“Εναντια στη γλωσσα της πολεμικοτητας”, Wolfi Landstreicher

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, πάρα πολλά απ’ τα γραπτά που πηγάζουνε από κοινωνικές συγκρούσεις είναι τίγκα σε δύσκαμπτη, ξύλινη γλώσσα, μια κουρασμένη, νεκρή γλώσσα η οποία φαίνεται να έρχεται σ’ αντίθεση με την ενέργεια των εξεγέρσεων για τις οποίες κάνουνε λόγο. Είναι η γλώσσα της πολεμικότητας, και όχι της ελευθερίας, μήτε και της ατομικότητας που δημιουργεί τον εαυτό της ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Ίσως αυτό να οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι μπόλικες απ’ τις σημερινές συγκρούσεις αναδύονται απ’ τη σκληρότητα των καιρών· απαντούν στη σκληρότητα της τρέχουσας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. Πώς μπορεί όμως μια πληρωμένη απάντηση ν’ αντικρούσει τέτοιες πραγματικότητες; Δε θα έπρεπε η ίδια η μέθοδος της απάντησής μας ν’ αντανακλά το γεγονός ότι απορρίπτουμε αυτές τις καταστάσεις που γίνονται πραγματικότητα διά της επιβολής;

Η πολεμικότητα περνιέται για πάθος και ένταση, ενώ στ’ αλήθεια είναι απλά ένας θωρακισμένος ζουρλομανδύας που κλείνει μέσα του τη γύμνια, τη δυσκαμψία και τον περιορισμό των κινήσεων του καθενός και της καθεμιάς. Η σοβαρότητα περνιέται για συνειδητοποιημένη αποφασιστικότητα, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για υποδούλωση στο αφηρημένο, στο μέλλον, στο σκοπό, στο παρελθόν – ένα άλλο είδος αυτεγκλεισμού. Και αυτό ακριβώς το πράγμα δεν είναι που χρειάζεται ν’ αρνηθούμε με όλη μας την αποφασιστικότητα, την ώρα που παλεύουμε να κάνουμε τη ζωή μας δική μας ανά πάσα στιγμή;

Ίσως το πρόβλημα να είναι ότι πάρα πολλοί από κείνους που εμπλέκονται στην εκάστοτε κοινωνική σύγκρουση δε βλέπουνε τους εαυτούς τους ως ελεύθερα άτομα που δημιουργούν τη ζωή τους, που αντιμετωπίζουν εμπόδια σ’ αυτή την αυτοδημιουργική διαδικασία και παλεύουν να καταστρέψουν τα εμπόδια αυτά, αλλά μάλλον ως καταπιεσμένους ανθρώπους που αντιστέκονται στην καταπίεσή τους.

Δεν είναι απαραίτητο ν’ αγνοεί κανείς την πραγματικότητα της καταπίεσης για να αναγνωρίσει ότι, όταν το εγχείρημά μας μετατρέπεται σε αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, τελικά επικεντρωνόμαστε στους καταπιεστές μας. Χάνουμε τις δικές μας τις ζωές, και μαζί τους την ικανότητα να καταστρέψουμε ό,τι στέκεται εμπόδιο στο δρόμο μας. Μιας κι η αντίσταση εστιάζει στις επιχειρήσεις του εχθρού, μας κρατά σε αμυντική θέση και εγγυάται την ήττα μας (ακόμα και σε νικηφόρες περιπτώσεις) καθώς κλέβει από μας τα ίδια μας τα εγχειρήματα.

Αν από την άλλη έχουμε ως αφετηρία το δικό μας το εγχείρημα αυτοδημιουργίας, επιμένοντας να διατρέχουμε τον κόσμο ως ελεύθερα και άσκοπα όντα, θα σταθούμε απέναντι από ηγεμόνες, εκμεταλλευτές, μπάτσους, παπάδες, δικαστές και λοιπούς, χωρίς στην ουσία να τους αντιμετωπίσουμε ως καταπιεστές αλλά ως εμπόδια στο διάβα μας τα οποία χρειάζεται να καταστρέψουμε, και όχι να τους αντισταθούμε.

Μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο η καταστροφή παίρνει την αντάρτικη, ποιητική, επαναστατική της έννοια, ως μια αληθινά ανέξοδη πράξη που αψηφά τη λογική της εργασίας και ανοίγει την πραγματικότητα σε κάτι το θαυμάσιο, στην έκπληξη. Μόνο τότε η καταστροφή γίνεται παιχνιδιάρα.

Wolfi Landstreicher

Πηγή: Contra Info

“Ας καταστρεψουμε την εργασια”, Alfredo Bonanno

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκός διαλέξεις, στις εκκλησιαστικός ομιλίες, σε προεκλο­γικός πολιτικός συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή ειδίκευση που τιμωρείται από τη βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείες, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα η κατάργηση της εργασίας σήμαινε, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε “εναλλακτικό” χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα “εναλλακτικά” ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιος πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένος συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το “εναλλακτικό” μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σο μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία άποψη είναι σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που θα είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις “ξεκληρίσματος” περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

To κείμενο είναι του Alfredo Bonanno και η μετάφραση από τις εκδόσεις “Σίσυφος”.

Πηγή: Ας καταστρέψουμε την εργασία

“Το ονειρο της εφηβικης μου ηλικιας”, Renzo Novatore

Το παρακάτω κείμενο έχει γραφτεί υπό το ψευδώνυμο Sibilia Vane.

Έτσι, η σοφία της σάπιας δειλίας ούτε χλευάζει ούτε σκανδαλίζει την ηλίθια αγνότητα των ευπρεπών νεαρών δεσποινίδων.

Είμαι μια πρόωρα ανεπτυγμένη έφηβη που, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι μέσα από τους φωσφορίζοντες λαβυρίνθους των πιο τρομακτικών βαθών, ξανασκαρφάλωσα στην κορυφή για να τραγουδήσω το περήφανο και ιερόσυλο τραγούδι της τόσο νέας ακόμα και τόσο ελεύθερης ζωής μου στον ήλιο.

Κάποιος μου είπε : ”Θα γίνεις γυναίκα, ύστερα σύζυγος και μετά μητέρα!…”

Έτσι αποκρίθηκα με μια ερώτηση : Τι σημαίνει το γυναίκα, σύζυγος και μητέρα; Δεν θα σας πω τι μου απάντησαν. Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν το σκέφτομαι γελάω, ναι, ακόμα γελάω. Ο έρωτας γίνεται αντιληπτός ως μία αποστολή!; Η γυναίκα ως σύζυγος και μητέρα; Όχι, όχι, όχι! Δεν θα γίνω σύζυγος, δεν θα γίνω μητέρα! Η εξέγερση μου δεν μπορεί να σταματήσει στη μέση ή να κείναι μάταιη. Η εξέγερση μου πετάει τα βέλη της – πέρα από την οικογένεια – και ενάντια στη φύση. Δεν θέλω να γίνω σύζυγος, δεν θέλω να γίνω μητέρα. Όχι, όχι, όχι!

Χτες, το απόγευμα, ξεγυμνώθηκα μπροστά από τον καθρέφτη και κοιταζόμουν για πολύ ώρα. Είδα το σάρκα μου τυλιγμένη σε μια σκιά από το φως, που τρεμόπαιζε ελαφρώς. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί, αλλά μου φάνταζα αξιολάτρευτη…

Το φουσκωμένο στήθος που ανυψώνεται υπέροχα στον κόρφο μου, ένας πάνλευκος θησαυρός. Η επίπεδη, στρογγυλή μου κοιλιά, έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι που έχει διαπλαθεί με το καλύτερο φίλντισι από τα θαυματουργά χέρια ενός θεϊκού καλλιτέχνη.

Έλυσα τις ξανθές μπούκλες μου πάνω στην καμπυλωτή λιτότητα των όμων μου και κύκλωσα τις υγρές μου βλεφαρίδες ελαφρώς με βιολετί και μαύρο. Το χνούδι που επιστέγαζε την κατώτερη κοιλότητα της κοιλιάς μου έμοιαζε σαν ένα χρυσό φτερό στην ιερή ράχη των αγγέλων του παραδείσου. Το ερυθρό στόμα μου φάνταζε σαν ένα σκισμένο ρόδι, ανοιχτό στα κίτρινα χάδια του ήλιου.

Πλησίασα τον καθρέφτη και φίλησα ηδονικά τα αντικατοπτριζόμενα χείλη μου.

Δεν ξέρω αν έχω φιλήσει ποτέ οτιδήποτε πιο έντονα στη ζωή μου από, χθες το απόγευμα, όταν επιθυμούσα να είμαι άντρας έτσι ώστε εγώ η ίδια να ξαπλώσω το λευκό παρθένο κορμί μου, το οποίο μου αποκάλυψε το μυστήριο στον καθαρό καθρέφτη, πάνω στο κρεβάτι.

Αλλά η ιδέα της επαφής παρήγαγε μια άλλη ιδέα. Κάθε σκοπός έχει μια επίδραση…

Ξάπλωσα νωχελικά στο κρεβάτι. Οι κρόταφοί μου χτυπούσαν σα σφυριά. Το αίμα έβραζε μέσα στις φλέβες μου. Ίσως να παραληρούσα…

Ξέρω πως είχα τα μάτια μου κλειστά και δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά σκοτάδι. Αλλά μέσα στο σκοτάδι είδα έναν άλλο καθρέφτη. Τον καθρέφτη της φαντασίας, ο οποίος έδειχνε την πραγματικότητα. Κοιτάχτηκα. Είδα την όμορφη, στρογγυλή, γυαλιστερή κοιλιά μου τρομαχτικά πρησμένη, με, στο κέντρο της, μια συμμετρική γραμμή μαυροκίτρινου χρώματος η οποία έδινε την γλοιώδη εντύπωση ενός μικρού φιδιού απλωμένου σε έναν ογκώδη σάκο γεμάτο με ξερόχορτα. Τότε είδα επίσης τα θαυμάσια, λευκά μου στήθη να κρεμάνε και να ζαρώνουν… Ήμουν μητέρα!

Ένα μισητό κουτσούβελο ρούφηξε άπληστα το αίμα μου, λεηλάτησε τη νιότη μου, κατέστρεψε ανελέητα την θεϊκή ομορφιά μου, που ήλπιζα να είναι αθάνατη. Η επιθυμία του χθεσινού απογεύματος ήταν παρελθόν, αλλά ο εφιάλτης παρέμεινε.

Μητέρα… Τι υποτίθεται πως σημαίνουν όλα αυτά; Το να δίνεις παιδιά στο είδος περισσότερους σκλάβους στην κοινωνία, περισσότερους εγκατελειμένους στον πόνο.

…Μητέρα… Σύζυγος…

Αυτοί είναι λοιπόν οι στόχοι του έρωτα;

Αχ, η παλιά μαγεία της ηθικής, τα παλιά ψέμματα της γερασμένης ανθρωπότητας.

Όχι, δεν θα γίνω ποτέ γυναίκα κανενός, δεν θα δώσω ούτε ένα παιδί στο είδος. Ποτέ! Η ζωή είναι πόνος. Η ανθρωπότητα είναι ένα ψέμα. Οποιοσδήποτε καταδέχεται να διαιωνίσει το είδος είναι εχθρός της αγνής ομορφιάς.

Η ανθρωπότητα είναι μία φυλή που πρέπει να ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ!

Ο ατομικισμός πρέπει να σκοτώσει την κοινωνία, η ευχαρίστηση πρέπει να στραγγαλίσει τον πόνο. Ας αφήσουμε τη μετάνοια και τον πόνο να πεθάνει, να πνιγούν σε ένα τελευταίο όργιο χαράς. Παραδώσου στην τρελή χαρά του να ζεις, εσύ που αγαπάς τη ζωή, εσύ που αγαπάς το τέλος.

Γιατί θα έπρεπε το μέλλον να έχει σημασία; Τι σημασία έχει το είδος για σένα;

Εμπρός, εσείς που έχετε ανακαλύψει τους εαυτούς σας, ας κάνουμε τον κόσμο μια γιορτή, ας κάνουμε τη ζωή, ένα όργιο έρωτα στο λυκόφως. Για αυτούς που προέρχονται από τις αβύσσους του κοινωνικού ψεύδους όπου προσκολλούνται οι ρίζες του ανθρώπινου πόνου, η χαρά πρέπει να είναι ένα τέλος και το τέλος ο ύψιστος στόχος.

Δεν θέλω να έχω ένα παιδί που καταστρέφει την ομορφιά μου και μαραίνει τη νιότη μου.

Δεν θέλω να έχω μια οικογένεια που περιορίζει την ελευθερία μου. Δεν θέλω έναν άνοστο, ζηλόφθονο και κτηνώδη σύζυγο που, ως αντάλλαγμα για ένα κομμάτι ψωμί, εμποδίζει τις λυρικές πτήσεις του πνεύματος μέσα από τις πιο θεϊκές και αμαρτωλές τρέλες της πολυτέλειας και της ηδονής που προσφέρουν στη σάρκα οι πολλαπλοί εραστές.

Δεν αγαπώ τους συζύγους και ίσως ούτε καν τους εραστές.

Αγαπώ την απόλαυση και τον έρωτα.

Αλλά ο έρωτας είναι ένα λουλούδι που βλασταίνει στα χείλη των ανδρών.

Όταν πλησιάσω τα χείλη τους για να συλλέξω τον διεστραμμένο ανθό του έρωτα, θα το κάνω μόνο για τη δική μου ευχαρίστηση και μόνο.

Το να αγαπάς τον άλλο είναι πάντα περιττό και μερικές φορές ηλίθιο.

Είναι αρκετό το να αγαπάς τον εαυτό σου. Είναι αρκετό το να ξέρεις πως να αγαπάς τον εαυτό σου. Και εγώ θα ξέρω πως να αγαπάω τον εαυτό μου τόσο πολύ, ω τόσο πολύ!

Θα αγαπώ τον εαυτό μου γυμνή μπροστά από τον καθρέφτη το απόγευμα. Θα λατρεύω τον εαυτό μου γυμνή στη μπανιέρα το πρωινό. Θα είμαι γυμνή και μεθυσμένη στην αγκαλιά των εραστών μου.

Η ανθρωπότητα βαδίζει στον δρόμο του πόνου ώστε να διαιωνιστεί. Εγώ βαδίζω στο μονοπάτι της απόλαυσης γιατί ψάχνω το τέλος.

Βαδίζω προς την ανατολή, βαδίζω προς τη δύση. Θέλω να βαδίσω πέρα από τα μονοπάτια ανά τον κόσμο, συλλέγοντας τους ανθούς του έρωτα, της χαράς και της ελευθερίας.

Αγαπώ τα μαύρα καλσόν και αυτά στο χρώμα του δέρματος. Τα μεταξωτά εσώρουχα λευκού ή κόκκινου χρώματος. Τα παπούτσια από λάστιχο και εκλεπτισμένα υλικά. Τα μπάνια με νερό αρωματισμένο από οξαλίδα και κολώνια. Το άρωμα από Cotty και τα μπουκέτα με τριαντάφυλλα.

Θέλω να διασχίσω τα μονοπάτια του κόσμου, συλλέγοντας τους ανθούς του έρωτα, της χαράς και της ελευθερίας.

Θα τσακίσω τα φύλλα από τις φλαμουριές, θα συλλέξω μίσχους από υδραγεία, κλαδιά γλυσίνας και ανθούς πικροδάφνης, για να ετοιμάσω το αρωματισμένο κρεβάτι του έρωτα μου.

Και θα γίνω η ερωμένη των αλητών και των κλεφτών. Και θα γίνω το ιδανικό των ποιητών.

Επειδή δεν θέλω να δώσω τίποτα στην πατρίδα, στο είδος και στην ανθρωπότητα.

Θέλω να μεθύσω στην πηγή της απόλαυσης, της λαγνείας και της ηδονής. Θέλω να καταβροχθιστώ ολοσχερώς από την πυρά του έρωτα.

