχνά καταλήγουν να επιβεβαιώνουν την εξουσία [ως αρχή]. Ίσως η ίδια η ιδέα της επανάστασης πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ίσως η πολιτική πρέπει να είναι μία διαφυγή από τις ουσιοκρατικές δομές και τις ταυτότητες. Ο Στίρνερ υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η αντίσταση κατά του Κράτους θα πρέπει να πάρει τη μορφή, όχι της επανάστασης, αλλά της “εξέγερσης”:

Η επανάσταση και η εξέγερση δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως συνώνυμες. Η πρώτη συνίσταται σε μία ανατροπή των συνθηκών, της καθεστηκυίας κατάστασης ή του στάτους,του Κράτος ή της κοινωνίας, και είναι κατά συνέπεια μια πολιτική ή κοινωνική πράξη· η εξέγερση έχει πράγματι για απόφευκτη συνέπεια της το μετασχηματισμό των συνθηκών, ακόμα κι αν δεν ξεκινά από αυτό, αλλά από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι μια ένοπλη έγερση, αλλά μία έγερση ατόμων, ένας ξεσηκωμός χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διευθετήσεις που πηγάζουν από αυτήν. Η Επανάσταση στοχεύει σε νέες διευθετήσεις· η εξέγερση μας οδηγεί πλέον στο να μην επιτρέψουμε άλλο στους εαυτούς μας να διευθετούνται, αλλά να διευθετήσουμε τους εαυτούς μας, και δεν θέτει καμιά λαμπερή ελπίδα στους “θεσμούς”. Δεν είναι ένας αγώνας ενάντια στο καθεστηκυίο, δεδομένου ότι, αν ευημερεί (η εξέγερση), το καθεστηκυίο καταρρέει από μόνο του· είναι μόνο ένα έργο εμπρός μου έξω από το καθεστώς. (Στίρνερ 1993:316)

Η εξέγερση, μπορεί να υποστηριχθεί, αρχίζει με την άρνηση του ατόμου της επιβαλόμενης ταυτότητας, το “εγώ”, μέσω του οποίου λειτουργεί η εξουσία: ξεκινά “από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τους εαυτούς τους” Επιπλέον ο Στίρνερ λέει ότι η εξέγερση δεν έχει ως στόχο την ανατροπή των πολιτικών θεσμών. Απευθύνεται στην ατομική ανατροπή της δικής μου ταυτότητας – το αποτέλεσμα της οποίας είναι, ωστόσο, μια αλλαγή στις πολιτικές διευθετήσεις. Η εξέγερση κατά συνέπεια, δεν είναι για να γίνει κάποιος, ό,τι “είναι”, σύμφωνα με τον ανθρωπισμό – να γίνεις ανθρώπινος, να γίνει Άνθρωπος – αλλά για να γίνει αυτό που δεν είναι. Η έννοια του Στίρνερ της εξέγερσης περιλαμβάνει μία διαδικασία γίγνεσθαι – πρόκειται για τη διαρκή ανακάλυψη του εαυτού. Ο εαυτός δεν είναι μία ουσία, ένα ορισμένο σύνολο χαρακτηριστικών, αλλά μάλλον ένα κενό, ένα “δημιουργικό τίποτα “, και είναι πάνω στο άτομο να δημιουργήσει κάτι από αυτό και να μην περιορίζεται από τις ουσίες (Στίρνερ 1993:150).

Ο Ντελέζ, όπως έχουμε δει επίσης απορρίπτει την ενότητα και την ουσιοκρατία του υποκειμένου, θεωρώντας ότι αυτό είναι μια δομή που περιορίζει την επιθυμία. Επίσης βλέπει το γίγνεσθαι – να γίνει άλλος από Άνθρωπος, άλλος από το ανθρώπινο – ως μια μορφή αντίστασης. Προτείνει μία έννοια της υποκειμενικότητας που εστιάζει στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα και τη διαφορά πέρα από την ενότητα, και τη ροή πέρα από τη σταθερότητα και την ουσιοκρατία της ταυτότητας. Η ενότητα του υποκειμένου αναλύεται σε μια σειρά ροών, συνδέσεων, και των συναρμογών ετερογενών μερών (Bogue 1989:94). Κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται ακόμη και το σώμα ενοποιημένο: αποτελούμαστε από διάφορα μέρη που μπορούν να λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι το υποκείμενο ή τα διάφορα συστατικά του καθεαυτά, αλλά μάλλον ό,τι συμβαίνει μεταξύ των στοιχείων: των συνδέσεων, των ροών, κλπ (Bogue 1989:91).

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, η αντίσταση κατά του Κράτους πρέπει να περιλαμβάνει μια απόρριψη των ενιαίων και ουσιοκρατικών ταυτοτήτων – τις ταυτότητες που δεσμεύουν την επιθυμία, τη γλώσσα και τη σκέψη στο κράτος. Η ρήξη τους από την ενότητα στην πολλαπλότητα, τη διαφορά και το γίγνεσθαι μπορεί να θεωρηθεί ως μια άσκηση στην αντιεξουσιαστική, αντι-κρατική σκέψη. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να κινηθούμε πέρα από τις υπάρχουσες πολιτικές κατηγορίες και να εφεύρουμε νέες – να επεκτείνουμε το πεδίο της πολιτικής πέρα από τα παροντικά όριά του μέσω της αποκάλυψης των συνδέσεων, που μπορεί να σχηματιστούν ανάμεσα στην αντίσταση και την εξουσία στις οποία αντιστάθηκαν. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Μπορείτε να κάνετε μια ρήξη, να σχεδιάσετε μια γραμμή φυγής, αλλά ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα επαναστρωματώστε (restratify) τα πάντα, σχηματισμούς που θα επαναφέρουν την εξουσία σε ένα σημαίνον. . .” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9).

Ίσως ένας τρόπος να σκεφτούμε πέρα από αυτή τη δυαδική, ουσιοκρατική λογική είναι μέσω της έννοιας του πολέμου. Οι Στίρνερ και Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, θεωρητικοποιούν μη-ουσιοκρατικές μορφές αντίστασης εναντίον του Κράτους όσον αφορά τον πόλεμο. Ο Στίρνερ καλεί για ένα πόλεμο σε κάθε αρχή και θεσμό του Κράτους. Επιπλέον, βλέπει την κοινωνία όσον αφορά έναν πόλεμο των εγώ, ένα είδος πολέμου του Hobbes “όλοι εναντίον όλων” στον οποίο δεν υπάρχει καμία έκκληση προς κάθε έννοια συλλογικότητας ή ενότητας (Clark 1976:93). Για αυτό έχει συχνά κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει ένα εγωιστικό και ακραίο ατομικισμό στον οποίο “θα μπορούσε να είναι σωστό” και το άτομο έχει το δικαίωμα σε όλα όσα έχει τη δύναμη να πετύχει. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ δεν μιλάει εδώ για ένα πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον μια μάχη στο επίπεδο των αναπαραστάσεων που δημιουργούν ριζοσπαστικά θεωρητικά ανοίγματα και στις οποίες όλες οι ουσιοκρατικές ενότητες και συλλογικότητες ριγνύονται. Ο πόλεμος για τον Στίρνερ δεν είναι ένα Κράτος της φύσης ή ένα ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό. Μάλλον είναι ένας τρόπος σκέψης που υπονομεύει την ουσία.

