“Πολεμος στο κρατος: Ο αναρχισμος του Στιρνερ και του Ντελεζ”, Saul Newman

Συχνά η επιρροή του Μαξ Στίρνερ στη σύγχρονη πολιτική θεωρία παραβλέπεται. Ωστόσο, στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ μπορεί να βρεθεί μια εκπληκτική σύγκλιση με τη μεταδομιστική θεωρία, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της εξουσίας. Ο Andrew Koch, για παράδειγμα, βλέπει τον Στίρνερ ως στοχαστή που ξεπερνά τη χεγκελιανή παράδοση, στην οποία τοποθετείται συνήθως, υποστηρίζοντας ότι το έργο του είναι ένας προάγγελος των μεταδομιστικών ιδεών για τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας (Koch, 1997). Ο Koch υποστηρίζει ότι η ατομικιστική πρόκληση του Στίρνερ στις φιλοσοφικές βάσεις του κράτους πηγαίνει πέρα από τα όρια της παραδοσιακής δυτικής φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας μια πρόκληση για την μεταφυσική της επιστημολογίας. Από το πρίσμα αυτό μεταξύ Στίρνερ και μεταδομιστικής επιστημολογίας, που τέθηκε από τον Koch, θα εξετάσω τη σύγκλιση του Στίρνερ με ένα συγκεκριμένο μεταδομιστή στοχαστή, τον Ζιλ Ντελέζ, όσον αφορά το θέμα της κρατικής και της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί παραλληλισμοί μεταξύ αυτών στοχαστών, και οι δύο μπορούν να παρουσιαστούν, με διαφορετικούς τρόπους, ως αντι-κρατιστές, αντιεξουσιαστές φιλόσοφοι. Θέλω να δείξω τον τρόπο με τον οποίο η κριτική του Στίρνερ στο Κράτος προεξοφλεί τη μεταδομιστική απόρριψη από τον Ντελέζ της σκέψης του κράτους, και το πιο σημαντικό, τους τρόπους με τους οποίους ο αντι-ουσιοκρατικός, μετά-ανθρωπιστικός αναρχισμός των δύο στοχαστών υπερβαίνει και, επομένως, αντικατοπτρίζει, τα όρια του κλασικού αναρχισμού. Το κείμενο εξετάζει τoυς δεσμούς μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας, της επιθυμίας και της εξουσίας που διαμορφώνουν τις βάσεις της κρατικής εξουσίας. Έτσι, ενώ Κοχ εστιάζει στην απόρριψη του Στίρνερ των επιστημολογικών θεμέλιων του Κράτους, η έμφαση του κειμένου είναι στη ριζοσπαστική οντολογία του Στίρνερ- το ξεσκέπασμα των λεπτών συνδέσεων μεταξύ ανθρωπισμού, επιθυμίας και εξουσίας. Θα ήθελα επίσης να υποστηρίξω ότι αυτή η κριτική της ανθρωπιστικής εξουσίας, με την οποία τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ ασχολούνται μπορεί να μας παρέχουν σύγχρονες στρατηγικές για την αντίσταση στην κυριαρχία του κράτους.

Πρέπει να γίνει κατανοητό, ωστόσο, ότι ενώ υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του Στίρνερ και του Ντελέζ, υπάρχουν επίσης πολλές διαφορές, και, για πολλούς λόγους, μπορεί να μοιάζει ασυνήθιστη η προσέγγιση να φέρουμε κοντά τους δύο στοχαστές. Για παράδειγμα, ο Στίρνερ ήταν, μαζί με τον Μαρξ, ένας από τους νεαρούς Χεγκελιανούς, των οποίων το έργο αναδείχθηκε ως μία εξαιρετικά ατομιστική κριτική του γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαίτερα του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ. Ο Ντελέζ, από την άλλη πλευρά, ήταν ένας φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο οποίος, μαζί με τον Φουκώ και τον Ντεριντά, θεωρείται ως ένα από τους κύριους “μεταδομιστές” στοχαστές. Ενώ το έργο του Ντελέζ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια επίθεση στο χεγκελιανισμό, ακολουθεί διαφορετικά και πιο ποικίλα μονοπάτια, από την πολιτική και την ψυχανάλυση, ως τη λογοτεχνία και τη θεωρία του κινηματογράφου. Ο Στίρνερ δεν θεωρείται γενικά ως “μεταδομιστής”, και, εκτός από το πρωτοποριακό άρθρο του Koch (Koch 1997) και το έργο του Ντεριντά για τον Μαρξ (Ντεριντά 1994), δεν έχει λάβει ουσιαστικά καμία προσοχή, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας. Ωστόσο, και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα με ετικέτες όπως ο “μεταδομισμός”, υπάρχουν πολλά κρίσιμα επίπεδα σύγκλισης μεταξύ των δύο αυτών φιλοσόφων – ιδιαίτερα στην κριτική της πολιτικής κυριαρχίας και της εξουσίας – στα οποία μπορεί κάποιος να δώσει έμφαση, και η οποία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν κάποιος κολλήσει σε αυτές τις ετικέτες. Είναι ακριβώς αυτή η απόρριψη της τυραννίας των «ετικετών», των ουσιοκρατικών ταυτοτήτων, των αφαιρέσεων και των «συμπαγών ιδεών» – αυτή η επίθεση στις εξουσιαστικές αντιλήψεις που περιορίζουν τη σκέψη – στις οποίες ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πέτυχαν κάποιο κοινό έδαφος. Αυτό δεν σημαίνει να αγνοήσουμε τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά αντίθετα, να δείξουμε πώς αυτές οι διαφορές συντονίζονται μαζί σε απρόβλεπτους και ενδεχόμενους τρόπους για να σχηματίσουν, με τα λόγια του Ντελέζ, “επίπεδα συνοχής” από τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν νέες πολιτικές έννοιες.

Κριτική του Κράτους

Τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ βλέπουν το Κράτος ως μια αφαίρεση που υπερβαίνει τις διαφορετικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, αν και ακριβώς την ίδια στιγμή λειτουργεί μέσω αυτών. Το Κράτος είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκεκριμένο θεσμό που υπάρχει σε ένα συγκεκριμένη ιστορική στάδιο. Το Κράτος είναι μία αφηρημένη αρχή της εξουσίας [ως δύναμης/power] και της εξουσίας [ως αρχής/authority] που έχει πάντα υπάρξει με διάφορες μορφές, κι ακόμα είναι “κάτι περισσότερο” από αυτές τις συγκεκριμένες ενεργοποιήσεις (actualisations). Η κριτική του Στίρνερ του Κράτους αποδεικνύει αυτό το κρίσιμο σημείο. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι ουσιαστικά ένας θεσμός καταπίεσης. Ωστόσο, η απόρριψη του Στίρνερ του Κράτος πηγαίνει πέρα από μια κριτική των συγκεκριμένων κρατών – όπως το φιλελεύθερο κράτος ή το σοσιαλιστικό κράτος. Αντίθετα μάλλον, αποτελεί μια επίθεση στο Κράτος καθεαυτό- την ίδια την κατηγορία της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο στις διάφορες μορφές που παίρνει. Αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, είναι η ίδια η ιδέα της κρατικής εξουσίας η ίδια – η αρχή της διακυβέρνησης (ruling principle) (Στίρνερ 1993:226). O Στίρνερ ως εκ τούτου είναι σε αντίθεση με επαναστατικά προγράμματα όπως ο μαρξισμός, τα οποία έχουν ως στόχο τους την κατάκτηση, παρά την καταστροφή, της Κρατικής εξουσίας. Το Κράτος των εργαζομένων του Μαρξ θα είναι απλώς μια επαναβεβαίωση του κράτους με διαφορετική μορφή -. μια “αλλαγή των κυρίων” (Στίρνερ 1993:229) Ο Στίρνερ προτείνει στη συνέχεια ότι:

. . . ο πόλεμος δε θα μπορούσε παρά να κυρηχθεί κατά του ίδιου του θεσμού, του Κράτους, όχι ενός συγκεκριμένου κράτους, όχι σε μία οποιοδήποτε απλή κατάσταση του κράτους σε μία στιγμή· δεν υπάρχει ένα άλλο Κράτος (όπως ένα “Κράτος του λαού”), που οι άνδρες έχουν ως στόχο . . . (Στίρνερ 1993:224)

Η επαναστατική δράση έχει συλληφθεί, σύμφωνα με το Στίρνερ, από το παράδειγμα του Κράτους. Έχει παραμείνει παγιδευμένη μέσα στη διαλεκτική της εξουσίας. Οι επαναστάσεις έχουν μόνο καταφέρει να αντικαταστήσουν μια μορφή εξουσίας με μία άλλη. Αυτό συμβαίνει επειδή η επαναστατική θεωρία δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει την ίδια τη συνθήκη, την ιδέα, της Κρατικής εξουσίας, και ως εκ τούτου παραμένει στο χέρι του: “κανένας ενδοιασμός δεν έμεινε για την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον Κράτος ή την ανατροπή των υπάρχοντων νόμων, αλλά το να αμαρτήσει κάποιος ενάντια στην ιδέα του Κράτους, να μην υποταχθεί στην ιδέα του δικαίου, ποιος θα το τολμούσε αυτό;” (Στίρνερ 1993:87). Το Kράτος δεν μπορεί ποτέ να μεταρρυθμιστεί, διότι δε μπορεί να ποτέ να είναι έμπιστο. Ο Στίρνερ απορρίπτει την έννοια ενός δημοκρατικού Κράτους του Μπρούνο Μπάουερ, το οποίο αναπτύσσεται από τη “δύναμη του λαού” και το οποίο είναι πάντα υποταγμένο στη “Θέληση του λαού”. Για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί ποτέ να τεθεί υπό τον έλεγχο του λαού. Έχει πάντα τη δική του λογική, τη δική του ατζέντα την οποία πληροί ανελέητα, και που σύντομα στρέφεται ενάντια στη θέληση του λαού που επρόκειτο να εκπροσωπήσει (Στίρνερ 1993:228).

Η σύλληψη του Στίρνερ του Κράτους ως ανεξάρτητης οντότητας τον φέρνει σε σύγκρουση με το μαρξισμό, ιδίως στη θεώρηση του κράτους σε σχέση με την οικονομική εξουσία. Ο Στίρνερ ενδιαφέρεται για τις μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας στην κοινωνία και πιστεύει ότι το Κράτος, αν είναι να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί χωριστά από τις οικονομικές ρυθμίσεις. Η δύναμη της γραφειοκρατίας, για παράδειγμα, συνιστά μια μη-οικονομική μορφή καταπίεσης: η λειτουργία της οποίας δεν μπορεί να αναχθεί στις εργασίες της οικονομίας (Harrison 1983:62). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, η οποία γενικά ανάγει το κράτος στις εργασίες της καπιταλιστικής οικονομίας και το υποτάσσει στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο Στίρνερ προτείνει ότι ενώ το Κράτος προστατεύει την ιδιωτική περιουσία και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, βρίσκεται επίσης από πάνω και κυριαρχεί σε αυτές τις δυνάμεις (Στίρνερ 1993:115). Για τον Στίρνερ η πολιτική εξουσία που κατοχυρώνεται ευλαβικά στο Κράτος έχει υπεροχή έναντι της οικονομικής εξουσίας και των συναφών ταξικών συμφερόντων. Το Κράτος είναι η πρωταρχική πηγή κυριαρχίας στην κοινωνία.

Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους – η προσπάθεια να αναλυθεί η κρατική εξουσία στη δική της ιδιαιτερότητα – μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του αναρχικού επιχειρήματος. Αναρχικοί όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πέτρος Κροπότκιν ισχυρίστηκαν πολύ πιο πριν από έναν αιώνα, ότι ο μαρξιστικός οικονομικός αναγωγισμός παραμέλησε τη σημασία της κρατικής εξουσίας. Το Κράτος, σύμφωνα με τους αναρχικούς, έχει τη δική του καταπιεστική λογική της αυτο-διαιώνισης και αυτό το έκανε, σε μεγάλο βαθμό, αυτόνομο από τις οικονομικές σχέσεις και τα ταξικά συμφέροντα. Ο Μπακούνιν υποστήριξε ότι ο μαρξισμός δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στις μορφές της κρατικής εξουσίας, ενώ δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον τον τρόπο με τον οποίο η Κρατική εξουσία λειτουργεί: “Αυτοί (οι μαρξιστές), δεν γνωρίζουν ότι ο δεσποτισμός δεν έγκειται τόσο πολύ στη τη μορφή του Κράτους, αλλά στην ίδια την αρχή του Κράτους και της πολιτικής του εξουσίας” (Μπακούνιν 1984:221). Ο Κροπότκιν, επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει κανείς να κοιτάξει πέρα από την παρούσα μορφή του κράτους: “Και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι, όπως εμείς, βλέπουν στο Κράτος, όχι μόνο στην ενεργή του μορφή και σε όλες τις μορφές της κυριαρχίας που ενδέχεται να αναλάβει, αλλά στην ίδια του την ουσία, ένα εμπόδιο για την κοινωνική επανάσταση. . .” (Κροπότκιν 1943:9). Η καταπίεση και ο δεσποτισμός υπάρχουν, με άλλα λόγια, στην ίδια τη δομή και το συμβολισμό του Κράτους – δεν είναι απλώς ένα παράγωγο της ταξικής εξουσίας. Η παραμέληση αυτής της αυτονομίας και η χρησιμοποίηση του κράτους ως εργαλείου της επαναστατικής τάξης, όπως προτείνουν οι μαρξιστές, είναι επομένως επικίνδυνη. Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι έτσι θα καταλήξουν μόνο στη διαιώνιση της κρατικής εξουσίας σε άπειρα πιο αυταρχικούς τρόπους. Έτσι, η ανάλυση του Στίρνερ του κράτους πέραν του κράτους, όπως θεσμίζεται ως a priori κυριαρχία πέρα από τα οικονομικά και ταξικά συμφέροντα, μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της αναρχικής κριτικής των φιλοσοφιών του κράτους όπως ο Μαρξισμός.

Ο Ντελέζ επίσης τονίζει την εννοιολογική αυτονομία του Κράτους. Ενώ η έννοια του Kράτους στον Ντελέζ λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα, παρ’ όλα αυτά μοιράζεται με τον Στίρνερ και τους αναρχικούς την ιδέα ότι το Κράτος είναι μια αφηρημένη μορφή της εξουσίας, που δεν ταυτίζεται πλήρως με τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες πραγματώσεις της. Ο Ντελέζ αναφέρεται σε ένα “Κράτος-μορφή” – ένα αφηρημένο μοντέλο εξουσίας:

. . . ο μηχανισμός του κράτους είναι μια συγκεκριμένη συναρμογή που πραγματώνει τη μηχανή της υπερκωδικοποίησης μιας κοινωνίας. . . Αυτή η μηχανή με τη σειρά της, δεν είναι επομένως το ίδιο το κράτος, είναι η αφηρημένη μηχανή που οργανώνει τις κυρίαρχες εκφράσεις και την καθεστηκυία τάξη της κοινωνίας, τις κυρίαρχες γλώσσες και τη γνώση, τις κομφορμιστικές δράσεις και τα συναισθήματα, τους τομείς που επικρατούν έναντι των υπολοίπων. (Ντελέζ 1987:129)

Για τον Ντελέζ το Κράτος είναι μία αφηρημένη μηχανή μάλλον και όχι ένας συγκεκριμένος θεσμός, η οποία ουσιαστικά “κυβερνά” μέσω πιο λεπτών θεσμών και πρακτικών κυριαρχίας. Το Κράτος υπερκωδικοποιεί και ρυθμίζει αυτές τις ελάχιστες κυριαρχίες, σφραγίζοντας τες με τη σφραγίδα του. Αυτό που είναι σημαντικό για αυτήν την αφηρημένη μηχανή δεν είναι η μορφή υπό την οποία εμφανίζεται, αλλά μάλλον η λειτουργία της, η οποία είναι η σύσταση ενός τομέα της εσωτερικότητας στην οποία η πολιτική κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί. Το Κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία της σύλληψης (capture) (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:436-437).

Ομοίως με τον Στίρνερ, ο Ντελέζ έρχεται σε ρήξη με τη μαρξιστική ανάλυση του Kράτους. H λειτουργία και η προέλευση του Κράτους δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από την οικονομική ανάλυση. Το Kράτος είναι ένας μηχανισμός που κωδικοποιεί τις οικονομικές ροές και τις ροές παραγωγής, οργανώνοντας τη λειτουργία τους. Αυτός ο μηχανισμός δεν αναδύεται ως αποτέλεσμα ενός αγροτικού τρόπου παραγωγής, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερος, και προϋποτίθεται από, αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για τον Ντελέζ και μάλιστα για τον Στίρνερ, το Κράτος δεν μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο παραγωγής. Στρέφοντας αυτή την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στο κεφάλι της, προτείνουν ότι ο τρόπος παραγωγής μπορεί στην πραγματικότητα να προέρχεται από το Κράτος. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Δεν είναι το κράτος που προϋποθέτει ένα τρόπο παραγωγής· ακριβώς το αντίθετο, είναι το Κράτος που κάνει την παραγωγή ένα “τρόπο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:429). Για τον Ντελέζ υπήρξε πάντα ένα Κράτος – τοUrstaat, ένα αιώνιο κράτος το οποίο σχηματίζεται ως πλήρη ύπαρξη, με ένα χτύπημα (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:437). Αυτή η μη-οικονομική ανάλυση του Κράτους ανοίγει ένα ριζοσπαστικό φιλοσοφικό έδαφος όπου η εξουσία θεωρείται η ίδια ως είναι.

Ενώ η σύλληψη του Στίρνερ και Ντελέζ του Kράτους ως αυτόνομου από τις οικονομικές ρυθμίσεις έρχεται σε ρήξη με το μαρξισμό, η απόρριψή των θεωριών του κοινωνικού συμβόλαιου για την προέλευση του Κράτους αποτελεί, επίσης, μια απόκλιση από τη φιλελεύθερη θεωρία. Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι η κυριαρχία του Κράτους βασίζεται σε φιλοσοφίες όπως η φιλελεύθερη θεωρία του κοινωνικού συμβόλαιου. Αυτή η μορφή θεώρησης του Κράτους νομιμοποιεί την κρατική εξουσία μέσα από τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι παραδίδουν οικειοθελώς μέρος της ελευθερίας τους, σε μια αφηρημένη δύναμη εκτός αυτών, με αντάλλαγμα την ασφάλεια, κατασκευάζοντας έτσι το Κράτος ως απαραίτητο και αναπόφευκτο. Ο Ντελέζ αποφεύγει επίσης την εγελιανή “θεολογική” θεώρηση του Κράτους που βασίζεται στη διαλεκτική της συμφιλίωσης. Κι ο Στίρνερ απορρίπτει επίσης τις φιλελεύθερες θεωρίες του Κράτους. Ισχυρίζεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία που, στο όνομα της παροχής της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, στην πραγματικότητα υποτάσσει περαιτέρω το άτομο στο κράτος και τους νόμους του. Έτσι, αντί να απελευθερώνει το άτομο από το Κράτος, ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα απελευθερώνει το άτομο από άλλους δεσμούς όπως η θρησκεία, έτσι που αυτός ή αυτή μπορεί να κυριαρχείται πιο αποτελεσματικά από το Κράτος: “Πολιτική ελευθερία σημαίνει ότι η πόλη, το Κράτος, είναι ελεύθερο. Αυτό δεν αφορά την ελευθερία μου, αλλά την ελευθερία της εξουσίας που με κυβερνά και με υποδουλώνει” (Στίρνερ 1993:107). Ο Στίρνερ επιτίθεται στην υποκρισία του φιλελευθερισμού· είναι μια φιλοσοφία που παρέχει όλα τα είδη των τυπικών ελευθεριών αλλά αρνείται την ελευθερία να αμφισβητήσει αυτή την ίδια την τάξη, τους νόμους της, κ.λ.π. (Στίρνερ 1993:108). Αυτή η αποκήρυξη των φιλελεύθερων θεωριών του Κράτους και του κοινωνικού συμβολαίου έχει πολλές ομοιότητες με τον αναρχισμό, που επίσης απορρίπτει αυτές τις φιλοσοφίες αιτιολόγησης του κράτους. Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω, είναι ακριβώς σε αυτή την κριτική της φιλοσοφίας του κράτους που ο Στίρνερ και ο Ντελέζ πάνε πέρα από τα εννοιολογικά όρια του παραδοσιακού αναρχισμού και αναπτύσσουν μια μετά-ανθρωπιστική, αντι-ουσιοκρατική πρόκληση του Κράτους.