Δεν θέλω να γίνω μητέρα, δεν θέλω να γίνω σύζυγος. Όχι, όχι, όχι!

Αρωματισμένα κρεβάτια, φιλιά εραστών και μουσική από τρελά βιολιά. Χοροί και τραγούδια.

Ξέρω θα με αποκαλέσεις τρελή και ανώμαλη. Θα με αποκαλέσεις πουτάνα.

Αλλά αυτά είναι παλιά και αδύναμα επιφωνήματα που δεν έχουν πια καμιά επίδραση σε μένα.

Είμαι η πρόωρα ανεπτυγμένη έφηβη που, αφότου περιπλανήθηκα στις πιο τρομερές αβύσσους του βάθους, ξανασκαρφάλωσα στην κορυφή για να τραγουδήσω το ιερόσυλο τραγούδι της ελεύθερης ζωής στον ήλιο.

Μια ζωή ομορφιάς και δύναμης, μια ζωή τέχνης και έρωτα, πηγή της θεϊκής αμαρτίας, αναβλύζει στην ιερή όαση του ηδονισμού.

Αρκετά τώρα με τα επιληπτικά παραληρήματα του πνεύματος.

Τίποτα δεν ανήκει στην παγανιστική ομορφιά περισσότερο από το νεανικό μου κορμί.

Αχ έρωτα, πάρε με να πετάξουμε…

Renzo Novatore

Πηγή: The Anarchist Library

To παραπάνω κείμενο παρουσιάστηκε στην Αρκόλα της Ιταλίας, το 1921. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από τα φυλακισμένα μέλης της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς και η επιμέλεια από το μπλογκ Parabellum.

“Ο Αναρχισμος μου”, Armando Diluvi

Λίγο παλαιότερα, σε ένα τεύχος της Umanita Nova(1), υπήρχε μια δημόσια συζήτηση μεταξύ των συντρόφων Enzo Martucci και Malatesta. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό από μια ατομικιστική οπτική και γι’ αυτό, μπαίνει στη συζήτηση.

Και θα δηλώσω αμέσως πως δε συμφωνώ καν με τον Martucci. Για παράδειγμα, εκεί που υποστηρίζει πως «αν υπάρχουν άτομα που πρέπει να συνεργαστούν με άλλους, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, υπάρχουν επίσης και δυνατές ατομικότητες, που αρκούνται στον εαυτό τους, για να διατηρήσουν και να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους». Αυτό, επαναλαμβάνω, δεν το πιστεύω. Νομίζω πως, λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, εγώ είμαι από αυτούς που προσπαθούν να είναι όσο αυτάρκεις γίνεται. Αλλά, δε μπορώ να το κάνω. Οι υλικές ανάγκες της ζωής είναι τόσο πολυάριθμες, που ακόμα χρειάζομαι άλλους για κάποια πράγματα.

Και οι πνευματικές ανάγκες; Η διανοητική ευχαρίστηση και διασκέδαση; Αν, για παράδειγμα, θέλω να κάνω έρωτα με περισσότερες από μία γυναίκες; Αν θέλω να πάω στο θέατρο; Αν θέλω να ανέβω σε αεροπλάνο; Και όταν κάνω αυτά τα πράγματα, τι γίνεται αν δε θέλω να τα κάνω μόνος μου; Τι μένει τότε από το ικανοποιημένο Εγώ μου;

Για μένα, η λογική του Εγώ μου είναι αυτή που το προστατεύει από την ανησυχία για τους άλλους. Οι στρατιώτες και οι στρατηγοί υποτίθεται πως δεν υπάρχουν για μένα, η επαφή δε σημαίνει τίποτα, εξυπηρετώ τον εαυτό μου με αυτούς, ακόμα και αν ουσιαστικά υπηρετώ αυτούς. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή η αντίληψή μου περί σκλαβιάς είναι τόσο χαμηλή και χυδαία, είτε επειδή το ένστικτό μου για εξέγερση δεν έχει τη δύναμη εκείνων, που απεχθάνομαι και που με σκλαβώνουν.

Όμως, δε μπορώ να συλλάβω την πραγματοποίηση ενός αναρχικού κουμμουνισμού, όπως εκείνον που λαχταράει ο Malatesta. Αν το πράγμα παραμένει ένας πόθος και μια φιλοδοξία, που όλοι έχουν, όπως έχω κι εγώ, τότε… όλα καλά. Και νομίζω πως σε αυτό το σημείο, ίσως εγώ -ο ατομικιστής- και ο κομμουνιστής Malatesta συμφωνούμε. Αλλά, γιατί παραπονέθηκε ο Malatesta σε ένα άρθρο του, πριν λίγο καιρό, για το ότι «δεν είμαστε αρκετά οργανωμένοι»; Τότε, γιατί γράφει, στα πλαίσια αυτής της δημόσιας συζήτησης: «Λέμε, με κάποιες αμφιβολίες, πως, κατά τη γνώμη μας, ο κομμουνιστικός τρόπος ζωής ταιριάζει με τον καλύτερο τρόπο στις ανάγκες των ατομικιστών, αλλά ποτέ δεν ονειρευτήκαμε να επιβάλλουμε τις ιδέες μας στους άλλους, πόσο μάλλον ένα στέρεο τρόπο ζωής». Και η οργάνωση που απαιτείς να υπάρξει; Για να ρίξει την τωρινή και κάθε επερχόμενη κυβέρνηση και να διεξάγει απαλλοτριώσεις; Αυτό είναι λογικό. Αλλά, ο κομμουνισμός θα συμβεί μόνο μέσω της «ελεύθερης προσκόλλησης σε αυτόν, των ανθρώπων».

Ρωτάω, αγαπητέ Malatesta, αν θα μπορούσα να θεωρήσω τον αναρχοκομμουνιστικό τύπο κοινωνίας τον καλύτερο… επειδή θα είναι μια κοινωνία αγγέλων, σε αντίθεση με τη σημερινή κοινωνία δαιμόνων, ενώ δεν ξέρω αν θα με ικανοποιούσε και αν θα ήταν πρακτικός. Μήπως προσπαθούμε να ξανακαρφώσουμε ένα σκουριασμένο καρφί; Και αν θέλω να ζήσω δίχως να παράγω για εσάς; Και αν από ένστικτο δεν επιθυμώ να ζήσω σε μια τέτοια κοινωνία μαζί σας; Θα μπορούσα, εύλογα, να ερωτηθώ «και τώρα τι κάνεις»; Κάνω τον εαυτό μου δυνατό, εξεγείρομαι και η κοινωνία με καταστέλλει με το… νόμο. Πώς θα με καταστείλει η κομμουνιστική κοινωνία;

Αλλά, αντιλαμβάνομαι πως μιλώ τόση ώρα για τον αναρχισμό των άλλων. Και ο δικός μου; Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό από την πλευρά της καταστροφής. Σε αυτήν βρίσκεται η αριστοκρατική λογική της. Καταστροφή! Αυτή είναι η πραγματική ομορφιά του αναρχισμού. Θέλω να καταστρέψω οτιδήποτε με υποδουλώνει, με αποδυναμώνει και καταπιέζει τις επιθυμίες μου και θα ήθελα να περάσω πάνω από τα πτώματά τους. Όταν οι αναστολές, οι ενδοιασμοί και η συνείδηση, που υπάρχουν μέσα μου, με μετατρέπουν σε μη-χριστιανό σκλάβο τους, το εικονοκλαστικό μου πνεύμα τα καταστρέφει. Και όταν δεν τα νιώθω, κάποιος μπορεί να δει πως δεν υπάρχουν μέσα μου. Ναι, η εικονοκλαστική άρνηση είναι ό,τι πιο πρακτικό.

Και όταν αύριο εσείς πραγματώσετε την κομμουνιστική κοινωνία, θα είμαι ευχαριστημένος με την ομφαλοσκόπηση μου; Επιπλέον, εγώ δεν προσφέρω μια καλύτερη φιλοδοξία, για να έρθετε όλοι μαζί μας, ω προφητείες του σήμερα για την κομμουνιστική κοινωνία του αύριο.

Οι μάζες; Αυτές δε θα είναι ποτέ ικανές να συλλάβουν την ατομικότητα!

Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός είναι εκείνος που καμώνει τα μεγάλα μυστικά, τα οποία δεν αντιλαμβάνονται καν εκείνοι που τα χαίρονται και τα εκμεταλλεύονται, η μοναδική θέληση της ατομικότητας είναι εκείνη που επιταχύνει την πρόοδο, η ατομικότητα είναι εκείνη που αναδύεται και υπερισχύει, η μεγάλη μάζα είναι μετριότητα, απόρριμμα, τροφή για τις αδηφάγες ορέξεις των κυβερνητών και των πολιτικών. Ο μοναχικός μηδενιστής είναι εκείνος που καταστρέφει τους ισχυρούς, ο εικονοκλάστης είναι εκείνος που καταστρέφει όλα τα παράλογα πιστεύω με την άρνησή του. Δε μπορεί να υπάρξει καμιά πραγματική ελευθερία στην ανοικοδόμηση. Και για αυτό, ό,τι δεν είναι ελεύθερο και καταστροφικό, δεν είναι αναρχικό. Η καταστροφική φιλοσοφία του Στίρνερ είναι αναντίρρητα πιο αληθινή από την ανοικοδόμηση του Κροπότκιν, όσο μαθηματική και αν είναι η τελευταία.

Armando Diluvi

Υποσημειώσεις:

1. H Umanita Nova είναι αναρχική εφημερίδα, που ξεκίνησε την κυκλοφορία της το 1920 και φιλοξενούσε υλικό διαφόρων τάσεων του αναρχισμού και της Αναρχίας καθώς και μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, όπως αυτήν που αναφέρει ο συγγραφέας. Περνώντας από πολλές περιπέτειες, όπως έλλειψη πόρων, κρατική παρενόχληση, φασιστικές επιθέσεις και ευθεία καταστολή, συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και σήμερα ως όργανο πλέον της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας.

2. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου του 1922, στο 3ο τεύχος της αναρχικής έκδοσης Proletario.

Πηγή: Έρεβος

“Η Μηδενιστικη Επιθεση”, Federico Buono

Το κείμενο, που παρουσιάζεται εδώ, γράφτηκε με το χέρι, τις πυρετώδεις μέρες της δίκης μου για διακεκριμένη κλοπή.

Δεν ήθελα ποτέ να ξέρω τίποτα και δε ζήτησα βοήθεια από κανέναν, γιατί γνώριζα το αποτέλεσμα.

Με βάση τη δική μου εμπειρία, ο τρόπος, που ενέργησα, είναι μια προσπάθεια να αρνηθώ το δικαίωμα και το νόμο και το γεγονός πως την έζησα μέσα στην αβεβαιότητα, κάνει αυτές τι λέξεις πιο δυνατές.

Είναι λέξεις, που αφιερώνω στον πνευματικό μου αδερφό Maurizio και σε όλους εκείνους που, στην έρευνα που έθεσε σε κίνηση η αδελφή Manuela Comodi, θα διαλέξουν μια αντιδικονομική στάση.

Κινούμαι στη σκιά. Αισθάνομαι την αντίληψη ενός πιθανού γεγονότος, ως εκτός τροχιάς. Θολές αναμνήσεις. Το αβέβαιο βήμα χαράσσει ένα μονοπάτι, κάθετα μπροστά μου.

Αισθάνομαι τα βήματά μου, μέσα σε ένα ξέφρενο σπασμό προς το άγνωστο.

Χαράσσω το ζωτικό μου χώρο και τοποθετώ έναν ομόκεντρο κύκλο μεταξύ εμού και της κοσμικής μονιμότητας.

Γίνομαι ένας και μοναδικός, μέσα στη μοναξιά.

Αδιαχώριστος, σε μια συνεχή προσπάθεια να γίνω εκείνο, που εκμηδενίζει την υποτακτικότητα, της στατικής απολύτρωσης του γεγονότος.

Το γεγονός βρίσκεται μέσα μου ή μπροστά μου;

Η αμεσότητα κάνει γύρους μέσα στον ατομικό εαυτό μου.

Η σκιά μου οπλίζει τη μισανθρωπική της επιθυμία και εκτίθεται, προβάλλοντας τον εαυτό της στο φως, με ατελείωτες αντανακλάσεις: το φως της παθητικότητας αγαπά τη σκιά μου. Οπλίζω τον εαυτό μου εναντίον της. Βγαίνω μέσα από ένα χάσμα. Ακούω φωνές: αντιλαμβάνομαι πως θέλουν τις επιθυμίες μου και να με αρπάξουν. Μακριά από τα πάντα είμαι επίσης κοντά, σε μια κρυφή γωνία, μέσα στις βρωμερές αρτηρίες των νεκροπόλεων, των ανθρώπινων κοινωνιών.

Έχω διαλέξει, κρατώ τις αναμνήσεις μακρινές, η παθητικότητα επεκτείνει το φως της και θέλει να μασήσει την ουσία μου.

Οδηγούμαι εναντίον της. Έχω αποφασίσει να μην παραδοθώ στη «σιγουριά», που συμπληρώνει την αλλαγή των κανόνων της ανθρώπινης κοινωνίας.

Κάθε μέρα είναι μια καινούρια στιγμή και ο χώρος, που κλείνει στο εσωτερικό του την ανυπομονησία μου για αυτοπραγμάτωση, τείνει να απλώνεται προς τα έξω, καταστρέφοντας το παρελθόν της αμέσως προηγούμενης στιγμής.

Η άρνηση της στιγμής καταστρέφει την κανονικότητα.

Σε κάθε κρυφή γωνιά είμαι η σκιά μου και η βουλητική μου ουσία.

Τοποθετώ τον εαυτό μου στο κέντρο, διαλύοντας την ελπίδα ασήμαντων αναμνήσεων.

Ο Ναός της προφητείας –καταλύτης γεγονότων και εμπειριών- με καλεί και ο Δημιουργός περιμένει για ένα σημάδι απελπισίας.

Δεν παραδίδομαι και δεν το έχω κάνει εξ αρχής.

Η εγωιστική δύναμη επιτίθεται και κάνει την ηθική κομμάτια, δε θέλει το πτώμα ακόμα ζεστό, αλλά να το κάψει και να το κάνει στάχτη.

Αυτή τη μέρα βγαίνω στο φώς –ζηλεύοντας τη σκιά μου- και αφιερώνω αυτές τις λίγες λέξεις στους εξ αίματος αδερφούς και αδερφές μου και στα πνευματικά μου αδέρφια, που ερευνώνται από την αδελφή Manuela Comodi.

Η Μηδενιστική επίθεση δεν παραιτείται και δικαιώνεται μέσα στο συνεχή ρυθμό των ζωτικών της παρορμήσεων!

Από την Προσωπική μου Κόλαση, Federico Buono

Πηγή: Τhe Anachist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Έρεβος

Σημείωση από το εγχείρημα:

Λόγω του ιδιαίτερου ύφους γραφής του συντρόφου, προτιμήσαμε να μη μεταφράσουμε επί λέξει κάποια σημεία, αλλά να τα αποδώσουμε ελαφρώς πιο κατανοητά στα ελληνικά. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε πως το νόημα του κειμένου παραμένει ακριβές. Η Manuela Comodi είναι η εισαγγελέας, επικεφαλής της κατασταλτικής επιχείρησης «Ευτολμία» (Ardire), στα πλαίσια της οποίας διώχτηκε ο Buono και οι σύντροφοί/ισσες του. Ο χαρακτηρισμός «αδελφή» είναι κοροϊδευτικός και παραπέμπει νοηματικά στη λέξη «καλόγρια».