Είναι στο ίδιο πνεύμα που ο Ντελέζ μιλά για τη “μηχανή πολέμου” ως σχήμα της αντίστασης ενάντια στο Κράτος. Η μηχανή πολέμου αποτελεί κάτι έξω από το Κράτος. Ενώ το Κράτος χαρακτηρίζεται από εσωτερικότητα, η μηχανή πολέμου χαρακτηρίζεται από μία απόλυτηεξωτερικότητα. Ενώ το Κράτος είναι, όπως είδαμε, ένα κωδικοποιημένο εννοιολογικό επίπεδο που περιορίζεται εντός των δυαδικών δομών σκέψης, η μηχανή πολέμου είναι καθαρά νομαδική κίνηση, μη-γραμμωτή και ακωδικοποίητη. Είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από πλυθηντικότητες, πολλαπλότητες, και διαφορά, η οποία ξεφεύγει από την κωδικοποίηση του Κράτους αποφεύγοντας τις δυαδικές δομές (Deleuze 1987:141). Η μηχανή πολέμου είναι το Έξω του Κράτους – ό,τι διαφεύγει τη σύλληψη από το κράτος: “όπως ακριβώς Χομπς είδε ξεκάθαρα ότι το Κράτος ήταν κατά του πολέμου, οπότε ο πόλεμος είναι ενάντια στο Κράτος και το καθιστά αδύνατο”(Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:359). Είναι η εννοιολογική απουσία της ουσίας και της κεντρικής εξουσίας [ως αρχής]. Πάλι θα έλεγα ότι στον Ντελέζ, όπως και στην περίπτωση του Στίρνερ, δεν μιλάμε για πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον για ένα θεωρητικό έδαφος που χαρακτηρίζεται από ενοιολογική ανοιχτότητα στην πληθυντικότητα και την διαφορά, η οποία αποφεύγει τις σταθερές ταυτότητες, τις ουσίες και τις εννοιολογικές ενότητες που αποτελούν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Η ιδέα του πολέμου ως μια ριζική εξάρθρωση και ένα συστατικό κενό μπορεί να αναπτυχθεί με τον τρόπο αυτό, ως εργαλείο της αντίστασης ενάντια στην Κρατική εξουσία [ως δύναμη] και την αρχή του.

Όπως είδαμε, η αντίσταση είναι μια επικίνδυνη επιχείρηση: μπορεί πάντα να αποικίζεται από τη εξουσία στην οποία αντιτίθεται. Δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η ανατροπή της Κρατικής εξουσίας από ένα ουσιοκρατικό επαναστατικό υποκείμενο. Η αντίσταση μπορεί τώρα να ειδωθεί από την άποψη του πολέμου: ως ένα πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, προσωρινών αποτυχιών και προδοσιών – ένας συνεχής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Όπως λέει ο Ντελέζ: “. . . ο κόσμος και τα Κράτη του δεν είναι πλέον οι Κύριοι των επιπέδων τους από όσο οι επαναστάτες καταδικάστηκαν σε παραμόρφωση των δικών τους. Όλα παίζονται σε αβέβαια παιχνίδια. . . »(Ντελέζ 1987:147).

Πώς αυτή η έννοια της αντίστασης ως πόλεμος, ως ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται μεταξύ συλλογικοτήτων ατόμων, και εξουσίας [ως αρχής] διαφέρει από την αναρχική ιδέα της επανάστασης; Για τους κλασικούς αναρχικούς η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, διαλεκτική ανατροπή της κοινωνίας, στην οποία οι δομές της εξουσίας και της αρχής θα πρέπει να ανατραπεί ώστε και το τελευταίο εμπόδιο για την πλήρη υλοποίηση της υποκειμενικής ανθρωπότητας να αφαιρεθεί. Για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, από την άλλη πλευρά, η αντίσταση δεν έχει ένα συμπέρασμα ή τέλος, υπό αυτή την έννοια. Η αντίσταση θεωρείται ως μια συνεχής αντιπαράθεση ένας διαρκής πόλεμος φθοράς κατά την οποία οι γραμμές της αντιπαράθεσης ποτέ δεν σημειώνονται εκ των προτέρων, αλλά είναι μάλλον συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμες και προς διεκδίκηση (fought over). H αντίσταση ενάντια στο Κράτος είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι, ακριβώς επειδή η Κρατική εξουσία δεν μπορεί πλέον να περιορισθεί σε ένα μόνο θεσμό, αλλά μάλλον είναι κάτι που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό, που αποτελείται, όπως είδαμε, από τις επιθυμίες, ουσίες και ορθολογικές αρχές. Η ίδια η έννοια του ηθικού και του ορθολογικού ανθρώπινου υποκειμένου το οποίο ανταγωνίζεται ενάντια στην εξουσία του Κράτους στο αναρχικό λόγο, έχει κατασκευαστεί, ή τουλάχιστον έχει διεισδύσει σε αυτό η εξουσία που υποτίθεται ότι αντιτίθεται. Έτσι, η αντίσταση είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται από άτομα και ομάδες που συμπλέκονται σε αγώνες από μέρα σε μέρα με τις πολλαπλές μορφές κυριαρχίας.

Συμπέρασμα

Η Αντι-κρατική σκέψη του Στίρνερ και του Ντελέζ μπορεί να μας επιτρέψει να αντιληφθούμε και να αναπτύξουμε μορφές αντίστασης που αποφεύγουν την παγίδα του κράτους που έχει για εμάς – πώς από την απόλυτη προσήλωση μας στις ορθολογικές δομές σκέψης, και τους ουσιοκρατικούς τρόπους της επιθυμίας, καταλήγουμε να επιβεβαιώνουμε, παρά να υπερβαίνουμε την κυριαρχία. Κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτεί πέρα από το ερώτημα του ποιος θεσμός, ποια μορφή κυριαρχίας, είναι να αντικαταστήσει αυτή που έχουμε ανατρέψει. Η Αντι-κρατική σκέψη του Ντελέζ και του Στίρνερ μπορεί να μας δώσει ίσως και το εννοιολογικό οπλοστάσιο για την απελευθέρωση της πολιτικής από τον εκβιασμό αυτού του αιώνιου ερωτήματος. Εδώ θα ήθελα, επίσης, να υποστηρίξω ότι παρόλο που η ανάλυση του Στίρνερ και του Ντελέζ της κρατικής εξουσίας διαφέρει με πολλούς τρόπους από τον παραδοσιακό αναρχισμό, είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που είναι πιο κοντά στον αναρχισμό. Και οι δύο μοιράζονται με τον αναρχισμό μια αμείλικτη κριτική όλων των μορφών εξουσίας, και ιδιαίτερα την απόρριψη της ιδέας ότι ορισμένες μορφές εξουσίας μπορεί να είναι απελευθερωτικές. Η διαφορά είναι ότι ο Στίρνερ και ο Ντελέζ εκθέτουν τόπους δυνητικής κυριαρχίας σε χώρους όπου ο κλασικός αναρχισμός δεν κοίταξε – στους ηθικούς και ορθολογικούς λόγους, τις ανθρώπινες ουσίες και την επιθυμία. Με άλλα λόγια, έχουν επεκτείνει απλώς την κριτική της δύναμης και της εξουσίας που ξεκίνησε με τον κλασσικό αναρχισμό. Υπό αυτή την έννοια η κριτική του Ντελέζ και του Στίρνερ του Κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή του αναρχισμού. Αλλά είναι ένας αναρχισμός χωρίς τις ουσίες και τις εγγυήσεις της ηθικής και της ορθολογικής εξουσίας [ως αρχής]. Ίσως με αυτόν τον τρόπο η αντι-κρατική φιλοσοφία των Ντελέζ και Στίρνερ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μετα-αναρχισμός – μια σειρά από εννοιολογικές στρατηγικές οι οποίες μπορούν μόνο να προωθήσουν τον αναρχισμό, καθιστώντας τον πιο σχετικό με τους σύγχρονους αγώνες κατά της αρχής.

