Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου,
μὰ δάσο σκοτεινὸ δὲ βλέπω μπρός μου
κι οὔτε τὸ φάντασμα τοῦ Βιργιλίου,
νὰ γίνει παραστάτης κι ὁδηγός μου.
Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα
μιὰ πένθιμη ἐρημία ποὺ μὲ παγώνει.
Ὅσο βαδίζω, τόσο καὶ πλαταίνει
τῆς σιωπῆς ὁ κύκλος ποὺ μὲ ζώνει…
Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία
σ᾿ ἕνα παλιὸ βιβλίο ἰστορημένη
καὶ ποὺ θαμπὰ τὴν κράτησεν ἡ μνήμη –
ὅλη ἡ ζωή μου, τώρα, ἡ περασμένη.
Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
κι ἄνοιξη πιὰ καμμία δὲν περιμένω:
στὸ δρόμο τὸ γυμνὸ ποὺ περπατάω,
ὡσότου νὰ πεθάνω – θὰ πεθαίνω!
Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συννεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!
Για τη διαρκή Αυγή του πιο Μαύρου Ήλιου