“Αποσπασμα: Η Λυκαινα”, L

Η αναρχική μηδενίστρια δε χρειάζεται να παριστάνει ότι ανήκει σε μια Ιστορία ή σε ένα Κίνημα, αλλά διαλέγει με το δικό της τρόπο το πώς θα είναι η ζωή της, με τις μεθόδους που επιλέγει μόνο αυτή και μαζί με εκείνους που βρίσκονται κοντά της. Δε χρειάζεται να σκαρφίζεται δικαιολογίες για το ότι οργανώνει μια συντροφική ομάδα που αποτελείται από 2-3 κοντινούς της φίλους.Η δημιουργικότητά της κυκλοφορεί στα επίπεδα που εκείνη θέλει και παρέχει και συνδημιουργεί με αυτούς, που έχουν μεταξύ τους αποφασίσει ότι θα βρίσκονται μαζί για κάποιες δραστηριότητες. Ξέρει πως η μη νομιμότητα και η ατυπικότητα της ταιριάζουν και δεν έχει ανάγκη από τις προφάσεις της δημοκρατίας, της μαζικής απεύθυνσης ή της μαζικής δράσης. Η ζωή της παρέχει ήδη το χώρο για τις συνειδητές πράξεις της. Έχει γίνει η ίδια το πλήθος και έχει εκμηδενίσει μέσα της το χρόνο και την κοινωνία, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αν το βάλει στο μυαλό της και δεχτεί τις συνέπειες.Κανείς δε γλιτώνει από τη ζωή ζωντανός. Το να ζήσει ή να πεθάνει, το να κρατάει τη ζωή του εχθρού στα χέρια της και να πατήσει τη σκανδάλη ή όχι, αν το διαλέξει. Η ζωή της είναι δικιά της. Δεν είναι θύμα αλλά θύτης. Το αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν οι εχθροί, είναι δική της επιλογή όχι δική τους. Όλα αποφασίζονται από τη θέλησή της, η οποία είναι αποκλειστικά δική της. Δεν έχει άλλη στρατηγική εκτός από το να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες της και καμιά τακτική, παρά μόνο την αξιοπρέπειά της και την αποφασιστικότητά της να επιτύχει ενάντια στις πιθανότητες.

Με τις μεθόδους που ταιριάζουν σε κάθε άτομο, οι οποίες συνδέονται περισσότερο μέσω της δράσης παρά μέσω της ταυτότητας, ακολουθεί τα κακά της πάθη μέχρι την κόλαση και κανείς δε μπορεί να κάνει τίποτα γι’αυτό.

L.

Εκδόθηκε αρχικά στο έντυπο “My Own”,τεύχος 6, από τον Apio Ludd (22 Νοεμβρίου, 2012)

Αυτό είναι ένα ακόμα κείμενο για μια συλλογή γραπτών εναντίον του «αστικού αναρχισμού», όπως αυτός έχει οριστεί από τον/τηVenona Q. και τους συντρόφους των εκδόσεων Dark Matters. Αφιερώνεται στις Εκδόσεις Cerbero, στο Parole Armate, στον πυρήνα Όλγα της FAI και στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.

Πηγή: Έρεβος

 

“Απο την πολιτικη στη ζωη: απαλλασσοντας την αναρχια απο την αριστερη μυλοπετρα”, Wolfi Landstreicher

Από τον πρώτο καιρό που ο αναρχισμός ορίστηκε ως ένα ξέχωρο ριζοσπαστικό κίνημα μέχρι και σήμερα, έχει συνδεθεί με την αριστερά, αλλά η σύνδεση ήταν πάντα άβολη. Οι αριστεροί που ήταν σε θέση εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί, όπως οι ηγέτες της CNT και του FAI στην Ισπανία στο 1936-37) εκλάμβαναν τον αναρχικό στόχο της ολοκληρωτικής μετατροπής της ζωής και την απορρέουσα αρχή, πως οι στόχοι θα πρέπει ήδη να υπάρχουν στα μέσα του αγώνα, ως ένα εμπόδιο στα πολιτικά τους προγράμματα. Η πραγματική εξέγερση ξεσπάει πάντα πέρα από κάθε πολιτικό πρόγραμμα, και οι πιο συνεπείς αναρχικοί είδαν την πραγματοποίηση των ονείρων τους ακριβώς σ’ αυτό το άγνωστο, μακρινό μέρος. Κι όμως, κατά καιρούς, όταν οι φλόγες της εξέγερσης κόπαζαν (ή ακόμη και σε περιπτώσεις όπως αυτή της Ισπανίας το 1936-37, όπου έκαιγαν ακόμα ζωηρά), ηγετικοί αναρχικοί έβρισκαν ξανά τη θέση τους ως «συνείδηση της αριστεράς». Όμως, αν η ευρύτητα των αναρχικών ονείρων και οι αρχές που αυτή εφαρμόζει έχουν αποτελέσει εμπόδιο στα πολιτικά σχέδια της αριστεράς, αυτά τα σχέδια έχουν γίνει μια πολύ μεγαλύτερη μυλόπετρα γύρω από το λαιμό του αναρχικού κινήματος, παρασύροντας το προς τα κάτω με το «ρεαλισμό» που δεν μπορεί να ονειρεύεται.

Για την αριστερά, ο κοινωνικός αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό πρόγραμμα προς υλοποίηση, με κάθε αρμόδιο μέσο. Μια τέτοια αντίληψη προφανώς χρειάζεται μια πολιτική μεθοδολογία αγώνα και μια τέτοια μεθοδολογία είναι αναγκασμένη να αντικρούσει μερικές βασικές αναρχικές ιδέες. Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σαν μια διακριτή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός των αποφάσεων που καθορίζουν της ζωές μας από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Αυτός ο διαχωρισμός εδρεύει σε θεσμούς που λαμβάνουν και επιβάλλουν εκείνες τις αποφάσεις. Έχει μικρή σημασία πόσο δημοκρατικοί ή συναινετικοί είναι αυτοί οι θεσμοί: ο διαχωρισμός και η θεσμοποίηση που είναι σύμφυτα με την πολιτική, πάντα αποτελούνε μια επιβολή απλά και μόνο επειδή απαιτούν οι αποφάσεις να παίρνονται πριν την εμφάνιση των περιστάσεων στις οποίες εφαρμόζονται. Αυτό καθιστά απαραίτητο να παίρνουν τη μορφή γενικευμένων κανόνων που πρέπει πάντα να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένου τύπου καταστάσεις, μη λαμβάνοντας υπόψην τις ειδικές περιστάσεις. Εδώ συναντώνται οι σπόροι της ιδεολογικής σκέψης -κατά την οποία οι ιδέες ορίζουν τις δραστηριότητες των ατόμων αντί να εξυπηρετούν τα άτομα ώστε να αναπτύξουν τα δικά τους σχέδιά-, αλλά θα αναφερθώ σ’ αυτό αργότερα. Ανάλογης σημασίας από μια αναρχική προοπτική είναι το γεγονός πως η εξουσία έγκειται σ’ αυτούς τους θεσμούς που αποφασίζουν και επιβάλλουν. Και η αριστερίστικη αντίληψη του κοινωνικού αγώνα είναι ακριβώς αυτή του να επηρεάσουν, να πάρουν τον έλεγχο ή να δημιουργήσουν εναλλακτικές εκδοχές αυτών των θεσμών. Με άλλα λόγια, είναι ένας αγώνας για να τροποποιήσει, όχι για να καταστρέψει θεσμοθετημένες εξουσιαστικές σχέσεις.

Αυτή η [αριστερίστικη] αντίληψη αγώνα με την προγραμματική της βάση απαιτεί μια οργάνωση ως μέσο διεξαγωγής του αγώνα. Η οργάνωση αντιπροσωπεύει τον αγώνα, επειδή είναι η συμπαγής έκφραση του προγράμματός της. Αν οι εμπλεκόμενοι ορίσουν το πρόγραμμα ως επαναστατικό και αναρχικό, τότε το πρόγραμμα έρχεται να αντιπροσωπεύσει την επανάσταση και την αναρχία για αυτούς, και η δύναμη της οργάνωσης εξισώνεται με τη δύναμη του επαναστατικού και αναρχικού αγώνα. Ένα τέτοιο ξεκάθαρο παράδειγμα εντοπίζεται στην Ισπανική επανάσταση, όπου η ηγεσία της CNT αφού ενέπνευσε τους εργάτες και τους χωρικούς της Καταλονίας να απαλλοτριώσουνε τα μέσα παραγωγής (όπως και όπλα με τα οποία σχημάτισαν τις ελεύθερες πολιτοφυλακές τους), δεν διέλυσε την οργάνωση ώστε να επιτρέψει στους εργάτες να εξερευνήσουν την αναδημιουργία της κοινωνικής ζωής με τους δικούς τους όρους. Αντίθετα ανέλαβε τη διοίκηση της παραγωγής. Αυτή η σύγχυση με το συνδικάτο να αναλαμβάνει τη διοίκηση της αυτό-οργάνωσης των εργατών είχε αποτελέσματα που μπορούν να μελετηθούν από οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να δει τα γεγονότα κριτικά. Επομένως, όταν ο αγώνας ενάντια στην άρχουσα τάξη διαχωρίζεται από τα άτομα που τον διεξάγουνε και εναποτίθεται στα χέρια της οργάνωσης, παύει να είναι το αυτοπροσδιορισμένο σχέδιο αυτών των ατόμων και αντιθέτως καταλήγει να είναι μια εξωτερική υπόθεση στην οποία αυτά αφοσιώνονται. Επειδή αυτή η υπόθεση εξισώνεται με την οργάνωση, η πρωταρχική δραστηριότητα των ατόμων που αφοσιώνονται σ’ αυτήν είναι η διατήρηση και η επέκταση της οργάνωσης.

Στην πραγματικότητα, η αριστερή οργάνωση είναι το μέσο με το οποίο η αριστερά σχεδιάζει να μετατρέψει τις θεσμοθετημένες σχέσεις εξουσίας. Είτε αυτό γίνει μέσω της απεύθυνσης στους σημερινούς κυβερνώντες και την άσκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, είτε μέσω της εκλογικής ή βίαιης κατάκτησης της κρατικής εξουσίας, είτε μέσω της θεσμικής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής είτε μέσω ενός συνδυασμού των παραπάνω, είναι μικρής σημασίας. Για να το πετύχει αυτό η οργάνωση προσπαθεί να μετατρέψει τον εαυτό της σε μια εναλλακτική εξουσία ή σε μια αντί-εξουσία: αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να ενστερνιστεί τη σημερινή ιδεολογία της εξουσίας, δηλαδή τη δημοκρατία. Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα διαχωρισμένων και θεσμοθετημένων τρόπων λήψης αποφάσεων που απαιτεί τη δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης ώστε να ενεργοποιηθούν τα προγράμματα. Αν και η εξουσία πάντα έγκειται στον εξαναγκασμό, στα δημοκρατικά πλαίσια δικαιολογείται μέσω της συγκατάθεσης πως μπορεί να κερδίσει. Αυτός είναι ο λόγος που είναι απαραίτητο για την αριστερά να αναζητά όσους περισσότερους οπαδούς γίνεται, μάζες που να συμφωνούν και να υποστηρίζουν τα προγράμματά της. Έτσι αφοσιωμένη στη δημοκρατία, η αριστερά πρέπει να ενστερνιστεί την ποσοτική ψευδαίσθηση.

Η προσπάθεια να κερδίσει οπαδούς απαιτεί την επίκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Έτσι αντί να συνεχίζει μια ζωτική θεωρητική εξερεύνηση, η αριστερά αναπτύσσει μια σειρά απλοϊκών δογμάτων μέσω των οποίων βλέπει τον κόσμο και μια λιτανεία από ηθικά αίσχη που διαπράττονται από τους σημερινούς κυβερνώντες. Με αυτόν τον τρόπο οι αριστεροί ελπίζουν να έχουν μαζική απήχηση. Κάθε αμφισβήτηση ή εξερεύνηση έξω από το ιδεολογικό πλαίσιο καταδικάζεται σφοδρά ή αντιμετωπίζεται χωρίς κατανόηση. Η ανικανότητα για σοβαρή θεωρητική εξερεύνηση είναι το κόστος της αποδοχής της ποσοτικής ψευδαίσθησης, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των οπαδών, ανεξάρτητα από την παθητικότητα και την άγνοιά τους, είναι αυτός που αντανακλά τη δύναμη ενός κινήματος και όχι η ποιότητα και η συνέπεια ιδεών και πρακτικής.

Επιπλέον η πολιτική αναγκαιότητα της απεύθυνσης «στις μάζες» οδηγεί την αριστερά να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της διατύπωσης μερικών (όχι συνολικών) αιτημάτων προς τους σημερινούς κυβερνώντες. Αυτή η μέθοδος είναι σίγουρα αρκετά συνεπής με ένα σχέδιο μετατροπής των σχέσεων εξουσίας, ακριβώς επειδή δεν αμφισβητεί ριζικά αυτές τις σχέσεις. Στην πραγματικότητα με το να διατυπώνονται αιτήματα προς τους κυβερνώντες, υποδηλώνεται πως απλές (αν και πιθανώς ακραίες) ρυθμίσεις των τωρινών σχέσεων επαρκούν για την πραγματοποίηση του προγράμματος της αριστεράς. Αυτό που δεν αμφισβητείται σ’ αυτήν τη μέθοδο είναι η ίδια η κυρίαρχη τάξη, αφού αυτό θα απειλούσε το πολιτικό πλαίσιο της αριστεράς.

Αυτό που εξυπακούεται σ’ αυτή τη προσέγγιση για μερική αλλαγή είναι το δόγμα της προοδευτικότητας (όντως, μια απ’ τις πιο δημοφιλείς ταμπέλες στις μέρες μας ανάμεσα σε αριστερούς και ελευθεριακούς -οι οποίοι μάλλον θα προτιμούσαν να αφήσουν πίσω τους τις άλλες αμαυρωμένες ταμπέλες- είναι ακριβώς αυτή του «προοδευτικού»). Προοδευτικότητα είναι η ιδέα πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς (αν και πιθανώς «διαλεκτικής») διαδικασίας βελτίωσης, και πως αν προσπαθήσουμε (είτε μέσα από ψήφους, ψηφίσματα, δικαστικούς αγώνες, πολιτική ανυπακοή, πολιτική βία ή ακόμα και μέσα από την κατάκτηση της εξουσίας -οτιδήποτε άλλο εκτός από την καταστροφή της) μπορούμε να προχωρήσουμε αυτή τη διαδικασία ακόμη περαιτέρω. Η έννοια της προόδου και η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων, η οποία αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της, αναδεικνύουν μια άλλη ποσοτική πτυχή της αριστερής αντίληψης του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι απλά ζήτημα μοιρών, [ζήτημα] της θέσης κάποιου κατά μήκος μια συνεχόμενης τροχιάς. Η σωστή ρύθμιση θα μας οδηγήσει «εκεί» (οπουδήποτε και αν βρίσκεται το «εκεί»). Μεταρρύθμιση και επανάσταση είναι απλά διαφορετικά επίπεδα της ίδιας δραστηριότητας. Τέτοιοι είναι οι παραλογισμοί της αριστεράς, η οποία παραμένει τυφλή στις συντριπτικές αποδείξεις πως η μοναδική τροχιά στην οποία βρισκόμαστε, τουλάχιστον από την άνοδο του καπιταλισμού και του βιομηχανικού συστήματος, είναι η αυξανόμενη φτωχοποίηση της ύπαρξης και αυτό δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί.

Η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων και η πολιτική ανάγκη για κατηγοριοποίηση οδηγεί επίσης την αριστερά στο να αξιολογεί τους ανθρώπους με βάση το αν αποτελούν μέλη διαφόρων καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων ομάδων όπως «εργάτες», «γυναίκες», «έγχρωμοι», «γκέι και λεσβίες» και πάει λέγοντας. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι η βάση της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πολιτική των ταυτοτήτων είναι αυτή η ειδική μορφή ψεύτικης αντιπαράθεσης, στην οποία οι καταπιεσμένοι διαλέγουνε να ταυτιστούνε με μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία μέσω της οποίας η καταπίεσή τους ενισχύεται σαν μια υποτιθέμενη δράση αψήφησης της καταπίεσής τους. Στην πραγματικότητα, η συνεχόμενη ταύτιση με αυτόν το κοινωνικό ρόλο περιορίζει την ικανότητα αυτών που ασκούν την πολιτική των ταυτοτήτων να αναλύσουν τη κατάστασή τους στη κοινωνία εις βάθος και να δράσουν ως άτομα ενάντια στη καταπίεσή τους. Συνεπώς αυτό εγγυάται τη συνέχιση των κοινωνικών σχέσεων που προκαλούν τη καταπίεσή τους. Αλλά μόνο ως μέλη κατηγοριών αυτοί οι άνθρωποι είναι χρήσιμα πιόνια στους πολιτικούς ελιγμούς της αριστεράς, δεδομένου ότι τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες αναλαμβάνουν το ρόλο ομάδων πίεσης και εξουσίας εντός της δημοκρατικής δομής.