Έχω υποστηρίξει, επομένως, ότι υπάρχει μια εκπληκτική και ανεξερεύνητη σύγκλιση μεταξύ των Στίρνερ και Ντελέζ για το ζήτημα του Κράτους. Επιπλέον, η εξερεύνηση αυτής της σύγκλισης μπορεί να μας επιτρέψει να θεωρητικοποιήσουμε μία μη-ουσιοκρατική πολιτική αντίστασης στην κυριαρχία του Κράτους. Και οι δύο στοχαστές βλέπουν το Κράτος ως μια αφηρημένη αρχή της εξουσίας και της κυριαρχίας η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένες μορφές της. Αναπτύσσουν μια θεωρία του Κράτους που πάει πέρα τον μαρξισμό βλέποντας το Κράτος ως αυτόνομο από οικονομικές διευθετήσεις, και πέρα από τον αναρχισμό που βλέπει το Κράτος να λειτουργεί μέσω των ίδιων των ηθικών και ορθολογικών λόγων που χρησιμοποιήθηκαν για να το καταδικάσει. Με αυτόν τον τρόπο έρχονται σε ρήξη με το παράδειγμα του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού, αποκαλύπτουν τους δεσμούς μεταξύ της εξουσίας και της ανθρώπινης ουσίας και δείχνουν ότι η επιθυμία μερικές φορές επιθυμεί τη δική της καταστολή. Στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι, οι Στίρνερ και Ντελέζ καταλαμβάνουν μια παρόμοια αντιεξουσιαστική φιλοσοφική και πολιτική τροχιά – που κηρύττει τον εννοιολογικό πόλεμο στο Κράτος, των οποίων οι σημαντικές θεωρητικές επιπτώσεις για τον αναρχισμό, πρέπει να υπολογίζονται μαζί.

Αναφορές

Bakunin, Mikhail 1984. Political Philosophy: scientific anarchism. (ed.) G.P Maximoff. London: Free Press of Glencoe.

Bogue, Ronald 1989. Deleuze & Guattari. London: Roultedge.

Clark, John 1976. Max Stirner’s Egoism. London: Freedom Press.

Deleuze, Gilles & Felix Guattari 1977. Anti-Oedipus: Capitalism & Schizophrenia. New York: Viking Press.

Deleuze, Gilles 1987. Dialogues. (trans.) Hugh Tomlinson. New York: Columbia University Press.

Deleuze, Gilles and Felix Guattari 1988. A Thousand Plateaus: Capitalism & Schizophrenia. (trans.) Brian Massumi. London: Althone Press.

Derrida, Jacques 1994. Spectres of Marx: The State of Debt, the Work of Mourning & the New International. (trans.) Peggy Kamuf, New York: Routledge.

Feuerbach, Ludwig 1957. The Essence of Christianity, (trans.) George Eliot. New York: Harper

Harrison, Frank 1983. The Modern State: An Anarchist Analysis. Montreal: Black Rose Books.

Koch, Andrew 1997. Max Stirner: The Last Hegelian or the First Poststructuralist. Anarchist Studies 5:95–107.

Kropotkin, Peter 1943. The State: Its Historic Role. London: Freedom Press.

Stirner, Max 1993. The Ego and Its Own. (trans.) Steven Byington. London: Rebel Press.

Προτεινόμενη ανάγνωση

Για μια καλή συμπληρωματική εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Ντελέζ, θα ήθελα επίσης, να προτείνω τα ακόλουθα:

Goodchild, Philip 1996. Deleuze and Guattari: an introduction to the politics of desire. London: SAGE Publications.

Massumi, Brian 1992. A User’s Guide to Capitalism and Schizophrenia: deviations from Deleuze and Guattari. Cambridge, Mass: MIT Press.

Patton, Paul 1984. ‘Conceptual Politics and the War-Machine in Mille Plateaux’, Substance. 44/45, 61–80.

Perez, Rolando 1990. On An(archy) and Schizoanalysis. Autonomedia: USA.

Schrift, Alan 1992. ‘Between Church and State: Nietzsche, Deleuze and the Genealogy of Psychoanalysis’, International Studies in Philosophy, 24(2), 41–52.

Θα πρότεινα επίσης τον προβληματισμό του Ντελέζ πάνω στον Φουκώ στην έννοια της εξουσίας και της αντίστασης.

Deleuze, Gilles 1988. Foucault. (trans.) Se’n Hand. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μία καλή εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ θα πρότεινα:

Carroll, John 1974. Break-Out from the Crystal Palace. The anarcho-psychological critique: Stirner, Nietzsche, Dostoyevsky. London: Routledge & Kegan Paul.

Ferguson, Kathy. E 1982. ‘Saint Max Revisited: A Reconsideration of Max

Stirner’, Idealistic Studies. 12(3), 276–292.

Μία διερεύνηση των δεσμών ανάμεσα στον αναρχισμό και τον μεταδομισμό μπορεί να βρεθεί στο:

May, Todd 1994. The Political Philosophy of Poststructuralist Anarchism. University Park, Pa.: Pennsylvania State University Press.

May, Todd 1989. ‘Is poststructuralist political theory anarchist?’ Philosophy & Social Criticism. 15(2), 167–181.

Για μία εισαγωγή στη μετανεωτερική πολιτική θα πρότεινα:

Ross, Andrew (ed.) 1988. Universal Abandon: The Politics of Post-Modernism. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μια ενδιαφέρουσα ματιά στο σύγχρονο αναρχισμό θα πρότεινα:

Clark, John 1984. The Anarchist Moment: Reflections on Culture, Nature & Power. Black Rose Books: Montreal.

Ehrlich, Howard J. (ed.) 1996. Reinventing Anarchy, Again. San Francisco, CA:

AK Press.

