Category Archives: Τεχνη

“Nel mezzo del᾿ cammin…”, Κώστας Ουράνης

Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου,
μὰ δάσο σκοτεινὸ δὲ βλέπω μπρός μου
κι οὔτε τὸ φάντασμα τοῦ Βιργιλίου,
νὰ γίνει παραστάτης κι ὁδηγός μου.

Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα
μιὰ πένθιμη ἐρημία ποὺ μὲ παγώνει.
Ὅσο βαδίζω, τόσο καὶ πλαταίνει
τῆς σιωπῆς ὁ κύκλος ποὺ μὲ ζώνει…

Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία
σ᾿ ἕνα παλιὸ βιβλίο ἰστορημένη
καὶ ποὺ θαμπὰ τὴν κράτησεν ἡ μνήμη –
ὅλη ἡ ζωή μου, τώρα, ἡ περασμένη.

Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
κι ἄνοιξη πιὰ καμμία δὲν περιμένω:
στὸ δρόμο τὸ γυμνὸ ποὺ περπατάω,
ὡσότου νὰ πεθάνω – θὰ πεθαίνω!

“Μόνος”, Edgar Allan Poe

Από την πρώτη μου στιγμή, εγώ δεν ήμουν σαν παιδί
Όπως οι άλλοι · δεν έβλεπα
Όπως οι άλλοι · δεν έβγαιναν
Τα πάθη μου από πηγή συνηθισμένη.
Από τέτοια κοινή πηγή εγώ τη θλίψη δεν αντλούσα
Ούτε και την καρδιά μου να ξυπνώ
Στον τόνο της χαράς μπορούσα.
Κι ό,τι αγαπούσα, μόνος το αγαπούσα.
Τότε -παιδί ακόμα- στην αυγή
Μιάς όλο θύελλες ζωής -ξεπήδησε
Απ” τα βάθη του καλού και του κακού
Ένα μυστήριο που και σήμερα δεσμώτη με κρατά
Από τον χείμαρρο ή από την κρήνη
Απ’του βουνού τον κόκκινο γκρεμό
Από τον ήλιο που ολόγυρά μου έκανε δίνη
Στη φθινοπωρινή του χρυσαφένια ανταύγεια
Από την αστραπή στον ουρανό
Καθώς πετώντας με προσπέρασε-
Από την καταιγίδα και τον κεραυνό
Κι από το σύννεφο που πήρε μια μορφή
(“Οταν γαλάζιοι ήταν κατά τ’άλλα οι Ουρανοί)
Στα μάτια μου δαιμονική.

“Εκάτης πάθη”, Ναπολέων Λαπαθιώτης

…Je suis sure qu’ elle est vierge.
Elle a la beaute d’ un vierge…
Qui, elle est vierge. Elle ne s’ est
jamais souillee.
OSCAR WILDE – «SALOME»

…Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη
κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ:
τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει,
σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή…

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη
πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ,
σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη
κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί;

Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα,
στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά.
πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα
καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά;

…Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη
κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί;
Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει,
ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ…

“Ο ποιητης”, Κωστης Παλαμας

Μόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου,
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαλοῆς ἀσώπαστη ἡ φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος. – Νὰ τος! – Καταπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιὰ ριχτῆκαν.
Τὸ χέρι τὸ ἀκριβὸ τῆς Ὁδηγήτρας μου,
ποὺ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάιδια … Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας
τῶν ἀσκητάδων οἱ χαρές, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.
Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου,
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου, τοῦ δασκάλου ἡ μανία.
Τῆς Πολιτείας ἡ πόρτα κλείστηκε,
μὲ διώξανε, ἔρμος βρέθηκα στὰ ἕρμα μονοπάτια
καὶ τῆς Ἰδέας τῆς ἀστρομάτας, ποὺ ἔσφαξαν
ἀπὸ τὴ στράτα μάζωξα τὰ ὁλόφωτα κομμάτια.
Καὶ τἄσπερνα στὸ διάβα μου, καὶ φύτρωναν
ἐδῶ παράδεισοι, κ᾿ ἐκεῖ βασίλεια, κ᾿ ἐκεῖ πέρα
παλάτια κ᾿ ἐκκλησιὲς καὶ δρακοντόκαστρα.
Κι ὅλα στὴν ἴδια εὐφραίνονταν ἀνύχτωτην ἡμέρα.