Η πολιτική λογική της αριστεράς με τις οργανωτικές της προϋποθέσεις, την υιοθέτηση της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης και την αξιολόγηση των ατόμων ως απλά μέλη κοινωνικών κατηγοριών, είναι από τη φύση της κολλεκτιβίστικη, καταστέλλοντας το άτομο ώς τέτοιο. Αυτό εκφράζεται μέσω του καλέσματος προς τα άτομα να θυσιάσουν τον εαυτό για τους ποικίλους σκοπούς, προγράμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Πίσω απ’ αυτά τα καλέσματα μπορεί κάποιος να εντοπίσει τις χειραγωγικές ιδεολογίες της συλλογικής ταυτότητας, της συλλογικής ευθύνης και της συλλογικής ενοχής. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας «προνομιούχας» ομάδας -«στρέιτ», «λευκοί», «άντρες», «πρωτοκοσμικοί», «μεσοαστοί»- θεωρούνται υπεύθυνα για όλη την καταπίεση που αποδίδεται σε αυτήν την ομάδα. Αυτοί λοιπόν χειραγωγούνται με το να δρουν έτσι ώστε να εξιλεωθούνε απ’ αυτά τα «εγκλήματα», παρέχοντας υποστήριξη άνευ κριτικής στα κινήματα εκείνων που είναι πιο καταπιεσμένοι απ’ οτι οι ίδιοι. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας καταπιεσμένης ομάδας χειραγωγούνται με το να δέχονται μια συλλογική ταυτότητα στα πλαίσια μιας υποχρεωτικής «αλληλεγγύης» -γυναικεία αδελφότητα, εθνικισμός μαύρων, queer ταυτότητα κ.τ.λ. Αν αυτοί απορρίψουν ή κριτικάρουν βαθιά και ριζοσπαστικά αυτή την ομαδική ταυτότητα, αυτό ισούται με την αποδοχή της δικιάς τους καταπίεσης. Στην πραγματικότητα το άτομο που δρα μόνος του ή μόνη της (ή μόνο με αυτούς που έχει αναπτύξει αληθινή εγγύτητα) ενάντια στην καταπίεσή του/της και την εκμετάλλευση όπως τη βιώνει στη ζωή του/της, κατηγορείται για «αστικό ατομικισμό», παρά το γεγονός πως παλεύει ακριβώς ενάντια στην αλλοτρίωση, στο διαχωρισμό και τον ατομισμό, που είναι έμφυτο αποτέλεσμα της συλλογικής αλλοτριωμένης κοινωνικής δραστηριότητας την οποία το κράτος και το κεφάλαιο -η επονομαζόμενη «αστική κοινωνία»- μας επιβάλλει.

Επειδή η αριστερά είναι η ενεργή αντίληψη του κοινωνικού αγώνα ως πολιτικό πρόγραμμα, είναι ιδεολογική από πάνω μέχρι κάτω. Ο αγώνας που διεξάγει η αριστερά δε γεννιέται από τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα όνειρα των εκμεταλλευόμενων, καταπιεσμένων, κυριαρχημένων και αποστερημένων ατόμων αυτής της κοινωνίας. Δεν πρόκειται για τη δραστηριότητα των ανθρώπων που πασχίζουν να επανοικειοποιηθούν τη ζωή τους και αναζητούν τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνουν. Αντιθέτως είναι ένα διατυπωμένο πρόγραμμα στα μυαλά των αριστερών ηγετών ή στις οργανωτικές συναντήσεις, που υπάρχει πέρα και πριν από τους ατομικούς αγώνες των ανθρώπων και στο οποίο αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να υποταχθούν. Όποιο και αν είναι το σύνθημα του προγράμματος -σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών, Αφρικανοί, δικαιώματα των ζώων, απελευθέρωση της γης, πριμιτιβισμός, εργατική αυτοδιαχείρηση κ.τ.λ. κ.τ.λ.- δεν παρέχει ένα εργαλείο για τα άτομα ώστε να το χρησιμοποιήσουν στους δικούς τους αγώνες ενάντια στη κυριαρχία, παρά απαιτεί από τα άτομα να ανταλλάξουν την κυριαρχία της άρχουσας τάξης με την κυριαρχία του αριστερού προγράμματος. Με άλλα λόγια απαιτεί από τα άτομα να συνεχίσουν να εγκαταλείπουν την ικανότητά τους να καθορίζουν τη δική τους ύπαρξη.

Στα καλύτερά της, η αναρχική προσπάθεια ήταν από πάντα η συνολική μετατροπή της ύπαρξης βασισμένη στην επανοικιοποίηση της ζωής από κάθε άτομο ξεχωριστά που συναναστρέφεται ελεύθερα με άλλους της επιλογής του. Αυτό το όραμα μπορεί να βρεθεί στα πιο ποιητικά γραπτά σχεδόν κάθε γνωστού αναρχικού, και είναι αυτό που έκανε τον αναρχισμό «τη συνείδηση της αριστεράς». Αλλά ποια η χρησιμότητα του να είναι κανείς η συνείδηση ενός κινήματος το οποίο δεν μοιράζεται και δεν μπορεί να μοιραστεί το εύρος και το βάθος των ονείρων του, αν αυτός επιθυμεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του; Στην ιστορία του αναρχικού κινήματος αυτές οι κοντινότερες στην αριστερά προοπτικές και πρακτικές, όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός και ο πλατφορμισμός, εμπεριείχαν πάντα πολύ λιγότερο το όνειρο και πολύ περισσότερο το πρόγραμμα. Τώρα που η αριστερισμός έχει πάψει να είναι μια διακριτά σημαντική δύναμη από την υπόλοιπη πολιτική σφαίρα, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, είναι σίγουρο οτι δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να κουβαλάμε αυτή τη μυλόπετρα γύρω απ’ το λαιμό μας. Η συνειδητοποίηση των αναρχικών ονείρων, των ονείρων κάθε ατόμου ικανού ακόμα να ονειρεύεται και να επιθυμεί ανεξάρτητα, να είναι αυτόνομος δημιουργός της δικιάς του ύπαρξης, απαιτεί μια συνειδητή και αυστηρή ρήξη με την αριστερά. Στο ελάχιστο αυτή η ρήξη θα σήμαινε:

1. Την απόρριψη μιας πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αγώνα, μια αναγνώριση πως ο επαναστατικός αγώνας δεν είναι ένα πρόγραμμα, αλλά αντιθέτως είναι ο αγώνας για την ατομική και την κοινωνική επανοικιοποίηση της ολότητας της ζωής. Ως τέτοια είναι από τη φύση της αντί-πολιτική. Με άλλα λόγια, αντιτίθεται σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης -και κάθε μέθοδο αγώνα- στην οποία οι αποφάσεις για το πως να ζεις και να αγωνίζεσαι είναι διαχωρισμένες από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων, άσχετα με το πόσο δημοκρατική και συμμετοχική μπορεί να είναι αυτή η διαχωρισμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

2. Την απόρριψη του οργανωτισμού, εννοώντας με αυτό την απόρριψη της ιδέας πως κάποια οργάνωση μπορεί να αντιπροσωπεύσει εκμεταλλευόμενα άτομα ή ομάδες, τον κοινωνικό αγώνα, την επανάσταση ή την αναρχία. Επομένως την επιπλέον απόρριψη των επίσημων οργανώσεων -κομμάτων, ενώσεων, ομοσπονδιών και των ομοίων τους- οι οποίες, εξαιτίας της προγραμματικής τους φύσης, αναλαμβάνουν ένα τέτοιο ρόλο αντιπροσώπευσης. Αυτό δεν σημαίνει την απόρριψη της ικανότητας να οργανώνεις συγκεκριμένες δραστηριότητες απαραίτητες για τον επαναστατικό αγώνα, αλλά κυρίως την απόρριψη της υποβολής της οργάνωσης εργασιών και σχεδίων στο φορμαλισμό ενός οργανωτικού προγράμματος. Το μόνο έργο που έχει φανεί μέχρι τώρα να απαιτεί επίσημη οργάνωση είναι η ανάπτυξη και η διατήρηση μιας επίσημης οργάνωσης.

3. Την απόρριψη της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης. Την απόρριψη της οπτικής πως ο αριθμός των οπαδών μιας υπόθεσης, ιδέας ή προγράμματος είναι αυτό που καθορίζει τη δύναμη του αγώνα, περισσότερο από ότι η ποιοτική αξία της πρακτικής αγώνα ως επίθεση ενάντια στους θεσμούς κυριαρχίας και ως επανοικειοποίηση της ζωής. Την απόρριψη κάθε θεσμοποιημένου ή τυποποιημένου τρόπου λήψης αποφάσεων και στην πραγματικότητα κάθε αντίληψης που αντιλαμβάνεται τους τρόπους λήψης αποφάσεων σαν μια στιγμή διαχωρισμένη από τη ζωή και την πρακτική. Την απόρριψη επιπλέον της ευαγγελιστικής μεθόδου που πασχίζει να κατακτήσει τις μάζες. Μια τέτοια μέθοδος θεωρεί πως η θεωρητική εξερεύνηση έχει ένα τέλος, πως κάποιος έχει την απάντηση στην οποία όλοι πρέπει προσκολληθούν και πως επομένως κάθε μέθοδος είναι αποδεκτή για τη διάδοση του μηνύματος, ακόμα και αν αυτή η μέθοδος αντικρούει ό,τι λέμε. Αυτό οδηγεί κάποιον στο να αναζητά ακολουθητές που αποδέχονται τη θέση του παρά συντρόφους και συνεργούς με τους οποίους να συνεχίσει τις εξερευνήσεις του. Αντιθέτως αναφέρομαι στην πρακτική όχι του να πασχίζεις να εκτελέσεις τα σχέδια κάποιου, όσο καλύτερα μπορείς με τρόπο συνεπή στις ιδέες, επιθυμίες και όνειρα αυτού του κάποιου, αλλά να προσελκύεις εν-δυνάμει συνενόχους με τους οποίους να αναπτύσσεις σχέσεις εγγύτητας και να επεκτείνεις τη πρακτική της εξέγερσης.

4. Την απόρριψη του να εκφράζεις αιτήματα προς τους εξουσιαστές επιλέγοντας καλύτερα μια πρακτική άμεσης δράσης και επίθεσης. Την απόρριψη της ιδέας πως μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία μας για αυτοπροσδιορισμό μέσα από μερικά αιτήματα τα οποία, στην καλύτερη, προσφέρουν μόνο μια προσωρινή βελτίωση της βλαβερότητας της κοινωνικής τάξης του κεφαλαίου. Την αναγνώριση της αναγκαιότητας να επιτεθούμε σ’ αυτή τη κοινωνία στο σύνολό της, να επιτύχουμε μια πρακτική και θεωρητική γνώση σε κάθε επιμέρους αγώνα του συνόλου που πρέπει να καταστραφεί. Με τον ίδιο τρόπο, την ικανότητα να βλέπουμε τι είναι δυνητικά επαναστατικό -τι έχει μετατοπιστεί πέρα από τη λογική των αιτημάτων και των μερικών αλλαγών- στους μερικούς κοινωνικούς αγώνες, από τη στιγμή, που τελικά κάθε ριζοσπαστική, εξεγερτική ρωγμή έχει πυροδοτηθεί από έναν αγώνα που άρχισε σαν μια προσπάθεια να κερδίσει μερικά αιτήματα, ο οποίος όμως μετατοπίστηκε στην πράξη από το να απαιτεί ό,τι ήταν επιθυμητό στο να το αδράξει και με το παραπάνω.

5. Την απόρριψη της ιδέας της προόδου, της ιδέας πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας βελτίωσης που μπορούμε να εξελίξουμε ακόμη περισσότερο, πιθανώς μέχρι και την αποθέωση της, αν προσπαθήσουμε. Την αναγνώριση πως η τωρινή τροχιά -την οποία οι κυβερνώντες και η πιστή ρεφορμιστική και «επαναστατική» αντιπολίτευσή τους αποκαλούν «πρόοδο»- είναι από τη φύση της επιβλαβής για την ατομική ελευθερία, την ελεύθερη συναναστροφή, τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις, την ολότητα της ζωής και του ίδιου του πλανήτη. Την αναγνώριση πως αυτή η τροχιά πρέπει να οδηγηθεί σε ένα τέλος και νέοι τρόποι ζωής και συσχετισμού πρέπει να αναπτυχθούν αν σκοπεύουμε στην πλήρη αυτονομία και ελευθερία. (Αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια απόλυτη απόρριψη της τεχνολογίας και του πολιτισμού, και μια τέτοια απόρριψη δεν αποτελεί την τελική γραμμή της ρήξης με την αριστερά, αλλά η απόρριψη της προόδου σίγουρα σημαίνει μια επιθυμία να εξετάσουμε και να αμφισβητήσουμε σοβαρά και κριτικά τον πολιτισμό και την τεχνολογία, και ειδικότερα τη βιομηχανοποίηση. Αυτοί που δεν επιθυμούν να αναδεικνύουν τέτοια ερωτήματα το πιθανότερο είναι να συνεχίσουν να διατηρούν το μύθο της προόδου.)

6. Την απόρριψη της πολιτικής των ταυτοτήτων. Την αναγνώριση πως, ενώ ποικίλες ομάδες εκμεταλλευόμενων βιώνουν την αποστέρησή τους με τρόπους ανάλογους με την καταπίεση τους και η ανάλυση αυτών των ιδιαιτεροτήτων είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε πλήρως πως λειτουργεί η κυριαρχία, παρ’ όλα αυτά, η αποστέρηση είναι η κατεξοχήν αρπαγή της ικανότητας από καθέναν από μας σαν άτομα να δημιουργούμε τις ζωές μας με τους δικούς μας όρους σε ελεύθερη συναναστροφή με άλλους. Η επανοικειοποίηση της ζωής σε κοινωνικό επίπεδο, όπως και η πλήρης επανοικειοποίηση της σε ατομικό επίπεδο, μπορεί να συμβεί μόνο όταν σταματήσουμε να ταυτίζουμε τους εαυτούς μας κυρίως με όρους κοινωνικών ταυτοτήτων.