Πηγή: Rebelnet

“Ο θανατος του πιο φρικτου τερατος”, Erinne Vivani

Ήμουν μόνος και λυπημένος. Περπατούσα άσκοπα μέσα στο ερημωμένο τοπίο, με τον μεσημεριανό ήλιο να με μαστιγώνει, με μοναδικό σκοπό να ζήσω κάποιες ώρες μοναξιάς, μακριά από το πλήθος των φιλήδονων και άπορων. Σκοτεινές σκέψεις βομβάρδιζαν το μυαλό μου, ο νους μου βρισκόταν σε αναβρασμό και περπατούσα. Περπατούσα ακούραστα δίχως να δίνω σημασία στο χρόνο που περνά ούτε στα μονοπάτια που διέσχιζα, τα οποία ήταν τελείως άγνωστα σ’ εμένα.

Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν και βρέθηκα σ’ ένα μέρος που αποκαλούσα το βασίλειο του θανάτου. Παντού στο έδαφος υπήρχε λάσπη, ούτε ένα δέντρο, ούτε ίχνος γρασιδιού. Μια αρρωστημένη δυσοσμία αναδυόταν από τη λίμνη, ο ουρανός πάνω από τον οποίο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου καλυμμένος με εκατομμύρια έντομα και παράξενα μαύρα πουλιά που έκαναν κύκλους στον στάσιμο αέρα, δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Πού βρισκόμουν; Γύρισα από την άλλη και ξεκίνησα να περπατώ πάλι με την πρόθεση να γυρίσω στο σπίτι. Δεν είχα όμως προλάβει να κάνω ούτε δέκα βήματα όταν μια φωνή ακούστηκε από το βάλτο να με καλεί με τ’ όνομά μου. Διστάζοντας λίγο, γύρισα προς το σημείο απ’ όπου ακουγόταν η φωνή και διέκρινα κάτι να κινείται μέσα στη λάσπη. Ποιός θα μπορούσε να είναι; Έκανα μερικά βήματα και διέκρινα ένα φρικτό τέρας που με χειρονομίες με καλούσε να το πλησιάσω. Τί τρόμος! Ήταν ένα τρομακτικό τέρας. Το σώμα του ήταν καλυμμένο με πολύ μακριά λασπωμένα, ματωμένα και πυκνά μαλλιά. Το τεράστιο κεφάλι του ήταν καλυμμένο από αμέτρητα θεόρατα φίδια που άνοιγαν ρυθμικά διάπλατα τα στόματα τους. Τα μάτια, η μύτη, το στόμα και τα αυτιά, είχαν αντικατασταθεί από έξι μεγάλες κυκλικές τρύπες. Αντί για δάχτυλα χεριών και ποδιών, είχε πολύ μακριά, σα γάντζους, νύχια. Και τι βρώμα προερχόταν από το κορμί του!

Με φωνή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο, το τέρας μου είπε:

«Ω, ήρθες επιτέλους! Γιατί δε γελάς τώρα καταραμένε μαθητή του Στίρνερ, μοναχικέ κάτοικε των κορυφών, μαστιγωτή των ηθικών; Γιατί δε γελάς τώρα;»

«Ο Στίρνερ δεν έχει καμιά σχέση με αυτό!» απάντησα. «Δεν είμαι μαθητής κανενός. Αλλά ποιος είσαι και από πού με γνωρίζεις;»

«Εγώ», απάντησε το τέρας, «είμαι η Ηθική, και απαιτώ να μάθω τους λόγους για τις προσβολές που εξαπέλυες εναντίον μου σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα, μαζί με αυτούς τους κατεργάρηδες τους ατομικιστές συντρόφους σου. Πάντα με διαβάλλεις παρόλο που γνωρίζεις ότι είμαι η άμεση ενσάρκωση του θεού, αιώνιος και παντοδύναμος όπως και εκείνος. Αν δεν αλλάξεις μυαλά, εγώ ο ίδιος με τα θεϊκά αυτά χέρια μου, θα σε σκοτώσω και θα πιω το καταραμένο αίμα σου.»

«Εδώ, ώ Ηθική», πρόσθεσα αποθαρρυμένος, «ίσως και να κάνω λάθος και θα ήθελα να το παραδεχτώ. Προσπάθησε να με πείσεις για τα λάθη που έκανα, κι ευχαρίστως θα γίνω ο πιστός σου σκλάβος και ένθερμος θαυμαστής.»

Το τέρας όμως απάντησε οργισμένο:

«Όχι όχι, δεν είναι ζήτημα να καταφέρει κάποιος να σε πείσει, αλλά να μου έχεις τυφλή πίστη όπως και οι υπόλοιποι, κι εσύ δε διαφέρεις από τους άλλους-το καταλαβαίνεις;

«Κατάλαβα απολύτως», έσπευσα να δηλώσω. «Θα ήθελα μόνο να μου μιλήσεις για την υψηλή αποστολή που έχεις στον κόσμο: να με ικανοποιήσεις.»

«Θα σε ικανοποιήσω» είπε το τέρας, «αλλά πρώτα θέλω να φάω.»

Και καθώς το είπε, έκατσε κάτω, άνοιξε μια τσάντα που είχε δίπλα του, έβγαλε από μέσα ένα νεκρό μωρό και άρχισε με απληστία να το τρώει.

Τρομοκρατήθηκα.

Η Ηθική με ρώτησε: «Μήπως θέλεις κι εσύ λίγο;»

«Ευχαριστώ πολύ» απάντησα, «αλλά εμείς οι ατομικιστές δεν είμαστε πραγματικά κανίβαλοι όπως κάποιος μεγάλος άνδρας, ένας σύγχρονος ηθικιστής υπαινίχτηκε. Πες μου, αν επιτρέπεται, ποιός είναι που σου προσφέρει αυτά τα άτυχα μωρά;»

Και μου εξομολογήθηκε με απλοϊκότητα:

«Όλοι οι ηθικιστές μου τα φέρνουν ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που τους προσφέρω.»

Όταν τελείωσε το μακάβριο γεύμα του, το τέρας ξεκίνησε να μιλάει:

«Τώρα άκουσέ με καλά, θα σου μιλήσω απλά και ειλικρινά, αλλά μην σοκαριστείς αν σου δείξω υπερβολικά πικρές και ευαίσθητες αλήθειες. Μάθε πρώτα απ’ όλα ότι η φύση και οι λειτουργίες μου αλλάζουν με την αλλαγή των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Σε κάποια μέρη για παράδειγμα, ο κανιβαλισμός και η πολυγαμία είναι ηθικά, ενώ σε εμάς, είναι τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα. Και, ακόμη κι εδώ, αυτό που επιτρεπόταν χθες, απαγορεύεται σήμερα γιατί θεωρείται ανήθικο, ενώ αύριο θα μπορούσε να κριθεί ως πολύ ηθικό ή ακόμη και να καταστεί υποχρεωτικό. Επιπλέον οι λειτουργίες μου αλλάζουν σε αντιστοιχία με τις κοινωνικές τάξεις, κόμματα, σέχτες, οργανώσεις κ.τ.λ. όπου ανήκουν άνθρωποι, γιατί το πνεύμα μου είναι σαν ένα πολύεδρο με χίλια πρόσωπα, καθένα από τα οποία προορίζεται για μια συγκεκριμένη ομάδα ή κατηγορία ανθρώπων.»