“Η ωρα της κρισεως”, Oscar Wilde

Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως και ο Άνθρωπος γυμνός στάθηκε εμπρός στο Θεό…
Και ο Θεός άνοιξε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…

“Η ζωή σου ήταν κακή, έδειξες σκληρότητα σ’εκείνους που χρειάστηκαν τη συνδρομή σου και σ’ εκείνους που χρειάστηκαν βοήθεια φέρθηκες με πικρία και σκληρότητα. Οι φτωχοί σου φώναξαν και δεν άκουσες έκλεισες τα αυτιά σου στη φωνή των βασανισμένων Μου. Καταχράστηκες την κληρονομιά των ορφανών και έστειλες τις αλεπούδες στον αμπελώνα του γείτονά σου. Πήρες τον άρτο των παιδιών και στα σκυλιά τον έδωσες για να τον φάνε, και τους λεπρούς Μου που ζούσαν ειρηνικά στους βάλτους και Με δόξαζαν, τους οδήγησες στις λεωφόρους και πάνω στη γη Μου από την οποία σε έπλασα έχυσες αίμα αθώων…”

Και ο άνθρωπος απάντησε…
“Αυτά τα έκανα…”

Και ο Θεός άνοιξε πάλι το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…

“Η ζωή σου ήταν κακή. Την ομορφιά που σου έδειξα έψαχνες να τη βρεις και το καλό που σου έκρυψα το προσπέρασες. Οι τοίχοι του δωματίου σου ήταν ζωγραφισμένοι με εικόνες κι από την αποτρόπαια κλίνη σου σηκωνόσουν με τον ήχο φλάουτου. Έχτισες επτά βωμούς για τα αμαρτήματα που υπέφερα και έφαγες από αυτό που δεν πρέπει να φαγωθεί, και η πορφύρα των ενδυμάτων σου ήταν κεντημένη με τα τρία αμαρτήματα της αισχύνης. Τα είδωλά σου δεν ήταν ούτε από ασήμι ούτε από χρυσό που διαρκούν μα από σάρκα που πεθαίνει. Μόλυνες τα μαλλιά τους με αρώματα και έβαζες στα χέρια τους ρόδια. Μόλυνες τα πόδια τους με ζαφορά και έστρωνες χαλιά για να πατούν. Μόλυνες τα μάτια τους με αντιμόνιο και με μύρρα άλειφες το σώμα τους. Υποκλινόσουν ως το πάτωμα μπροστά τους και στον ήλιο τοποθέτησες τους θρόνους των ειδώλων σου. Έδειξες στον ήλιο την αισχύνη σου και στη σελήνη την παραφροσύνη σου…”

Και ο άνθρωπος απάντησε… “Και αυτό το έκανα…”

Και Τρίτη φορά άνοιξε ο Θεός το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…

“Κακή ήταν η ζωή σου. Με κακό ανταπέδωσες το καλό και με αδικία την καλοσύνη. Δάγκωσες τα χέρια που σε τάισαν και περιφρόνησες το στήθος που σε θήλασε. Αυτός που ερχόταν σε σένα με νερό έφευγε διψασμένος και τους ληστές μου που σε έκρυψαν τη νύχτα στις σκηνές τους τους πρόδωσες πριν ξημερώσει. Τον εχθρό σου που σε ευσπλαχνίστηκε τον παγίδεψες με ενέδρα και το φίλο που πορεύτηκε μαζί σου τον πούλησες και την Αγάπη την ανταπέδιδες με Πόθο…”

Και ο Άνθρωπος απάντησε και είπε… “Και αυτά τα έκανα…”