7. Την απόρριψη του κολεκτιβισμού, της υποταγής του ατόμου στην ομάδα. Την απόρριψη της ιδεολογίας της συλλογικής ευθύνης (μια απόρριψη που δεν σημαίνει την άρνηση κοινωνικής ή ταξικής ανάλυσης, αλλά απομακρύνει την ηθική κριτική από μια τέτοια ανάλυση και αρνείται την επικίνδυνη πρακτική του να κατηγορείς άτομα για δραστηριότητες που έχουν γίνει στο όνομα μιας κοινωνικής κατηγορίας ή έχουν αποδοθεί σε αυτή και της οποίας θεωρούνται πως αποτελούν κομμάτια, κάτι όμως για το οποίο αυτοί δεν είχανε καμία επιλογή -π.χ. «Εβραίοι», «γύφτοι», «αρσενικοί», «λευκοί» κ.τ.λ.). Την απόρριψη της ιδέας πως ο καθένας, είτε εξαιτίας κάποιου «προνομίου» είτε εξαιτίας του οτι υποτίθεται πως είναι μέλος σε μια ξεχωριστή καταπιεζόμενη ομάδα, οφείλει άνευ κριτικής αλληλεγγύη σε κάθε αγώνα ή κίνημα και την αναγνώριση πως μια τέτοια αντίληψη είναι μια μεγάλη παρεμπόδιση σε οποιαδήποτε σοβαρή επαναστατική διαδικασία. Τη δημιουργία συλλογικών σχεδίων και δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εμπλεκόμενων ατόμων και όχι το αντίστροφο. Την αναγνώριση πως η θεμελιώδης αλλοτρίωση που επιβάλλεται από το κεφάλαιο δεν βασίζεται σε καμία υπέρ-ατομικιστική ιδεολογία που ίσως προωθεί, αλλά προκύπτει περισσότερο από το συλλογικό σχέδιο παραγωγής που αυτό επιβάλλει, το οποίο απαλλοτριώνει τις ατομικές δημιουργικές μας ικανότητες για να εκπληρώσει τους στόχους του. Την αναγνώριση της ελευθερίας κάθε ατόμου ξεχωριστά να μπορεί να καθορίζει τις συνθήκες ύπαρξης του/της με ελεύθερη συναναστροφή με άλλους της επιλογής του/της -π.χ. την ατομική και την κοινωνική επανοικειοποίηση της ζωής- σαν το πρωταρχικό στόχο της επανάστασης.

8. Την απόρριψη της ιδεολογίας, δηλαδή, την απόρριψη κάθε προγράμματος, ιδέας, αφαίρεσης, ιδανικού ή θεωρίας που τοποθετείται πάνω από τη ζωή και τα άτομα σαν ένα κατασκεύασμα το οποίο πρέπει να υπηρετούν. Την απόρριψη επομένως του Θεού, του Κράτους, του Έθνους, της Φυλής κ.τ.λ. αλλά επίσης του Αναρχισμού, του Πριμιτιβισμού, του Κομμουνισμού, της Ελευθερίας, της Λογικής, του Ατόμου κ.τ.λ. όταν αυτά γίνονται ιδανικά στα οποία κάποιος θυσιάζει τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του, τα όνειρά του. Τη χρήση των ιδεών, θεωρητικών αναλύσεων και την ικανότητα να σκέφτεται κανείς λογικά, αφαιρετικά και κριτικά, ως εργαλεία για να πραγματοποιήσει τους στόχους του, για επανοικειοποιηθεί τη ζωή και να δρα ενάντια σε οτι στέκεται στο δρόμο αυτής της επανοικειοποίησης. Την άρνηση των εύκολων απαντήσεων που έρχονται να λειτουργήσουν σαν παρωπίδες στις προσπάθειες κάποιου να εξετάσει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει, για χάρη της συνεχούς αμφισβήτησης και θεωρητικής εξερεύνησης.

Όπως το βλέπω, αυτά είναι που αποτελούνε μια αληθινή ρήξη με την αριστερά. Όπου λείπουν οι παραπάνω απορρίψεις -είτε στη θεωρία είτε στη πράξη- σημαίνει ότι παραμένουν απομεινάρια της αριστεράς, και αυτό είναι ένα εμπόδιο στα σχέδια μας για απελευθέρωση. Από τη στιγμή που η ρήξη με την αριστερά βασίζεται στην αναγκαιότητα να ελευθερώσουμε την πρακτική της αναρχίας από τα όρια της πολιτικής, αυτό σίγουρα δεν είναι μια προσέγγιση προς τη δεξιά ή κάποιο άλλο τμήμα του πολιτικού φάσματος. Αποτελεί περισσότερο μια αναγνώριση πως ένας αγώνας για τη μετατροπή της ολότητας της ζωής, ένας αγώνας να πάρουμε πίσω τις ζωές μας, ως δικές μας σε μια συλλογική κίνηση για ατομική πραγμάτωση, μπορεί μόνο να παρεμποδιστεί από πολιτικά προγράμματα, «επαναστατικές» οργανώσεις και ιδεολογικές κατασκευές που απαιτούνε την υπηρεσία μας, επειδή αυτές, όπως το κράτος και το κεφάλαιο, απαιτούνε να δώσουμε τις ζωές μας σ’ αυτά, και όχι να τις πάρουμε στα χέρια μας. Τα όνειρα μας είναι πολύ μεγαλύτερα από τα στενά όρια των πολιτικών σχεδιασμών. Είναι καιρός τώρα να αφήσουμε πίσω μας την αριστερά και να συνεχίσουμε τον κεφάτο δρόμο μας προς το άγνωστο της εξέγερσης και της δημιουργίας γεμάτων και αυτοπροσδιοριζόμενων ζωών.

Πηγή: Flying Theory

“Η εσχατη βεβηλωση”, Lee Paxton

Μιλάει ένας γυμνοσοφιστής

«…το ιερό, είναι το γόνιμο έδαφος κάθε ιδεολογίας….»

 Αλφρέντο Μ. Μπονάννο

Όταν ο άνθρωπος άρχισε να μιλάει στον εαυτό του, έκανε τα πρώτα του βήματα σε έναν καινούργιο κόσμο. Πλέον, η σκέψη του δεν ήταν αποκλειστικά δεμένη με την αισθητική του δραστηριότητα – απέκτησε δική της ζωή. Ένας «πνευματικός κόσμος», ένας «geistwelt», με νοητικές συλλήψεις για τα πλάσματά του, έστησε το σπίτι του στο κεφάλι του ανθρώπου και έμεινε εκεί.

Νομίζω πως ήταν ο λόγος[1] που απελευθέρωσε τη σκέψη. Ο λόγος δεν είναι απλά περιγραφικός, είναι δημιουργικός. Επομένως, δεν αποτυπώνουμε απλά, φαντασιωνόμαστε. Αποκόπτουμε τις ιδέες από τις ρίζες τους και τις χειραγωγούμε, μετατρέποντάς τες σε έργα τέχνης αποκλειστικά δικά μας.

Καθώς αυτή η ικανότητα ανθούσε μέσα στον άνθρωπο, εκείνος βρέθηκε περικυκλωμένος από το μυστήριο, τον πρώτο πυλώνα του ιερού. Κι έτσι, ξεκίνησε, μάλλον φυσικά, να γεμίζει τα κενά της κατανόησής του, εκείνα τα μέρη που η στοχαστική του ικανότητα δε μπορούσε να φτάσει, με τη φαντασία. Από κει και μετά, αρχίζει να δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ του ιδανικού και του πραγματικού. Όμως, ο άνθρωπος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, καθώς ο άκριτος νους του θεωρεί πως η φανταστική τάξη και η φυσική τάξη[2] βρίσκονται σε αντιστοιχία.

Μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας μεταξύ του περιβάλλοντος και του μυστηριώδους κενού σκέψης, κάθε κοινότητα αναπτύσσει μια διακριτή κουλτούρα. Με αυτό, εννοούμε ένα σύνολο ιδεών, αντιλήψεων, πρακτικών και εθίμων, γύρω από το οποίο περιστρέφεται η κοινότητα και το οποίο αποτελεί γι’ αυτήν το δεύτερο πυλώνα του ιερού.

Όμως, τι είναι αυτό το «ιερό» για το οποίο μιλάω; Είναι ένα πνευματικό φάντασμα, που σηκώνει ένα παραπέτασμα ισχύος επί του αντικειμένου, που διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στο άτομο και στην, ας πούμε, «ιδιαιτερότητά»[3] του. Είναι «μια ιδέα που έχει θέσει τον άνθρωπο υπό το ζυγό της»[4], ένα πνεύμα που απαιτεί υποταγή, ένας μονάρχης εναντίον του οποίου κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να εξεγερθεί, πόσο μάλλον να διαπράξει τη μέγιστη εκ των ιεροσυλιών, να καταφύγει, δηλαδή, στο βλάσφημο απογυμνωμένο ατομικό εαυτό[5].

Ναι, απογύμνωση, είναι ο τέλειος ορισμός γι’ αυτό το οποίο λέω[6]. Η θέληση μου, η επιθυμία μου, η ανάγκη μου, τι μπορεί να είναι πάνω από αυτές; Δεν είμαι περιουσία της κουλτούρας και της ηθικής – αυτές είναι περιουσία μου και παίρνουν οποιαδήποτε μορφή και τις χρησιμοποιώ όπως εγώ θέλω, γιατί δεν υπάρχει κανένα «ιερό πνεύμα», κανένα μεταφυσικό «δικαίωμα», το οποίο οφείλω να προσκυνάω. Σωστή κουλτούρα, καλή ηθική, ανώτερος χαρακτήρας; Ανοησίες! Όπως ο «Θεός» και αυτές οι συλλήψεις βρίσκονται στον πνευματικό κόσμο της σκέψης. Κοιτάξτε τη φύση, βλέπετε καμιά ηθική στην οποία να συμμορφώνονται τα ζώα; Όχι, απλά ικανοποιούν τις ορέξεις τους όπως μπορούν, χωρίς να σκοτίζονται με αφηρημένες σκέψεις. Αυτές οι αξίες δεν είναι εγγενείς στη φύση, γι’ αυτό κάποιος μπορεί να βρει ελάχιστες αναφορές γι’ αυτές στην επιστήμη, η οποία ακολουθεί μια περιγραφική αρχή.

Επεκτείνοντας τη μεταφορά της απογύμνωσης, θα μπορούσαμε να πούμε πως όλοι οι ιδεολογικοί διαξιφισμοί είναι, τελικά, για το πώς θα ντύσουμε τον άνθρωπο. Όπως φαίνεται, το προφανές γεγονός πως τα ρούχα δε δημιουργούν τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δημιουργεί τα ρούχα, παραβλέπεται σχεδόν καθολικά είτε γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι για να συνειδητοποιήσουν κάτι τόσο βασικό είτε γιατί δε μπορούν να αντέξουν την ιδέα του γυμνού εαυτού τους και έτσι, ντύνουν την οντολογική τους ταπεινοφροσύνη με ιδεολογικά φύλλα συκής.

Έτσι, ο όρθιος πίθηκος πορεύεται κατεχόμενος, εκπολιτισμένος, μπλεγμένος στο δικό του μύθο, πάντα πιστός στους πνευματικούς του αφέντες. Παπάδες κοσμούν κάθε γωνία, ο καθένας τους θέλει να μας σώσει από τους εαυτούς μας, να μας επιμορφώσει σύμφωνα με το ευαγγέλιό του – μια μεσσιανική πανούκλα μαστίζει τον πολιτισμό.

Αλλά, αρκετά με αυτές τις όμορφες φαντασιοπληξίες. Αυτό που προτάσσω εδώ είναι απλό: ο μηδενισμός. Ή για να το θέσω αλλιώς: την έσχατη βεβήλωση.

Ο μηδενισμός γίνεται αντιληπτός από πολλούς ως μια δαιμονική επιρροή. Είναι ο μαινόμενος ταύρος εν υαλοπωλείο, του οποίου η έξαψη δε σταματάει πριν γίνουν όλα σκόνη. Εν συντομία, είναι κάτι που εξισώνεται με το ριζοσπαστικό πεσιμισμό. Χωρίς αμφιβολία, δεν είμαι ο ιδανικός άνθρωπος για να τον υπερασπιστεί από αυτήν την κατηγορία, καθώς έχω ήδη ανενδοίαστα αποκαλύψει τις πεσιμιστικές μου θέσεις σε άλλα κείμενα. Όμως, αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε μια πλάνη, σύμφωνα με την οποία για να κάνω μια ενέργεια, μια επιλογή και να είναι αυτή δικαιολογημένη και άξια σημασίας, πρέπει να πατάει πάνω στο ιερό, σε κάποιου είδους απόλυτο, το οποίο προδιαγράφει τη θέλησή μου. Όσο και αν οι άνθρωποι συνεχώς φλυαρούν για την ελευθερία ως τον ύψιστο σκοπό τους, μόλις αναφέρεις το μηδενισμό, που πρακτικά βιωμένος είναι η ύψιστη έκφραση της ελευθερίας, καθώς αποφεύγει αντιλήψεις όπως την «υποχρέωση», το «καθήκον», την «αιτιολόγηση» κλπ, αντιμετωπίζεις κατηγορίες ασυγχώρητης ανταρσίας και απανθρωπιάς. Ναι, ο μηδενισμός είναι απάνθρωπος, όσο οι τρόποι με τους οποίους ορίζουμε την ανθρωπιά μας, με τους οποίους ξεχωρίζουμε τους εαυτούς μας από το ζωικό βασίλειο, αναφέρονται στο πνεύμα, δηλαδή στον κόσμο των ιδεών, στη φαντασμαγορία, η οποία είναι η θεμέλια λίθος του «πολιτισμού», όπως τον κατανοούμε εμείς. Όταν οι πολιτικοί και το σινάφι τους μιλούν για «ελευθερία», εννοούν την πίστη σε κάποιο ιδανικό. Ακόμα και οι πιο προοδευτικές από τις διαδεδομένες αντιλήψεις περί ελευθερίας είναι, απλά, πίστη στις ιερές αρχές «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη».

Ίσως αυτό να εννούσε ο Νίτσε, όταν, με τη δική του αντίληψη περί μηδενισμού, μιλούσε για την ανάγκη του ανθρώπου να εξελιχθεί στον «υπεράνθρωπο», στον μετα-άνθρωπο. Μπορούμε, μάλλον, να πούμε σωστά πως ο μηδενισμός όντως είναι απειλή για τον άνθρωπο, εάν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως εκείνο το πλάσμα, που βρίσκεται κατεχόμενο από υπερβατικά ιδανικά και που σκέφτεται με απόλυτους όρους. Η υιοθέτηση του μηδενισμού σημαίνει την εγκατάλειψη της «ανθρωπότητας», της «πνευματικότητας», του «υπερεγώ», πείτε το όπως θέλετε, και την επιστροφή, όπως λένε κάποιοι, ή την εξέλιξη, όπως λένε άλλοι, στην κατάσταση του απογυμνωμένου πάθους και του αυθεντικού εγωισμού.

Θα πρέπει να είναι, πλέον, κατανοητό το γιατί ο Στίρνερ άσκησε κριτική σε εκείνους τους περήφανους ανθρώπους, που υποστήριζαν πως είχαν ξεπεράσει τη θρησκευτικότητα, αποκυρήσσοντάς τους ως «θεοσεβούμενους άθεους». Ναι, σίγουρα, αρνούνται το «Θεό» και την «ψυχή», αλλά συνεχίζουν να ορκίζονται πίστη στο ιερό, πλέον στη μορφή της «ανθρωπότητας», της «κοινωνίας», της «αρετής» ή κάποιας άλλης αφηρημένης έννοιας και να επιδίδονται σε κεκαλυμμένη μεταφυσική.

«Όμως», πετάγεται μια φωνή, «ο μηδενισμός πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί γιατί ληστεύει από τη ζωή το νόημά της!». Λοιπόν, δεν είναι ποτέ εντελώς σαφές ποιο είναι αυτό το νόημα, θεωρώ, όμως, ότι βασικά εννοεί έναν προκαθορισμένο σκοπό ή/και μια υπερβατική δικαίωση. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η απουσία αυτών των πραγμάτων μας τρομοκρατεί τόσο πολύ, γιατί αξιώματα όπως «τίποτα δεν είναι ιερό», ή «το δικαίωμα πηγάζει από τη δύναμη» παρουσιάζονται υστερικά ως παραδείγματα τρέλας, ενώ στην πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο. Υποθέτω πως αν κάποιος πήγαινε σε ένα άσυλο και προσπαθούσε να πείσει τους τρόφιιμους με ένα λογικό τρόπο, θα αντιμετωπιζόταν σαν τον Αντίχριστο. Είναι σαν να εξαρτάται όλη η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου από τη δουλοπρέπειά του, στο ρόλο του ως όργανο για κάτι «μεγαλύτερο». Ίσως γιατί στην πραγματικότητα, ανεξαρτησία σημαίνει μοναξιά. Αν υπάρχω μόνο εγώ, αν οι πράξεις μου είναι μόνο δικές μου, είμαι απομονωμένος από τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους, με έναν τρόπο προφανώςαποφασιστικά άγευστο για τον άνθρωπο ως «πλάσμα κοινωνικό». Ναι, αυτό πρέπει να είναι: ο μηδενισμός κόβει τους δεσμούς που θεωρούνται βασικοί για την ύπαρξή μας στον κόσμο. Βέβαια, μπορεί να διαλύσει μόνο ιδέες, καταδεικνύοντας πως αυτοί οι δεσμοί είναι και ήταν πάντα αποκυήματα της φαντασίας. Αν δεν ήταν έτσι, ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει το μηδενισμό «επικίνδυνο»;Φυσικά, η αλήθεια έχει την ύπουλη συνήθεια να διαλύει το ψέμα και όταν κάποιος έχει προσαρμόσει τη ζωή του στο ψέμα, ό,τι τον εκτρέπει από αυτό, το θεωρεί δικαίως μια καταστροφική επιρροή.