«Για παράδειγμα, λέω στην πλούσια κυρίαρχη τάξη:

Για σας είναι ηθικό να ζείτε στις πλάτες των εργατών, να ταξιδεύετε με ακριβές αμαξοστοιχίες, με αυτοκίνητα, με αερόπλοια, να ντύνεστε με μετάξι, να ξοδεύεται χιλιάδες δολάρια για ένα μπιχλιμπίδι, να έχετε εκατό επιχρυσωμένες πόρνες, να έχετε στην κατοχή σας παλάτια στην πόλη, αγροικίες στα βουνά και κοντά στη θάλασσα και σκλάβους με στολή προσωπικού και άλογα και άμαξες και τα πάντα, γιατί η εξουσία είναι ιερή και απαραβίαστη. Επομένως προσπαθήστε να μάθετε την πλέμπα να σέβεται αυτήν την αρχή και αν ο όχλος των φτωχών και των σκλάβων τολμήσει να σηκώσει κεφάλι, μπορείτε να καταφύγετε στους πληρωμένους δολοφόνους οι οποίοι στο όνομα του νόμου και για λίγα μετρητά ξέρουν πώς να βάζουν αυτούς που παραβιάζουν την ιερή ιδιοκτησία στη θέση τους.»

« Λέω στους παπάδες και τους μοναχούς:

Να κηρύττετε την παραίτηση και την ταπεινότητα, να συσκοτίζετε το νου, να υπόσχεστε παραδείσους μετά θάνατον, να αρμέγετε τους φτωχούς όταν βαφτίζονται, όταν μεταλαβαίνουν, όταν παντρεύονται, όταν αρρωσταίνουν, όταν πεθαίνουν και θάβονται και ακόμα και μετά από εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια μετά την ταφή, απαγγέλλοντας ψαλμούς προς τιμήν της μάζας και των ψυχών τους. Έτσι πρέπει να είναι.

Και μη σας μπει καμιά ιδέα να κάνετε οικογένεια, γιατί είναι σοβαρό βάσανο. Γυναίκα; Μα υπάρχουν τόσες φτωχές και πλούσιες γυναίκες που χρειάζονται εξομολόγηση! Μη φοβάστε! Ακόμα και πολύ ανατρεπτικοί στέλνουν σε σας τις γυναίκες, τις αδερφές και τις κόρες τους. Και έπειτα υπάρχουν και οι καλόγριες, οι κόρες της Παναγίας, οι μαθήτριες της κλπ. και σε τελική ανάλυση δεν πρέπει να παραβλέπετε τα παιδιά που εμπιστεύονται στη θρησκευτική σας φροντίδα. Να απολαμβάνετε πάντα, αφού οι ηλίθιοι πληρώνουν καλά. Ζήτω η μαύρη μάζα!»

«Αλλά η δουλειά μου γίνεται με μεγαλύτερη ευφράδεια και αποτελεσματικότητα όταν ασκώ την πατριωτική λειτουργία. Αχ, η πατρίδα! Λέω στα παιδιά των πλούσιων, στους αξιωματικούς, στους παπάδες, στις πόρνες: «Να είστε πατριώτες. Όποιος δεν αγαπάει την πατρίδα του δεν αγαπάει τη μητέρα του. Και να δείχνετε το πατριωτικό σας πάθος, τραγουδώντας τους ύμνους του πολέμου, την υγεία του κόσμου. Ορίστε οι εχθροί σας που μιλούν διαφορετική γλώσσα, που έχουν διαφορετικά έθιμα, εξολοθρεύστε τους στο όνομα της πατρίδας. Ο βασιλιάς μας, ο βασιλιάς των πλουσίων, θα κατακτήσει μια σπιθαμή γης, η δύναμη του θα μεγαλώσει και εξαιτίας της δύναμης του θα μεγαλώσει και η δικιά σας αφού είναι ο πατέρας, ο πατέρας της πατρίδας. Φωνάξτε στους δρόμους και τα στενά: Ζήτω ο πόλεμος! και ο πόλεμος θα έρθει. Δε θέλετε να πάτε; Σωστά. Είστε πλούσιοι και σας αξίζει να γλιτώσετε. Φωνάξτε: θα οπλιστούμε και θα αποχωρήσουμε και ο στρατός των απόκληρων θα αποχωρήσει χωρίς να σκεφτεί και θα σφάξει και θα σφαγιαστεί γιατί έτσι θέλουν ο βασιλιάς και η πατρίδα, έτσι θέλω εγώ.

Μητέρες, σύζυγοι, παιδιά αδερφές θα κλάψουν και θα βλαστημήσουν μάταια. Θα υπάρξουν απείθαρχοι στρατιώτες που δε θέλουν να πάνε, που δε θέλουν να δολοφονήσουν άγνωστους ανθρώπους που ποτέ δεν τους έβλαψαν; Μα έτσι φαίνεται; Οι εργάτες είναι πατριώτες, είναι ήρωες, θα πολεμήσουν σα λιοντάρια και θα επιστρέψουν νικηφόροι.

Και αν δεν αποδειχτούν τέτοιοι, οι καλοί μας χωροφύλακες, οι βασιλικοί φρουροί, οι αξιωματικοί της Guardia di Finanza* και οι άλλοι μπάτσοι θα σκεφτούν να τους δώσουν μια κλωτσιά στα πισινά και θα τους πιέσουν να επιτεθούν και να αντεπιτεθούν.

Εμπρός, αχυρόμυαλοι, με αγάπη ή με το ζόρι!

Το μίσος θα διαδοθεί σαν ανεξέλεγκτη φωτιά, η δίψα για αίμα θα γίνει ασίγαστη· θα γίνει πόθος. Θα είναι μια άγρια μάχη σώμα με σώμα, ποτάμια αίματος θα κυλήσουν και βουνά από πτώματα θα σχηματιστούν. Όσο πιο βάρβαρος είναι κάποιος, τόσο πιο ήρωας θα ανακηρυχτεί. Αυτό συνέβη στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Υπήρξαν εκατομμύρια νεκροί, εκατομμύρια που έμειναν τυφλοί, κουφοί, μουγκοί που τρελάθηκαν, που έγιναν εγκληματίες, που έπαθαν φυματίωση, που ακρωτηριάστηκαν τα χέρια και τα πόδια τους, που αποβλακώθηκαν άλλα τι σημασία έχει;

Ο πόλεμος δημιούργησε λοιμό και πανούκλα. Γέροι και παιδιά άπλωσαν το χέρι τους ζητώντας έλεος, νέες γυναίκες έγιναν πόρνες, αλλά οι πλούσιοι απέκτησαν πιο πολλά λεφτά, πιο μεγάλη δύναμη, πιο πολύ δόξα. Αυτό είναι ο πόλεμος, αυτή είναι η πατρίδα, αυτό είναι η Ηθική.»

