Η επιθυμία! Αυτό που θέλουμε, αυτό για το οποίο κοπτόμαστε και ξεγελάμε τον εαυτό μας πως θα δίναμε το παν για να το κατακτήσουμε. Αυτή η σκρόφα, που σε έχει κατακλύσει και σε έχει σαγηνεύσει, τόσο όσο να βλέπεις μονάχα το σκοπό και ποτέ το περιβάλλον. Που εσύ της δίνεις τη μορφή μιας όμορφης ανθρώπινης ύπαρξης, ενός θελκτικού ανθρώπινου σώματος, ενός γλυκού ζώου, ενός μυρωδάτου λουλουδιού, ενός εκπληκτικού φυσικού τοπίου, μιας σπουδαίας δημιουργίας, μιας φοβερής φωτογραφίας, ενός υπέροχου γεύματος, ενός θαυμάσιου ύπνου, ενός ηδονικού γαμησιού, μιας λυτρωτικής βοήθειας, μιας ποιοτικής συναναστροφής, μιας αβίαστης απλοχεριάς, ενός καλού λόγου, μιας καλοπροαίρετης ανεκτικότητας, μιας επιτυχημένης ενέργειας, ενός λυτρωτικού σωσίματος ψυχής και πνεύματος.
Ήταν κάποτε ένας ταλαιπωρημένος διαβάτης, που έφτασε εξουθενωμένος σε ένα χάνι στη μέση του πουθενά. Και τι ζήτησε; Λίγο νερό. Και το πήρε με καθυστέρηση μεγάλη, τόση που η δίψα του είχε αυξηθεί. Και δεν ήταν άοσμο, άχρωμο και άγευστο, όπως λένε πως πρέπει να είναι το νερό. Και δεν το σέρβιρε η καλλίγραμμη κοπέλα, που ήξερε να σε κάνει να θες να την κοιτάς, όταν εσύ έβλεπες αλλού, αλλά αυτή πάντα κοίταγε στο πουθενά, όταν έστρεφες το πρόσωπο σου προς το μέρος της… Και δεν έμεινε ασχολίαστο το γεγονός πως δίψαγε και αναγκάστηκε να πιει από αυτό το βρώμικο ποτήρι. Και δεν το ευχαριστήθηκε. Και δεν απέφυγε την ανησυχία για την υγεία του. Και δεν χάρηκε που μπήκε στο χάνι. Και έπρεπε να συνεχίσει…
Γιατί τι; Γιατί ανοίγεσαι; Γιατί υπάρχεις; Γιατί επικοινωνείς; Γιατί η αντίδραση ήταν αυτή που ήταν; Πολλά γιατί έχουν μαζευτεί για να μπορεί κανείς να δώσει απαντήσεις… Τελικά, μόνο όσοι δεν χρειάζεται να αναρωτηθούν για απαντήσεις σε ερωτήματα, που ποτέ δεν θα έκαναν οι ίδιοι, είναι αυτοί που προχωράνε χωρίς να διψάνε και χωρίς να κινδυνεύουν να δώσουν το χέρι τους άσκοπα.
Λένε πως τα ρέκβιεμ δεν ταιριάζουν πάντα σε όλες τις περιστάσεις. Σε αυτήν τη γαμημένη περίσταση, δεν βρίσκω κάτι άλλο εκτός από ένα ρέκβιεμ στα ανθρώπινα σκατά. Με μουσική που θα παίζουν άνθρωποι με καρφωμένα δόντια και ξελαμπικαρισμένο κεφάλι, ικανοί να αντέξουν το Εγώ τους, αλλά κανέναν άλλον. Αυτοί που στις δίκες προθέσεων δεν έχουν δικηγόρο, αλλά και δεν βρήκαν ποτέ ξανά τη διεύθυνση του δικαστηρίου.
Κλείσε τον ήχο στα κλαψουρίσματα του κώλου, πέτα από το παράθυρο την τηλεόραση που παίζει την ταινία των συμβάσεων, κατούρα έξω από τη λεκάνη της υποταγής και φτύσε κατάμουτρα τα πιο μακιγιαρισμένα πρόσωπα. Ρέκβιεμ αποχαιρετισμού στους ασήμαντους μαλάκες, που συναντήσαμε στην κοινωνική ζωή, σε όλα τα πολτοποιημένα εγώ, που αντιλαμβάνονται την άμυνα του πασιφανούς συμπλεγματισμού τους ως επίθεση (με άσφαιρα πυρά, πάντως…), σε όλους τους αδιάκριτους και αυτάρεσκους κόπανους, που το μόνο πράγμα που τους αξίζει είναι να σκύβουν για να μαζεύουν τα σπασμένα δόντια τους. Ο δημιουργός θα μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά. Χαμήλωσε πολύ τον πήχη, όμως, για να έχει αξία το παιχνίδι. Και δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Στα αρχίδια μας…
ΥΓ. Δεν ξέρω αν ο δημιουργός διασκεδάζει με το κατασκεύασμα του, εμείς όχι! Αλλά, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, παρά να διασκεδάσουμε όπως μπορούμε, ψάχνοντας τη διαφυγή από το σπίτι της κατάντιας… Καλά ξεμπερδέματα για όλους μας…
ΥΓ1. Aν ο άνθρωπος ήταν αυτό που μας διδάσκουν στα σχολεία, αυτό που μένει στο απυρόβλητο της καθημερινής δημόσιας ουδετερολαγνείας, αν ήταν το (υπό)δειγμα που προωθεί η ανθρωπιστική παιδεία και το υποκείμενο που ορίζουν οι διανοούμενοι ψάχνοντας για οπαδούς, όλα θα ήταν καλά… Δεν είναι, όμως… Η ανθρωπότητα βαδίζει προς το δικό της πεπρωμένο, που δεν είναι τίποτα άλλο, από το να πληρώσει τα τρωτά της. Εξαργυρώνει ο κατασκευαστής της ανθρώπινης φύσης ένα γραμμάτιο, που οι πιο οξυδερκείς αντιλαμβάνονται, αλλά ξέρουν πως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Ορνέλα Μπλάκ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του εντύπου Μηδενιστική Πορεία για τη Διάχυση της Φωτιάς και του Χάους.