Όταν πρωτοασχολήθηκα με τις πολιτικοκοινωνικές επιπτώσεις του μηδενισμού, υπέθεσα, όπως και ο Στίρνερ, ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ένα είδος αναρχισμού. Γιατί αναρχισμός σημαίνει «χωρίς αρχή» και ο μηδενισμός υπονομεύει την ιερή δικαίωση της κοινωνικής εξουσίας. Όμως, επικοινωνώντας με αναρχικούς, κατάλαβα πως και ο αναρχισμός πέφτει στην ίδια παγίδα με όλες τις ιδεολογίες. Η απόρριψη από μέρους του των ιεραρχικών συστημάτων δεν είναι ριζωμένη (στο 99% των περιπτώσεων) στην απόρριψη της πνευματικής ιδεολογίας, αλλά περισσότερο σε ένα ηθικό σύστημα ισότητας. Όταν οι αναρχικοί λένε πως επιθυμούν ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος, εννοούν πως επιθυμούν να δώσει όρκο στις προαναφερθείσες ιερές αντιλήψεις του τριπτύχου «ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη». Επομένως, αυτή η σπάνια ράτσα των «εγωιστών» αναρχικών απορρίπτεται γιατί αυτοί δε δίνουν όρκο σε κανέναν πέρα του εαυτού τους. Ακόμα, όμως, και όταν γίνονται αποδεκτοί, είναι λόγω της πεποίθησης ότι ο εγωισμός ως πρακτική μπορεί να βοηθήσει στη συνειδητοποίηση των στόχων της ιερής τελολογίας.

Όταν οι αναρχικούν μιλούν για τη θέληση να μην υπάρχει «αφέντης», αντιλαμβάνονται τον «αφέντη» μόνο ως κάποιον που περιφέρεται με στολή ή στρατιωτικά διακριτικά και που μοιάζει αυστηρός και σοβαρός. Έτσι, ενώ απορρίπτουν περήφανα την εξουσία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο εντός των κοινωνικών σχέσεων, παρ’ όλα αυτά, επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι να βρίσκονται υπό την εξουσία του αγίου πνεύματος τουαναρχικού ιδανικού και να είναι όλοι χαμερπείς κόλακες μπροστά στο βωμό του ενάρετου τρόπου.

Όλη αυτή η ιερότητα, που βρίσκεται προσκολλημένη στον αναρχισμό, τον καθιστά ανίκανο να συνδεθεί με το μηδενισμό και την ανιερότητά[1] του. Προφανώς, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Θα πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι στον όρο «κοινωνικός μηδενισμός».

Πώς θα τον ορίζαμε, ώστε να γίνει ξεκάθαρα κατανοητός;Είναι μια κοινωνική φιλοσοφία ριζοσπαστικής ελευθερίας, η οποία αφαιρεί την εξουσία της αξιολόγησης από την αφηρημένη ιδέα και τους φιλοσόφους της και τη θέτει στην υπηρεσία της παθιασμένης ατομικότητας. Η δημιουργική θέληση κάθε μοναδικού προσώπου δε μπορεί, πλέον, να αξιολογείται με βάση απόλυτες αντιλήψεις. Όλη η κοινωνική αλληλεπίδραση και δόμηση -η κουλτούρα και η πολιτική- δε θα γεννώνται από την υποχρέωση και το καθήκον σε ιερές ηθικές και στόχους, αλλά από τα σκέτα «ναι» και «όχι» της ατομικής θέλησης. Αυτή είναι η μέθοδος χωρίς μέθοδο, το σύστημα χωρίς σύστημα.

Σημαίνει αυτό, θα πουν οι ιδεαλιστές, την απόλυτη, ανηλεή καταστροφή της κοινωνίας; Δε βλέπω το λόγο να σημαίνει κάτι τέτοιο. Σημαίνει, απλά, πως ο άνθρωπος αποφασίζει μόνος του για τις πράξεις τους και δεν του υπαγορεύονται από τις σελίδες κάποιου ιερού βιβλίου. Σημαίνει αυτό, όπως με φόβο προφητεύεται, το τέλος κάθε νόμου και τάξης; Όχι, σημαίνει πως κάθε νόμος και τάξη θα είναι ριζωμένα αποκλειστικά στη θέληση και τη δύναμη των ατόμων. Δε θα αντλούν τη δικαίωσή τους από τη φύση, το Θεό ή κάποιο άλλο απόλυτο που βρίσκεται πέρα από το άτομο, αλλά από εμένα και το δικό μου. Κάθε δικαίωμα,που ίσως έχει ένας άνθρωπος, δεν είναι έμφυτο λόγω κάποιας κοσμικής αρχής ή νόρμας, αλλά κερδισμένο από αυτόν γιατί το θέλει. Κάθε αντιπαράθεση αποδομείται ως το επίπεδο της αντιπαράθεσης με βάση την προτίμηση, όχι το καλό ή το κακό, το σωστό ή το λάθος. Κανένας δεν έχει την εξουσία να αποφασίζει για μένα χωρίς να το επιλέξω εγώ, γιατί κανείς δεν καταπατά τη θέλησή μου.

Για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του Hume, ο κοινωνικός μηδενισμός είναι η φιλοσοφία που απορρίπτει το οφείλειν και αγκαλιάζει το είναι.

Όμως, αυτός είναι ο σκόπελος. Δε μπορώ να σας αναγκάσω να ακολουθήσετε αυτήν τη φιλοσοφία, γιατί δε μπορώ να ισχυριστώ ότι της οφείλει κανείς πίστη. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Μηδενισμός είναι μια «αδύναμη» φιλοσοφία, εφόσον έχει παραδώσει στην πυρά όλον εκείνον τον ιδεαλισμό, που άλλοι τρόποι σκέψεις θα χρησιμοποιούσαν για να ενδυναμωθούν. Ως ιδεολογία της αντι-ιδεολογίας, βοηθά με ειρωνικό τρόπο στην ήττα της. Επομένως, το παπαδαριό αυτού του κόσμου δε χρειάζεται να ανησυχεί, οι προειδοποιήσεις του Νίτσε ήταν πρόωρες, ο μηδενισμός δεν πρόκειται σύντομα να καταλάβει τον κόσμο –όσοι νομίζουν ότι το έχει κάνει ήδη δεν τον καταλαβαίνουν- και αυτό το σύγγραμμα θα αγνοηθεί παντελώς από τον τύπο. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.

Lee Paxton

Σημειώσεις

[1]Εδώ η λέξη λόγος χρησιμοποιείται με την έννοια της γλώσσας (language στο πρωτότυπο)

[2]«ordo imaginalis» και «ordo naturalis» στο πρωτότυπο

[3]«caprice» στο πρωτότυπο

[4]Max Stirner – «Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ

[5]«naked self-hood» στο πρωτότυπο

[6] ΣτΣ. «Οι υπαρξιστές προσέγγισαν αυτήν την αντίληψη, όταν έλεγαν πως ο άνθρωπος «είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος». Αντίθετα, όμως, με αυτούς, εγώ δεν αρνούμαι την πιθανή ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή συγκεκριμένων ψυχο-βιολογικών παρορμήσεων, που οδηγούν τον άνθρωπο σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Όμως, αυτές δε σχετίζονται με τη συζήτησή μας, καθώς όταν δε μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτές, δεν έχει νόημα η φιλοσοφική αναζήτηση για εναλλακτικές και όταν μπορούμε, δεν είναι δεσμευτικές και τελικά, δε μπορούν να εμποδίσουν την ανθρώπινη «ελευθερία».

[7] ΣτΣ. Ίσως , αν ο όρος δεν είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τους περιπλανώμενους γυμνιστές μυστικιστές του παρελθόντος, η γυμνοσοφία θα ήταν ένας κατάλληλος ορισμός, αφού «gymno”, σημαίνει γυμνός στα αρχαία Ελληνικά.

Πηγή: Έρεβος

“Επιστολη προς επιδοξους αυτοχειρες”

Αν απευθυνόμαστε σ’ εσάς, άνδρες και γυναίκες που έχετε φτάσει στο έσχατο σημείο αποτροπιασμού και τίποτα και κανείς δε θα μπορούσε πια να σας γλιτώσει από μια τραγική μοίρα, δεν είναι για να σας υπενθυμίσουμε ένα ανύπαρκτο καθήκον απέναντι σε μια ζωή που δεν αξίζει καν τον κόπο να βιωθεί.

Δε στερούμαστε σεβασμού για την απόφασή σας, επειδή εσείς και μονάχα εσείς είστε σε θέση να γνωρίζετε την ακριβή έκταση της οδύνης και της αγωνίας που δηλητηριάζουν την ύπαρξή σας. Όσοι κι όσες δεν αισθάνονται τούτη την οδύνη, τούτη την αγωνία, και ουδέποτε έχουν κλονιστεί γιατί τους χαμογέλασε η τύχη ή επειδή στομώθηκαν με πίστη, δεν έχουνε κανένα λόγο να επικρίνουν τη μοιραία σας αποφασιστικότητα.

Γι’ αυτό και δεν έχουμε καμιά όρεξη να σας κάνουμε κάποιο κήρυγμα ή να σας συγκρατήσουμε απ’ την πραγμάτωση του σκοπού σας. Έχουμε μονάχα την πρόθεση να σας ζητήσουμε μια χάρη, μικρή για εσάς που έχετε αποφασίσει να εγκαταλείψετε αυτόν τον κόσμο, αλλά πηγή υπέρμετρης χαράς για όσους κι όσες από μας έχουμε αποφασίσει προς στιγμήν να παραμείνουμε εδώ πέρα. Εφόσον το πήρατε απόφαση να κινήσετε για το Μεγάλο Ταξίδι, όταν το κάνετε, μήπως θα μπορούσατε να πάρετε μαζί σας μερικές απ’ τις αξιοσημείωτες συμφορές που κάνανε ανυπόφερτες τις μέρες σας σε αυτήν τη γη;

Το να θέλετε να κάνετε το τελευταίο βήμα μέσα στη μοναξιά είναι κατανοητό, είναι ανθρώπινο. Μα το να δρασκελίσετε με συντροφιά είναι μεγαλειώδες, είναι θεϊκό. Άλλωστε, τι έχετε να φοβηθείτε; Για μια φορά, κανείς δε θα ’ρθει να σας παρενοχλήσει, να σας εγκαλέσει για τις συνέπειες της χειρονομίας σας. Για να φέρουμε ένα παράδειγμα, θα μπορούσατε να καταπιείτε το δηλητήριό σας μονάχα αφού κάνετε ένα βουλευτή να το γευτεί, ο οποίος σας πότιζε φαρμάκι εδώ και χρόνια. Θέλετε να στερεώσετε κάποιο βαρίδι στο τσερβέλο σας; Καλώς, αλλά όχι πριν φορέσετε ακόμη ένα στο διευθυντή της τράπεζας που σας ρήμαξε. Αν αντιθέτως επιθυμείτε να σφίξετε μια θηλιά γύρω απ’ το λαιμό σας, θα ήταν καλό να κάνετε πρώτα λίγη εξάσκηση στο λαιμό του βιομηχάνου που σας απέλυσε. Προτού πάτε στο Υπερπέραν, θα μπορούσατε να κάνετε μια έκπληξη στον επίσκοπο που αφόρισε τη συνείδησή σας, κανονίζοντάς του μία απευθείας συνάντηση με το Μεγάλο του Αφεντικό. Και γιατί να μην παρασύρετε μαζί σας στις ράγες τον μπάτσο που περιμένει δίπλα σας το τρένο ή το μετρό; Θ’ απολέσει επιτέλους την κακή του συνήθεια να φυλακίζει την ελευθερία των άλλων. Χωρίς να θέλουμε να σας προσβάλουμε, δεν έχουμε καταλάβει γιατί τα ανάκτορα της Δικαιοσύνης ή τα Χρηματιστήρια δεν εξάπτουν τη φαντασία των απελπισμένων με τον τρόπο που φαίνεται να την αναστατώνουν τα σχολεία των Ηνωμένων Πολιτειών: πυρ κατά των δικαστών, των χρηματιστικών κερδοσκόπων θα ήτανε συγκινητικό αποχαιρετιστήριο δώρο για τους συντρόφους σας αναξιοπαθούντες.

Φαντάζεστε τι θα συνέβαινε αν μόνο το ένα πέμπτο των ανελαστικών αυτοκτονιών σε κάθε χώρα συσχέτιζαν την τελευταία τους πνοή μ’ εκείνη ενός κακόφημου ανθρώπου της εξουσίας; Χάρη σ’ εσάς –τους αυτόχειρες, που συνήθως υφίσταστε διασυρμό– θα μπορούσαμε να δούμε μια μεγάλη ηθική αφύπνιση. Στα πάνω, όποιος θα κατάφερνε να σας ξεφύγει, θα το σκεφτόταν δυο φορές πριν ρίξει άλλους ανθρώπους στην απόγνωση. Στα κάτω εμείς, οι δειλοί, που δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε μια επανάσταση, μπορεί να βρίσκαμε τη δύναμη να φέρουμε εις πέρας το έργο που ξεκινήσατε τόσο απλόχερα εσείς.

Σας ζητάμε, σας παρακαλούμε, κάντε μας τη χάρη, μεγάλοι απελπισμένοι των πέντε ηπείρων, να δείξετε καρδιά για μια τελευταία φορά. Μην πεθάνετε μες στη μοναξιά και στην άγνοια, δίνοντας μια σαρδόνια κατάληξη σε μία ύπαρξη που έχει ήδη στερηθεί χαράς. Επιλέξτε ένα θεσμικό διάσημο πρόσωπο, και κάντε εις διπλούν το σάλτο αυτό.