«Τώρα θα σου μιλήσω για έναν από τους πιο αγαπημένους μου απογόνους: το φασισμό. Προ τριών ετών, τα συμφέροντα της πατρίδας, δηλαδή της μπουρζουαζίας, απειλήθηκαν σοβαρά από την προλεταριακή παλίρροια, η οποία κουρασμένη να ανέχεται την ατελείωτη δυστυχία κατέκλυζε τα ιερά ιδρύματα της πατρίδας. Το προλεταριάτο δεν άκουγε πια τους αφέντες του που το προέτρεπαν να ηρεμήσει. Και τότε εμφανίστηκε ο φασισμός για να καταστρέψει τους ανατρεπτικούς. Στρατολογήθηκαν χιλιάδες νέοι άνδρες και οπλίστηκαν σαν αστακοί.

Η αστυνομία και η δικαιοσύνη τους εξασφάλισαν ατιμωρησία, η μπουρζουαζία τους πλήρωνε διακριτικά ένα μισθό, ο τύπος τους χειροκροτούσε με σεβασμό και έτσι ήταν σε θέση να εφαρμόσουν τη μέθοδο του τρόμου σε μεγάλη κλίμακα.

Υποστηριζόμενοι από τη βασιλική φρουρά και του μελανοχίτωνες μπάτσους, έκαναν κάθε είδους νταηλίκια. Υποχρέωσαν του πολίτες να κρεμάσουν τη σημαία στα μπαλκόνια, να φορούν την κορδέλα στο πέτο του παλτού τους, να κάθονται προσοχή και να βγάζουν τα καπέλα τους στις πρώτες νότες του βασιλικού εμβατηρίου, να φωνάζουν Ζήτω ο βασιλιάς! Για να αποζημιωθούν αποκαλούνται δημοκράτες όπως ο ντούτσε τους. Και βάζουν φωτιά στις καλύβες των εργατών. Τους επιτρέπονται τα πάντα εκτός από το να χτυπήσουν του αρχηγούς των άλλων κομμάτων, γιατί αν αυτά τα κόμματα έχαναν τους αρχηγούς τους, δε θα υπήρχε κανένας να αναλάβει το ρόλο του πυροσβέστη και του κατασκόπου.»

Το τέρας έκανε μια παύση και μετά συνέχισε:

«Ίσως δε γνωρίζει την απεριόριστη δύναμη μου και έτσι με πολεμάς, απαίσιε. Για να αντιληφθείς την υπέρτατη δύναμη μου σου λέω πως διαπερνάω τις ανθρώπινες καρδιές, καθοδηγώ τα συναισθήματα και τα πάθη και όλες τις σαρκικές σχέσεις μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Σε αυτήν την περίπτωση, παίρνω το όνομα της σεξουαλικής ηθικής.

Στους πολιτισμένους ανθρώπους σαν εμάς, προκρίνω τη μοναδική, μονογαμική αποκλειστική αγάπη. Είναι αλήθεια ότι πολύ λίγοι άνδρες και γυναίκες την ακολουθούν, ότι σχεδόν όλοι προτιμούν την ποικιλία τρυφερότητας και συνουσίας, γιατί όλοι είναι εραστές του καινούριου και του ποικίλου σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής και ιδιαίτερα στον έρωτα, άλλα τι με ενδιαφέρει αυτό εμένα;

Απαιτώ την αγάπη για έναν, αν όχι στην ουσία τουλάχιστον στην επιφάνεια γιατί τα προσχήματα πρέπει να σωθούν οπωσδήποτε.

Ξέρω ότι δεν είσαι αυτής της άποψης, ότι σου αρέσει να παιχνιδίζεις από λουλούδι σε λουλούδι, να γεύεσαι αμαρτωλές ηδονές, να εισπνέεις με όλη σου τη δύναμη τα αρώματα της μεταξένιας σάρκας, να στολίζεις τον εαυτό σου με τα άνθη του κακού. Σε περιγελώ, περιγελώ τις απογοητεύσεις και τις θλίψεις που δημιουργώ για σένα. Σου υποσχέθηκα πως θα είμαι ειλικρινής και θα σου μιλήσω επίσης και για τις σοβαρές δυσχέρειες που προκαλούν οι απαγορεύσεις της σεξουαλικής ηθικής.

Νεαρά αγόρια και κορίτσια στα οποία, εξαιτίας της τρυφερής τους ηλικίας απαγορεύεται η συνουσία, καταναλώνονται και ξεσχίζονται με τον αυνανισμό.

Πριν μερικά χρόνια, θα θυμάσαι, οι εφημερίδες μιλούσαν για μια νεαρή γυναίκα με υψηλή αριστοκρατική καταγωγή, η οποία καθώς ψυχαγωγούσε τον εαυτό της με το σκύλο της στο δωμάτιο της άκουσε το πόμολο της πόρτας να κουνιέται. Θέλοντας να κρύψει την ενοχή της προσπάθησε να ελευθερωθεί από την αγκαλιά του σκύλου και το ζώο που δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την απότομη διακοπή, την στραγγάλισε.

Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που μια γυναίκα , στην προσπάθεια να κρύψει τα πειστήρια του παράνομου έρωτα της, προσπαθεί να αποβάλλει και τελειώνει τη ζωή της στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου.

Κάποια άλλη γυναίκα, λόγω σεβασμού στην ηθική, πνίγει τον καρπό της μήτρας της με τα ίδια της τα χέρια και τον πετάει στα κανάλια του υπονόμου. Επίσης υπάρχουν και οι πανέμορφες γυναίκες, πληθωρικές που ξεχειλίζουν νεότητα, διψασμένες για μέθη που υποχρεούνται να δώσουν τους εαυτούς τους στην αγκαλιά ενός γέρου, άρρωστου, σιχαμερού άνδρα. «Α», διέκοψα «είχα δίκιο λοιπόν, όταν έγραψα σε ένα περιοδικό πως τα αφροδίσια νοσήματα, η συνουσία με σκύλους, η βρεφοκτονία και όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται για τα ανήθικα πάθη έχουν τις ρίζες τους στους περιορισμούς που βάζει η σεξουαλική ηθική!»

«Δε σου επιτρέπω να με διακόπτεις» διαμαρτυρήθηκε η Ηθική, « γιατί η αλήθεια μου δεν είναι προς συζήτηση άλλα προς αποδοχή.»

«Τώρα θα έπρεπε για λίγο να σου μιλήσω για το πειθαρχημένο, προοδευτικό και συνειδητοποιημένο προλεταριάτο, αλλά θα ήταν ανούσιο αφού ξέρεις πάρα πολύ καλά για την άπειρη αξία του ως υποζύγιο για τα βάρη και το μαστίγιο. Αντί για αυτό θα αναφερθώ στα διάφορα κόμματα, δημοκρατικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά.

Όλα τα κόμματα είναι ισάξια, όλα βασίζονται στην κρατικίστικη λογική, στην αρχή της εξουσίας. Δεν είναι ένας αγώνας για την ελευθερία αλλά για την αντικατάσταση μιας λίγο-πολύ βάρβαρης και ηλίθιας τυραννίας με μια άλλη. Για παράδειγμα, στη Ρωσία ο Λένιν κινήθηκε εναντίον του Τσάρου και το Λένιν θα διαδεχθεί ο… Lenone**, και ούτω καθεξής, γιατί έτσι επιτάσσει ο ηθικός νόμος.