Η σκέψη του Κράτους

Για τον Στίρνερ, λόγοι όπως η ηθική και η ορθολογικότητα είναι έμμονες ιδέες ήφαντάσματα. Είναι φαντάσματα, ιδεολογικές αφαιρέσεις που παρόλα αυτά έχουν πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα – παρέχουν στο κράτος την τυπική δικαιολογία για την κυριαρχία του. Ο Κοch υποστηρίζει ότι η επίθεση του Στίρνερ στις έμμονες ιδέες αντιπροσωπεύει μία αποφασιστική ρήξη με τη μεταφυσική της δυτικής σκέψης, εκθέτοντας τη δύναμη πίσω από αυτές τις κυρίαρχες ιδέες και τις “υπερβατικές μάσκες” (Κοch 1997:101). Αυτή η δύναμη έχει αντληθεί από το άτομο και κρατιέται από πάνω του. Η κυριαρχία της ηθικής, για παράδειγμα, συνδέεται στενά με την πολιτική εξουσία, διατηρώντας τη συνεχόμενη ύπαρξη του κράτους της αστυνομίας (Στίρνερ 1993:241). Για τον Στίρνερ η ηθική δεν είναι μόνο μία μυθοπλασία που προέρχενται από το χριστιανικό ιδεαλισμό, αλλά επίσης ένας λόγος που καταπιέζει το άτομο. Βασίζεται στη βεβήλωση της ατομικής βούλησης – του Εγώ. Η Ηθική είναι απλώς το περίσσευμα του Χριστιανισμού, μόνο με μια νέα ανθρωπιστική ενδυμασία: “Η ηθική πίστη είναι εξίσου φανατική με τη θρησκευτική πίστη!” (Στίρνερ 1993:46). Η ηθική έχει γίνει η νέα θρησκεία – μια κοσμική θρησκεία – απαιτώντας την ίδια τυφλή υπακοή. Για τον Στίρνερ, το Κράτος είναι η νέα Εκκλησία – η νέα ηθική και ορθολογική αρχή που ασκείται πάνω στο άτομο (Στίρνερ 1993:23). Ομοίως η ορθολογικότητα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένας λόγος που διαιωνίζει την κρατική εξουσία. Οι ορθολογικές αλήθειες πάντα κατέχονται πάνω από τις ατομικές προοπτικές και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος υποταγής του ατομικού Εγώ σε μια αφηρημένη δύναμη πάνω από αυτόν ή αυτήν. Όπως με την ηθική, η ορθολογική αλήθεια έχει γίνει ιερή, απόλυτη, και αφαιρέθηκε από το άτομο (Στίρνερ 1993:353). Έτσι για το Στίρνερ, η ηθική και η ορθολογικότητα είναι λόγοι του Κράτους, και η λειτουργία τους, αντί να μας απελευθερώνει από την κυριαρχία, χρησιμεύει στο να προωθήσει παραπέρα την υποταγή του ατόμου στην εξουσία του Κράτους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Στίρνερ, προκειμένου κάποιος να διεξάγει πόλεμο με το κράτος πρέπει να διεξάγει, επίσης, και πόλεμο,, στις αρχές που παρέχουν στην πολιτική εξουσία μια ηθική και ορθολογική βάση.

Ο Ντελέζ επίσης ξεσκεπάζει τις μορφές και τις δομές σκέψης που επιβεβαιώνουν την Κρατική εξουσία. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ θεωρεί ότι η σκέψη είναι συνένοχη στην κυριαρχία του Κράτους, παρέχοντας του ένα νόμιμο έδαφος και συναίνεση: “Μόνο η σκέψη είναι σε θέση να επινοήσει τη φαντασία του Κράτους που είναι καθολική λόγω δικαίου, η ανύψωση του Κράτους σε μία de jure οικουμενικότητα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:375). Η ορθολογικότητα είναι ένα παράδειγμα της σκέψης του Κράτους. Ο Ντελέζ πάει ένα βήμα παραπέρα από τον Στίρνερ: αντί να βλέπει ορισμένες μορφές σκέψης να δανείζουν απλά ορθολογική και ηθική εξουσία στο Κράτος, υποστηρίζει ότι ο ορθολογικός και ηθικός λόγος στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Το Κράτος δεν είναι μόνο μια σειρά από πολιτικούς θεσμούς, και πρακτικές, αλλά περιλαμβάνει επίσης μια πολλαπλότητα κανόνων, τεχνολογιών, λόγων, πρακτικών, μορφών σκέψης, και γλωσσικών δομών. Δεν είναι μόνο ότι αυτοί οι λόγοι που παράσχουν μια δικαιολογία για το Κράτος – είναι οι ίδιοι εκδηλώσεις της κρατικής μορφής στη σκέψη. Το Κράτος είναι εμμενές στη σκέψη, δίνοντας το έδαφος, το λόγο – παρέχοντας του ένα μοντέλο που καθορίζει “το στόχο, τα μονοπάτια, τους αγωγούς, τα κανάλια, τα όργανα. . ..” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:434). Το Κράτος έχει διεισδύσει και κωδικοποιήσει τη σκέψη, ιδίως την ορθολογική σκέψη. Εξαρτάται τόσο από τους ορθολογικούς λόγους για τη νομιμοποίηση και τη λειτουργία του, αλλά και με τη σειρά του καθιστά αυτούς τους λόγους δυνατούς. Η ορθολογική σκέψη είναι η φιλοσοφία του Κράτους: “Η κοινή λογική, η ενότητα όλων των σχολών στο κέντρο της Cogito, είναι η συναίνεση του κράτους εγειρόμενη ως απόλυτη” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:376). Είναι μόνο με την απελευθέρωση της σκέψης από αυτό τον ηθικό και λογικό αυταρχισμό που μπορούμε να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από το Κράτος (Ντελέζ 1987:23).

Για τον Ντελέζ το μοντέλο της σκέψης του Κράτους είναι ότι αποκαλεί δεντρώδης (aborescent) λογική (Ντελέζ 1987:25). Η δεντρώδης λογική είναι ένα εννοιολογικό μοντέλο ή μία “εικόνα” που προκαθορίζει τη σκέψη σε μια ορθολογιστική βάση. Βασίζεται στο σύστημα της ρίζας και του δέντρου: υπάρχει μία κεντρική μονάδα, αλήθεια ή ουσία – όπως η ορθολογικότητα – η οποία είναι η ρίζα, και η οποία καθορίζει την ανάπτυξη των “κλαδιών”. Ο Ντελέζ λέει:

. . . τα δέντρα δεν είναι μια μεταφορά, αλλά μια εικόνα της σκέψης, μια λειτουργία, ένας ολόκληρος μηχανισμός που φυτεύεται στη σκέψη για να την κάνει να πορευτεί σε μια ευθεία γραμμή και να παράγει διάσημες σωστές ιδέες. Υπάρχουν όλα τα είδη των χαρακτηριστικών στο δέντρο: υπάρχει ένα σημείο προέλευσης, ο σπόρος ή το κέντρο· είναι μια δυαδική μηχανή ή αρχή της διχοτόμησης, η οποία συνεχώς διαιρείται και αναπαράγεται σε διακλαδώσεις, τα σημεία του δεντρώματος της·” (Ντελέζ 1987:25)

Η σκέψη είναι παγιδευμένη σε δυαδικές ταυτότητες όπως μαύρο / άσπρο, αρσενικό / θηλυκό, ετερο / ομοφυλόφιλο. Η σκέψη πρέπει πάντοτε να ξεδιπλώνεται σύμφωνα με μια διαλεκτική λογική και είναι έτσι παγιδευμένα σε δυαδικές διαιρέσεις που αρνούνται τη διαφορά και την πολλαπλότητα (Ντελέζ 1987:128). Για τον Ντελέζ το μοντέλο αυτό της σκέψης είναι επίσης το μοντέλο της πολιτικής εξουσίας – ο αυταρχισμός του ενός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αυταρχισμό της άλλης: “Η εξουσία είναι πάντα ριζωματική/δενδρώδης” (Ντελέζ 1987:25).

Έτσι, αντί αυτού του εξουσιαστικού μοντέλου της σκέψης, ο Ντελέζ προτείνει ένα ριζωματικό (rhizomatic) μοντέλο που αποφεύγει τις ουσίες, τις ενότητες και τη δυαδική λογική, και αναζητά τις πολλαπλότητες, τις πληθυντικότητες και το γίγνεσθαι (becomings). Το ρίζωμα είναι μια εναλλακτική, μη εξουσιαστική “εικόνα” της σκέψης, βασισμένη στη μεταφορά του χόρτου, το οποίο μεγαλώνει τυχαία και αδιόρατα, σε αντίθεση με την ομαλή ανάπτυξη του δεντρώδους συστήματος. Ο σκοπός του ριζώματος είναι να επιτρέψει στη σκέψη “να αποτινάξει το μοντέλο της, να κάνει το γρασίδι της να μεγαλώνει – ακόμα και σε τοπικό επίπεδο στο περιθώριο” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24). Το ρίζωμα, υπό την έννοια αυτή, αψηφά την ίδια την ιδέα ενός μοντέλου: είναι μια ατελείωτη, τυχαία πολλαπλότητα των συνδέσεων, η οποία δεν κυριαρχείται από ένα ενιαίο κέντρο ή τόπο, αλλά είναι αποκεντρωμένη και πληθυντική. Περιλαμβάνει τέσσερα χαρακτηριστικά: σύνδεση, ετερογένεια, πολλαπλότητα και ρήξη (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:7). Απορρίπτει τις δυαδικές διαιρέσεις και ιεραρχίες, και δεν διακυβερνάται από μια εκτυλισσόμενη, διαλεκτική λογική. Έτσι ανακρίνει τις αφαιρέσεις που κυβερνούν τη σκέψη, που αποτελούν τη βάση των διαφόρων λόγων της γνώσης και ορθολογισμού. Με άλλα λόγια, η ριζωματική σκέψη είναι η σκέψη που αψηφά την εξουσία, αρνείται να περιορίζεται από αυτήν – η ριζωματική “δεν θα αφήσει σε κανέναν, σε οποιαδήποτε δύναμη, να “θέσει” ερωτήσεις ή να “ορίσει” προβλήματα” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:24).

Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει εδώ πως η επίθεση του Στίρνερ στις αφαιρέσεις, τις ουσίες, και τις έμμονες ιδέες, είναι ένα παράδειγμα της ριζωματικής σκέψης. Όπως και ο Ντελέζ, κι ο Στίρνερ ψάχνουν για πολλαπλότητες και ατομικές διαφορές, αντί για αφαιρέσεις και ενότητες. Οι αφαιρέσεις, όπως η αλήθεια, η λογική, η ανθρώπινη ουσία, είναι εικόνες οι οποίες, για αυτούς τους στοχαστές, αρνούνται την πληθυντικότητα και παραμορφώνουν τη διαφορά σε ομοιότητα. Ο Koch σχολιάζει την περιφρόνηση τους Στίρνερ για υπερβατικές έμμονες ιδέες. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ εδώ εφευρίσκει μια νέα μορφή σκέψης που δίνει έμφαση στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα την ατομικότητα πάνω από την καθολικότητα και την υπερβατικότητα. Αυτή η αντι-ουσιοκρατική, αντι-καθολική σκέψη προβλέπει την προσέγγιση του Ντελέζ. Επιπλέον, αυτό το αντι-ουσιοκρατικό, αντι-θεμελιωτικό (foundationalist) ύφος της σκέψης έχει ριζοσπαστικές συνέπειες για την πολιτική φιλοσοφία. Ο πολιτικός στίβος δεν μπορεί πλέον να συντάσσεται σύμφωνα με τις παλιές γραμμές μάχης του Κράτους και του αυτόνομου, λογικού υποκείμενο που αντιστέκεται. Αυτό επειδή μια επανάσταση μπορεί να σχηματίζει πολλαπλές συνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων με την ίδια δύναμη που θεωρητικά αντιτίθεται: “Αυτές οι γραμμές δένονται η μία στην άλλη. Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν μπορεί κάποιος να θέσει ένα δυισμό ή μια διχοτόμηση, ακόμη και στην στοιχειώδη μορφή του καλού και του κακού” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9). Έτσι, σύμφωνα με την κριτική των ορθολογικών και ηθικών λόγων, τόσο ο Στίρνερ όσο και ο Ντελέζ θα δούν τις πολιτικές θεωρίες που βασίζονται σε μια ορθολογική κριτική του Κράτους, να είναι μορφές σκέψης που στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν, παρά αντιστέκονται, στην Κρατική εξουσία. Τέτοιες θεωρίες, επειδή δεν αμφισβητούν την ουσιοκρατική διάκριση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, και επειδή βλέπουν το κράτος ως θεμελιωδώς ανορθολογικό, παραμελούν το γεγονός ότι το Κράτος έχει ήδη καταλάβει τον ίδιο τον ορθολογικό λόγο. Με άλλα λόγια, το να αμφισβητήσουμε την ορθολογική βάση του Κράτους, να πούμε ότι η Κράτική εξουσία είναι “παράλογη” ή “ανήθικη”, δεν αποτελεί απαραίτητα μια υπονόμευση του Κράτους, αλλά αντ ‘αυτού μπορεί να είναι μια επιβεβαίωση της δύναμής του. Αφήνει την κρατική εξουσία άθικτη υποβάλλοντας την επαναστατική δράση στις ορθολογικές και ηθικές διαταγές που τη διοχετεύουν σε κρατικές φόρμες. Εάν το Κράτος οφείλει να ξεπεραστεί πρέπει κανείς να εφεύρει νέες μορφές πολιτικής που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να συλληφθούν από τη λογική: “η πολιτική είναι ενεργός πειραματισμός εφόσον δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τον τρόπο που μία γραμμή πρόκειται να στρίψει”(Deleuze 1987:137). Θα ασχοληθώ με το ζήτημα της αντίστασης αργότερα.

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ μια φιλοσοφία όπως ο αναρχισμός, η οποία θέτει μια κριτική της εξουσίας [ως αρχής] του Κράτους, που βασίζεται σε ηθικές και ορθολογικές αρχές, θα επιβεβαιώσει την Κρατική εξουσία [ως δύναμη]. Ο παραδοσιακός αναρχισμός βλέπει το Κράτος ως βαθύτατα ανήθικο και ανορθολογικό, και κατασκευάζει μια μανιχαϊστική διχοτόμηση ανάμεσα στο Κράτος και το ουσιοκρατικά ηθικό, ορθολογικό υποκείμενο που αντιστέκεται σε αυτή την εξουσία (Μπακούνιν 1984:212). Όπως έχω υποστηρίξει, όμως, η αντι-κρατική σκέψη των Ντελέζ και Στίρνερ πηγαίνει πέρα από τις κατηγορίες του παραδοσιακού αναρχισμού ακριβώς στο σημείο αυτό. Για τους δύο αυτούς στοχαστές οι ίδιες οι ιδέες της ουσίας, του κέντρου, και των ορθολογικών και ηθικών βάσεων – οι αρχές στις οποίες βασίζεται η αναρχική κριτική της εξουσίας – είναι οι ίδιες εξουσιαστικές δομές που προσφέρονται καθεαυτές για πολιτική κυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο Στίρνερ και ο Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, έχουν προχωρήσει πέρα από τα όρια της αναρχικής κριτικής της εξουσίας, που γυρίζει πίσω στον εαυτό της. Έχουν φέρει την κριτική της κρατικής εξουσίας σε μια αρένα στην οποία οι αναρχικοί δεν μπορούσαν να πάνε – αυτή της καθεαυτού ορθολογικής σκέψης, ερχόμενοι σε ρήξη με τις κατηγορίες του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού που δεσμεύουν τον αναρχισμό. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς, ο Ντελέζ και ο Στίρνερ δεν μας επιτρέπουν το προνόμιο αυτής της αυστηρής αντίθεσης μεταξύ της ανορθολογικής, ανήθικης, διαφθαρμένης εξουσίας του Κράτους, και της ορθολογικής, ηθικής ουσίας του ανθρώπινου υποκειμένου. Δεν επιτρέπουν, με άλλα λόγια, το αμόλυντο σημείο αναχώρησης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που βρίσκεται στο κέντρο της αναρχικής κριτικής της εξουσίας.

Το υποκείμενο της Επιθυμίας

Η κριτική του Στίρνερ και Ντελέζ του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που ενημερώνει τον αναρχισμό μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά στην αποδόμηση της έννοιας του ουσιοκρατικού υποκειμένου. Το έργο του Στίρνερ είναι η απόρριψη της ιδέας μίας ουσιοκρατικής ανθρώπινης υποκειμενικότητας, μιας ανθρώπινης ουσίας που δεν επηρεάζεται από την εξουσία. Όπως υποστήριξε ο Koch, η ρήξη του Στίρνερ με τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού αποτελούσε ένα νέο θεωρητικό έδαφος πέρα από τον κλασσικό αναρχισμό – ένα πεδίο που προέβλεψε τον μεταδομισμό. Η σκέψη του Στίρνερ αναπτύχθηκε ως κριτική του ανθρωπισμού του Φόυερμπαχ. Ο Λουντβιχ Φόιερμπαχ πίστευε ότι η θρησκεία αποξενώνει, διότι απαίτησε ο Άνθρωπος να παραιτηθεί από τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του μέσω της προβολής τους σε έναν αφηρημένο σχήμα του Θεού, επομένως εκτοπίζοντας τον ουσιαστικό εαυτό του, αφήνοντας τον να αποξενωθεί και να υποτιμηθεί (Φόιερμπαχ 1957:27-28). Ο Φόιερμπαχ βλέπει τη βούληση, την καλοσύνη και την ορθολογική σκέψη, ως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που έχουν αφαιρεθεί από τον Άνθρωπο· τα κατηγορήματα του Θεού ήταν στην πραγματικότητα μόνο τα κατηγορήματα του Ανθρώπου ως είδος. Έτσι, ισχυριζόμενος ότι οι ιδιότητες που έχουμε αποδώσει στον Θεό ή στο Απόλυτο είναι πραγματικά οι ιδιότητες του Ανθρώπου, ο Φόιερμπαχ έχει κάνει τον Άνθρωπο μια πανίσχυρη οντότητα καθεαυτή. Ο Φόυερμπαχ ενσαρκώνει το ανθρωπιστικό έργο του Διαφωτισμού για την αποκατάσταση του Ανθρώπου στη δικαιωματική του θέση στο κέντρο του σύμπαντος – για να κάνει το “ανθρώπινο, θείο, το πεπερασμένο άπειρο.”

Ωστόσο, αυτή ακριβώς την προσπάθεια να αντικαταστήσει τον Θεό με τον Άνθρωπο καταδικάζει ο Στίρνερ. Σύμφωνα με τον Στίρνερ, ο Φόιερμπαχ, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει ανατρέψει τη θρησκεία, απλώς αντιστρέφει τη σειρά του υποκειμένου και του κατηγορήματος, χωρίς να υπονομεύεται η ίδια η κατηγορία της θρησκευτικής αρχής (Στίρνερ 1993:58). Η αλλοτριωτική κατηγορία του Θεού διατηρείται και στερεοποιείται εδραιώνοντας την στον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος γίνεται, με άλλα λόγια, το υποκατάστατο της Χριστιανικής ψευδαίσθησης. Ο Φόυερμπαχ, υποστηρίζει ο Στίρνερ, είναι ο αρχιερέας μιας νέας θρησκείας – του ανθρωπισμού: “Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ θρησκεία είναι μόνο η τελευταία μεταμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας” (Στίρνερ 1993:176). Με την παραγωγή ορισμένων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που είναι ουσιαστικά στον άνθρωπο, ο Φόιερμπαχ έχει αποξενώσει αυτούς στους οποίους δεν βρίσκονται αυτές οι ιδιότητες. Το άτομο βρίσκει τον εαυτό του να υποτάσσεται σε μία νέα σειρά απόλυτων – τον Άνθρωπο και την Ανθρώπινη ουσία. Για τον Στίρνερ, ο Άνθρωπος είναι εξίσου καταπιεσμένος όπως κι ο Θεός: “ο Φόιερμπαχ πιστεύει, ότι αν εξανθρωπίσει το θείο, θα έχει βρει την αλήθεια. Όχι, αν ο Θεός μας έχει δώσει τον πόνο, ο “Άνθρωπος” είναι σε θέση να μας τσιμπήσει ακόμα πιο βασανιστικά” (Στίρνερ 1993:174). Ακριβώς όπως ο Θεός ήταν μια δύναμη που καταπίεζε το ατομικό εγώ, τώρα είναι η ανθρώπινη ουσία, και “ο φόβος του Ανθρώπου είναι απλώς μια τροποποιημένη μορφή του φόβου του Θεού” (Στίρνερ 1993:185). Για τον Στίρνερ η ανθρώπινη ουσία είναι η νέα νόρμα που καταδικάζει τη διαφορά. Ο ανθρωπισμός, είναι ένας λόγος της κυριαρχίας – έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τα λόγια του Στίρνερ, “μια νέα φεουδαρχία, υπό την επικυριαρχία του “Άνθρωπου” (Στίρνερ 1993:341). Ο Άνθρωπος και η ανθρωπότητα κατασκευάστηκαν στον ανθρωπιστικό λόγο ως βασικές νόρμες με τις οποίες τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται, και σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά περιθωριοποιείται:

Όρισα τι είναι ο “Άνθρωπος” και αυτό που ενεργεί “πραγματικά με ανθρώπινο” τρόπο, και εγώ απαιτώ από τον καθένα ότι αυτός ο νόμος θα γίνει κανόνας και ιδανικό για να τον ίδιο·διαφορετικά θα εκτεθεί ο ίδιος ως “αμαρτωλός και εγκληματίας”. (Στίρνερ 1993:204)

O Στίρνερ χάραξε μια νέα λειτουργία της εξουσίας που ξέφυγε από τις κλασικές φιλοσοφίες του Διαφωτισμού όπως ο αναρχισμός. Περιγράφει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, στην οποία η εξουσία λειτουργεί, όχι με την καταστολή του Ανθρώπου, αλλά με την κατασκευή του ως πολιτικού υποκειμένου και τη διακυβέρνηση μέσω αυτής. Ο Άνθρωπος συνίσταται ως τόπος της εξουσίας, μία πολιτική ενότητα μέσω της οποίας το κράτος κυριαρχεί στο άτομο (Στίρνερ 1993:180). Το Κράτος απαιτεί ότι το άτομο συμορφώνεται με μια συγκεκριμένη ουσιοκρατική ταυτότητα ώστε μπορεί να γίνει μέρος της κοινωνίας του Κράτους, ως εκ τούτου, κυριαρχούμενης: “Έτσι το Κράτος προδίδει την έχθρα του για μένα, απαιτώντας να είμαι Άνθρωπος. . . επιβάλλει το να είμαι Άνθρωπος πάνω μου σαν καθήκον”(Στίρνερ 1993:179). Ο Στίρνερ έχει έρθει σε ρήξη με την παραδοσιακή ανθρωπιστική οντολογία που έβλεπε το ατομικό εγώ και την ανθρώπινη ουσία ως ξεχωριστές και σε αντίθεση οντότητες. Η ανθρωπότητα δεν είναι μια υπερβατική ουσία που δημιουργείται από φυσικούς νόμους που η εξουσία έρχεται να καταπιέσει, όπως πίστευαν οι αναρχικοί. Μάλλον πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της εξουσίας ή, τουλάχιστον, μία κατασκευή λόγου που μπορεί να γίνει για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εξουσίας.

Είναι αυτή η υπονόμευση της οντολογίας του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού που επιτρέπει στους μετα-δομιστές όπως ο Ντελέζ να δούν την πολιτική με έναν εντελώς νέο τρόπο. Όπως και ο Στίρνερ, ο Ντελέζ βλέπει το ανθρώπινο υποκείμενο να είναι ένα αποτέλεσμα της εξουσίας και όχι μία ουσιαστική και αυτόνομη ταυτότητα. Η υποκειμενικότητα είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που η επιθυμία της γίνεται η επιθυμία για το κράτος. Σύμφωνα με τον Ντελέζ, το Κράτος, όπου κάποτε λειτουργούσε μέσω ενός ογκώδους κατασταλτικού μηχανισμού, τώρα δεν το χρειάζεται πλέον – λειτουργεί μέσω της αυτο-κυριαρχίας του υποκειμένου. Το υποκείμενο γίνεται ο δικός του νομοθέτης:

. . . όσο περισσότερο υπακούς στις δηλώσεις της κυρίαρχης πραγματικότητας, τόσο περισσότερο θα διατάσσεις ως ομιλών υποκείμενο μέσα στη διανοητική πραγματικότητα, γιατί τελικά “μόνο υπακούς τον εαυτό σου. . . Μια νέα μορφή δουλείας έχει εφευρεθεί, να είναι κάποιος δούλος για τον εαυτό του. . . (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:162)

Για τον Ντελέζ η επιθυμία διοχετεύεται προς το κράτος μέσω της πρόθυμης υποταγής μας στην Οιδιπόδεια εκπροσώπηση. Ο Οιδίποδας είναι η άμυνα του Κράτους ενάντια στην ανεμπόδιστη επιθυμία (Ντελέζ 1987:88). Στην πραγματικότητα, ο Ντελέζ θεωρεί την ψυχανάλυση ως τη νέα εκκλησία, το νέο βωμό πάνω στον οποίο εμείς οι ίδιοι θυσιάζουμε τον εαυτό μας, όχι πλέον στον Θεό, αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι “οι τελευταίοι ιερείς” (Ντελέζ 1987:81). Έτσι, ενώ για το Στίρνερ η θρησκεία του κράτους είναι ο ανθρωπισμός και ο ανθρωπιστής Άνθρωπος, για τον Ντελέζ η θρησκεία του κράτους είναι ο Οιδίποδας. Η Οιδιπόδεια εκπροσώπηση δεν καταστέλλει την επιθυμία ως τέτοια, αλλά μάλλον την κατασκευάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύει ότι πρέπει να καταστέλλεται, να βασίζεται στην αρνητικότητα, την ενοχή και την απουσία (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Έτσι η οιδιπόδεια καταστολή είναι απλώς η μάσκα για την πραγματική κυριαρχία της επιθυμίας. Η Επιθυμία “καταπιέζεται” με αυτόν τον τρόπο, επειδή αδέσμευτη αποτελεί απειλή για το Κράτος – είναι ουσιαστικά επαναστατική: “. . . δεν υπάρχει, μια επιθυμητική μηχανή ικανή να συναρμολογηθεί χωρίς να κατεδαφίσει ολόκληρους κοινωνικούς τομείς” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1977:116). Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι ο Οιδίποδας εξατομικεύει αυτή την επιθυμία αποκόπτοντας την από από τις πιθανές συνδέσεις και φυλακίζοντας την, μέσα στο ατομικό υποκείμενο. Με τον ίδιο τρόπο ο Στίρνερ θεωρεί ότι το ουσιοκρατικό ανθρώπινο υποκείμενο φυλακίζει το εγώ, προσπαθώντας να συλλάβει τις πολλαπλότητες και τα τις ροές σε μία απλή έννοια.

Το ζήτημα της επιθυμίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκέψη τόσο του Ντελέζ όσο και του Στίρνερ, και θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη ριζοσπαστική προσέγγιση τους στην πολιτική χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η έννοια. Για τους στοχαστές αυτούς εμείς οι ίδιοι μπορούμε να επιθυμούμε τη δική μας κυριαρχία, όπως ακριβώς μπορούμε να επιθυμούμε την ελευθερία μας . Ο Ντελέζ λέει:

Στην ερώτηση “Πώς η επιθυμία μπορεί να επιθυμεί την δική της καταπίεση, πώς μπορεί να επιθυμεί τη δουλεία της;” απαντάμε ότι οι εξουσίες που συντρίβουν την επιθυμία, ή που την υποτάσσουν, οι ίδιες αποτελούν ήδη μέρος των συναρμογών της επιθυμίας:. . . (Ντελέζ
1987:133)

Παρόμοια για τον Στίρνερ, η επιθυμία δεν καταπιέζεται ή απορρίπτεται – μάλλον διοχετεύεται προς το Κράτος: “Το ίδιο το κράτος προσπαθεί να δαμάσει τον Άνθρωπο που επιθυμεί· με άλλα λόγια, αποσκοπεί στο να κατευθύνει την επιθυμία του αυτή στο κράτος μόνο, και να περιέχει αυτή την επιθυμία με ότι αυτό προσφέρει” (Στίρνερ 1993:312). Έτσι, η επιθυμία για τον Στίρνερ συνίσταται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται επιθυμία για το Κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία του Κράτους γίνεται δυνατή μέσω της συνενοχής μας – με τηνεπιθυμία μας για την εξουσία (Στίρνερ 1993:312). Όπως και ο Ντελέζ, ο Στίρνερ δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ίδια την εξουσία, αλλά για τους λόγους που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να κυριαρχούνται από την εξουσία. Θέλει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμμετέχουμε στη δική μας καταπίεση, και να δείξει ότι η εξουσία δεν αφορά μόνο οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα – είναι, επίσης, ριζωμένη, σε ψυχολογικές ανάγκες. Έχει ενσωματώσει την ίδια, τη μορφή των αφηρημένων ιδεών, όπως το Κράτος, την ανθρώπινη ουσία και την ηθική, βαθιά μέσα στη συνείδηση μας. Η κυριαρχία του Κράτους, ο Στίρνερ υποστηρίζει, εξαρτάται από την προθυμία μας να το αφήσουμε να μας κυριαρχήσει:

Το Κράτος δεν είναι νοητό χωρίς την αρχοντιά και την υποτέλεια (υποταγή)· Για το Κράτος θα πρέπει να θέλει να είναι άρχοντας όλων όσων αγκαλιάζει, και αυτή η θέληση καλείται η “θέληση του Κράτους”. “Αυτός που, για να κρατήσει το δικό του, πρέπει να υπολογίζει στην απουσία βούλησης σε άλλους είναι ένα πράγμα που πραγματοποιείται από αυτούς τους άλλους, όπως ο κύριος είναι ένα πράγμα που φτιάχνεται από τους υπηρέτες του. Εάν η υποτακτικότητα σταματούσε, θα τελείωναν όλα με την εξοχότητα. (Στίρνερ 1993:195-6)

Ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι το ίδιο το Κράτος είναι ουσιαστικά μια αφαίρεση: υπάρχει μόνο επειδή επιτρέπουμε να υπάρχει και γιατί εγκαταλείπουμε σε αυτό την εξουσία μας, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δημιουργούμε το Θεό εγκαταλείποντας την εξουσία μας στη διάθεση του, και την τοποθετούμε έξω από τον εαυτό μας. Αυτό που είναι πιο σημαντικό από τον φορέα του Κράτους είναι η «Κυβερνώσα αρχή” – είναι η ιδέα του Κράτους που μας καταπιέζει (Στίρνερ 1993:226). Η εξουσία του Κράτους βασίζεται πραγματικά πάνω στη δύναμη μας. Θα είναι το Κράτος κυρίαρχο αν κάποιος αρνηθεί να υπακούσει, αν αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία του σε αυτό; Δεν είναι αναμφισβήτητο ότι κάθε είδους κυβέρνησης εξαρτάται από την προθυμία μας να την αφήσουμε να μας κυβερνήσει; Η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στον καταναγκασμό. Χρειάζεται τη βοήθειά μας, τη βούλησή μας να υπακούσουμε. Είναι μόνο και μόνο για το λόγο ότι το άτομο δεν έχει αναγνωρίσει αυτή τη δύναμη, επειδή ταπεινώνεται το ίδιο μπροστά στο ιερό,μπροστά στην εξουσία, που το κράτος εξακολουθεί να υπάρχει (Στίρνερ 1993:284).

Έτσι, τόσο για το Στίρνερ όσο και τον Ντελέζ το κράτος θα πρέπει να ξεπεραστεί ως ιδέα πριν μπορέσουμε να το υπερβούμε στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ένα νέο Κράτος δεν θα ξεφυτρώσει στη θέση του παλιού. Αυτό ήταν και το βασικό μέλημα του αναρχισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ο κλασικός αναρχισμός αποτυχαίνει να θεωρήσει επαρκώς το πρόβλημα της εξουσίας, της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας. Δεδομένου όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, ότι όχι μόνο η Κρατική εξουσία συνδέεται με τους ηθικούς και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά επίσης, συνδέεται κατά κύριο λόγο με την ιδέα του αυτόνομου ανθρωπιστικού υποκειμένου – τον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής σκέψης. Αυτό που οι κλασικοί αναρχικοί δεν προβλέψαν ήταν η λεπτή συνενοχή μεταξύ του επιθυμητικού υποκείμενου και της εξουσία που τον/την καταπιέζει. Αυτό είναι το φάντασμα που στοιχειώνει την επαναστατική θεωρία. Έτσι, ο Στίρνερ κι ο Ντελέζ υπερβαίνουν την προβληματική του κλασικού αναρχισμού από την αποκάλυψη των δεσμών μεταξύ της ανθρώπινης ουσίας και της εξουσίας, και από την αναγνώριση των αυταρχικών δυνατοτήτων της επιθυμίας. Είναι σαφές λοιπόν ότι η αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, πρέπει να εργαστεί σε διαφορετικές γραμμές από εκείνες που προβλέπονται από τους κλασικούς αναρχικούς.

Αντίσταση

Έτσι, τόσο για τον Στίρνερ όσο και για τον Ντελέζ, η κυριαρχία του Κράτους λειτουργεί, όχι μόνο μέσω των κοινωνικών θεωριών του συμβολαίου, την ηθική και τους ορθολογικούς λόγους, αλλά πιο ουσιαστικά μέσω της ίδιας της ανθρωπιστικής επιθυμίας. Το ερώτημα πρέπει να είνα είναι πώς, αν είμαστε τόσο περίπλοκα συνδεδεμένοι με το Κράτος, θα αντισταθούμε στην κυριαρχία του; Για τον Στίρνερ και τον Ντελέζ, η αντίσταση στο κράτος πρέπει να λαμβάνει χώρα στο επίπεδο των σκέψεων, των ιδεών μας και πιο ριζικά των επιθυμιών μας. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε πέρα από το παράδειγμα του Κράτους. Η επαναστατική δράση στο παρελθόν απέτυχε επειδή παρέμεινε παγιδευμένη μέσα σε αυτό το παράδειγμα. Ακόμα και επαναστατικές φιλοσοφίες όπως ο αναρχισμός, που έχουν ως στόχος τους, την καταστροφή της κρατικής εξουσίας, έχουν παραμείνει παγιδευμένη μέσα σε ουσιοκρατικές έννοιες και δομές και μανιχαϊστικές δομές που, όπως ο Στίρνερ και ο Ντελέζ έχουν δείξει, συχνά καταλήγουν να επιβεβαιώνουν την εξουσία [ως αρχή]. Ίσως η ίδια η ιδέα της επανάστασης πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ίσως η πολιτική πρέπει να είναι μία διαφυγή από τις ουσιοκρατικές δομές και τις ταυτότητες. Ο Στίρνερ υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η αντίσταση κατά του Κράτους θα πρέπει να πάρει τη μορφή, όχι της επανάστασης, αλλά της “εξέγερσης”:

Η επανάσταση και η εξέγερση δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως συνώνυμες. Η πρώτη συνίσταται σε μία ανατροπή των συνθηκών, της καθεστηκυίας κατάστασης ή του στάτους,του Κράτος ή της κοινωνίας, και είναι κατά συνέπεια μια πολιτική ή κοινωνική πράξη· η εξέγερση έχει πράγματι για απόφευκτη συνέπεια της το μετασχηματισμό των συνθηκών, ακόμα κι αν δεν ξεκινά από αυτό, αλλά από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι μια ένοπλη έγερση, αλλά μία έγερση ατόμων, ένας ξεσηκωμός χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διευθετήσεις που πηγάζουν από αυτήν. Η Επανάσταση στοχεύει σε νέες διευθετήσεις· η εξέγερση μας οδηγεί πλέον στο να μην επιτρέψουμε άλλο στους εαυτούς μας να διευθετούνται, αλλά να διευθετήσουμε τους εαυτούς μας, και δεν θέτει καμιά λαμπερή ελπίδα στους “θεσμούς”. Δεν είναι ένας αγώνας ενάντια στο καθεστηκυίο, δεδομένου ότι, αν ευημερεί (η εξέγερση), το καθεστηκυίο καταρρέει από μόνο του· είναι μόνο ένα έργο εμπρός μου έξω από το καθεστώς. (Στίρνερ 1993:316)

Η εξέγερση, μπορεί να υποστηριχθεί, αρχίζει με την άρνηση του ατόμου της επιβαλόμενης ταυτότητας, το “εγώ”, μέσω του οποίου λειτουργεί η εξουσία: ξεκινά “από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τους εαυτούς τους” Επιπλέον ο Στίρνερ λέει ότι η εξέγερση δεν έχει ως στόχο την ανατροπή των πολιτικών θεσμών. Απευθύνεται στην ατομική ανατροπή της δικής μου ταυτότητας – το αποτέλεσμα της οποίας είναι, ωστόσο, μια αλλαγή στις πολιτικές διευθετήσεις. Η εξέγερση κατά συνέπεια, δεν είναι για να γίνει κάποιος, ό,τι “είναι”, σύμφωνα με τον ανθρωπισμό – να γίνεις ανθρώπινος, να γίνει Άνθρωπος – αλλά για να γίνει αυτό που δεν είναι. Η έννοια του Στίρνερ της εξέγερσης περιλαμβάνει μία διαδικασία γίγνεσθαι – πρόκειται για τη διαρκή ανακάλυψη του εαυτού. Ο εαυτός δεν είναι μία ουσία, ένα ορισμένο σύνολο χαρακτηριστικών, αλλά μάλλον ένα κενό, ένα “δημιουργικό τίποτα “, και είναι πάνω στο άτομο να δημιουργήσει κάτι από αυτό και να μην περιορίζεται από τις ουσίες (Στίρνερ 1993:150).

Ο Ντελέζ, όπως έχουμε δει επίσης απορρίπτει την ενότητα και την ουσιοκρατία του υποκειμένου, θεωρώντας ότι αυτό είναι μια δομή που περιορίζει την επιθυμία. Επίσης βλέπει το γίγνεσθαι – να γίνει άλλος από Άνθρωπος, άλλος από το ανθρώπινο – ως μια μορφή αντίστασης. Προτείνει μία έννοια της υποκειμενικότητας που εστιάζει στην πολλαπλότητα, την πληθυντικότητα και τη διαφορά πέρα από την ενότητα, και τη ροή πέρα από τη σταθερότητα και την ουσιοκρατία της ταυτότητας. Η ενότητα του υποκειμένου αναλύεται σε μια σειρά ροών, συνδέσεων, και των συναρμογών ετερογενών μερών (Bogue 1989:94). Κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται ακόμη και το σώμα ενοποιημένο: αποτελούμαστε από διάφορα μέρη που μπορούν να λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι το υποκείμενο ή τα διάφορα συστατικά του καθεαυτά, αλλά μάλλον ό,τι συμβαίνει μεταξύ των στοιχείων: των συνδέσεων, των ροών, κλπ (Bogue 1989:91).

Έτσι, για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, η αντίσταση κατά του Κράτους πρέπει να περιλαμβάνει μια απόρριψη των ενιαίων και ουσιοκρατικών ταυτοτήτων – τις ταυτότητες που δεσμεύουν την επιθυμία, τη γλώσσα και τη σκέψη στο κράτος. Η ρήξη τους από την ενότητα στην πολλαπλότητα, τη διαφορά και το γίγνεσθαι μπορεί να θεωρηθεί ως μια άσκηση στην αντιεξουσιαστική, αντι-κρατική σκέψη. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να κινηθούμε πέρα από τις υπάρχουσες πολιτικές κατηγορίες και να εφεύρουμε νέες – να επεκτείνουμε το πεδίο της πολιτικής πέρα από τα παροντικά όριά του μέσω της αποκάλυψης των συνδέσεων, που μπορεί να σχηματιστούν ανάμεσα στην αντίσταση και την εξουσία στις οποία αντιστάθηκαν. Όπως λέει ο Ντελέζ: “Μπορείτε να κάνετε μια ρήξη, να σχεδιάσετε μια γραμμή φυγής, αλλά ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα επαναστρωματώστε (restratify) τα πάντα, σχηματισμούς που θα επαναφέρουν την εξουσία σε ένα σημαίνον. . .” (Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:9).

Ίσως ένας τρόπος να σκεφτούμε πέρα από αυτή τη δυαδική, ουσιοκρατική λογική είναι μέσω της έννοιας του πολέμου. Οι Στίρνερ και Ντελέζ, με διαφορετικούς τρόπους, θεωρητικοποιούν μη-ουσιοκρατικές μορφές αντίστασης εναντίον του Κράτους όσον αφορά τον πόλεμο. Ο Στίρνερ καλεί για ένα πόλεμο σε κάθε αρχή και θεσμό του Κράτους. Επιπλέον, βλέπει την κοινωνία όσον αφορά έναν πόλεμο των εγώ, ένα είδος πολέμου του Hobbes “όλοι εναντίον όλων” στον οποίο δεν υπάρχει καμία έκκληση προς κάθε έννοια συλλογικότητας ή ενότητας (Clark 1976:93). Για αυτό έχει συχνά κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει ένα εγωιστικό και ακραίο ατομικισμό στον οποίο “θα μπορούσε να είναι σωστό” και το άτομο έχει το δικαίωμα σε όλα όσα έχει τη δύναμη να πετύχει. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ο Στίρνερ δεν μιλάει εδώ για ένα πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον μια μάχη στο επίπεδο των αναπαραστάσεων που δημιουργούν ριζοσπαστικά θεωρητικά ανοίγματα και στις οποίες όλες οι ουσιοκρατικές ενότητες και συλλογικότητες ριγνύονται. Ο πόλεμος για τον Στίρνερ δεν είναι ένα Κράτος της φύσης ή ένα ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό. Μάλλον είναι ένας τρόπος σκέψης που υπονομεύει την ουσία.