Περιοδικό Machete, τ. 2, Απρίλης 2008

Αναδημοσίευση: Contra Info

“Τεχνη και Θρησκεια”, Max Stirner

Τώρα, από τη στιγμή που ο άνθρωπος υποψιάζεται πως έχει μια άλλη πλευρά του εαυτού του [Jenseits] μέσα του, και πως δεν αρκείται στην απλή φυσική του κατάσταση, τότε οδηγείται στο να διαχωρίσει τον εαυτό του σ’ αυτό που πράγματι είναι, και σ’ αυτό που πρέπει να γίνει. Όπως ακριβώς ο νέος είναι το μέλλον του αγοριού, και ο ώριμος άντρας το μέλλον του αθώου παιδιού, έτσι κι αυτή η άλλη πλευρά [Jenseitiger] είναι ο μελλοντικός άνθρωπος που πρέπει να προσδοκάται από την άλλη πλευρά τούτης της τωρινής πραγματικότητας. Aπό την αυγή αυτής της υποψίας, ο άνθρωπος πασχίζει και αδημονεί για τον δεύτερο άλλο άνθρωπο του μέλλοντος, και δεν θα ησυχάσει ώσπου να δει τον εαυτό του με το σχήμα εκείνου του ανθρώπου της άλλης πλευράς. Αυτό το σχήμα ταλαντεύεται μέσα του πολύν καιρό· το νιώθει μονάχα σαν μια αχτίδα στο ενδότερο σκοτάδι του που αναδύεται, αν και δεν έχει ακόμη καθορισμένοo περίγραμμα ή ορισμένη μορφή. Για πολύν καιρό, μαζί με άλλους τυφλούς και βωβούς σ’ αυτό το σκοτάδι, η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα αναζητεί να εκφράσει αυτό το προαίσθημα. Αυτό που κανείς άλλος δεν καταφέρνει να κάνει, το πετυχαίνει, παρουσιάζει την ανυπομονησία, την αναζήτηση της μορφής, και ανιχνεύοντας το σχήμα του δημιουργεί έτσι το — Ιδεώδες. Τι είναι λοιπόν ο τέλειος άνθρωπος, ο καθώς πρέπει χαρακτήρας του, από τον οποίο ό,τι φαίνεται δεν είναι παρά η απλή εμφάνιση αν όχι του Ιδεώδους Ανθρώπου, του Ανθρώπινου Ιδεώδους; Ο καλλιτέχνης μόνον έχει ανακαλύψει επιτέλους τη σωστή λέξη, την ακριβή εικόνα, την ακριβή έκφραση αυτής της ύπαρξης που όλοι αναζητούμε. Παρουσιάζει αυτό το προαίσθημα — είναι το Ιδεώδες. ‘Ναι! αυτό είναι! αυτό είναι το τέλειο σχήμα, η εμφάνιση που τόσο λαχταρούσαμε, τα Καλά Νέα — χαράς ευαγγέλια. Εκείνον που στείλαμε προ πολλού με την ερώτηση της οποίας η απάντηση θα ικανοποιούσε τη δίψα του πνεύματός μας έχει επιστρέψει!’ Ας χαιρετίσουν λοιπόν οι άνθρωποι αυτό το δημιούργημα της ιδιοφυίας, και μετά ας υποκλιθούν — λατρευτικά.

Ναι, λατρεμένε! Οι μάζες των ανθρώπων προτιμούν να είναι διπλασιασμένες παρά μόνες, δυσανασχετούν με τον εαυτό τους όταν βρίσκονται στη φυσική τους απομόνωση. Αναζητούν έναν πνευματικό άνθρωπο για δεύτερο εαυτό τους. Αυτός ο όχλος είναι ικανοποιημένος με το έργο της ιδιοφυίας, και ο διαχωρισμόςτου είναι πλήρης. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος αναπνέει εύκολα, επειδή η ενδότερη σύγχυσή του λύθηκε, κι η ενοχλητική υποψία εγκαταλείφθηκε τώρα όπως μια αντιληπτή μορφή. Αυτός ο Άλλος [Gegenüber] είναι αυτός ο ίδιος κι ακόμη όχι αυτός: είναι η άλλη του πλευρά προς την οποία όλες οι σκέψεις και τα αισθήματα κυλούν αλλά δίχως να τη φτάνουν πραγματικά, διότι είναι η άλλη του πλευρά, ενσωματωμένη και αξεχώριστα συνδεδεμένη με την τωρινή του πραγματικότητα. Είναι ο ενδόμυχος Θεός, αλλά είναι απλησίαστος· και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να πιάσει δεν μπορεί να κατανοήσει. Τα χέρια του απλώνονται, αλλά ο Άλλος δεν φτάνεται ποτέ· αν τον έφτανε πώς θα μπορούσε ο ‘Άλλος’ να συνεχίσει να υπάρχει; Πού θα βρισκόταν αυτός ο διαχωρισμός με όλους τους πόνους και τις απολαύσεις του; Πού θα βρισκόταν — και μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί, γι’ αυτό το διαχωρισμό που ονομάζεται αλλιώς — η θρησκεία;

Η τέχνη προκαλεί διαχωρισμό, τοποθετώντας με αυτόν το Ιδεώδες πέρα και ενάντια στον άνθρωπο. Αλλά αυτή η θεώρηση, που διήρκεσε τόσο πολύ, ονομάζεται θρησκεία, και θα διαρκέσει ώσπου ένα απαιτητικό μάτι να σύρει πάλι αυτό το Ιδεώδες μέσα και να το καταβροχθίσει. Επομένως, επειδή είναι μια θεώρηση, απαιτεί ένα άλλο, ένα Αντικείμενο. Άρα, ο άνθρωπος σχετίζεται θρησκευτικά με το Ιδεώδες που διαδόθηκε από το καλλιτεχνικό δημιούργημα, με το δεύτερο, εξωτερικευμένα εκφρασμένο Εγώ όπως με ένα Αντικείμενο. Εδώ βρίσκεται όλη η αγωνία και οι αγώνες των αιώνων, διότι είναι επίφοβο να βρίσκεται κανείςεκτός του εαυτού του, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του σαν ένα Αντικείμενο, δίχως να είναι ικανός να ενωθεί με αυτό, και σαν ένα Αντικείμενο που βρίσκεται πέρα και ενάντια στον άνθρωπο ικανό να εκμηδενιστεί εκμηδενίζοντας έτσι και τον ίδιο.1 Ο θρησκευόμενος κόσμος ζει με τις χαρές και τις λύπες που βιώνει από το Αντικείμενο, και ζει αποκομμένος από τον εαυτό του. Η πνευματική του ύπαρξη δεν συνίσταται στη λογική, αλλά μάλλον στη διάνοια. Η θρησκεία είναι ένα πράγμα της διανοίας (Verstandes-Sache)!2 Το Αντικείμενο είναι τόσο σταθερό που καμιά ευσεβής ψυχή δεν μπορεί να το κερδίσει ολοκληρωτικά, αλλά πρέπει μάλλον να κερδηθεί απ’ αυτό, τόσο εύθραυστο είναι το πνεύμα της όταν αντιτίθεται στο Αντικείμενο της διάνοιας. ‘Ψυχρή διάνοια!’ — δεν γνωρίζεις τι εστί ‘ψυχρή’ διάνοια; — Δεν γνωρίζεις ότι τίποτε δεν είναι τόσο φλογερά θερμό, τόσο ηρωικά καθορισμένο όσο η διάνοια; ‘Censeo, Carthaginem esse delendam’ παραδέχτηκε η διάνοια του Κάτων, και παρέμεινε έτσι λογικός.4 Η γη κινείται γύρω από τον ήλιο έλεγε η διάνοια στον Γαλιλαίο ακόμη κι όταν ο αδύναμος γέρος γονυκλινής ορκιζόταν την αλήθεια — και καθώς σηκώθηκε ξανά είπε ‘και όμως κινείται γύρω από τον ήλιο’. Καμιά δύναμη δεν είναι τόσο σημαντική ώστε να μας αναγκάσει να απορρίψουμε το συλλογισμό, ότι δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα, κι έτσι η αιώνια φράση της διανοίας παραμένει αυτή ‘Εδώ στέκομαι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!’5 Η βάση μιας τέτοιας διάνοιας είναι ακλόνητη, διότι το αντικείμενο (δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα, κτλ.) δεν επιτρέπει στον εαυτό του να κλονιστεί. Έχει μήπως η θρησκεία τέτοια διάνοια; Ασφαλώς, καθώς έχει επίσης ένα ακλόνητο Αντικείμενο στο οποίο είναι οχυρωμένη: ο καλλιτέχνης το έχει δημιουργήσει για σας και μόνο ο καλλιτέχνης μπορεί να το επανακτήσει για σας.

Η θρησκεία δεν έχει ιδιοφυίες. Δεν υπάρχει θρησκευτική ιδιοφυία, και κανείς δεν θα επιτρεπόταν να διακρίνει ταλαντούχους και μη-ταλαντούχους στη θρησκεία. Στη θρησκεία, καθένας έχει την ίδια ικανότητα, αρκετή για την κατανόηση τόσο της τριάδας όσο και της πυθαγόρειας θεωρίας. Φυσικά, δεν πρέπει να συγχέει κανείς τη θρησκεία με τη θεολογία, όπου δεν έχουν εδώ όλοι την ίδια ικανότητα, όπως ισχύει στα ανώτερα μαθηματικά και την αστρονομία, επειδή αυτά τα πράγματα απαιτούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο — υπολογισμού.

Μονάχα ο ιδρυτής μιας θρησκείας είναι εμπνευσμένος, αλλά είναι επίσης και ο δημιουργός Ιδεωδών, δίχως τη δημιουργία των οποίων κάθε επιπλέον ιδιοφυία θα ήταν αδύνατη. Όπου το πνεύμα περιορίζεται από κάποιο Αντικείμενο, η κίνησή του θα είναι στο εξής πλήρως καθορισμένη από σεβασμό γι’ αυτό το Αντικείμενο. Αν μια ορισμένη αμφισβήτηση πάνω στην ύπαρξη του Θεού, πάνω σ’ αυτό το υπερβατικό αντικείμενο αναδυόταν στο θρησκευόμενο άτομο, αυτό το άτομο θα έπαυε να είναι θρησκευόμενο, περίπου όπως κάποιος που πιστεύει στα φαντάσματα θα έπαυε να πιστεύει όταν οριστικά αμφισβητούσε την ύπαρξή τους. Το θρησκευόμενο άτομο ενδιαφέρεται μονάχα για τις ‘Αποδείξεις της Ύπαρξης του Θεού’ διότι αυτό, καθώς περιορίστηκε γρήγορα στον κύκλο της πίστης, φύλαξε ενδόμυχα την ελεύθερη κίνηση της διανοίας και του υπολογισμού. Εδώ, λέω, το πνεύμα είναι εξαρτημένο από ένα αντικείμενο, ζητά να το ερμηνεύσει, να το εξερευνήσει, να το νιώσει, να το αγαπήσει κ.ο.κ… επειδή δεν είναι ελεύθερο, και από τη στιγμή που η ελευθερία είναι η κατάσταση της ιδιοφυίας, γι’ αυτό το λόγο το θρησκευόμενο πνεύμα δεν είναι εμπνευσμένο. Η εμπνευσμένη ευσέβεια είναι τόσο μεγάλη ανοησία όσο λαμπρό είναι ένα λινό ύφασμα. Η θρησκεία είναι πάντα φιλόξενη για τους ανόητους, και κάθε μη-δημιουργικός βλάκας μπορεί και θα έχει πάντα μια θρησκεία, μια και η απουσία δημιουργικότητας δεν φαίνεται να εμποδίζει την εξαρτημένη ζωή του.

‘Αλλά δεν είναι η αγάπη η αρμόζουσα ουσία της θρησκείας, και δεν είναι αυτό εξ ολοκλήρου ένα ζήτημα αισθήματος και όχι διανοίας;’6 Αλλά αν είναι ζήτημα καρδιάς, πρέπει να είναι λιγότερο ζήτημα διανοίας; Αν καταλαμβάνει όλη την καρδιά μου, τότε είναι ζήτημα της καρδιάς μου — αλλά αυτό δεν αποκλείει επίσης την ενασχόληση όλης της διανοίας μου, κι αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι απαραιτήτως καλό, αφού το μίσος και ο φθόνος μπορεί επίσης να είναι ζητήματα της καρδιάς. Η αγάπη είναι, στην ουσία, μονάχα ένα πράγμα της διανοίας [Verstandes-Sache], διαφορετικά όμως, μπορεί να διατηρήσει αψεγάδιαστο τον τίτλο της ως πράγμα της καρδιάς. H αγάπη, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μια υπόθεση της λογικής [Sache der Vernunft], διότι στο Βασίλειο της Λογικής υπάρχει πολύ λιγότερη αγάπη απ’ αυτήν που θα γιορταστεί, σύμφωνα με τον Χριστό, στη Βασιλεία των Ουρανών. Φυσικά επιτρέπεται να μιλάμε για μια αγάπη που ‘ξεπερνά τη διάνοια’, αλλά είναι τόσο πέρα από τη διάνοια ώστε είναι ανάξια — όπως αυτό που τόσο συχνά αποκαλείται αγάπη από εκείνους που θέλγονται από ένα ελκυστικό πρόσωπο — ή μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον, μια αγάπη που επί του παρόντος βρίσκεται πέρα από την έκφραση της διανοίας, αλλά εν τούτοις δεν έχει βρει την έκφρασή της. Η παιδική αγάπη, ασυνείδητα, γίνεται κατανοητή μονάχαμέσα στον εαυτό της, και μεμονωμένα δεν είναι τίποτε δίχως τις δοσμένες υποθέσεις της συνείδησης, πηγαίνοντας τόσο μακριά όσο και η ωρίμανση και η αύξηση της διανοίας του παιδιού. Όσο το παιδί δεν δίνει σημάδια διάνοιας, δεν δείχνει — όπως καθένας μπορεί να μάθει από την εμπειρία — αγάπη. Η αγάπη του ξεκινά με το φόβο — ή, αν θέλεις, με το σεβασμό — εκείνου του Πράγματος που θα ξεχωρίσει πρώτα από το γενικό χάος που τα περιέχει όλα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, και στο οποίο τότε θα προσηλωθεί περισσότερο απ’ ότι σε κάποιο άλλο. Το παιδί αγαπά επειδή έλκεται από μια παρουσία, ή πράγμα, και έτσι ένα πρόσωπο, μέσα στα όρια της εξουσίας του ή στο μαγικό κύκλο του. Κατανοεί ξεκάθαρα πως το ον που είναι η μητέρα του είναι ξεχωριστό από τα άλλα όντα ακόμη κι αν δεν ξέρει πως να εκφράσει αυτήν την κατανόηση. Κανένα παιδί δεν αγαπά πριν από οποιαδήποτε διάνοια· και η πιο μεγάλη του αγάπη δεν είναι τίποτε παρά αυτή η ενδόμυχη διάνοια. Όποιος έχει παρατηρήσει προσεκτικά την αγάπη ενός παιδιού θα επιβεβαιώσει αυτή την αρχή. Αλλά όχι μόνο εγείρεται και βυθίζεται η αγάπη ενός παιδιού με την αντίληψη του ’Αντικειμένου [Gegenstandes]‘ της (όπως τόσο συχνά ο αγαπημένος αξιοσημείωτα, αλλά και χονδροειδώς, ονομάζεται) αλλά μάλλον και κάθε αγάπη. Αν δημιουργηθεί μια παρανόηση, τότε και η αγάπη διαρκεί πάνω-κάτω όσο διαρκέσει αυτή, και χρησιμοποιεί έτσι κανείς τη λέξη ‘παρανόηση’ ώστε να προσδιορίσει επακριβώς την παραφωνία που διαταράσσει την αγάπη. Η αγάπη φεύγει και χάνεται ανεπανόρθωτα όποτε ο ένας παρανοείται εξ’ ολοκλήρου από τον άλλο: η παρανόηση είναι τότε πλήρης, και η αγάπη σβησμένη.