Όπως ξέρεις καλά, ούτε και οι αναρχικοί ακόμα -που ορίζονται καλύτερα ως ελευθεριακοί κομμουνιστές- δεν έχουν ανοσία στον ηθικισμό. Δεν έχεις ακούσει πως κηρύσσουν και πως υπερθεματίζουν για χάρη της Θεάς Ηθικής;

Και αυτοί οργανώνονται, δηλαδή κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους και τους άλλους. Και αυτοί θέλουν να εξιλεώσουν τον κόσμο, λες και η ελευθερία χαρίζεται. Η ελευθερία, αντίθετα πρέπει να βιωθεί. Και μιλούν στις μάζες για ένα φωτεινό μέλλον: και οι μάζες είτε δε καταλαβαίνουν τίποτα είτε στρέφουν το στραβωμένο βλέμμα τους στη γη της επαγγελίας. Αύριο η επανάσταση και η απαλλοτρίωση, αύριο η ισότητα, η ελευθερία και η ευτυχία για όλους. Εν τω μεταξύ, ας πεθάνουμε της πείνας.

Η θεωρία του μέλλοντος είναι η θεωρία λίγο-πολύ του ρόδινου ονείρου, τόσο μακριά από την πραγματικότητα. Είναι η θεωρία του Χριστιανισμού. Ο Χριστός πέθανε πριν είκοσι αιώνες αλλά ο Χριστιανισμός ζει και βασιλεύει. Ο Χριστός, για την αγάπη των ανθρώπων, είπε Αύριο!

Έχω αποδυναμώσει και εξημερώσει τους αναρχικούς· τους έκανα τίμιους και πολιτισμένους· τους μίλησα για την αγάπη ενάντια στο μίσος, για δικαιοσύνη και όχι εκδίκηση και εκείνοι –δυνατοί υπό την προστασία μου- ανέβηκαν στον άμβωνα και –σαν επαναστάτες- κήρυξαν ενάντια στις πράξεις ατομικού τερορισμού και –σαν απαλλοτριωτές- ενάντια στις ατομικές απαλλοτριώσεις. Δε σου φαίνεται αρκετά λογικό; Βέβαια γιατί για αυτούς το άτομο αξίζει λιγότερο από ένα παθογόνο μικρόβιο, ενώ η κοινωνία είναι το παν.

Είναι απαραίτητο να εξαφανιστεί ο εγωισμός από τους ανθρώπους –κραυγάζουν εμμονικά- γιατί όταν καταστραφεί ο εγωισμός οι άνθρωποι θα ζήσουν χαρούμενα στη γη σαν αδέρφια. Ενώ εσύ λες σε όλους και ειδικά στους επαναστάτες: Να είστε εγωιστές, γιατί όσο πιο εγωιστές είστε, τόσο πιο πολύ θα διψάτε για ελευθερία και ευτυχία και τόσο λιγότερο θα ανέχεστε τη δυστυχία και τη σκλαβιά σας.

Σήμερα, λόγω φασιστικής αστυνομικής αντίδρασης, αρχίζεις να ξαναμιλάς μέσα από τα γραπτά σου για την ανάγκη του ηρωικού αναρχισμού. Αλλά είναι ακόμα σίγουρο πως οι αναρχικοί ηθικιστές, που θα στιγματίζουν κάθε πράξη ατομικής εξέγερσης, δε θα λείψουν ποτέ. Οι κοινωνικοί αναρχικοί ήταν αυτοί που μείωσαν, στιγμάτισαν και λιθοβόλησαν το Ραβασόλ, τον Ανρί, το Βαγιάν, το Ντυβάλ, το Μαριάννι, τον Αγκουγκίνι και τόσους άλλους εκδικητές της Αναρχίας. Και τα έκανα όλα αυτά μόνος μου, όλη η δόξα μου ανήκει. Είμαι η Ηθική, γεννημένη από την τυφλή άγνοια και το εξουσιαστικό πνεύμα της ανθρωπότητας και πρέπει να συνεχίσω το έργο μου συσκοτίζοντας τα μυαλά, δημιουργώντας φοβισμένα και λυπηρά φαντάσματα, σβήνοντας κάθε πνεύμα εξέγερσης και όσο ζω οι άνθρωποι θα είναι σκλάβοι, φτωχοί και δειλοί. Και ούτε εσύ θα γλιτώσεις από την δυστυχισμένη, δίχως έλεος οργή μου, διάβολε της κόλασης.»

«Σταμάτα, για το θεό», φώναξα και σε κλάσματα δευτερολέπτου τράβηξα το δηλητηριασμένο μαχαίρι μου· έτρεξα προς το τέρας και του ξέσκισα τρομερά το λαιμό. Το θανάσιμα πληγωμένο τέρας βύθισε τα νύχια του στη φτωχή μου σάρκα κάνοντάς τη να ματώσει και ξέρασε μια αναθυμιάζουσα πρασινοκίτρινη γλίτσα από το στόμα του, πλημμυρίζοντας το πρόσωπό μου. Άλλα νέα και πιο τρομερά χτυπήματα του μαχαιριού μου έπεσαν βροχή στο σώμα του τέρατος που έπεσε στο έδαφος. Ήταν νεκρό. Σκέφτηκα αμέσως να του ξεριζώσω την καρδιά και να τη δείξω στους φίλους μου, τους συντρόφους μου, τα αδέρφια μου στη θλίψη και στον αγώνα. Και ετοιμάστηκα να το κάνω με το όπλο μου στο χέρι.

Αλλά φαντάσου, ω αδερφέ μου, τι εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι στη θέση της καρδιάς βρήκα μια τεράστια πέτρα. Ξαφνικά, ξεπερνώντας την έκπληξή μου, φώναξα: «Μου κάνει. Είναι κάτι που θα μου χρειαστεί για να τελειοποιήσω τα χτυπήματά μου όταν θα αντιμετωπίσω κανένα ηθικιστικό καθίκι, αν υπάρχει ακόμα κανένα.»

* Ένα στρατιωτικοποιημένο σώμα της Ιταλικής αστυνομίας που υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομίας.

** Πρόκειται, για ένα προσβλητικό λογοπαίγνιο στα Ιταλικά που δε γίνεται δυστυχώς να μεταφραστεί. Lenone σημαίνει στα ιταλικά ο προαγωγός, ο νταβατζής.

Το «Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Erinne Vivani και εκδόθηκε στην εφημερίδα Proletario(τεύχος 4) στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Πηγή στα αγγλικά: The death of the most horrible monster, Internet Archive of Individualist Anarchism

Η μετάφραση είναι μια συνεργασία των blogs A-politiko και Parabellum.