Είναι στο ίδιο πνεύμα που ο Ντελέζ μιλά για τη “μηχανή πολέμου” ως σχήμα της αντίστασης ενάντια στο Κράτος. Η μηχανή πολέμου αποτελεί κάτι έξω από το Κράτος. Ενώ το Κράτος χαρακτηρίζεται από εσωτερικότητα, η μηχανή πολέμου χαρακτηρίζεται από μία απόλυτηεξωτερικότητα. Ενώ το Κράτος είναι, όπως είδαμε, ένα κωδικοποιημένο εννοιολογικό επίπεδο που περιορίζεται εντός των δυαδικών δομών σκέψης, η μηχανή πολέμου είναι καθαρά νομαδική κίνηση, μη-γραμμωτή και ακωδικοποίητη. Είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από πλυθηντικότητες, πολλαπλότητες, και διαφορά, η οποία ξεφεύγει από την κωδικοποίηση του Κράτους αποφεύγοντας τις δυαδικές δομές (Deleuze 1987:141). Η μηχανή πολέμου είναι το Έξω του Κράτους – ό,τι διαφεύγει τη σύλληψη από το κράτος: “όπως ακριβώς Χομπς είδε ξεκάθαρα ότι το Κράτος ήταν κατά του πολέμου, οπότε ο πόλεμος είναι ενάντια στο Κράτος και το καθιστά αδύνατο”(Ντελέζ και Γκουαταρί 1988:359). Είναι η εννοιολογική απουσία της ουσίας και της κεντρικής εξουσίας [ως αρχής]. Πάλι θα έλεγα ότι στον Ντελέζ, όπως και στην περίπτωση του Στίρνερ, δεν μιλάμε για πραγματικό πόλεμο, αλλά μάλλον για ένα θεωρητικό έδαφος που χαρακτηρίζεται από ενοιολογική ανοιχτότητα στην πληθυντικότητα και την διαφορά, η οποία αποφεύγει τις σταθερές ταυτότητες, τις ουσίες και τις εννοιολογικές ενότητες που αποτελούν μέρος της συναρμογής του Κράτους. Η ιδέα του πολέμου ως μια ριζική εξάρθρωση και ένα συστατικό κενό μπορεί να αναπτυχθεί με τον τρόπο αυτό, ως εργαλείο της αντίστασης ενάντια στην Κρατική εξουσία [ως δύναμη] και την αρχή του.

Όπως είδαμε, η αντίσταση είναι μια επικίνδυνη επιχείρηση: μπορεί πάντα να αποικίζεται από τη εξουσία στην οποία αντιτίθεται. Δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η ανατροπή της Κρατικής εξουσίας από ένα ουσιοκρατικό επαναστατικό υποκείμενο. Η αντίσταση μπορεί τώρα να ειδωθεί από την άποψη του πολέμου: ως ένα πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, προσωρινών αποτυχιών και προδοσιών – ένας συνεχής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Όπως λέει ο Ντελέζ: “. . . ο κόσμος και τα Κράτη του δεν είναι πλέον οι Κύριοι των επιπέδων τους από όσο οι επαναστάτες καταδικάστηκαν σε παραμόρφωση των δικών τους. Όλα παίζονται σε αβέβαια παιχνίδια. . . »(Ντελέζ 1987:147).

Πώς αυτή η έννοια της αντίστασης ως πόλεμος, ως ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται μεταξύ συλλογικοτήτων ατόμων, και εξουσίας [ως αρχής] διαφέρει από την αναρχική ιδέα της επανάστασης; Για τους κλασικούς αναρχικούς η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, διαλεκτική ανατροπή της κοινωνίας, στην οποία οι δομές της εξουσίας και της αρχής θα πρέπει να ανατραπεί ώστε και το τελευταίο εμπόδιο για την πλήρη υλοποίηση της υποκειμενικής ανθρωπότητας να αφαιρεθεί. Για τον Ντελέζ και τον Στίρνερ, από την άλλη πλευρά, η αντίσταση δεν έχει ένα συμπέρασμα ή τέλος, υπό αυτή την έννοια. Η αντίσταση θεωρείται ως μια συνεχής αντιπαράθεση ένας διαρκής πόλεμος φθοράς κατά την οποία οι γραμμές της αντιπαράθεσης ποτέ δεν σημειώνονται εκ των προτέρων, αλλά είναι μάλλον συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμες και προς διεκδίκηση (fought over). H αντίσταση ενάντια στο Κράτος είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι, ακριβώς επειδή η Κρατική εξουσία δεν μπορεί πλέον να περιορισθεί σε ένα μόνο θεσμό, αλλά μάλλον είναι κάτι που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό, που αποτελείται, όπως είδαμε, από τις επιθυμίες, ουσίες και ορθολογικές αρχές. Η ίδια η έννοια του ηθικού και του ορθολογικού ανθρώπινου υποκειμένου το οποίο ανταγωνίζεται ενάντια στην εξουσία του Κράτους στο αναρχικό λόγο, έχει κατασκευαστεί, ή τουλάχιστον έχει διεισδύσει σε αυτό η εξουσία που υποτίθεται ότι αντιτίθεται. Έτσι, η αντίσταση είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι που παίζεται από άτομα και ομάδες που συμπλέκονται σε αγώνες από μέρα σε μέρα με τις πολλαπλές μορφές κυριαρχίας.

Συμπέρασμα

Η Αντι-κρατική σκέψη του Στίρνερ και του Ντελέζ μπορεί να μας επιτρέψει να αντιληφθούμε και να αναπτύξουμε μορφές αντίστασης που αποφεύγουν την παγίδα του κράτους που έχει για εμάς – πώς από την απόλυτη προσήλωση μας στις ορθολογικές δομές σκέψης, και τους ουσιοκρατικούς τρόπους της επιθυμίας, καταλήγουμε να επιβεβαιώνουμε, παρά να υπερβαίνουμε την κυριαρχία. Κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτεί πέρα από το ερώτημα του ποιος θεσμός, ποια μορφή κυριαρχίας, είναι να αντικαταστήσει αυτή που έχουμε ανατρέψει. Η Αντι-κρατική σκέψη του Ντελέζ και του Στίρνερ μπορεί να μας δώσει ίσως και το εννοιολογικό οπλοστάσιο για την απελευθέρωση της πολιτικής από τον εκβιασμό αυτού του αιώνιου ερωτήματος. Εδώ θα ήθελα, επίσης, να υποστηρίξω ότι παρόλο που η ανάλυση του Στίρνερ και του Ντελέζ της κρατικής εξουσίας διαφέρει με πολλούς τρόπους από τον παραδοσιακό αναρχισμό, είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που είναι πιο κοντά στον αναρχισμό. Και οι δύο μοιράζονται με τον αναρχισμό μια αμείλικτη κριτική όλων των μορφών εξουσίας, και ιδιαίτερα την απόρριψη της ιδέας ότι ορισμένες μορφές εξουσίας μπορεί να είναι απελευθερωτικές. Η διαφορά είναι ότι ο Στίρνερ και ο Ντελέζ εκθέτουν τόπους δυνητικής κυριαρχίας σε χώρους όπου ο κλασικός αναρχισμός δεν κοίταξε – στους ηθικούς και ορθολογικούς λόγους, τις ανθρώπινες ουσίες και την επιθυμία. Με άλλα λόγια, έχουν επεκτείνει απλώς την κριτική της δύναμης και της εξουσίας που ξεκίνησε με τον κλασσικό αναρχισμό. Υπό αυτή την έννοια η κριτική του Ντελέζ και του Στίρνερ του Κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή του αναρχισμού. Αλλά είναι ένας αναρχισμός χωρίς τις ουσίες και τις εγγυήσεις της ηθικής και της ορθολογικής εξουσίας [ως αρχής]. Ίσως με αυτόν τον τρόπο η αντι-κρατική φιλοσοφία των Ντελέζ και Στίρνερ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μετα-αναρχισμός – μια σειρά από εννοιολογικές στρατηγικές οι οποίες μπορούν μόνο να προωθήσουν τον αναρχισμό, καθιστώντας τον πιο σχετικό με τους σύγχρονους αγώνες κατά της αρχής.

Έχω υποστηρίξει, επομένως, ότι υπάρχει μια εκπληκτική και ανεξερεύνητη σύγκλιση μεταξύ των Στίρνερ και Ντελέζ για το ζήτημα του Κράτους. Επιπλέον, η εξερεύνηση αυτής της σύγκλισης μπορεί να μας επιτρέψει να θεωρητικοποιήσουμε μία μη-ουσιοκρατική πολιτική αντίστασης στην κυριαρχία του Κράτους. Και οι δύο στοχαστές βλέπουν το Κράτος ως μια αφηρημένη αρχή της εξουσίας και της κυριαρχίας η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένες μορφές της. Αναπτύσσουν μια θεωρία του Κράτους που πάει πέρα τον μαρξισμό βλέποντας το Κράτος ως αυτόνομο από οικονομικές διευθετήσεις, και πέρα από τον αναρχισμό που βλέπει το Κράτος να λειτουργεί μέσω των ίδιων των ηθικών και ορθολογικών λόγων που χρησιμοποιήθηκαν για να το καταδικάσει. Με αυτόν τον τρόπο έρχονται σε ρήξη με το παράδειγμα του ανθρωπιστικού Διαφωτισμού, αποκαλύπτουν τους δεσμούς μεταξύ της εξουσίας και της ανθρώπινης ουσίας και δείχνουν ότι η επιθυμία μερικές φορές επιθυμεί τη δική της καταστολή. Στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι, οι Στίρνερ και Ντελέζ καταλαμβάνουν μια παρόμοια αντιεξουσιαστική φιλοσοφική και πολιτική τροχιά – που κηρύττει τον εννοιολογικό πόλεμο στο Κράτος, των οποίων οι σημαντικές θεωρητικές επιπτώσεις για τον αναρχισμό, πρέπει να υπολογίζονται μαζί.

Αναφορές

Bakunin, Mikhail 1984. Political Philosophy: scientific anarchism. (ed.) G.P Maximoff. London: Free Press of Glencoe.

Bogue, Ronald 1989. Deleuze & Guattari. London: Roultedge.

Clark, John 1976. Max Stirner’s Egoism. London: Freedom Press.

Deleuze, Gilles & Felix Guattari 1977. Anti-Oedipus: Capitalism & Schizophrenia. New York: Viking Press.

Deleuze, Gilles 1987. Dialogues. (trans.) Hugh Tomlinson. New York: Columbia University Press.

Deleuze, Gilles and Felix Guattari 1988. A Thousand Plateaus: Capitalism & Schizophrenia. (trans.) Brian Massumi. London: Althone Press.

Derrida, Jacques 1994. Spectres of Marx: The State of Debt, the Work of Mourning & the New International. (trans.) Peggy Kamuf, New York: Routledge.

Feuerbach, Ludwig 1957. The Essence of Christianity, (trans.) George Eliot. New York: Harper

Harrison, Frank 1983. The Modern State: An Anarchist Analysis. Montreal: Black Rose Books.

Koch, Andrew 1997. Max Stirner: The Last Hegelian or the First Poststructuralist. Anarchist Studies 5:95–107.

Kropotkin, Peter 1943. The State: Its Historic Role. London: Freedom Press.

Stirner, Max 1993. The Ego and Its Own. (trans.) Steven Byington. London: Rebel Press.

Προτεινόμενη ανάγνωση

Για μια καλή συμπληρωματική εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Ντελέζ, θα ήθελα επίσης, να προτείνω τα ακόλουθα:

Goodchild, Philip 1996. Deleuze and Guattari: an introduction to the politics of desire. London: SAGE Publications.

Massumi, Brian 1992. A User’s Guide to Capitalism and Schizophrenia: deviations from Deleuze and Guattari. Cambridge, Mass: MIT Press.

Patton, Paul 1984. ‘Conceptual Politics and the War-Machine in Mille Plateaux’, Substance. 44/45, 61–80.

Perez, Rolando 1990. On An(archy) and Schizoanalysis. Autonomedia: USA.

Schrift, Alan 1992. ‘Between Church and State: Nietzsche, Deleuze and the Genealogy of Psychoanalysis’, International Studies in Philosophy, 24(2), 41–52.

Θα πρότεινα επίσης τον προβληματισμό του Ντελέζ πάνω στον Φουκώ στην έννοια της εξουσίας και της αντίστασης.

Deleuze, Gilles 1988. Foucault. (trans.) Se’n Hand. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μία καλή εισαγωγή στην πολιτική σκέψη του Στίρνερ θα πρότεινα:

Carroll, John 1974. Break-Out from the Crystal Palace. The anarcho-psychological critique: Stirner, Nietzsche, Dostoyevsky. London: Routledge & Kegan Paul.

Ferguson, Kathy. E 1982. ‘Saint Max Revisited: A Reconsideration of Max

Stirner’, Idealistic Studies. 12(3), 276–292.

Μία διερεύνηση των δεσμών ανάμεσα στον αναρχισμό και τον μεταδομισμό μπορεί να βρεθεί στο:

May, Todd 1994. The Political Philosophy of Poststructuralist Anarchism. University Park, Pa.: Pennsylvania State University Press.

May, Todd 1989. ‘Is poststructuralist political theory anarchist?’ Philosophy & Social Criticism. 15(2), 167–181.

Για μία εισαγωγή στη μετανεωτερική πολιτική θα πρότεινα:

Ross, Andrew (ed.) 1988. Universal Abandon: The Politics of Post-Modernism. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Για μια ενδιαφέρουσα ματιά στο σύγχρονο αναρχισμό θα πρότεινα:

Clark, John 1984. The Anarchist Moment: Reflections on Culture, Nature & Power. Black Rose Books: Montreal.

Ehrlich, Howard J. (ed.) 1996. Reinventing Anarchy, Again. San Francisco, CA:

AK Press.

Πηγή: Rebelnet

“Ο θανατος του πιο φρικτου τερατος”, Erinne Vivani

Ήμουν μόνος και λυπημένος. Περπατούσα άσκοπα μέσα στο ερημωμένο τοπίο, με τον μεσημεριανό ήλιο να με μαστιγώνει, με μοναδικό σκοπό να ζήσω κάποιες ώρες μοναξιάς, μακριά από το πλήθος των φιλήδονων και άπορων. Σκοτεινές σκέψεις βομβάρδιζαν το μυαλό μου, ο νους μου βρισκόταν σε αναβρασμό και περπατούσα. Περπατούσα ακούραστα δίχως να δίνω σημασία στο χρόνο που περνά ούτε στα μονοπάτια που διέσχιζα, τα οποία ήταν τελείως άγνωστα σ’ εμένα.

Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν και βρέθηκα σ’ ένα μέρος που αποκαλούσα το βασίλειο του θανάτου. Παντού στο έδαφος υπήρχε λάσπη, ούτε ένα δέντρο, ούτε ίχνος γρασιδιού. Μια αρρωστημένη δυσοσμία αναδυόταν από τη λίμνη, ο ουρανός πάνω από τον οποίο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου καλυμμένος με εκατομμύρια έντομα και παράξενα μαύρα πουλιά που έκαναν κύκλους στον στάσιμο αέρα, δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Πού βρισκόμουν; Γύρισα από την άλλη και ξεκίνησα να περπατώ πάλι με την πρόθεση να γυρίσω στο σπίτι. Δεν είχα όμως προλάβει να κάνω ούτε δέκα βήματα όταν μια φωνή ακούστηκε από το βάλτο να με καλεί με τ’ όνομά μου. Διστάζοντας λίγο, γύρισα προς το σημείο απ’ όπου ακουγόταν η φωνή και διέκρινα κάτι να κινείται μέσα στη λάσπη. Ποιός θα μπορούσε να είναι; Έκανα μερικά βήματα και διέκρινα ένα φρικτό τέρας που με χειρονομίες με καλούσε να το πλησιάσω. Τί τρόμος! Ήταν ένα τρομακτικό τέρας. Το σώμα του ήταν καλυμμένο με πολύ μακριά λασπωμένα, ματωμένα και πυκνά μαλλιά. Το τεράστιο κεφάλι του ήταν καλυμμένο από αμέτρητα θεόρατα φίδια που άνοιγαν ρυθμικά διάπλατα τα στόματα τους. Τα μάτια, η μύτη, το στόμα και τα αυτιά, είχαν αντικατασταθεί από έξι μεγάλες κυκλικές τρύπες. Αντί για δάχτυλα χεριών και ποδιών, είχε πολύ μακριά, σα γάντζους, νύχια. Και τι βρώμα προερχόταν από το κορμί του!

Με φωνή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο, το τέρας μου είπε:

«Ω, ήρθες επιτέλους! Γιατί δε γελάς τώρα καταραμένε μαθητή του Στίρνερ, μοναχικέ κάτοικε των κορυφών, μαστιγωτή των ηθικών; Γιατί δε γελάς τώρα;»

«Ο Στίρνερ δεν έχει καμιά σχέση με αυτό!» απάντησα. «Δεν είμαι μαθητής κανενός. Αλλά ποιος είσαι και από πού με γνωρίζεις;»

«Εγώ», απάντησε το τέρας, «είμαι η Ηθική, και απαιτώ να μάθω τους λόγους για τις προσβολές που εξαπέλυες εναντίον μου σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα, μαζί με αυτούς τους κατεργάρηδες τους ατομικιστές συντρόφους σου. Πάντα με διαβάλλεις παρόλο που γνωρίζεις ότι είμαι η άμεση ενσάρκωση του θεού, αιώνιος και παντοδύναμος όπως και εκείνος. Αν δεν αλλάξεις μυαλά, εγώ ο ίδιος με τα θεϊκά αυτά χέρια μου, θα σε σκοτώσω και θα πιω το καταραμένο αίμα σου.»

«Εδώ, ώ Ηθική», πρόσθεσα αποθαρρυμένος, «ίσως και να κάνω λάθος και θα ήθελα να το παραδεχτώ. Προσπάθησε να με πείσεις για τα λάθη που έκανα, κι ευχαρίστως θα γίνω ο πιστός σου σκλάβος και ένθερμος θαυμαστής.»

Το τέρας όμως απάντησε οργισμένο:

«Όχι όχι, δεν είναι ζήτημα να καταφέρει κάποιος να σε πείσει, αλλά να μου έχεις τυφλή πίστη όπως και οι υπόλοιποι, κι εσύ δε διαφέρεις από τους άλλους-το καταλαβαίνεις;

«Κατάλαβα απολύτως», έσπευσα να δηλώσω. «Θα ήθελα μόνο να μου μιλήσεις για την υψηλή αποστολή που έχεις στον κόσμο: να με ικανοποιήσεις.»

«Θα σε ικανοποιήσω» είπε το τέρας, «αλλά πρώτα θέλω να φάω.»

Και καθώς το είπε, έκατσε κάτω, άνοιξε μια τσάντα που είχε δίπλα του, έβγαλε από μέσα ένα νεκρό μωρό και άρχισε με απληστία να το τρώει.

Τρομοκρατήθηκα.

Η Ηθική με ρώτησε: «Μήπως θέλεις κι εσύ λίγο;»

«Ευχαριστώ πολύ» απάντησα, «αλλά εμείς οι ατομικιστές δεν είμαστε πραγματικά κανίβαλοι όπως κάποιος μεγάλος άνδρας, ένας σύγχρονος ηθικιστής υπαινίχτηκε. Πες μου, αν επιτρέπεται, ποιός είναι που σου προσφέρει αυτά τα άτυχα μωρά;»

Και μου εξομολογήθηκε με απλοϊκότητα:

«Όλοι οι ηθικιστές μου τα φέρνουν ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που τους προσφέρω.»

Όταν τελείωσε το μακάβριο γεύμα του, το τέρας ξεκίνησε να μιλάει:

«Τώρα άκουσέ με καλά, θα σου μιλήσω απλά και ειλικρινά, αλλά μην σοκαριστείς αν σου δείξω υπερβολικά πικρές και ευαίσθητες αλήθειες. Μάθε πρώτα απ’ όλα ότι η φύση και οι λειτουργίες μου αλλάζουν με την αλλαγή των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Σε κάποια μέρη για παράδειγμα, ο κανιβαλισμός και η πολυγαμία είναι ηθικά, ενώ σε εμάς, είναι τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα. Και, ακόμη κι εδώ, αυτό που επιτρεπόταν χθες, απαγορεύεται σήμερα γιατί θεωρείται ανήθικο, ενώ αύριο θα μπορούσε να κριθεί ως πολύ ηθικό ή ακόμη και να καταστεί υποχρεωτικό. Επιπλέον οι λειτουργίες μου αλλάζουν σε αντιστοιχία με τις κοινωνικές τάξεις, κόμματα, σέχτες, οργανώσεις κ.τ.λ. όπου ανήκουν άνθρωποι, γιατί το πνεύμα μου είναι σαν ένα πολύεδρο με χίλια πρόσωπα, καθένα από τα οποία προορίζεται για μια συγκεκριμένη ομάδα ή κατηγορία ανθρώπων.»

«Για παράδειγμα, λέω στην πλούσια κυρίαρχη τάξη:

Για σας είναι ηθικό να ζείτε στις πλάτες των εργατών, να ταξιδεύετε με ακριβές αμαξοστοιχίες, με αυτοκίνητα, με αερόπλοια, να ντύνεστε με μετάξι, να ξοδεύεται χιλιάδες δολάρια για ένα μπιχλιμπίδι, να έχετε εκατό επιχρυσωμένες πόρνες, να έχετε στην κατοχή σας παλάτια στην πόλη, αγροικίες στα βουνά και κοντά στη θάλασσα και σκλάβους με στολή προσωπικού και άλογα και άμαξες και τα πάντα, γιατί η εξουσία είναι ιερή και απαραβίαστη. Επομένως προσπαθήστε να μάθετε την πλέμπα να σέβεται αυτήν την αρχή και αν ο όχλος των φτωχών και των σκλάβων τολμήσει να σηκώσει κεφάλι, μπορείτε να καταφύγετε στους πληρωμένους δολοφόνους οι οποίοι στο όνομα του νόμου και για λίγα μετρητά ξέρουν πώς να βάζουν αυτούς που παραβιάζουν την ιερή ιδιοκτησία στη θέση τους.»

« Λέω στους παπάδες και τους μοναχούς:

Να κηρύττετε την παραίτηση και την ταπεινότητα, να συσκοτίζετε το νου, να υπόσχεστε παραδείσους μετά θάνατον, να αρμέγετε τους φτωχούς όταν βαφτίζονται, όταν μεταλαβαίνουν, όταν παντρεύονται, όταν αρρωσταίνουν, όταν πεθαίνουν και θάβονται και ακόμα και μετά από εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια μετά την ταφή, απαγγέλλοντας ψαλμούς προς τιμήν της μάζας και των ψυχών τους. Έτσι πρέπει να είναι.

Και μη σας μπει καμιά ιδέα να κάνετε οικογένεια, γιατί είναι σοβαρό βάσανο. Γυναίκα; Μα υπάρχουν τόσες φτωχές και πλούσιες γυναίκες που χρειάζονται εξομολόγηση! Μη φοβάστε! Ακόμα και πολύ ανατρεπτικοί στέλνουν σε σας τις γυναίκες, τις αδερφές και τις κόρες τους. Και έπειτα υπάρχουν και οι καλόγριες, οι κόρες της Παναγίας, οι μαθήτριες της κλπ. και σε τελική ανάλυση δεν πρέπει να παραβλέπετε τα παιδιά που εμπιστεύονται στη θρησκευτική σας φροντίδα. Να απολαμβάνετε πάντα, αφού οι ηλίθιοι πληρώνουν καλά. Ζήτω η μαύρη μάζα!»

«Αλλά η δουλειά μου γίνεται με μεγαλύτερη ευφράδεια και αποτελεσματικότητα όταν ασκώ την πατριωτική λειτουργία. Αχ, η πατρίδα! Λέω στα παιδιά των πλούσιων, στους αξιωματικούς, στους παπάδες, στις πόρνες: «Να είστε πατριώτες. Όποιος δεν αγαπάει την πατρίδα του δεν αγαπάει τη μητέρα του. Και να δείχνετε το πατριωτικό σας πάθος, τραγουδώντας τους ύμνους του πολέμου, την υγεία του κόσμου. Ορίστε οι εχθροί σας που μιλούν διαφορετική γλώσσα, που έχουν διαφορετικά έθιμα, εξολοθρεύστε τους στο όνομα της πατρίδας. Ο βασιλιάς μας, ο βασιλιάς των πλουσίων, θα κατακτήσει μια σπιθαμή γης, η δύναμη του θα μεγαλώσει και εξαιτίας της δύναμης του θα μεγαλώσει και η δικιά σας αφού είναι ο πατέρας, ο πατέρας της πατρίδας. Φωνάξτε στους δρόμους και τα στενά: Ζήτω ο πόλεμος! και ο πόλεμος θα έρθει. Δε θέλετε να πάτε; Σωστά. Είστε πλούσιοι και σας αξίζει να γλιτώσετε. Φωνάξτε: θα οπλιστούμε και θα αποχωρήσουμε και ο στρατός των απόκληρων θα αποχωρήσει χωρίς να σκεφτεί και θα σφάξει και θα σφαγιαστεί γιατί έτσι θέλουν ο βασιλιάς και η πατρίδα, έτσι θέλω εγώ.

Μητέρες, σύζυγοι, παιδιά αδερφές θα κλάψουν και θα βλαστημήσουν μάταια. Θα υπάρξουν απείθαρχοι στρατιώτες που δε θέλουν να πάνε, που δε θέλουν να δολοφονήσουν άγνωστους ανθρώπους που ποτέ δεν τους έβλαψαν; Μα έτσι φαίνεται; Οι εργάτες είναι πατριώτες, είναι ήρωες, θα πολεμήσουν σα λιοντάρια και θα επιστρέψουν νικηφόροι.

Και αν δεν αποδειχτούν τέτοιοι, οι καλοί μας χωροφύλακες, οι βασιλικοί φρουροί, οι αξιωματικοί της Guardia di Finanza* και οι άλλοι μπάτσοι θα σκεφτούν να τους δώσουν μια κλωτσιά στα πισινά και θα τους πιέσουν να επιτεθούν και να αντεπιτεθούν.

Εμπρός, αχυρόμυαλοι, με αγάπη ή με το ζόρι!

Το μίσος θα διαδοθεί σαν ανεξέλεγκτη φωτιά, η δίψα για αίμα θα γίνει ασίγαστη· θα γίνει πόθος. Θα είναι μια άγρια μάχη σώμα με σώμα, ποτάμια αίματος θα κυλήσουν και βουνά από πτώματα θα σχηματιστούν. Όσο πιο βάρβαρος είναι κάποιος, τόσο πιο ήρωας θα ανακηρυχτεί. Αυτό συνέβη στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Υπήρξαν εκατομμύρια νεκροί, εκατομμύρια που έμειναν τυφλοί, κουφοί, μουγκοί που τρελάθηκαν, που έγιναν εγκληματίες, που έπαθαν φυματίωση, που ακρωτηριάστηκαν τα χέρια και τα πόδια τους, που αποβλακώθηκαν άλλα τι σημασία έχει;

Ο πόλεμος δημιούργησε λοιμό και πανούκλα. Γέροι και παιδιά άπλωσαν το χέρι τους ζητώντας έλεος, νέες γυναίκες έγιναν πόρνες, αλλά οι πλούσιοι απέκτησαν πιο πολλά λεφτά, πιο μεγάλη δύναμη, πιο πολύ δόξα. Αυτό είναι ο πόλεμος, αυτή είναι η πατρίδα, αυτό είναι η Ηθική.»

«Τώρα θα σου μιλήσω για έναν από τους πιο αγαπημένους μου απογόνους: το φασισμό. Προ τριών ετών, τα συμφέροντα της πατρίδας, δηλαδή της μπουρζουαζίας, απειλήθηκαν σοβαρά από την προλεταριακή παλίρροια, η οποία κουρασμένη να ανέχεται την ατελείωτη δυστυχία κατέκλυζε τα ιερά ιδρύματα της πατρίδας. Το προλεταριάτο δεν άκουγε πια τους αφέντες του που το προέτρεπαν να ηρεμήσει. Και τότε εμφανίστηκε ο φασισμός για να καταστρέψει τους ανατρεπτικούς. Στρατολογήθηκαν χιλιάδες νέοι άνδρες και οπλίστηκαν σαν αστακοί.

Η αστυνομία και η δικαιοσύνη τους εξασφάλισαν ατιμωρησία, η μπουρζουαζία τους πλήρωνε διακριτικά ένα μισθό, ο τύπος τους χειροκροτούσε με σεβασμό και έτσι ήταν σε θέση να εφαρμόσουν τη μέθοδο του τρόμου σε μεγάλη κλίμακα.

Υποστηριζόμενοι από τη βασιλική φρουρά και του μελανοχίτωνες μπάτσους, έκαναν κάθε είδους νταηλίκια. Υποχρέωσαν του πολίτες να κρεμάσουν τη σημαία στα μπαλκόνια, να φορούν την κορδέλα στο πέτο του παλτού τους, να κάθονται προσοχή και να βγάζουν τα καπέλα τους στις πρώτες νότες του βασιλικού εμβατηρίου, να φωνάζουν Ζήτω ο βασιλιάς! Για να αποζημιωθούν αποκαλούνται δημοκράτες όπως ο ντούτσε τους. Και βάζουν φωτιά στις καλύβες των εργατών. Τους επιτρέπονται τα πάντα εκτός από το να χτυπήσουν του αρχηγούς των άλλων κομμάτων, γιατί αν αυτά τα κόμματα έχαναν τους αρχηγούς τους, δε θα υπήρχε κανένας να αναλάβει το ρόλο του πυροσβέστη και του κατασκόπου.»

Το τέρας έκανε μια παύση και μετά συνέχισε:

«Ίσως δε γνωρίζει την απεριόριστη δύναμη μου και έτσι με πολεμάς, απαίσιε. Για να αντιληφθείς την υπέρτατη δύναμη μου σου λέω πως διαπερνάω τις ανθρώπινες καρδιές, καθοδηγώ τα συναισθήματα και τα πάθη και όλες τις σαρκικές σχέσεις μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Σε αυτήν την περίπτωση, παίρνω το όνομα της σεξουαλικής ηθικής.

Στους πολιτισμένους ανθρώπους σαν εμάς, προκρίνω τη μοναδική, μονογαμική αποκλειστική αγάπη. Είναι αλήθεια ότι πολύ λίγοι άνδρες και γυναίκες την ακολουθούν, ότι σχεδόν όλοι προτιμούν την ποικιλία τρυφερότητας και συνουσίας, γιατί όλοι είναι εραστές του καινούριου και του ποικίλου σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής και ιδιαίτερα στον έρωτα, άλλα τι με ενδιαφέρει αυτό εμένα;

Απαιτώ την αγάπη για έναν, αν όχι στην ουσία τουλάχιστον στην επιφάνεια γιατί τα προσχήματα πρέπει να σωθούν οπωσδήποτε.

Ξέρω ότι δεν είσαι αυτής της άποψης, ότι σου αρέσει να παιχνιδίζεις από λουλούδι σε λουλούδι, να γεύεσαι αμαρτωλές ηδονές, να εισπνέεις με όλη σου τη δύναμη τα αρώματα της μεταξένιας σάρκας, να στολίζεις τον εαυτό σου με τα άνθη του κακού. Σε περιγελώ, περιγελώ τις απογοητεύσεις και τις θλίψεις που δημιουργώ για σένα. Σου υποσχέθηκα πως θα είμαι ειλικρινής και θα σου μιλήσω επίσης και για τις σοβαρές δυσχέρειες που προκαλούν οι απαγορεύσεις της σεξουαλικής ηθικής.

Νεαρά αγόρια και κορίτσια στα οποία, εξαιτίας της τρυφερής τους ηλικίας απαγορεύεται η συνουσία, καταναλώνονται και ξεσχίζονται με τον αυνανισμό.

Πριν μερικά χρόνια, θα θυμάσαι, οι εφημερίδες μιλούσαν για μια νεαρή γυναίκα με υψηλή αριστοκρατική καταγωγή, η οποία καθώς ψυχαγωγούσε τον εαυτό της με το σκύλο της στο δωμάτιο της άκουσε το πόμολο της πόρτας να κουνιέται. Θέλοντας να κρύψει την ενοχή της προσπάθησε να ελευθερωθεί από την αγκαλιά του σκύλου και το ζώο που δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την απότομη διακοπή, την στραγγάλισε.

Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που μια γυναίκα , στην προσπάθεια να κρύψει τα πειστήρια του παράνομου έρωτα της, προσπαθεί να αποβάλλει και τελειώνει τη ζωή της στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου.

Κάποια άλλη γυναίκα, λόγω σεβασμού στην ηθική, πνίγει τον καρπό της μήτρας της με τα ίδια της τα χέρια και τον πετάει στα κανάλια του υπονόμου. Επίσης υπάρχουν και οι πανέμορφες γυναίκες, πληθωρικές που ξεχειλίζουν νεότητα, διψασμένες για μέθη που υποχρεούνται να δώσουν τους εαυτούς τους στην αγκαλιά ενός γέρου, άρρωστου, σιχαμερού άνδρα. «Α», διέκοψα «είχα δίκιο λοιπόν, όταν έγραψα σε ένα περιοδικό πως τα αφροδίσια νοσήματα, η συνουσία με σκύλους, η βρεφοκτονία και όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται για τα ανήθικα πάθη έχουν τις ρίζες τους στους περιορισμούς που βάζει η σεξουαλική ηθική!»

«Δε σου επιτρέπω να με διακόπτεις» διαμαρτυρήθηκε η Ηθική, « γιατί η αλήθεια μου δεν είναι προς συζήτηση άλλα προς αποδοχή.»

«Τώρα θα έπρεπε για λίγο να σου μιλήσω για το πειθαρχημένο, προοδευτικό και συνειδητοποιημένο προλεταριάτο, αλλά θα ήταν ανούσιο αφού ξέρεις πάρα πολύ καλά για την άπειρη αξία του ως υποζύγιο για τα βάρη και το μαστίγιο. Αντί για αυτό θα αναφερθώ στα διάφορα κόμματα, δημοκρατικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά.

Όλα τα κόμματα είναι ισάξια, όλα βασίζονται στην κρατικίστικη λογική, στην αρχή της εξουσίας. Δεν είναι ένας αγώνας για την ελευθερία αλλά για την αντικατάσταση μιας λίγο-πολύ βάρβαρης και ηλίθιας τυραννίας με μια άλλη. Για παράδειγμα, στη Ρωσία ο Λένιν κινήθηκε εναντίον του Τσάρου και το Λένιν θα διαδεχθεί ο… Lenone**, και ούτω καθεξής, γιατί έτσι επιτάσσει ο ηθικός νόμος.

Όπως ξέρεις καλά, ούτε και οι αναρχικοί ακόμα -που ορίζονται καλύτερα ως ελευθεριακοί κομμουνιστές- δεν έχουν ανοσία στον ηθικισμό. Δεν έχεις ακούσει πως κηρύσσουν και πως υπερθεματίζουν για χάρη της Θεάς Ηθικής;

Και αυτοί οργανώνονται, δηλαδή κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους και τους άλλους. Και αυτοί θέλουν να εξιλεώσουν τον κόσμο, λες και η ελευθερία χαρίζεται. Η ελευθερία, αντίθετα πρέπει να βιωθεί. Και μιλούν στις μάζες για ένα φωτεινό μέλλον: και οι μάζες είτε δε καταλαβαίνουν τίποτα είτε στρέφουν το στραβωμένο βλέμμα τους στη γη της επαγγελίας. Αύριο η επανάσταση και η απαλλοτρίωση, αύριο η ισότητα, η ελευθερία και η ευτυχία για όλους. Εν τω μεταξύ, ας πεθάνουμε της πείνας.

Η θεωρία του μέλλοντος είναι η θεωρία λίγο-πολύ του ρόδινου ονείρου, τόσο μακριά από την πραγματικότητα. Είναι η θεωρία του Χριστιανισμού. Ο Χριστός πέθανε πριν είκοσι αιώνες αλλά ο Χριστιανισμός ζει και βασιλεύει. Ο Χριστός, για την αγάπη των ανθρώπων, είπε Αύριο!

Έχω αποδυναμώσει και εξημερώσει τους αναρχικούς· τους έκανα τίμιους και πολιτισμένους· τους μίλησα για την αγάπη ενάντια στο μίσος, για δικαιοσύνη και όχι εκδίκηση και εκείνοι –δυνατοί υπό την προστασία μου- ανέβηκαν στον άμβωνα και –σαν επαναστάτες- κήρυξαν ενάντια στις πράξεις ατομικού τερορισμού και –σαν απαλλοτριωτές- ενάντια στις ατομικές απαλλοτριώσεις. Δε σου φαίνεται αρκετά λογικό; Βέβαια γιατί για αυτούς το άτομο αξίζει λιγότερο από ένα παθογόνο μικρόβιο, ενώ η κοινωνία είναι το παν.

Είναι απαραίτητο να εξαφανιστεί ο εγωισμός από τους ανθρώπους –κραυγάζουν εμμονικά- γιατί όταν καταστραφεί ο εγωισμός οι άνθρωποι θα ζήσουν χαρούμενα στη γη σαν αδέρφια. Ενώ εσύ λες σε όλους και ειδικά στους επαναστάτες: Να είστε εγωιστές, γιατί όσο πιο εγωιστές είστε, τόσο πιο πολύ θα διψάτε για ελευθερία και ευτυχία και τόσο λιγότερο θα ανέχεστε τη δυστυχία και τη σκλαβιά σας.

Σήμερα, λόγω φασιστικής αστυνομικής αντίδρασης, αρχίζεις να ξαναμιλάς μέσα από τα γραπτά σου για την ανάγκη του ηρωικού αναρχισμού. Αλλά είναι ακόμα σίγουρο πως οι αναρχικοί ηθικιστές, που θα στιγματίζουν κάθε πράξη ατομικής εξέγερσης, δε θα λείψουν ποτέ. Οι κοινωνικοί αναρχικοί ήταν αυτοί που μείωσαν, στιγμάτισαν και λιθοβόλησαν το Ραβασόλ, τον Ανρί, το Βαγιάν, το Ντυβάλ, το Μαριάννι, τον Αγκουγκίνι και τόσους άλλους εκδικητές της Αναρχίας. Και τα έκανα όλα αυτά μόνος μου, όλη η δόξα μου ανήκει. Είμαι η Ηθική, γεννημένη από την τυφλή άγνοια και το εξουσιαστικό πνεύμα της ανθρωπότητας και πρέπει να συνεχίσω το έργο μου συσκοτίζοντας τα μυαλά, δημιουργώντας φοβισμένα και λυπηρά φαντάσματα, σβήνοντας κάθε πνεύμα εξέγερσης και όσο ζω οι άνθρωποι θα είναι σκλάβοι, φτωχοί και δειλοί. Και ούτε εσύ θα γλιτώσεις από την δυστυχισμένη, δίχως έλεος οργή μου, διάβολε της κόλασης.»

«Σταμάτα, για το θεό», φώναξα και σε κλάσματα δευτερολέπτου τράβηξα το δηλητηριασμένο μαχαίρι μου· έτρεξα προς το τέρας και του ξέσκισα τρομερά το λαιμό. Το θανάσιμα πληγωμένο τέρας βύθισε τα νύχια του στη φτωχή μου σάρκα κάνοντάς τη να ματώσει και ξέρασε μια αναθυμιάζουσα πρασινοκίτρινη γλίτσα από το στόμα του, πλημμυρίζοντας το πρόσωπό μου. Άλλα νέα και πιο τρομερά χτυπήματα του μαχαιριού μου έπεσαν βροχή στο σώμα του τέρατος που έπεσε στο έδαφος. Ήταν νεκρό. Σκέφτηκα αμέσως να του ξεριζώσω την καρδιά και να τη δείξω στους φίλους μου, τους συντρόφους μου, τα αδέρφια μου στη θλίψη και στον αγώνα. Και ετοιμάστηκα να το κάνω με το όπλο μου στο χέρι.

Αλλά φαντάσου, ω αδερφέ μου, τι εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι στη θέση της καρδιάς βρήκα μια τεράστια πέτρα. Ξαφνικά, ξεπερνώντας την έκπληξή μου, φώναξα: «Μου κάνει. Είναι κάτι που θα μου χρειαστεί για να τελειοποιήσω τα χτυπήματά μου όταν θα αντιμετωπίσω κανένα ηθικιστικό καθίκι, αν υπάρχει ακόμα κανένα.»

* Ένα στρατιωτικοποιημένο σώμα της Ιταλικής αστυνομίας που υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομίας.

** Πρόκειται, για ένα προσβλητικό λογοπαίγνιο στα Ιταλικά που δε γίνεται δυστυχώς να μεταφραστεί. Lenone σημαίνει στα ιταλικά ο προαγωγός, ο νταβατζής.

Το «Ο θάνατος του πιο φρικτού τέρατος» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Erinne Vivani και εκδόθηκε στην εφημερίδα Proletario(τεύχος 4) στις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Πηγή στα αγγλικά: The death of the most horrible monster, Internet Archive of Individualist Anarchism

Η μετάφραση είναι μια συνεργασία των blogs A-politiko και Parabellum.

“Σωμα και Εξεγερση”, Massimo Passamani

Ολόκληρη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού μπορεί να διαβαστεί ως μια συστηματική προσπάθεια αποκλεισμού και απομόνωσης του σώματος. Από τον Πλάτωνα και μετά, έχει σε διάφορα χρονικά διαστήματα ιδωθεί, ως κάτι άμυαλο που πρέπει να ελεγχθεί, ως μια παρόρμηση που πρέπει να κατασταλλεί, ως εργατική δύναμη που πρέπει να αξιοποιηθεί ή ως ασυνείδητο που πρέπει να ψυχαναλυθεί.

Ο πλατωνικός διαχωρισμός σώματος και νου, ένας διαχωρισμός που γίνεται με συντριπτικό πλεονέκτημα προς τον τελευταίο, (“το σώμα είναι ο τάφος του νου”) υπάρχει ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις της σκέψης.

Τώρα, αυτή η θέση υποστηρίζεται σε σημαντικό αριθμό φιλοσοφικών κειμένων, σχεδόν σε όλα εκτός από εκείνα που είναι ξένα στην αποστειρωμένη και ανθυγιεινή ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων. Η ανάγνωση του Νίτσε και συγγραφέων όπως η Hannah Arendt βρήκε την κατάλληλη, σχολαστική συστηματοποίηση της (φαινομενολογική ψυχολογία, η ιδέα της διαφοράς και ένα τρόπο να μπει στο ράφι, να λησμονηθεί). Παρ’ όλα αυτά, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, μου φαίνεται πως αυτό το πρόβλημα, του οποίου οι επιπτώσεις είναι πολλές και γοητευτικές, δεν έχει ερευνηθεί σε βάθος.

Μια βαθιά απελευθέρωση των ατόμων συνεπάγεται μια εξίσου βαθιά μετατροπή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σώμα, τα συναισθήματα του και τις σχέσεις του.

Εξαιτίας μιας δοκιμασμένης χριστιανικής κληρονομιάς, έχουμε οδηγηθεί να πιστεύουμε πως η κυριαρχία ελέγχει και αλλοτριώνει ένα μέρος του ανθρώπου χωρίς ωστόσο να κάνει ζημιά στον εσωτερικό του κόσμο ( και υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με το διχασμό ενός υποτιθέμενου εσωτερικού κόσμου και των εξωτερικών σχέσεων). Βέβαια οι καπιταλιστικές σχέσεις και οι κρατικές επιβολές νοθεύουν και μολύνουν τη ζωή, αλλά νομίζουμε ότι οι τρόποι που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας και των κόσμο μένουν απαράλλαχτοι. Έτσι, ακόμα και όταν φανταζόμαστε μια ριζοσπαστική αποκοπή από το υπάρχον, είμαστε σίγουροι πως αυτό θα γίνει από το σώμα μας όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε.

Αντίθετα πιστεύω πως το σώμα μας υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από έναν τρομερό ακρωτηριασμό. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο εξαιτίας των εμφανών πτυχών ελέγχου και αποξένωσης της τεχνολογίας. (Το ότι τα σώματα έχουν υποβαθμιστεί σε αποθήκες οργάνων προς χρήση, φαίνεται ξεκάθαρα από το θρίαμβο της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, που περιγράφεται με έναν ύπουλο ευφημισμό ως “πρωτοπόρα στο χώρο της ιατρικής”. Αλλά εμένα μου φαίνεται πως η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη από εκείνη την πραγματικότητα του ξεχωριστού και δυνατού σώματος που εμφανίζουν η φαρμακευτική κερδοφορία και η δικτατορία της ιατρικής.) Το φαγητό που τρώμε, ο αέρας που αναπνέουμε και οι καθημερινές μας σχέσεις έχουν ατροφήσει τις αισθήσεις μας. Η αναισθησία της εργασίας, η καταναγκαστική κοινωνικότητα και η θλιβερή υλικότητα των ασήμαντων συζητήσεων πειθαρχούν και το σώμα και το μυαλό, αφού ο διαχωρισμός μεταξύ τους είναι αδύνατος.

Η πειθήνια τήρηση του νόμου, τα δεσμευτικά κανάλια στα οποία οι, από την τόση αιχμαλωσία μεταμορφωμένες σε φαντάσματα του εαυτού τους, επιθυμίες έχουν φυλακιστεί αποδυναμώνουν τον οργανισμό όσο και η μόλυνση ή καταναγκαστική ιατρική φροντίδα.

“Η ηθική είναι εξουθένωση”, είχε πει ο Νίτσε.

Η αυτοεπιβεβαίωση της ζωής κάποιου, η άφθονη ζωντάνια που απαιτείται να δοθεί, συνεπάγεται ένα μετασχηματισμό των αισθήσεων όχι λιγότερο σημαντικό από εκείνον των ιδεών και των σχέσεων.

Συχνά μου έχει συμβεί να θεωρήσω όμορφους κάποιους ανθρώπους, ακόμα και εξωτερικά, που μου είχαν φανεί σχεδόν ασήμαντοι λίγη ώρα πιο πριν. Όταν προβάλλεις τη ζωή σου και δοκιμάζεις τον εαυτό σου μαζί με άλλους σε μια πιθανή εξέγερση, βλέπεις στους συμπαίκτες σου όμορφες ατομικότητες και όχι πια λυπημένα πρόσωπα και σώματα που σβήνουν το φως τους από συνήθεια ή καταναγκασμό. Πιστεύω ότι γίνονται πραγματικά όμορφοι (και όχι ότι εγώ τους βλέπω έτσι) τη στιγμή που εκφράζουν τις επιθυμίες τους και ζουν τις ιδέες τους.

Η ηθική αποφασιστικότητα εκείνου που εγκαταλείπει και επιτίθεται στις δομές της εξουσίας είναι μια αντίληψη, μια στιγμή στην οποία εκείνος γεύεται την ομορφιά των συντρόφων του και την αθλιότητα της υποχρέωσης και της υποταγής. “Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω”, είναι μια φράση του Καμί που ποτέ δε σταματά να με γοητεύει, με ένα τρόπο που μόνο ένας λόγος για να ζήσω θα μπορούσε.

Σε ένα κόσμο που παρουσιάζει την ηθική ως ένα χώρο της εξουσίας και του νόμου, νομίζω πως δεν υπάρχει άλλη ηθική διάσταση από την εξέγερση, το ρίσκο, το όνειρο. Η επιβίωση στην οποία είμαστε φυλακισμένοι, είναι άδικη επειδή κακοποιεί και ασχημαίνει.

Μόνο ένα διαφορετικό σώμα μπορεί να συνειδητοποιήσει εκείνη την αντίληψη ζωής που ανοίγεται στην επιθυμία και την αμοιβαιότητα και μόνο μια απόπειρα προς την ομορφιά και προς το άγνωστο μπορεί να ελευθερώσει τα δεσμευμένα σώματά μας.

Αυτό είναι ένα άρθρο του Ιταλού εξεγερσιακού αναρχικού Massimo Passamani που κυκλοφόρησε στις σελίδες του περιοδικού Canenero.

Πηγή στα αγγλικά: The Body and Revolt, Anarchy in Italy

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

“Il Me Faut Vivre Ma Vie*”, Jules Bonnot

[* “Είναι απαραίτητο να ζήσω τη ζωή μου”- Ζυλ Μπονό, αναρχικός ληστής τραπεζών]

Δε πιστεύω στο Δίκαιο. Η ζωή, που είναι ολόκληρη μια εκδήλωση ασυνάρτητων δυνάμεων, άγνωστων και μη αναγνωρίσιμων, απορρίπτει το ανθρώπινο εφεύρημα του δικαίου. Το δίκαιο γεννήθηκε όταν η ζωή πάρθηκε από μας. Όντως, αρχικά, η ανθρωπότητα δεν είχε κανένα δίκαιο. Ζούσε και αυτό ήταν όλο. Αντίθετα, σήμερα υπάρχουν χιλιάδες είδη δικαίου. Θα μπορούσε κάποιος να πει εύστοχα πως οτιδήποτε έχουμε χάσει, το αποκαλούμε δίκαιο.

Ξέρω ότι ζω και ότι επιθυμώ να ζήσω.

Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις αυτό το πάθος πράξη. Είμαι περικυκλωμένος από μία ανθρωπότητα που θέλει ότι θέλουν όλοι οι άλλοι. Η απομονωμένη επιβεβαίωση μου είναι ένα πολύ σοβαρό έγκλημα.

Οι νόμοι και οι ηθικοί κανόνες, ανταγωνιζόμενοι, με εκφοβίζουν και με πείθουν.

Τα χρηστά ήθη έχουν θριαμβεύσει.

Κάποιος μπορεί να προσεύχεται, να ικετεύει, να καταριέται, αλλά κανένας δεν τολμά. Η δειλία, θωπευμένη από το χριστιανισμό, δημιουργεί την ηθική και αυτή δικαιολογεί την ποταπότητα και προκαλεί την αποκήρυξη.

Αλλά αυτό το πάθος για ζωή, αυτή η θέληση, επιθυμεί μονάχα να αναπτυχθεί ελεύθερο. Ο χριστιανός κοιτάει γύρω του προσεχτικά για να δει αν τον βλέπει κανείς και, τρέμοντας, διαπράττει μια αμαρτία. Πάθος: αμαρτία, αγάπη: αμαρτία αυτή είναι η αντιστροφή των όρων.

” Πόρνη, θηλυκό όλου του κόσμου, εσύ δεν έχεις ντροπή σε αυτόν τον κόσμο. Είσαι έντιμη και ειλικρινής. Προσφέρεις τον εαυτό σου σε όποιον πληρώνει, χωρίς να δημιουργείς ή να έχεις ποτέ αυταπάτες.

Η κοινωνία, αντίθετα, ταπεινή και καθαρή εξωτερικά, μολυσμένη με γάγγραινα σε όλο το κορμί, μου φέρνει εμετό, με γεμίζει με μίσος και απέχθεια, με σκοτώνει. “

Ζηλεύω τους άγριους. Και θα τους φωνάξω με δυνατή φωνή: “Σώστε τους εαυτούς σας, έρχεται ο πολιτισμός.”

Μα φυσικά: ο αγαπητός πολιτισμός μας, για τον οποίον είμαστε τόσο περήφανοι. Εγκαταλείψαμε μια ελεύθερη και χαρούμενη ζωή στα δάση για αυτήν τη φρικιαστική ηθική και υλική σκλαβιά. Και είμαστε μανιακοί, νευρασθενικοί, αυτοκτονικοί.

Γιατί θα πρέπει να με νοιάζει που ο πολιτισμός έδωσε φτερά στην ανθρωπότητα για να μπορεί να βομβαρδίζει πόλεις, γιατί πρέπει να με νοιάζει που ξέρω κάθε άστρο του ουρανού και κάθε ποτάμι της γης;

Είναι αλήθεια πως στο παρελθόν δεν υπήρχαν νομικοί κώδικες και φαίνεται πως η δικαιοσύνη αποδιδόταν συνοπτικά.

Βάρβαρες εποχές! Αντίθετα σήμερα άνθρωποι εκτελούνται στην ηλεκτρική καρέκλα, εκτός αν η φιλανθρωπία του Μπεκάρια* τους βασανίζει μέσα στις φυλακές για την υπόλοιπη ζωή τους.

Αλλά σας αφήνω στη γνώση σας και στους νομικούς σας κώδικες, σας αφήνω στα υποβρύχια και στις βόμβες σας. Ακόμα γελάτε με την όμορφη ελευθερία μου, την άγνοια μου, το σθένος μου. Χτες ο ουρανός ήταν όμορφος να τον βλέπεις· τα μάτια του αγνώστου τον χάζευαν.

Σήμερα ο έναστρος θόλος είναι ένα μολύβδινο πέπλο που μάταια προσπαθούμε να διαπεράσουμε· σήμερα δεν είναι πια άγνωστος αλλά δύσπιστος.

Όλοι αυτοί οι φιλόσοφοι, όλοι αυτοί οι επιστήμονες, τι κάνουν;

Για ποια άλλα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα συνωμοτούν; Δε δίνω δεκάρα για την πρόοδό τους· θέλω μόνο να ζήσω και να απολαύσω.

“Πίθηκε της ζούγκλας του Βόρνεο, ο Δαρβίνος σε συκοφάντησε!”

Εν τω μεταξύ ολόκληρη η ύπαρξη μου, μου φωνάζει: θέλω να ζήσω!

Ξεκολλάω τα αγκάθια του χριστιανού από το μέτωπο μου και ρουφώ το άρωμα των τριαντάφυλλων.

Είμαι καλά τώρα. Είμαι χαρούμενος που ζω.

Οι σειρήνες ουρλιάζουν και το μακάριο πλήθος πηγαίνει στο σφαγείο.

Και εσύ επίσης, ω επαναστάτη, ανεβαίνεις στο άλογο σου, και συ είσαι σάπιος!

Πόσο ζηλεύω το μεγάλο Μπονό!

“Il me faut vivre ma vie!”

Είναι ανώφελο. Είμαι σάπιος. Η κοινωνία με νίκησε. Και το μίσος. Μισώ με μανία την άγρια κοινωνία που με σκότωσε, που με μετέτρεψε σε ένα ανθρώπινο τομάρι.

Εύχομαι να μπορούσα να μεταμορφωθώ σε λύκο για να μπορούσα να βυθίσω τα δόντια μου στην κοιλιά της κοινωνίας σε ένα όργιο καταστροφής.

*Νομομαθής Ιταλός αριστοκράτης του 18ου αιώνα, που με το έργο του “Για τα εγκλήματα και τις ποινές” (1764), ενέπνευσε τη μεταρρύθμιση του ιταλικού σωφρονιστικού συστήματος.

Το “Il me faut vivre ma vie” είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Bruno Filippi και γράφτηκε την περίοδο 1916-1918.

Πηγή στα αγγλικά: The rebel’s dark laughter: the writings of Bruno Filippi, The Anarchist Library, 1 October 2009

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

“Ο τυρρανος απο τα κατω”, Andre Lorulot

Όχι, η ελευθερία δεν είναι για εμάς. Παραείμαστε αδαείς, φιλόδοξοι, υπερόπτες, δειλοί, αχρείοι, διεφθαρμένοι.

Μαρά

Πρέπει να το πω και θα το πω.

Με το να γράφω, αφιέρωσα τον εαυτό μου στο να ξορκίσω κάθε μορφής κομματισμό και στο να αρνηθώ να υποχωρήσω μπροστά σε οποιαδήποτε αλήθεια. Η υποκρισία μου είναι απεχθής, είτε προέρχεται από τη Δεξιά, είτε από την Αριστερά. Από αυτήν την ανάγκη για ειλικρίνεια απέκτησα πολλούς εχθρούς, ακόμα και -τι ειρωνεία- μεταξύ φίλων και αδελφών.

Ξυλοφορτώστε τους καπιταλιστές και τους φασίστες: μια χαρά. Μπράβο! Θα σας ενθαρρύνουν τουλάχιστον στα λόγια. (όταν πρέπει να πληρώσεις με τα δικά σου λεφτά είναι πιο δύσκολο, καταλήγεις να πληρώνεις με το ίδιο σου το τομάρι).

Αλλά, πιστέ άνθρωπε, μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να κριτικάρει το τι συμβαίνει στο σπίτι σου. Αποκάλυψε τα ψεγάδια του γείτονα σου, αλλά κλείσε τα μάτια σου στις αισχρότητες του κόμματός σου.

Ποτέ δεν ήξερα πως να το κάνω αυτό. Μάλλον γι’ αυτό δεν ήθελα ποτέ να είμαι μέλος κάποιου κόμματος, κάποιας εκκλησίας, κάποιας σέκτας. Η ανεξαρτησία μου είναι ότι πολυτιμότερο έχω.

Δεν είναι μια βολική κατάσταση. Τραβάς πολύ έχθρα πάνω σου. Ο ταραχοποιός. Αυτός που αρνείται να είναι συνεργός με τους φιλόδοξους, τους προδότες, τους κερδοσκόπους. Γιατί υπάρχουν. Και είναι παντού, παντού.

Αγαπώ με πάθος την ανθρωπότητα και έχω αφιερώσει τις καλύτερες μου προσπάθειες στον αγώνα για τους καταπιεσμένους. Όλοι οι τύραννοι με αηδιάζουν, όπως και όλοι εκείνοι που τους ανέχονται, τους κολακεύουν και τους υποστηρίζουν. Αφού τους καταστρέψω, θα γίνω εγώ τύραννος στη θέση τους; Θα αηδίαζα με τον εαυτό μου.

Λαέ, πρόσεχε τους δημαγωγούς. Είναι ο χειρότερός σου εχθρός. Σε χαϊδολογούν μόνο για να σε αρμέξουν καλύτερα. Βαθιά μέσα τους σε συχαίνονται και σε χλευάζουν, αλλά οι ώμοι σου τους είναι χρήσιμοι για να κουβαλούν το τύμπανο τους (που ποτέ δε θα χτυπήσει για σένα). Σε μισούν και αν μπορούσαν να σε βάλουν μια και καλή στη μέγγενη, θα το έκαναν ευχαρίστως. Και αργότερα ίσως το κάνουν. Προς το παρόν, χρειάζονται τα εκλογικά σου δικαιώματα, τις ψήφους σου και τις συνδρομές σου. Έτσι σε αποκαλούν μεγάλο, ευγενή και όμορφο και πως έχεις όλα τα δικαιώματα και τις αρετές.

Αν τους πιστεύεις είσαι ηλίθιος, είσαι χαμένος.

Το να λες στον εργάτη την αλήθεια, όλη την αλήθεια, όσο οδυνηρή και αν είναι, είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να υπηρετήσεις τον σκοπό του και για να εργασθείς για την πραγματική του απελευθέρωση.

Με αηδιάζουν αυτοί, που λένε στο λαό πως θα φτάσει στην απόλυτη και παγκόσμια ευτυχία χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια και χωρίς να τελειοποιήσει τον εαυτό του. Ψεύδονται σκόπιμα. Είναι, συμπτωματικά, προς το συμφέρον τους -αυτό των αφεντών, των φιλόδοξων αφεντών- το να εμποδίζουν τις μάζες να μορφωθούν. Δεν ισχύει πως με το να διορθώσουν τους εαυτούς τους θα είναι ικανές να προοδεύσουν και να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους; Εκείνη την ημέρα, όντες άχρηστοι, οι αρχηγοί και οι ηγέτες δε θα έχουν τίποτα άλλο να κάνουν από το να εξαφανισθούν.

Με αηδιάζουν αυτοί που αρνούνται στον εργάτη το δικαίωμα στο ιδανικό και του μιλούν αποκλειστικά για την κοιλιά του.

Για αυτούς τα πάντα υποβιβάζονται σε μπριζόλα.

Μία πιο μεγάλη, πιο αιματοβαμμένη, πιο εύκολη να κατακτήσεις μπριζόλα. Το ιδανικό ενός άγριου θηρίου ή ενός πεινασμένου σκύλου.

Πρέπει να ζήσουμε. Αυτό σας το αναγνωρίζω. Αλλά προσθέτοντας: πρέπει να ζήσουμε για να εξελίξουμε μέσα μας τα υψηλότερα και καλύτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου: Αξιοπρέπεια! Συνείδηση! Αγάπη! Ελευθερία!

Τι καλό θα μου έκανε να καταβροχθίζω σαν bulldog, αν έπρεπε να αποκηρύξω τις πιο εξυψωτικές φιλοδοξίες και τις αγνότερες, ανιδιοτελείς χαρές;

Μην ακούτε αυτούς που θέλουν να υποβιβάσουν τα πάντα σε θέμα του στομαχιού: σας προσβάλλουν. Γίνετε ικανοί να πολεμήσετε για κάτι διαφορετικό από την κοιλιά και το πορτοφόλι. Χωρίς να τους μισήσετε για όλα αυτά (ας μην περνάμε στο άλλο άκρο) ας είμαστε δύσπιστοι απέναντι στους κόλακες, τους επαγγελματίες πολιτικούς, τους λογάδες. Ας πάμε προς την αλήθεια όποια και αν είναι, με όλη μας την καρδιά, χωρίς παρωπίδες και χωρίς να πνίξουμε καμία φωνή.

Δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο μίσος για τους πλούσιους. Αν συμβαίνει να παραπονιέμαι για την ηλιθιότητα τους και να χλευάζω τις αξιώσεις τους, δε σημαίνει ότι ζηλεύω τα λεφτά τους.

Πρέπει να προσθέσω ότι δεν αρκεί να είναι κάποιος φτωχός για να αξίζει τη συμπάθεια μου;

Τα χρήματα κάνουν ανόητους και διεστραμμένους αυτούς που τα έχουν. Αλλά και αυτοί που δεν τα έχουν είναι γενικά τόσο κρετίνοι και φαύλοι όσο και οι πλούσιοι. Η επιθυμία να πλουτίσουν αρκεί για να καταπνίξει μέσα τους όλα τα γενναιόδωρα συναισθήματα και τη θέληση για δικαιοσύνη και καθαριότητα.

Και αυτοί οι 100% επαναστάτες, αυτοί οι οργανωμένοι προλετάριοι, αυτά τα συνειδητοποιημένα μέλη των συνδικάτων, αυτοί οι πρωτοπόροι του μέλλοντος που μεθοκοπάνε σαν ασβοί; Που δεν έχουν δέκα φράγκα να αγοράσουν ένα βιβλίο αλλά ξοδεύουν τα διπλάσια στο μπαρ. Που παραπατούν στους δρόμους και ξερνούν το κρασί τους καθώς ανεβαίνουν τα σκαλιά; Αυτοί είναι οι πρωτοπόροι του μέλλοντος, οι πρόδρομοι της Αρμονικής Πόλης, με τα βρώμικα πόδια τους, την κτηνώδη τους άγνοια, τις ζωώδεις απαιτήσεις τους, την όρεξη τους για το αλκοόλ και τα μπουρδέλα;

Χάρις ένα συγκεκριμένο υπουργό ονόματι Pomaret, από τον προηγούμενο χειμώνα οι εργάτες που εργάζονται εξήντα χρόνια στην ίδια επιχείρηση παραλαμβάνουν μετάλλιο τιμής για την εργασία.

Ναι, σωστά διαβάζετε: θα δώσουν μετάλλιο στους εργάτες που παρέμειναν για εξήντα χρόνια με το ίδιο αφεντικό.

Είναι δύσκολο να κοροϊδέψει κανείς πιο ανοιχτά αυτούς τους φτωχούς προλετάριους.

Αλλά εκείνοι δέχονται το μετάλλιο (το οποίο δε θα είναι καν από σοκολάτα). Θα είναι περήφανοι σαν παγόνια και θα πασχίσουν να κρατήσουν όρθια τα κουφάρια τους που έχουν αδειάσει, εξαντληθεί, συντριβεί από τα τόσα βάσανα, την τόσο παρατεταμένη προσπάθεια, την τόσο ανηλεή εκμετάλλευση.

Θα πάνε να φωτογραφηθούν με το μπιχλιμπίδι τους. Τόσο περήφανοι, τόσο ανόητοι όσο εκείνοι οι πατέρες δεκατεσσάρων παιδιών των οποίων τις ηλίθιες φάτσες εκδίδει συχνά η La Croix.

Ο πιο χαμερπής από τους σκλάβους είναι εκείνος που είναι χαρούμενος που είναι σκλάβος.

Οπότε παραδεχτήτε το: με πολλούς τρόπους ο σκλάβος είναι τόσο απεχθής όσο και ο αφέντης του.

Αν τρέμει από δειλία μπροστά στον ανώτερο του, παίρνει την εκδίκηση του, με έναν όχι λιγότερο δειλό τρόπο, από τον κατώτερό του.

Ο προλετάριος που τραυλίζει με δουλικότητα μπροστά στον προϊστάμενο του εργοστασίου πατσίζει το βράδυ δέρνοντας τη γυναίκα και τα παιδιά του. Τότε στέκεται όρθιος και φωνάζει. Τότε είναι πραγματικό αρσενικό!

Μέσα στο ίδιο το εργοστάσιο, αν έχει μαθητευόμενους τους χρησιμοποιεί σαν αποδιοπομπαίους τράγους. Τους τυραννάει και τους εξαντλεί μέσω της κακομεταχείρισης.

Ακριβώς όπως ο λοχίας χτυπά το φαντάρο στο στρατώνα επειδή του φώναξε ο διοικητής.

Δεν λάμπει έντονα η ανθρωπότητα;

Κάποτε λέγαμε: οι άνθρωποι. Σήμερα λέμε: οι μάζες.

Κάποτε λέγαμε: οι αντιπρόσωποί σας. Σήμερα υπάρχει η βάση και η κορυφή.

Τους αντιπροσώπους, τους γραμματείς κλπ. τους ονομάζουμε υπεύθυνους. Μήπως αυτό σημαίνει πως οι ψηφοφόροι είναι ανεύθυνοι, δηλαδή εν αγνοία;

Τι περιφρόνηση για το άτομο. Ο κομφορμισμός θριαμβεύει όλο και περισσότερο. Η ανθρώπινη προσωπικότητα παραμερίζεται. Μα τι λέω: εξαφανίζεται. Αν υπήρχε θα φαινόταν, θα αντιδρούσε, θα διαμαρτυρόταν. Είναι ικανή μόνο να βελάζει χειροκροτώντας και να ακολουθεί αδύναμα αρχηγούς που την οδηγούν στο σφαγείο. Μέσα στο τρομερό ισοπέδωμα των κοινωνικών κοπαδιών ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ γίνεται όλο και πιο σπάνιος. Και του κάνουμε τη ζωή όλο και πιο δύσκολη.

Με τα εκατομμύρια των μελών σας, τους συνδρομητές σας, δε σταθήκατε ικανοί να σώσετε την Ισπανική Επανάσταση. CGT, Κομμουνιστικά και Σοσιαλιστικά κόμματα τι προσπαθήσατε που να είχε αποτέλεσμα; Που να ήταν σοβαρό; Τα μόνο που ξέρετε είναι τα υλιστικά αιτήματα, τα μετρητά, αλλά το Ιδανικό, η υπεράσπιση ενός υψηλότερου ανιδιοτελή σκοπού; Πως θα μπορούσαν τα μέλη σας να το ξέρουν, αφού οι άθλιοι τσοπάνηδες τους, δεν τους μίλησαν ποτέ γι’ αυτό;

Το “Ο Τύραννος από τα κάτω” είναι έργο του Γάλλου αναρχοατομικιστή Andre Lorulot, και δημοσιεύτηκε στην έκδοση L’Idée Libre, το 1939.

Πηγή στα αγγλικά: The Tyrant From Below, The Anarchist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

“Η Τεχνη ως Ατομικισμος”, συλλογή αποσπασματων απο το “Η ψυχη του ανθρωπου στο σοσιαλισμο” του Oscar Wilde

Συλλογή αποσπασμάτων σχετικά με την τέχνη ως ατομικισμό και την αλληλεπίδραση της με το κοινό, από το βιβλίο “Η ψύχη του ανθρώπου στο σοσιαλισμό”, του Όσκαρ Ουάιλντ.

I. Ένα έργο τέχνης είναι το μοναδικό αποτέλεσμα μιας απόλυτα μοναδικής ιδιοσυγκρασίας. Η ωραιότητα του απορρέει απ’ το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης είναι αυτός που είναι. Δεν έχει καμιά σχέση με το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι θέλουν αυτό που θέλουν. Πράγματι, από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης αρχίζει να λαμβάνει υπόψη του τι θέλουν οι άλλοι και προσπαθεί να ικανοποιήσει την απαίτησή τους, παύει να είναι καλλιτέχνης και γίνεται ένας βαρετός ή διασκεδαστικός χειροτέχνης – ένας έντιμος ή ανέντιμος- έμπορος. Δε μπορεί να έχει την αξίωση να θεωρείται καλλιτέχνης.

II. Η Τέχνη είναι η πιο έντονη μορφή Ατομικισμού που γνώρισε ο κόσμος. Δελεάζομαι να πω ότι είναι η μοναδική αληθινή μορφή ατομικισμού που γνώρισε ο κόσμος. Το έγκλημα που, σε ορισμένες συνθήκες ενδέχεται να φανεί ότι έχει δημιουργήσει τον ατομικισμό, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τους άλλους ανθρώπους και να παρεμβαίνει στη ζωή τους. Ανήκει στο πεδίο της δράσης. Αλλά μόνος του, χωρίς καμιά αναφορά στους γύρω του, χωρίς καμιά εξωτερική παρέμβαση, ο καλλιτέχνης μπορεί να δημιουργήσει ένα ωραίο πράγμα και αν δεν το κάνει αποκλειστικά και μόνο για τη δική του ευχαρίστηση, τότε δεν είναι καλλιτέχνης.

III. Επιπλέον, θα πρέπει να τονίσουμε πως το γεγονός ακριβώς ότι η Τέχνη είναι η πιο έντονη μορφή ατομικισμού ωθεί το κοινό να προσπαθεί ν’ ασκήσει πάνω της μιαν εξουσία, που είναι τόσο ανήθικη όσο και γελοία, τόσο αχρεία όσο κι εντελώς ευτελής. Δεν είναι, ωστόσο απόλυτα υπεύθυνο για κάτι τέτοιο αυτό καθαυτό το κοινό. Οι άνθρωποι, που αποτελούν αυτό το κοινό, σ’ όλες τις εποχές, μεγαλώνουν και γαλουχούνται με τον πιο άσχημο τρόπο. Ζητάνε πάντοτε απ’ την Τέχνη να είναι λαϊκή να ικανοποιεί τη δική τους αντίληψη για το γούστο, να κολακεύει την παράλογη ματαιοδοξία τους, να του επαναλαμβάνει χιλιοειπωμένα πράγματα, να τους δείχνει ό,τι θα έπρεπε να έχουν κουραστεί πια να βλέπουν, να τους διασκεδάζει όταν νιώθουν να βαραίνει το στομάχι τους απ’ το πολύ φαγητό και να αποσπάει τη σκέψη τους όταν πλήττουν πια από την ίδια τη βλακεία τους. Ωστόσο, η Τέχνη δε θα πρέπει ποτέ να προσπαθεί να γίνει λαϊκή Το κοινό θα πρέπει να προσπαθήσει να γίνει καλλιτεχνικό.

IV. Το κοινό απεχθάνεται τις καινοτομίες γιατί τις φοβάται. Εκφράζουν στα μάτια τους, μια συγκεκριμένη μορφή Ατομικισμού, μια φλογερή διακήρυξη απ’ τη μεριά του καλλιτέχνη ότι επιλέγει το θέμα του και το χειρίζεται όπως θέλει. Το κοινό έχει σαφώς δίκιο για τούτη τη στάση του. Η Τέχνη είναι Ατομικισμός και ο Ατομικισμός είναι μια φοβερά ενοχλητική και αποδιοργανωτική δύναμη. Κι αυτή ακριβώς είναι η ανυπολόγιστη αξία του. Γιατί αυτό που επιδιώκει να ανατρέψει είναι η μονοτονία των προτύπων, η υποδούλωση στα έθιμα, η τυραννία της συνήθειας και ο υποβιβασμός του ανθρώπου στο επίπεδο της μηχανής.

V. (Εδώ ο Ουάιλντ αναφέρεται στον τρόπο και τις λέξεις με τις οποίες χαρακτηρίζουν τα καινοτόμα και αυθεντικά έργα το κοινό και οι εφημερίδες). Δε χρειάζεται να πω ότι σε καμιά περίπτωση, δεν παραπονιέμαι γιατί το κοινό και οι λαϊκές εφημερίδες χρησιμοποιούν λαθεμένα αυτές τις λέξεις. Δεν καταλαβαίνω, εφόσον δεν αντιλαμβάνονται τι είναι Τέχνη, πως θα μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν σωστά. Απλά διαπιστώνω την από μέρους τους κακή χρήση κι όσο για την αιτία αυτής της κακής χρήσης το νόημα που κρύβεται πίσω από όλα αυτά, η εξήγηση είναι πολύ απλή. Απορρέει από μια βάρβαρη αντίληψη για την εξουσία. Απορρέει από τη φυσική ανικανότητα μιας κοινωνίας, που έχει διαβρωθεί απ’ την εξουσία, να κατανοήσει ή να εκτιμήσει τον Ατομικισμό. Με λίγα λόγια απορρέει από εκείνο το ακαλλιέργητο τερατούργημα που ονομάζεται Κοινή Γνώμη, η οποία, όσο κακή και καλοπροαίρετη είναι όταν προσπαθεί να ελέγξει την πράξη, άλλο τόσο αισχρή και κακοπροαίρετη είναι όταν προσπαθεί να ελέγξει τη Σκέψη ή την Τέχνη.

Πηγή των αποσπασμάτων: Η ψυχή του ανθρώπου στο σοσιαλισμό, Όσκαρ Ουάιλντ, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος (1981)

Αρχική δημοσίευση στο μπλογκ Parabellum

“Το να νιωθεις ζωντανος”, Emile Armand

I. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, η περίοδος των εκλογών βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Οι τοίχοι είναι σοβατισμένοι με αφίσες κάθε χρώματος, στις οποίες οι άνθρωποι ισχυρίζονται πως είναι όλων των σημαιών, όλων των “αποχρώσεων” της πολιτικής άποψης. Ποιος δεν έχει το κόμμα του, το πρόγραμμά του, την επαγγελματική πίστη του; Ποιος δεν είναι είτε σοσιαλιστής, είτε ριζοσπάστης, είτε προοδευτικός, είτε φιλελεύθερος, είτε “με την αναλογία” – η νέα μόδα; Η αποκήρυξη του εαυτού είναι η μεγάλη νόσος του αιώνα. Όλοι ανήκουν σε μια ένωση, ένα σωματείο, ένα κόμμα. Όλοι μοιράζονται τις γνώμες, τις πεποιθήσεις και τον τρόπο συμπεριφοράς των άλλων. Όλοι καθοδηγούνται, οπαδοί, μαθητές, σκλάβοι μα ποτέ ο εαυτός τους.

Είναι αλήθεια ότι κάτι τέτοιο επιβαρύνει λιγότερο. Το να ανήκει κάποιος σε ένα κόμμα, το να υιοθετεί το πρόγραμμα κάποιου άλλου, το να προσαρμόζεται σε ένα συλλογικό τρόπο συμπεριφοράς σημαίνει πως αποφεύγει το να σκέφτεται, να αντανακλά και να δημιουργεί τις δικές του ιδέες. Σημαίνει το να απαλλάσσεται από το να δρα αφ’ εαυτού του. Είναι ο θρίαμβος της διάσημης θεωρίας του “λιγότερου κόπου”, για την αγάπη της οποίας τόσο ανόητα πράγματα έχουν ειπωθεί και γίνει.

Κάποιοι αυτό το αποκαλούν ζωή. Πράγματι: το μαλάκιο ζει, το ασπόνδυλο ζει, ο λογοκλόπος, ο μιμητής και ο φλύαρος όλοι ζουν. Ο αρουραίος, ο προδότης, ο συκοφάντης και ο κουτσομπόλης όλοι ζουν. Ας τους αφήσουμε λοιπόν και ας ονειρευτούμε όχι μόνο το να ζούμε αλλά και κάτι περισσότερο: ” το να νιώθουμε ζωντανοί”.

II. Το να νιώθουμε ζωντανοί δε σημαίνει μόνο το να γνωρίζουμε ότι επιτελούμε τακτικά τις λειτουργίες που συντηρούν το άτομο (και , αν θέλετε, το είδος). Ούτε το να νιώθουμε ζωντανοί σημαίνει να ζούμε τη ζωή μας μέσα σε ένα στενό πλαίσιο σύμφωνα με ένα σοφό βιβλίο γραμμένο από κάποιον συγγραφέα που δε ξέρει τίποτα για τη ζωή εκτός από τις παραισθήσεις, τις δοκιμασίες και τις εξισώσεις της. Το να νιώθεις ζωντανός σίγουρα δεν είναι το να βαδίζεις στα χαλικόστρωτα δρομάκια ενός δημόσιου κήπου, ενώ τα ιδιότροπα μονοπάτια των άγριων θάμνων σε καλούν.Το να νιώθεις ζωντανός σημαίνει να δονήσαι, να ενθουσιάζεσαι, να ανατριχιάζεις με το άρωμα των λουλουδιών, το τραγούδι των πουλιών, τον πάταγο των κυμάτων το ουρλιαχτό του ανέμου, τη σιωπή της μοναξιάς, την πυρετώδη φωνή από τα πλήθη. Το να νιώθεις ζωντανός σημαίνει να συναισθάνεσαι το λυπητερό άσμα του βοσκού όσο και την αρμονία των μεγάλων οπερών, την απαστράπτουσα επιρροή ενός ποιήματος όσο και τις απολαύσεις του έρωτα.

Το να νιώθεις ζωντανός σημαίνει να καθιστάς συναρπαστικές εκείνες τις λεπτομέρειες της ζωής που αξίζουν τον κόπο. Να κάνεις το τελευταίο ένα εφήμερο πείραμα και το πρώτο ένα πείραμα που πετυχαίνει. Και όλα αυτά χωρίς περιορισμούς, χωρίς κάποιο πρόγραμμα που να έχει επιβληθεί από πριν. Σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία σου, το πως αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή, την αντίληψη σου για τη ζωή.

III. Μπορεί κάποιος να σκεφτεί πως είναι αναρχικός και να αδρανήσει. Να καθρεφτίζει την εφημερίδα του, τον αγαπημένο του συγγραφέα, την ομάδα του. Κάποιος μπορεί να πείσει αυθεντικά και βαθιά τον εαυτό του πως είναι ένα δεύτερης ή τρίτης τάξης συμπλήρωμα ή ένας ξένος.

Όντας δεμένος στο ζυγό μιας “αναρχικής” ηθικής σημαίνει πως θα είσαι για πάντα δεμένος κάτω. Όλες οι a priori ηθικές είναι ίδιες: είτε θεοκρατική. είτε αστική, είτε κολεκτιβιστική, είτε αναρχική. Το να βρίσκεσαι “διπλωμένος” σε έναν κανόνα συμπεριφοράς που βρίσκεται σε αντίθεση με την κρίση, τη λογική και την εμπειρία σου, με αυτά που απολαμβάνεις και επιθυμείς, με πρόσχημα ότι αυτός είναι ο κανόνας που διαλέχτηκε από όλα τα άτομα της ομάδας, είναι μια πράξη ενός καλόγερου όχι ενός αναρχικού. Δεν είναι συμπεριφορά ενός αρνητή της εξουσίας το να φοβάται την απώλεια της υπόληψης του ή την αποδοκιμασία του κύκλου του. Το μόνο που μπορεί να σου ζητήσει ένας σύντροφος είναι να μην καταπατάς τη ζωή του. Δε μπορεί να πάει πιο πέρα.

VI. Ένας βασικός όρος για να “νιώθεις ζωντανός” είναι να ξέρεις να εκτιμήσεις τη ζωή. Η ηθική, οι αισθήσεις, οι κανόνες συμπεριφοράς, τα συναισθήματα, οι γνώσεις, οι ικανότητες, οι γνώμες, τα πάθη, το νόημα, το μυαλό κ.α. – τόσοι τρόποι που πας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε τη ζωή μας. Τόσοι υπηρέτες υπό τις διαταγές του “εγώ”, ώστε αυτό να αναπτυχθεί και να εκταθεί. Κατέχοντας τις όλες, ο ενσυνείδητος ” αρνητής της εξουσίας” δεν κατέχεται από καμία. Όταν υποκύπτει είναι εξαιτίας της έλλειψης εκπαιδευμένης θέλησης. Αλλά αυτό διορθώνεται. Ο εκπαιδευμένος που βρίσκεται “πέρα από την κυριαρχία” δεν είναι δειλός. Απολαμβάνει τα πάντα, δοκιμάζει τα πάντα μέσα στα όρια της ατομικής του εκτίμησης. Γεύεται τα πάντα και τίποτα δεν του είναι απεχθές, αρκεί να διατηρεί την ηθική του ισορροπία.

Μόνο ο αναρχικός μπορεί να νιώσει τον εαυτό του ζωντανό, γιατί είναι μοναδικός μεταξύ των ανθρώπων, ο μόνος του οποίου η εκτίμηση για τη ζωή έχει την πηγή της στον εαυτό του, χωρίς την ακάθαρτη πρόσμιξη με μια εξουσία επιβεβλημένη από αλλού.

“Το να νιώθεις ζωντανός” είναι έργο του Γάλλου αναρχοατομικιστή Émile Armand και εκδόθηκε στην αναρχική έκδοση “L’Ère nouvelle 46″, στα μέσα του Απρίλη του 1910.

Πηγή στα αγγλικά: To Feel Alive, The Anarchist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

“Ιεροσυλο γελιο”, Erinne Vivani

Στις χλωμές, θλιβερές ώρες του λυκόφωτος, πλέριες με κωμικά και τραγικά γεγονότα, ενώ εκδηλώνεται όλη η γελοία ασημαντότητα και το έγκλημα ανυψώνεται σε σύστημα ζωής, σε μια αθλητική άσκηση γυμναστικής και ενώ το αίμα των πολιτών, επαναστατών και μη, περιλούζει την όμορφη γη της Ιταλίας, ο αναρχοατομικισμός –μοναδικό και ακτινοβόλο βίωμα και ιστορική πραγματικότητα– λάμπει μεγαλόπρεπα και ένδοξα, πέρα από την τόση πολύ αστική και κοινωνική σαπίλα, προς την χαρά, προς την ελευθερία, προς τον ήλιο.

Το τελευταίο μπουρίνι που λυσσομάνησε ξαφνικά στις πόλεις και στα χωριά, παρέσυρε στο διάβα του ανθρώπους και πράγματα.

Ήταν προβλέψιμο και θανάσιμο.

Η θεωρία της αγάπης και της πραότητας, που διαδίδεται από όλα τα Κόμματα και τις προλεταριακές οργανώσεις, καθόλου δεν κατάφερε να αντισταθεί στην κατακλύζουσα πλημμύρα.

Οι αρχηγοί του κόμματος, αντί να εκπαιδεύουν την εργατική τάξη στην επανάσταση και στην ελευθερία, την κρατάνε πάντα μπρούμυτα και σκλαβωμένη. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μόνο στον αριθμό των οπαδών, στις κάρτες μέλους, στις ψήφους, στην πειθαρχία κλπ, με μοναδικό τους στόχο την διαμόρφωση ενός κοπαδιού που ήταν διατεθειμένο να τους αφήσει να το αρμέξουν και να το αποπροσανατολίσουν.

Με ένα σύστημα κοινωνικο-πολιτικής εκπαίδευσης αυτού του είδους, όλοι ξέρουν το τι έγινε. Η πλειοψηφία των προλετάριων που εντάχθηκε σε ανατρεπτικά κόμματα και οργανώσεις θέλοντας και μη, πέρασε – σιγά – σιγά– στον εχθρό. Ποιά, πες μου, ήταν η αξία όλων των διαχυτικών δοξολογιών που οι σοφοί έκαναν αφειδώς στο προλεταριάτο – αυτή τη φτωχή, γεμάτη αέρα κοπανιστό, μαριονέτα – που κάποιοι πίστεψαν πως το καλεί η ιστορία να γίνει ο δικτάτορας του κόσμου;

Τώρα το προλεταριάτο έχει περάσει στο φασισμό, γιατί οι φασίστες διοικούν, αν αύριο διοικούσαν οι μαυροντυμένοι ιερείς θα ήταν διατεθειμένο να τους λατρεύει, όπως λάτρευε χτες τους πορφυροντυμένους ιερείς.

Όλα τα μέλη του ποιμνίου έχουν εξέλθει άσχημα από την τρομερή καταιγίδα, ή μάλλον εξαιρετικά άσχημα. Για ακόμα μια φορά – και δεν θα είναι η τελευταία – η δόλια πτώχευση των οργανώσεων της εργατικής τάξης έχει ανακηρυχτεί. Έχουν δείξει επίσημα ότι δεν ήταν καθόλου επαναστάτες ή ανατρεπτικοί, αλλά οργανώσεις ρεφορμιστών του κράτους, της εκκλησίας και των μαγαζατόρων.

Η αποτυχία της οργανωτικής μεθόδου, στους αγώνες για την κατάκτηση της ευημερίας και της ελευθερίας, είναι επακριβής και απόλυτα εμφανής. Παρ’ όλα αυτά, οι επαναστάτες – συμπεριλαμβανομένων πολλών ελευθεριακών κομμουνιστών – ακόμα επιμένουν να μουγκανίζουν σαν γελάδια σχετικά με την αναγκαιότητα και τη σημασία της οργάνωσης, χωρίς να προσέξουν, πως η μέθοδος τους, τους έχει αμείλικτα, ανεπανόρθωτα παρασύρει και πετάξει στην άβυσσο.

Οι ατομικιστές έχουν περιγελάσει όλες τις συμβάσεις, όλες τις αποκηρύξεις, όλο το αισχρό μάρκετινγκ, και ακόμα γελάνε με το ασεβή, ιερόσυλο, καταραμένο τους γέλιο.

Πάντα περιγελάμε τον καθένα και όλους, όλους αυτούς που παρασκευάζουν τα ρεβόλβερ, τα τουφέκια, τις ξιφολόγχες, τα πυροβόλα, τα κανόνια, τα πυρομαχικά, τις αλυσίδες, τα δεσμά, διάφορα όργανα βασανισμού των εργατών, με αυτούς που χτίζουν φυλακές και υψώνουν αγχόνες για τα αδέρφια ”τους”, με αυτούς που οργανώνονται, ή μάλλον διασυνδέονται σε λίγκες και σωματεία, πληρώνοντας αντίτιμα μέλους και παχαίνοντας τους χοίρους, καθώς παραδίδουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους εκλέγοντας αφεντικά και βοσκούς.

Περιγελάμε αυτούς που φωνάζουν, ”ζήτω αυτό και ζήτω το άλλο”, αυτούς που πηγαίνουν στις διαδηλώσεις έτοιμοι να εξοφλήσουν και να αφήσουν τις κοιλιές τους άδειες, αυτούς που περιμένουν τις διαταγές της κεντρικής επιτροπής του κόμματος τους πριν ξεσηκωθούν, αυτούς που ακούνε τους αρχηγούς που τους παροτρύνουν στο να δειλιάζουν όταν ξεσηκώνονται, αυτούς που περιμένουν τον ήλιο του μέλλοντος με τα χέρια σταυρωμένα και τα στομάχια άδεια, λες και θα μπορούσε να ανατείλει μόνος του από την μια στιγμή στην άλλη.

Και αυτοί οι ανατρεπτικοί, που στο όνομα της ελευθερίας, θέλουν να ρίξουν την τωρινή κυβέρνηση ώστε να μπορέσουν να την αντικαταστήσουν με μια νέα τυραννία, πως μας κάνουν να γελάμε!

Όλα τα σύμβολα και όλες οι ιεροτελεστίες, ακόμα, μας προκαλούν γέλιο. Οι λιτανείες έχουν αντικατασταθεί από τις πορείες, τα θρησκευτικά κηρύγματα με τα συλλαλητήρια στον ίδιο τόνο, ο ουράνιος θόλος με το λάβαρο. Τα πορτραίτα των κυρίαρχων αντικαθιστούν τα πορτραίτα των αγίων και της Παναγίας, και οι νέοι χριστιανοί, αντί να τραγουδάνε ιερούς ύμνους, τραγουδάνε πατριωτικούς ή ανατρεπτικούς ύμνους. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, ούτε στην όψη ούτε στην ουσία του εδώ και είκοσι αιώνες.

Αλλά εμείς δεν κουραστήκαμε να γελάμε.

Το σατανικό μας γέλιο ξεκινά να εκρήγνυται σαν βροντή και στέλνει αστραπές όταν βρισκόμαστε μπροστά στους λάτρεις των τερατωδών θεϊκών και ανθρώπινων στοιχείων, τα οποία ονομάζουν Θεό, Θρησκεία, Κράτος, Πατρίδα, Ανθρωπότητα, Ηθική, Δίκαιο, Καθήκον, Έθιμο, Αλτρουισμό, Σοσιαλισμό, Κομμουνισμό, κτλ.

Αυτά τα θλιβερά στοιχειά, δημιουργημένα από την άγνοια, το φόβο και την σκληρότητα των ανθρώπινων όντων, ακόμα και σήμερα έχουν την ηλίθια απαίτηση να θυσιαστεί σε αυτά το ελεύθερο και δυνατό άτομο, αλλά αυτός, που αγαπάει την απεριόριστη ελευθερία και τον μεσημεριανό ήλιο, ρίχνει τα φλεγόμενα και δηλητηριώδη βέλη του ενάντια σε όλα τα καταραμένα και αχρεία είδωλα και, χτυπώντας τα, γελάει και είναι ευτυχισμένος.

Περιγελάμε όλους αυτούς που μεταμορφώνονται σε απόστολους της ανθρωπότητας και εξασκούν την τέχνη του κήρυκα, υποσχόμενοι τον επίγειο παράδεισο και την παγκόσμια αφθονία, αυτούς που θέλουν να προσδώσουν μια απλή μορφή στην ανθρώπινη κοινωνία που απαριθμεί γύρω στα δύο δισεκατομμύρια άτομα που ο καθένας και όλοι τους είναι διαφορετικοί, αυτούς που, χωρίς να είναι ικανοί να ζήσουν ελεύθερα, πλασάρονται ως σωτήρες του κόσμου, μιλώντας για το ρόδινο μέλλον ενώ ξεχνάνε την μαύρη, σκληρή πραγματικότητα του παρόντος. Τελικώς, περιγελάμε τους πνευματικά φτωχούς που πιστεύουν και ελπίζουν σε ένα ακτινοβόλο αύριο, και πιστά και υπομονετικά προσμένουν τον βασιλιά της Αγίας Ανθρωπότητας.

Πέρα από τον οργανωτικό, προφητικό, χριστιανικό, μονομανή αναρχισμό αυτών που, σαν το νεαρό μοναχό του Assisi, κηρύττουν την θεωρία της αγάπης και της πραότητας, σύμφωνα με την οποία το Εγώ μας ”Πρέπει να κερδίσει με το να χάνει και να ανυψωθεί με το να υποτάσσεται”, υπάρχει ο Αναρχισμός του ελεύθερου, παρθένου και επαναστατικού ενστίκτου των ανυπότακτων, νιχιλιστών, καινοτόμων, εικονοκλαστών, αριστοκρατών, ατομικιστών στων οποίων το περήφανο, ανίκητο και αθάνατο γένος ανήκω.

Το «Ιερόσυλο Γέλιο» είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Erinne Vivani και δημοσιεύθηκε στην αναρχική έκδοση Proletario.

Πηγή στα αγγλικά: Sacrilegious Laughter, The Anarchist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς

Επιμέλεια: Parabellum

“Ο Εικονκλαστικος Ατομικισμος μου”, Renzo Novatore

Άφησα για πάντα μια ζωή στις πεδιάδες.

Ε. Ίψεν

 

Ακόμα και οι πιο καθαρές πηγές της Ζωής και της Σκέψης που δροσερές και χαμογελαστές αναβλύζουν μέσα από τα απόκρημνα βράχια των ψηλότερων βουνών, όταν ανακαλύπτονται από τους δημαγωγούς βοσκούς του νόθου κοπαδιού από αστούς και προλετάριους, αμέσως μετατρέπονται σε δύσοσμες μιαρές και λασπωμένες λακκούβες. Τώρα είναι η σειρά του Ατομικισμού. Από το χυδαίο απεργοσπάστη ως τον ηλίθιο και σιχαμερό αστυνομικό, από τον άθλιο πουλημένο ως τον κατάπτυστο χαφιέ, από το δειλό σκλάβο ως τον απεχθή τύραννο, όλοι μιλούν περί Ατομικισμού.

Είναι της μόδας.

Ακόμα και οι ραχιτικοί ψευτοδιανοούμενοι που που πρεσβεύουν το φθισικό φιλελεύθερο συντηρητισμό ή εκείνοι οι άρρωστοι που υποφέρουν από χρόνια δημοκρατική σύφιλη, μέχρι και οι ευνούχοι του σοσιαλισμού και οι αναιμικοί του κομμουνισμού, όλοι μιλούν και παίρνουν θέση για τους Ατομικιστές.

Αντιλαμβάνομαι ότι μη όντας ο Ατομικισμός μία σχολή και λιγότερο ένα κόμμα, δεν μπορεί να είναι μοναδικός ωστόσο είναι πιο αληθές ότι ακόμα και οι Μοναδικοί είναι ατομικιστές. Και γω σαν μοναδικός ορμάω στο πεδίο της μάχης, ξεγυμνώνω το σπαθί μου και υπερασπίζομαι τις πιο ακριβές μου ιδέες που εκφράζουν έναν ακραίο ατομικισμό, αδιαμφισβήτητα μοναδικό. Μπορεί να είμαστε σκεπτικιστές αδιάφοροι και είρωνες, αλλά όταν κάποιος είναι καταδικασμένος να ακούει συνεχώς τους σοσιαλιστές, λίγο η πολύ καταρτισμένους, να διατυμπανίζουν ξεδιάντροπα και με πλήρη άγνοια ότι δεν υπάρχει τίποτα το ασύμβατο μεταξύ της Ατομικιστικής και συλλογικής ιδέας, και προσπαθούν ηλίθια να συγκρίνουν ένα γιγάντιο βάρδο της ηρωικής ισχύος- έχοντα κυριαρχήσει πάνω στα ανθρώπινα φαντάσματα ηθικά και θεϊκά που τρέμει και καρδιοχτυπά τότε αναγαλλιάζει και απλώνεται πέρα από το καλό και το κακό της Εκκλησίας και του Κράτους, των Λαών και της Ανθρωπότητας μέσα σε παράξενες λάμψεις μιας νέας ερωτικής φωτιάς, παρερμηνευμένης όπως άλλωστε και ο λυρικός δημιουργός του Ζαρατούστρα, με κάποιον κοινό και φτωχό προφήτη του Σοσιαλισμού- τη σχολή της δειλίας. Ή ακόμα και έναν ακατανίκητο και αξεπέραστο Εικονοκλάστη όπως είναι ο Μαρξ Στίρνερ, τον θεωρούν σαν ένα οποιοδήποτε εργαλείο εκτεθειμένο στους φρενήρεις θιασωτές του κομμουνισμού, ε τότρ ναι, μπορεί να κάνει κάποιος μια ειρωνική γκριμάτσα με τα χείλη του αλλά κατόπιν πρέπει να εξεγερθεί αποφασιστικά προκειμένου να υπερασπιστεί και να επιτεθεί, εφόσον νιώθει Ατομικιστής από την αρχή ως το τέλος, δε μπορεί να ανέχεται να βρίσκεται έστω και στο ελάχιστο μπερδεμένος μέσα στους αδαείς κόλπους ενός νοσηρού βελάζοντος κοπαδιού.

Η Ιστορία, ο Υλισμός, ο Μονισμός, ο θετικισμός και όλοι οι -ισμοί αυτού του κόσμου είναι παλιές και σκουριασμένες πληγές που δε μου χρησιμεύουν πια και δε με απασχολούν. Έχω σαν αρχή τη Ζωή και σαν τέλος το Θάνατο. Θέλω να ζήσω έντονα τη Ζωή μου για να αγκαλιάσω το Θάνατό μου.

Εσείς περιμένετε την Επανάσταση! Ας είναι! Η δική μου έχει ξεκινήσει προ καιρού! Όταν θα είστε έτοιμοι- Θεέ μου τι μεγάλη αναμονή!- δε θα μου προκαλεί αποστροφή το να μοιραστώ μαζί σας ένα μέρος δρόμου.

Άλλα όταν θα σταματήσετε, εγώ θα συνεχίσω την τρελή και θριαμβευτική μου πορεία προς τη μεγαλειώδη και υπέρτατη κατάκτηση του Τίποτα!

Κάθε κοινωνία που θα φτιάξετε θα ‘χει τα όρια της και στα όρια της θα δρουν οι ηρωικοί και αναμαλλιασμένοι τυχοδιώκτες, με την παρθένα και άγρια σκέψη τους, που ξέρουν να ζούνε μονάχα, ετοιμάζοντας αδιάλειπτα νέες και τρομερές εξεγερσιακές εκρήξεις.

Εγώ θα είμαι μεταξύ αυτών!
Και μετά από μένα, όπως και πριν από μένα, θα υπάρχουν πάντα αυτοί που θα λένε στους ανθρώπους: “‘Εξεγερθείτε εσείς οι ίδιοι, όχι τόσο εναντίον των θεών σας ή των ειδώλων σας: ανακαλύψτε μέσα σας ότι υπάρχει και είναι κρυμμένο: φέρτε τα στο φως: αποκαλυφτείτε!”. Είναι η στιγμή που ο κάθε άνθρωπος ανασκαλεύοντας μέσα του, βγάζει ότι μυστηριωδώς ήταν κρυμμένο, σαν μια σκιά που κρύβει από τις ακτίνες του Ήλιου κάθε τύπο ζωντανής Κοινωνίας!

Κάθε Κοινωνία τρέμει όταν η περιφρονητική αριστοκρατία των Τυχοδιωκτών, των Μοναδικών, των Απροσπέλαστων, των Κυρίαρχων του Ιδεώδους και των κατακτητών του Τίποτα αψηφώντας τα πάντα προχωρά. Εμπρός, λοιπόν, ω Εικονοκλάστες, εμπρός!

“Ήδη ο ουρανός που είναι κυριευμένος από προαίσθημα κρύβεται και σιωπά!”

Άρκολα, Ιανουάριος 1920

Έργο του Renzo Novatore, που δημοσιεύτηκε από το Iconoclasta, στην Πιστόια, στις 15/01/1920.

Αναδημοσίευση από το βιβλίο: Renzo Novatore, Ο ιππότης του Μηδενός, Επιλεγμένα κείμενα 1917-1922, των εκδόσεων ΔΙΑΔΟΣΗ

Η δημοσίευση απ’ το μπλογκ Parabellum

“Χωρις σκοπο”, Zo d’Axa

“Για περίμενε ένα λεπτό”, λέει ο κόσμος, “ποιος είναι ο σκοπός τους;”

Και ο καλοπροαίρετος ερωτών ανασηκώνει τους ώμους, σημειώνοντας πως υπάρχουν άνθρωποι, ανυπότακτοι στις χρήσεις, στους νόμους και τις απαιτήσεις της κοινωνίας, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά δεν παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα.

“Για ποιο πράγμα ελπίζουν;”

Αν τουλάχιστον αυτοί οι αρνητές χωρίς πιστεύω μπορούσαν να δικαιολογηθούν ως φανατικοί. Και όχι, η πίστη δε θέλει πια να είναι τυφλή. Συζητάνε, κάνουν λάθη, ψάχνουν. Οικτρή τακτική! Αυτοί οι ακροβολιστές του κοινωνικού πολέμου, αυτοί που δεν έχουν σημαία είναι τόσο διεστραμμένοι ώστε να μην ισχυρίζονται ότι έχουν τη συνταγή για την παγκόσμια πανάκεια, τη μία και μοναδική. Ο Μανγκίν είχε πιο πολύ μυαλό…

” Και σε ρωτάω: τι θέλουν για τον εαυτό τους;”

Ας μη μιλήσουμε καν γιαυτό. Δε ψάχνουν εξουσιοδοτήσεις, θέσεις ή να εκλεγούν πουθενά. Δεν είναι υποψήφιοι. Τότε τι; Μη με κάνεις να γελάω. Αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση, μια περιφρόνηση αναμεμιγμένη με συμπόνια.

Και εγώ υποφέρω από αυτήν την υποτίμηση.

Υπάρχουν λίγοι από εμάς που νιώθουμε πως ίσα-ίσα μπορούμε να δούμε τις αλήθειες του μέλλοντος.

Τίποτα δε μας συνδέει με το παρελθόν, άλλα το μέλλον δεν είναι ξεκάθαρο.

Και έτσι συνεχίζουμε, θεωρούμενοι ξένοι, και είναι και εδώ και εκεί, παντού είμαστε ξένοι.

Γιατί;

Επειδή δε θέλουμε να διηγηθούμε νέες κατηχήσεις και ιδιαίτερα δε θέλουμε να υποκριθούμε ότι πιστεύουμε στο αλάθητο των δογμάτων.

Θα χρειαζόταν να είμαστε αποτρόπαια αυτάρεσκοι για να δεχτούμε μία ομάδα θεωριών χωρίς επιφύλαξη. Και δεν είμαστε τόσο αυτάρεσκοι. Δεν υπήρξε καμία Αποκάλυψη. Κρατούμε τον ενθουσιασμό μας παρθένο για μία φλόγα. Θα έρθει;

Η εξουσιαστική κοινωνία μας είναι μισητή και ετοιμαζόμαστε για το πείραμα μιας ελευθεριακής κοινωνίας.

Αβέβαιοι για τα αποτελέσματά της, ανυπομονούμε για την προσπάθεια, την αλλαγή.

Αντί να τελματώνουμε σε αυτόν το γερασμένο κόσμο, όπου ο αέρας είναι βαρύς, που τα συντρίμμια καταρρέουν σαν να πρόκειται να μας θάψουν, επισπεύδουμε την τελειωτική κατεδάφιση.

Πράττοντας έτσι, επισπεύδουμε μία Αναγέννηση.

Το “Χωρίς Σκοπό” είναι κείμενο του Γάλλου αναρχοατομικιστή επαναστάτη Zo d’Axa (Alphonse Gallaud de la Pérouse) από το έργο De Mazas a Jérusalem που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1895.

Πηγή στα αγγλικά: Without a Goal, The Anarchist Library

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

Για τη διαρκή Αυγή του πιο Μαύρου Ήλιου