Και ο Θεός έκλεισε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου και είπε… “Θα σε στείλω σίγουρα στην Κόλαση…”

Και ο Άνθρωπος φώναξε… “Δε μπορείς…”

Και ο Θεός είπε στον Άνθρωπο… “Και για ποιο λόγο δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση…”

“Γιατί πάντα στην κόλαση έζησα” απάντησε ο Άνθρωπος…

Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως…

Και ύστερα από λίγο μίλησε ο Θεός και είπε στον Άνθρωπο…
“Βλέπω πως δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο…”

Και ο Άνθρωπος φώναξε… “Δε μπορείς…”

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο… “Και για ποιο λόγο δε μπορώ να σε στείλω στον Παράδεισο;”

“Γιατί ποτέ, και με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να τον φανταστώ”, απάντησε ο Άνθρωπος…

Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως…

“Πικραμενος αναχωρητης”, Κωστας Ουρανης

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συννεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!

“Φυλακη”, Niger Lupus

Μετέωρος, χωρίς ελπίδα και σκοπό.

Ευλογία και κόλαση˙ ξέρασα

από μέσα μου την περιφρόνηση για

τα ανθρώπινα

Μα μπλέχτηκα στα στάχυα ενός

κάμπου με ποντίκια που ομοίαζαν θεών

στα μάτια μου

Ένα σκιάχτρο πόθησα να φιλήσω.

Κάποτε ίσως αρνιόμουν την κόλαση

για μια πεδιάδα και έναν ορμητικό

χείμαρρο˙ για μια ζωή

ασάλευτης μοναξιάς. Τώρα πια όμως

δεν μπορώ των Ταρτάρων τη βοή

ν’ αποχωριστώ

Και με ανάκιους συγκατάδικους γυρνάω

“Ανδρεικελα”, Κωστας Καρυωτακης

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…

“Προς το Προλεταριατο”

Ω αδελφοί μου, κλείστε τ’ αυτιά σας
σ’ όσους εγκλημάτησαν κατά των θεών.
Ακόμα κι ο λόγος τους εγκληματικός είναι.
Η ανάσα τους βρωμάει θειάφι
και ποτέ δε θα σας σφίξουν το χέρι.
Προδότες είναι της Τάξης τους
και σας χλευάζουν χειρότερα κι απ’ τ’ αφεντικά σας
να βασιστείτε πάνω τους δε θα μπορούσατε ποτέ
δεν έχουν τον παραμικρό σεβασμό
για το μόχθο και τη δουλειά.
Λένε πως δε νανουρίζονται,
μα στους πολλούς μοιάζουν δηλητηριοπότες.

Ω, αδελφοί μου, αλήθεια είστε εσείς
η ρίζα της επανάστασης και του νέου κόσμου
οι χτίστες. Μα αυτοί οι νοσηροί και βλάσφημοι
φτύνουν χολή για τια ιδανικά σας και
κατεδαφίζουν το όραμα της κόκκινης ανατολής.

Τσακίστε τους, ω αδελφοί μου, αυτούς τους περιττούς
Εχθροί είναι του Λαού και παντοτινός κίνδυνος
Να διαταράξουν θέλουν και όχι να οικοδομήσουν.
Τσακίστε τους, λοιπόν, ω ευγενικοί εργάτες !
Θάψτε τους βαθιά στο χώμα και σηκώστε το Μέλλον
στις πλάτες σας.

Αφήστε τους να χαμοσέρνονται στον Άδη
όσο οι κόκκινες πλατείες υποδέχονται τους Ήρωες και
τιμούν τους νεκρούς της Επανάστασης. Ιδανικά, ω αδελφοί μου
Ιδανικά και Ηθική ! Ηθική και τάξη, τάξη και Τάξη.

Niger Lupus Negationis

Το ποίημα είχε δημοσιευθεί στο 2ο τεύχος της “Μηδενιστικής Πορείας”

“Βραδυ”, Κωστας Καρυωτακης

Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη —
τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,

τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τραίνο που θα ‘ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…