“Σωμα και Εξεγερση”, Massimo Passamani

Ολόκληρη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού μπορεί να διαβαστεί ως μια συστηματική προσπάθεια αποκλεισμού και απομόνωσης του σώματος. Από τον Πλάτωνα και μετά, έχει σε διάφορα χρονικά διαστήματα ιδωθεί, ως κάτι άμυαλο που πρέπει να ελεγχθεί, ως μια παρόρμηση που πρέπει να κατασταλλεί, ως εργατική δύναμη που πρέπει να αξιοποιηθεί ή ως ασυνείδητο που πρέπει να ψυχαναλυθεί.

Ο πλατωνικός διαχωρισμός σώματος και νου, ένας διαχωρισμός που γίνεται με συντριπτικό πλεονέκτημα προς τον τελευταίο, (“το σώμα είναι ο τάφος του νου”) υπάρχει ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις της σκέψης.

Τώρα, αυτή η θέση υποστηρίζεται σε σημαντικό αριθμό φιλοσοφικών κειμένων, σχεδόν σε όλα εκτός από εκείνα που είναι ξένα στην αποστειρωμένη και ανθυγιεινή ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων. Η ανάγνωση του Νίτσε και συγγραφέων όπως η Hannah Arendt βρήκε την κατάλληλη, σχολαστική συστηματοποίηση της (φαινομενολογική ψυχολογία, η ιδέα της διαφοράς και ένα τρόπο να μπει στο ράφι, να λησμονηθεί). Παρ’ όλα αυτά, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, μου φαίνεται πως αυτό το πρόβλημα, του οποίου οι επιπτώσεις είναι πολλές και γοητευτικές, δεν έχει ερευνηθεί σε βάθος.

Μια βαθιά απελευθέρωση των ατόμων συνεπάγεται μια εξίσου βαθιά μετατροπή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σώμα, τα συναισθήματα του και τις σχέσεις του.

Εξαιτίας μιας δοκιμασμένης χριστιανικής κληρονομιάς, έχουμε οδηγηθεί να πιστεύουμε πως η κυριαρχία ελέγχει και αλλοτριώνει ένα μέρος του ανθρώπου χωρίς ωστόσο να κάνει ζημιά στον εσωτερικό του κόσμο ( και υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με το διχασμό ενός υποτιθέμενου εσωτερικού κόσμου και των εξωτερικών σχέσεων). Βέβαια οι καπιταλιστικές σχέσεις και οι κρατικές επιβολές νοθεύουν και μολύνουν τη ζωή, αλλά νομίζουμε ότι οι τρόποι που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας και των κόσμο μένουν απαράλλαχτοι. Έτσι, ακόμα και όταν φανταζόμαστε μια ριζοσπαστική αποκοπή από το υπάρχον, είμαστε σίγουροι πως αυτό θα γίνει από το σώμα μας όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε.

Αντίθετα πιστεύω πως το σώμα μας υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από έναν τρομερό ακρωτηριασμό. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο εξαιτίας των εμφανών πτυχών ελέγχου και αποξένωσης της τεχνολογίας. (Το ότι τα σώματα έχουν υποβαθμιστεί σε αποθήκες οργάνων προς χρήση, φαίνεται ξεκάθαρα από το θρίαμβο της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, που περιγράφεται με έναν ύπουλο ευφημισμό ως “πρωτοπόρα στο χώρο της ιατρικής”. Αλλά εμένα μου φαίνεται πως η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη από εκείνη την πραγματικότητα του ξεχωριστού και δυνατού σώματος που εμφανίζουν η φαρμακευτική κερδοφορία και η δικτατορία της ιατρικής.) Το φαγητό που τρώμε, ο αέρας που αναπνέουμε και οι καθημερινές μας σχέσεις έχουν ατροφήσει τις αισθήσεις μας. Η αναισθησία της εργασίας, η καταναγκαστική κοινωνικότητα και η θλιβερή υλικότητα των ασήμαντων συζητήσεων πειθαρχούν και το σώμα και το μυαλό, αφού ο διαχωρισμός μεταξύ τους είναι αδύνατος.

Η πειθήνια τήρηση του νόμου, τα δεσμευτικά κανάλια στα οποία οι, από την τόση αιχμαλωσία μεταμορφωμένες σε φαντάσματα του εαυτού τους, επιθυμίες έχουν φυλακιστεί αποδυναμώνουν τον οργανισμό όσο και η μόλυνση ή καταναγκαστική ιατρική φροντίδα.

“Η ηθική είναι εξουθένωση”, είχε πει ο Νίτσε.

Η αυτοεπιβεβαίωση της ζωής κάποιου, η άφθονη ζωντάνια που απαιτείται να δοθεί, συνεπάγεται ένα μετασχηματισμό των αισθήσεων όχι λιγότερο σημαντικό από εκείνον των ιδεών και των σχέσεων.

Συχνά μου έχει συμβεί να θεωρήσω όμορφους κάποιους ανθρώπους, ακόμα και εξωτερικά, που μου είχαν φανεί σχεδόν ασήμαντοι λίγη ώρα πιο πριν. Όταν προβάλλεις τη ζωή σου και δοκιμάζεις τον εαυτό σου μαζί με άλλους σε μια πιθανή εξέγερση, βλέπεις στους συμπαίκτες σου όμορφες ατομικότητες και όχι πια λυπημένα πρόσωπα και σώματα που σβήνουν το φως τους από συνήθεια ή καταναγκασμό. Πιστεύω ότι γίνονται πραγματικά όμορφοι (και όχι ότι εγώ τους βλέπω έτσι) τη στιγμή που εκφράζουν τις επιθυμίες τους και ζουν τις ιδέες τους.

Η ηθική αποφασιστικότητα εκείνου που εγκαταλείπει και επιτίθεται στις δομές της εξουσίας είναι μια αντίληψη, μια στιγμή στην οποία εκείνος γεύεται την ομορφιά των συντρόφων του και την αθλιότητα της υποχρέωσης και της υποταγής. “Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω”, είναι μια φράση του Καμί που ποτέ δε σταματά να με γοητεύει, με ένα τρόπο που μόνο ένας λόγος για να ζήσω θα μπορούσε.

Σε ένα κόσμο που παρουσιάζει την ηθική ως ένα χώρο της εξουσίας και του νόμου, νομίζω πως δεν υπάρχει άλλη ηθική διάσταση από την εξέγερση, το ρίσκο, το όνειρο. Η επιβίωση στην οποία είμαστε φυλακισμένοι, είναι άδικη επειδή κακοποιεί και ασχημαίνει.

Μόνο ένα διαφορετικό σώμα μπορεί να συνειδητοποιήσει εκείνη την αντίληψη ζωής που ανοίγεται στην επιθυμία και την αμοιβαιότητα και μόνο μια απόπειρα προς την ομορφιά και προς το άγνωστο μπορεί να ελευθερώσει τα δεσμευμένα σώματά μας.

Αυτό είναι ένα άρθρο του Ιταλού εξεγερσιακού αναρχικού Massimo Passamani που κυκλοφόρησε στις σελίδες του περιοδικού Canenero.

Πηγή στα αγγλικά: The Body and Revolt, Anarchy in Italy

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum