“Ανδρεικελα”, Κωστας Καρυωτακης

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…

“Προς το Προλεταριατο”

Ω αδελφοί μου, κλείστε τ’ αυτιά σας
σ’ όσους εγκλημάτησαν κατά των θεών.
Ακόμα κι ο λόγος τους εγκληματικός είναι.
Η ανάσα τους βρωμάει θειάφι
και ποτέ δε θα σας σφίξουν το χέρι.
Προδότες είναι της Τάξης τους
και σας χλευάζουν χειρότερα κι απ’ τ’ αφεντικά σας
να βασιστείτε πάνω τους δε θα μπορούσατε ποτέ
δεν έχουν τον παραμικρό σεβασμό
για το μόχθο και τη δουλειά.
Λένε πως δε νανουρίζονται,
μα στους πολλούς μοιάζουν δηλητηριοπότες.

Ω, αδελφοί μου, αλήθεια είστε εσείς
η ρίζα της επανάστασης και του νέου κόσμου
οι χτίστες. Μα αυτοί οι νοσηροί και βλάσφημοι
φτύνουν χολή για τια ιδανικά σας και
κατεδαφίζουν το όραμα της κόκκινης ανατολής.

Τσακίστε τους, ω αδελφοί μου, αυτούς τους περιττούς
Εχθροί είναι του Λαού και παντοτινός κίνδυνος
Να διαταράξουν θέλουν και όχι να οικοδομήσουν.
Τσακίστε τους, λοιπόν, ω ευγενικοί εργάτες !
Θάψτε τους βαθιά στο χώμα και σηκώστε το Μέλλον
στις πλάτες σας.

Αφήστε τους να χαμοσέρνονται στον Άδη
όσο οι κόκκινες πλατείες υποδέχονται τους Ήρωες και
τιμούν τους νεκρούς της Επανάστασης. Ιδανικά, ω αδελφοί μου
Ιδανικά και Ηθική ! Ηθική και τάξη, τάξη και Τάξη.

Niger Lupus Negationis

Το ποίημα είχε δημοσιευθεί στο 2ο τεύχος της “Μηδενιστικής Πορείας”

“Βραδυ”, Κωστας Καρυωτακης

Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη —
τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,

τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τραίνο που θα ‘ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…

“[Θελω να φυγω πια…]”, Κωστας Καρυωτακης

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να ‘ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.

“Παιδικο”, Κωστας Καρυωτακης

Τώρα η βραδιά,
γλυκιά που φτάνει,
θα μου γλυκάνει
και την καρδιά.

Τ’ αστέρια εκεί
θα δω, θα νιώσω
οι άνθρωποι πόσο
είναι κακοί.

Κλαίοντας θα πω:
«Αστρα μου, αστράκια
τ’ άλλα παιδάκια
θα τ’ αγαπώ.

»Ας με χτυπούν
πάντα κι ακόμα.
Θα ‘μαι το χώμα
που το πατούν.

»Αστρα, καθώς
άστρα και κρίνο,
έτσι θα γίνω
τώρα καλός.»

“Οι Αγαπες”, Κωστας Καρυωτακης

Θα ‘ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

«Αδελφέ» θα μου πουν «δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, καιπια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
Ενα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

«Τα χρυσά πού ‘ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
Οταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

»Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.
Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε.»

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ’ απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου…

[Τι νεοι που φτασαμεν εδω…], Κωστας Καρυωτακης

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε απ’ τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να ‘χουμε, τι να ‘χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

“Ὁ θανατος των ἐραστων”, Charles Baudelaire

Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα γεμάτα αἰθέρια μύρα·
ντιβάνια ὁλοβελούδινα σὰ μνήματα βαθιά·
στὶς ἐταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
ποὺ ἀνοίξανε μόνο γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.

Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
οἱ δυὸ καρδιές μας -σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
θὰ διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
στὰ πνεύματά μας ποὺ ῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.

Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη, ρόδινη, μυστικὴ
θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
σὰν ἕνα μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·

κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
-τὶς πόρτες μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
στοὺς δυὸ καθρέπτες τοὺς θαμπούς,
στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν σβήσει.

“Μεθυστε”, Charles Baudelaire

Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.

Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:

-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!

Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!

Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.

“Ατιτλο”, Niger Lupus

Σήκω. Σήκω και κοίταξε
τριγύρω τον κόσμο που
ετοίμασαν για σένα.
Κι αρνσήσου τον’ αρνήσου τον με όλη σου
τη δύναμη.
Μην προσπαθήσεις να γίνεις αυτό που
πρέπει, το ιδανικό’ γίνε αυτό που είσαι.
Οι συγγραφείς κι οι “ειδικοί” πλασάρουν
εγχειρίδια ζωής.
Κάψτα όλα, και ακόμα, αν
καταλήξεις ότι κι αυτό είναι
ένα τέτοιο, κάψτο κι αυτό ‘ κάψε
κι εμένα μαζί.
Η φωτιά και η άρνηση είναι το όπλο σου.
Το ξέρεις καλά ότι η υποταγή είναι
ο γδάρτης της ζωής και του είναι.
Αγνόησέ μας αν κάπου κάπου
αναζητάμε την αλήθεια. Εσύ
ξέρεις ότι αυτά είναι μπούρδες.
Αλήθεια δεν υπάρχει.
Απλά τυφλωνόμαστε, αλλά χωρίς
κακή πρόθεση.
Γνωρίζεις καλά ότι κανείς δε
θα φέρει ευτυχία και γαλήνη.
Απολύτως κανείς ‘ γι’ αυτό
αρνήσου να δεχτείς υποδείξεις
και κανόνες.
Πραγμάτωσε τη σκέψη σου, άσε
ελεύθερα τα συναισθήματά σου
και βίωσε κάθε σου πάθος.
Η ζωή είναι υπερβολικά σύντομη
για να τη χαραμίζουμε σε
ανούσιους τύπους και σκοπούς.
Ελευθέρωσε όλη τη δημιουργία
και την καταστροφή που
κρύβεις μέσα σου και κάψε τον
κόσμο ολόκληρο. Το δικό
σου και το δικό μου κόσμο.
Αρνήσου κάθε δέσμευση,
κάθε βραχνά που περιορίζει
εσένα και τα θέλω σου.
Εσύ που περιφρονείς κάθε
υβρεολόγο της ζωής και
επιδιώκεις το αδύνατο.
Το μυαλό και τη σκέψη σου κοίτα που
πλανούνται πάνω από το παρόν και τον
ακάθαρτο κόσμο μας.
Ζύγισε μέσα σου τα πάντα κι αποφάσισε
ποια αξίζουν για σένα.
Ξερίζωσε τα υπόλοιπα από μέσα σου και
μείνε μπρος στη συνείδησή σου γυμνή.
Και τότε θα γυρίσεις και θα
αντικρύσες τη μηδαμινότητα όσων σε
περιβάλλουν. Και θα είναι ξεκάθαρο πιο.
Είσαι αυτό που είσαι,
μακριά από κάθε θεό. Αρνείσαι κάθε
δεδομένη αλήθεια και στρέφεσαι
ενάντια σε κάθε ηθική.
Δέξου τις αδυναμίες όπως γίνονται
δεκτές οι δικές σου.
Γνωρίζεις το αυθόρμητο καλά.
Δεν καμόνομαι τον ποιητή.
Και συγχώρεσέ με αν νιώσεις
νουθεσία ή προσπάθεια επιβολής.
Ξέρεις ότι το σιχαίνομαι’ δεν είναι
πρόθεσή μου, απλά γράφω αυτά
που σκέφτομαι και βλέπω.
Και αφού καθίσεις ξανά, σκίσε
τη σκέψη μου και προχώρα.
Δημιούργησε, κατάστρεψε και
γίνε ένα με το πιο βαθύ
σκοτάδι σου. Η τάξη στο
μυαλό και τη σκέψη είναι
οδυνηρό πράγμα.
Βίωσε το χάος και θα
“γεννήσεις ένα αστέρι που χορεύει”.
Σ’ ευχαριστώ.

Για τη διαρκή Αυγή του πιο Μαύρου Ήλιου