Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα γεμάτα αἰθέρια μύρα·
ντιβάνια ὁλοβελούδινα σὰ μνήματα βαθιά·
στὶς ἐταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
ποὺ ἀνοίξανε μόνο γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.
Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
οἱ δυὸ καρδιές μας -σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
θὰ διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
στὰ πνεύματά μας ποὺ ῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.
Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη, ρόδινη, μυστικὴ
θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
σὰν ἕνα μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·
κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
-τὶς πόρτες μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
στοὺς δυὸ καθρέπτες τοὺς θαμπούς,
στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν σβήσει.