Το αγαπημένο πράγμα είναι ένα απαραίτητο Αντικείμενο, ένας ‘Άλλος [Gegenstand]‘. Έτσι γίνεται με τη διάνοια, αυτή τη μοναδική και κατάλληλη πνευματική πράξη της θρησκείας, επειδή η διάνοια είναι μόνο σκέψη πάνω σε ένα αντικείμενο, μόνο συλλογισμός και αφοσίωση, κι όχι ελεύθερη, ακηδεμόνευτη [objectlose] ’λογική’ σκέψη, που η θρησκεία μάλλον θα θεωρούσε και έτσι θα καταδίκαζε ως ‘φιλοσοφική χίμαιρα’. Εφόσον για τη διάνοια ένα αντικείμενο είναι αναγκαίο, θα διακόπτεται πάντοτε η δράση της όποτε βρίσκει περισσότερα να γνωρίσει. Η ενασχόλησή της με μια περίπτωση λήγει μαζί με τη δράση της πάνω στην περίπτωση, και γι’ αυτό για να αφιερώσει εθελούσια τον εαυτό της και τις δυνάμεις της σε οτιδήποτε, αυτό το πράγμα θα πρέπει να αποτελεί ένα μυστήριο γι’ αυτήν. Αυτό ισχύει εξίσου γι΄ αυτόν που αγαπά όπως για τον αγαπώμενο. Ο γάμος εξασφαλίζει μια σταθερή αγάπη μόνον όταν το ζευγάρι ανακαλύπτει τον εαυτό του εκ νέου κάθε μέρα, και όταν ανακαλύπτει ο ένας στον άλλο μια αστείρευτη πηγή ζωής, που είναι, ένα μυστήριο, ανεξερεύνητο και αχαρτογράφητο. Αν δεν βρίσκουν τίποτα καινούργιο ο ένας στον άλλο, η αγάπη εκφυλίζεται σε ανία και αδιαφορία. Η δραστηριότητα της διανοίας, όταν αδυνατεί να εξασκηθεί πάνω σε ένα μυστήριο επειδή το σκοτάδι του έχει διαλυθεί, αποστρέφεται από το ολότελα κατανοητό και ανούσιο τώρα άλλο. Εκείνος που επιθυμεί να αγαπηθεί οφείλει να φροντίσει, όπως η έξυπνη γυναίκα, να μην προσφέρει όλη του τη γοητεία μονομιάς. Με κάτι καινούργιο κάθε πρωί η αγάπη μπορεί να διαρκέσει αιώνες! Η διάνοια ασχολείται με αληθινά μυστήρια τα οποία εξελίσσει σε υποθέσεις της καρδιάς: το αληθινό άτομο μπλέκεται με ζητήματα διανοίας, και έτσι αυτά μετασχηματίζονται σε υποθέσεις της καρδιάς.

Τώρα όπως η τέχνη έχει κατασκευάσει το Ιδεώδες για τον άνθρωπο, και μ’ αυτό δίνει στη διάνοια του ανθρώπου ένα αντικείμενο να αντιπαλεύει, μια πάλη που, στην πορεία του χρόνου, δίνει αξία σε εκείνα τα κενά αντικείμενα της διανοίας, έτσι και η τέχνη είναι ο δημιουργός της θρησκείας, και σ’ ένα φιλοσοφικό σύστημα — σαν του Χέγκελ — δεν θα έπρεπε να τοποθετείται κατόπιν της θρησκείας. Όχι μόνον οι ποιητές Όμηρος και Ησίοδος ’έπλασαν τους θεούς των Ελλήνων’, αλλά και άλλοι, ως καλλιτέχνες, έχουν εγκαθιδρύσει θρησκείες, παρόλο που θα δίσταζε κανείς να απευθύνει το επιπόλαιο όνομα ‘Καλλιτέχνης’ σ’ αυτούς. Η τέχνη είναι η αρχή, το Άλφα της θρησκείας, αλλά είναι επίσης και το τέλος της, το Ωμέγα. Ακόμη περισσότερο — είναι η συντροφιά της. Δίχως την τέχνη και τον ιδεαλιστικά δημιουργικό καλλιτέχνη η θρησκεία δεν θα υπήρχε, αλλά όταν ο καλλιτέχνης επανοικειοποιείται την τέχνη του, έτσι και η θρησκεία εξαφανίζεται. Όμως, σ’ αυτή την επιστροφή διαφυλάσσεται επίσης, επειδή αναζωογονείται. Όποτε η τέχνη προχωρεί ολοταχώς, δημιουργεί μια θρησκεία και παραμένει στην πηγή της. Από την άλλη μεριά, η φιλοσοφία δεν είναι ποτέ δημιουργός κάποιας θρησκείας, διότι ποτέ δεν παράγει ένα σχήμα που να μπορεί να προσφερθεί σαν ένα Αντικείμενο στη διάνοια, και οι λεπτολόγες ιδέες της δεν προσφέρονται για αξιοσέβαστα αντικείμενα μαζικής λατρείας. Η τέχνη, αντίθετα από τη φιλοσοφία, είναι αναγκασμένη να ανασύρει από τη μοναξιά της στο σιωπηλό σκοτάδι του υποκειμένου την ορθή και τελειότερη μορφή του πνεύματος, την πιο πλήρως εξιδανικευμένη έκφραση του ίδιου του πνεύματος, και να την αναπτύξει και να την αποδεσμεύσει σαν ένα Αντικείμενο. Έτσι, ‘ο άνθρωπος στέκεται μπροστά σ’ αυτό το Αντικείμενο, το δημιουργό του πνεύματός του, στο Θεό, και ακόμη και ο καλλιτέχνης πέφτει στα γόνατα μπροστά του. Σ’ αυτή τη δέσμευση και εμπλοκή με το Αντικείμενο, η θρησκεία ακολουθεί μια αντίθετη πορεία από την τέχνη. Στην τέχνη, ο κόσμος του καλλιτέχνη παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια κάποιου σαν ένα Αντικείμενο, ένας κόσμος που ο καλλιτέχνης ανέσυρε και συγκέντρωσε με τη μέγιστη δύναμη και τον πλούτο της δικής του εσωτερικότητας, ένας κόσμος που θα ικανοποιήσει κάθε αληθινή ανάγκη και επιθυμία. Από την πλευρά της, η θρησκεία αγωνιά να επανακτήσει αυτό τον κόσμο για την εσωτερικότητα του ανθρώπου, να τον τραβήξει πίσω στην πηγή του, να τον ξανακάνει υποκειμενικό. Η θρησκεία πασχίζει να συμφιλιώσει το Ιδεώδες, ή το Θεό, με τον άνθρωπο, το υποκείμενο, και να γυμνώσει το Θεό από τη σκληρή του Αντικειμενικότητα. Ο Θεός προορίζεται για εσωτερίκευση – ‘Όχι εγώ, αλλά ο Χριστός ζεί μέσα μου.’ Ο άνθρωπος, χωρισμένος από το Ιδεώδες, μοχθεί να κερδίσει το Θεό και τη Θεία Χάρη του, και τελικά να μεταμορφώσει το Θεό στην ίδια του την ύπαρξη [Gott ganz zu seinem Ich zu machen], και ο Θεός, αποκομμένος από τον άνθρωπο, θα τον κέρδιζε μονάχα για τη Βασιλεία των Ουρανών. Και οι δύο πλευρές αναζητούν και έτσι συμπληρώνουν η μια την άλλη. Όμως, δεν θα συναντηθούν ποτέ, και ποτέ δεν θα ενωθούν, επειδή αν αυτό γινόταν ποτέ τότε η θρησκεία θα εξαφανιζόταν, διότι η θρησκεία υπάρχει μονάχα μ’ αυτό το διαχωρισμό. Επομένως, ο πιστός δεν ελπίζει σε τίποτε περισσότερο από ένα μελλοντικό ‘τετ-α-τετ’.

Αλλά ακόμη, η τέχνη συντροφεύει επίσης τη θρησκεία, καθώς η εσωτερικότητα του ανθρώπου επεκτείνεται από τον αγώνα του με το Αντικείμενο, και στην ιδιοφυία του καλλιτέχνη ξεπετάγεται ξανά με μια νέα εκδήλωση, και το Αντικείμενο γίνεται ακόμη περισσότερο ενισχυμένο και φανερό. Ευτυχώς, σπάνια μια γενιά πέρασε δίχως έναν τέτοιο διαφωτισμό από την τέχνη. Όμως, τελικά, η τέχνη θα παρασταθεί στον ενταφιασμό της θρησκείας. Ήρεμη και σίγουρη, η τέχνη θα διεκδικήσει τον εαυτό της ακόμη μια φορά, και έτσι θα κλέψει από το Αντικείμενο την αντικειμενικότητά του, την ‘άλλη-πλευρά’ του, και θα την απελευθερώσει από τη μακροχρόνια θρησκευτική της φυλάκιση. Εδώ, η τέχνη δεν θα εμπλουτίσει πια το Αντικείμενο, αλλά θα το καταστρέψει ολοκληρωτικά. Διεκδικώντας τη δημιουργία του, η τέχνη ξαναβρίσκει τον εαυτό της και ανανεώνει επίσης τη δημιουργική της δύναμη. Εμφανίζεται, στην παρακμή της θρησκείας, σαν κάτι τιποτένιο με όλη τη σοβαρότητα της παλιάς πίστης, μια σοβαρότητα περιεχομένου που η θρησκεία πια έχει χάσει, και η οποία πρέπει να επιστρέψει στο χαρούμενο ποιητή. Ως εκ τούτου, η θρησκεία εμφανίζεται σαν μια γελοία κωμωδία. 7 Τώρα, όμως, όσο τρομακτικό και αν είναι το έγκλημα αυτής της κωμωδίας, θα επαναφέρει μολαταύτα στην πραγματικότητα αυτό που δεν σκέφτεται παρά να καταστρέψει. Κι έτσι, δεν επιλέγουμε να καταδικάσουμε τη φρίκη της!

Η τέχνη δημιουργεί ένα νέο Ιδεώδες, ένα νέο Αντικείμενο και μια νέα θρησκεία. Ποτέ δεν υπερβαίνει το φτιάξιμο μιας θρησκείας. Το πορτραίτο του Χριστού του Ραφαήλ τον εκθέτει σε τέτοιο φως ώστε θα μπορούσε να είναι η βάση μιας νέας θρησκείας — μιας θρησκείας του βιβλικού Χριστού αποκομμένου από όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις. Απ’ αυτή την πρώτη στιγμή που η ακούραστη διάνοια αρχίζει το μακρύ δρόμο του στοχασμού της πάνω σ’ ένα νέο Αντικείμενο, βαθαίνει σταθερά στις σκέψεις της μέχρι να ξαναγυρίσει τελικά στον εαυτό της σε πλήρη εσωτερικότητα. Με αφιερωμένη αγάπη, βυθίζεται στον εαυτό της και καταπιάνεται με τις δικές της αποκαλύψεις και εμπνεύσεις. Όμως ακόμη και τότε αυτή η θρησκευτική διάνοια είναι τόσο φλογερά ερωτευμένη με το Αντικείμενό της που οφείλει να έχει φλογερό μίσος για όλα τα άλλα — το θρησκευτικό μίσος είναι αδιαχώριστο από τη θρησκευτική αγάπη. Εκείνος που δεν πιστεύει στο Αντικείμενο, είναι αιρετικός,και εκείνος που δεν είναι πραγματικά θεοσεβής, υποθάλπει την αίρεση. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας8 είναι απείρως πιο θεοσεβής από τον Ιωσήφ Β’ της Γερμανίας9, και ότι ο Χένγκστενμπεργκ10 είναι αληθινά θεοσεβής, ενώ ο Χέγκελ11 όχι και τόσο; Στην εποχή μας, το ποσό του μίσους έχει μειωθεί στο βαθμό που η αγάπη στο Θεό έχει αποδυναμωθεί. Μια ανθρώπινη αγάπη έχει διεισδύσει, που δεν προέρχεται από θεϊκή ευλάβεια αλλά μάλλον από κοινωνική ηθικότητα. Δείχνει μεγαλύτερο ‘ζήλο’ για το καλό του ανθρώπου παρά για το καλό του Θεού. Πραγματικά, ο ανεκτικός Φρειδερίκος ο Μέγας12 δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα θεϊκότητας, αλλά μπορεί όντως να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα για την ανδρικότητα, για την ανθρωπότητα. Όποιος υπηρετεί ένα Θεό οφείλει να τον υπηρετεί ολοκληρωτικά. Είναι, για παράδειγμα, ένα διεστραμμένο και παράλογο αίτημα τουΧριστιανού να μη βάζει δεσμεύσεις πάνω στους Εβραίους — επειδή ακόμη και ο Χριστός, με την αγνότερη καρδιά, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, διότι αλλιώτικα θα ήταν αδιάφορος για τη θρησκεία του, ή θα ενεργούσε απερίσκεπτα. Αν ο Χριστιανός μπορούσε να κατανοήσει τις προσταγές της θρησκείας του, θα απέκλειε τους Εβραίους από τα Χριστιανικά δικαιώματα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από τα δικαιώματα ενός Χριστιανού — και, πάνω απ’ όλα, από τα πράγματα του Κράτους. Έτσι είναι επομένως, ένεκα του ότι η θρησκεία δεν είναι για τον οποιονδήποτε τίποτε άλλο παρά μια απλώς χλιαρή προσάρτηση — σε μια σχέσηδιαχωρισμού.

Κι έτσι, αυτή είναι η θέση της τέχνης για τη θρησκεία. Η τέχνη δημιουργεί το Ιδεώδες και ανήκει στο ξεκίνημα της θρησκείας· η θρησκεία έχει στο Ιδεώδες ένα μυστήριο, και, εμμένοντας στο Αντικείμενο και εξαρτώντας το από τον εαυτό του θα το ένωνε μαζί του σε μια εσωτερική θεϊκότητα. Αλλά όταν το μυστήριο ξεδιαλύνεται, και η ξενότητα και η παραδοξότητα αφαιρούνται, και η εγκαθιδρυμένη θρησκεία καταστρέφεται, τότε η κωμωδία αναλαμβάνει το καθήκον της. Η κωμωδία, επιδεικνύοντας ανοιχτά την κενότητα, ή καλύτερα, το ξεφούσκωμα του Αντικειμένου, απελευθερώνει τους ανθρώπους από την παλιά πίστη, κι έτσι από την εξάρτησή τους απ’ αυτό το εξαντλημένο ον. Η κωμωδία, όπως αρμόζει στην ουσία της, εισβάλλει σε κάθε ιερό έδαφος, ακόμη και στον Ιερό Γάμο, και γι’ αυτό δεν αποτελεί πλέον — στον πραγματικό γάμο — Ιερός. Είναι μάλλον ένας κενός τύπος, τον οποίο ο άνθρωπος δεν θα έπρεπε πια να κρατάει.13 Αλλά ακόμη και η κωμωδία, όπως όλες οι τέχνες, προηγείται της θρησκείας, διότι κάνει χώρο μόνο για τη νέα θρησκεία, σ’ αυτήν που θα σχηματίσουμε ξανά.

Η τέχνη φτιάχνει το Αντικείμενο, και η θρησκεία ζει μόνον προσκολλημένη σ’ αυτό το Αντικείμενο, αλλά η φιλοσοφία πολύ ξεκάθαρα τοποθετείται πέρα και από τα δύο. Δεν μπλέκεται μ’ ένα Αντικείμενο, όπως η θρησκεία, ούτε φτιάχνει ένα, όπως η τέχνη, αλλά μάλλον κονιορτοποιεί όλες τις δημιουργίες Αντικειμένων καθώς και όλη την αντικειμενικότητα, κι έτσι αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας. Η λογική, το πνεύμα της φιλοσοφίας, ασχολείται μόνον με τον εαυτό της, και δεν προβληματίζεται πάνω σε κανένα Αντικείμενο. Ο Θεός, για το φιλόσοφο, είναι τόσο ουδέτερος όσο μια πέτρα — ο φιλόσοφος είναι φανατικά άθεος. Αν ασχολείται με το Θεό, δεν υπάρχει ευλάβεια εδώ, μονάχα απόρριψη, διότι αναζητά εκείνη μόνο τη λογικήπου έχει κρυφτεί πίσω από κάθε μορφή, και αυτό μονάχα υπό το φως της λογικής.

Η λογική αναζητά μόνον τον εαυτό της, προβληματίζεται μόνον γύρω από τον εαυτό της, αγαπά μόνον τον εαυτό της — ή μάλλον, καθώς δεν είναι ακόμη ένα Αντικείμενο για τον εαυτό της — δεν αγαπά τον εαυτό της αλλά απλά είναι με τον εαυτό της. Κι έτσι, με σωστό ένστικτο, ο Νέαντερ14 έχει διακηρύξει την καταστροφή ’του Θεού των φιλοσόφων.’

Αλλά μιας και βρίσκεται πέραν του θέματός μας, ας μην ασχοληθούμε άλλο με τη φιλοσοφία ως τέτοια.

Ιούνιος 1842 στη ριζοσπαστική γερμανική εφημερίδα Rheinische Zeitung

Για τη διαρκή Αυγή του πιο Μαύρου Ήλιου