Tag Archives: Jules Bonnot

“Il Me Faut Vivre Ma Vie*”, Jules Bonnot

[* “Είναι απαραίτητο να ζήσω τη ζωή μου”- Ζυλ Μπονό, αναρχικός ληστής τραπεζών]

Δε πιστεύω στο Δίκαιο. Η ζωή, που είναι ολόκληρη μια εκδήλωση ασυνάρτητων δυνάμεων, άγνωστων και μη αναγνωρίσιμων, απορρίπτει το ανθρώπινο εφεύρημα του δικαίου. Το δίκαιο γεννήθηκε όταν η ζωή πάρθηκε από μας. Όντως, αρχικά, η ανθρωπότητα δεν είχε κανένα δίκαιο. Ζούσε και αυτό ήταν όλο. Αντίθετα, σήμερα υπάρχουν χιλιάδες είδη δικαίου. Θα μπορούσε κάποιος να πει εύστοχα πως οτιδήποτε έχουμε χάσει, το αποκαλούμε δίκαιο.

Ξέρω ότι ζω και ότι επιθυμώ να ζήσω.

Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις αυτό το πάθος πράξη. Είμαι περικυκλωμένος από μία ανθρωπότητα που θέλει ότι θέλουν όλοι οι άλλοι. Η απομονωμένη επιβεβαίωση μου είναι ένα πολύ σοβαρό έγκλημα.

Οι νόμοι και οι ηθικοί κανόνες, ανταγωνιζόμενοι, με εκφοβίζουν και με πείθουν.

Τα χρηστά ήθη έχουν θριαμβεύσει.

Κάποιος μπορεί να προσεύχεται, να ικετεύει, να καταριέται, αλλά κανένας δεν τολμά. Η δειλία, θωπευμένη από το χριστιανισμό, δημιουργεί την ηθική και αυτή δικαιολογεί την ποταπότητα και προκαλεί την αποκήρυξη.

Αλλά αυτό το πάθος για ζωή, αυτή η θέληση, επιθυμεί μονάχα να αναπτυχθεί ελεύθερο. Ο χριστιανός κοιτάει γύρω του προσεχτικά για να δει αν τον βλέπει κανείς και, τρέμοντας, διαπράττει μια αμαρτία. Πάθος: αμαρτία, αγάπη: αμαρτία αυτή είναι η αντιστροφή των όρων.

” Πόρνη, θηλυκό όλου του κόσμου, εσύ δεν έχεις ντροπή σε αυτόν τον κόσμο. Είσαι έντιμη και ειλικρινής. Προσφέρεις τον εαυτό σου σε όποιον πληρώνει, χωρίς να δημιουργείς ή να έχεις ποτέ αυταπάτες.

Η κοινωνία, αντίθετα, ταπεινή και καθαρή εξωτερικά, μολυσμένη με γάγγραινα σε όλο το κορμί, μου φέρνει εμετό, με γεμίζει με μίσος και απέχθεια, με σκοτώνει. “

Ζηλεύω τους άγριους. Και θα τους φωνάξω με δυνατή φωνή: “Σώστε τους εαυτούς σας, έρχεται ο πολιτισμός.”

Μα φυσικά: ο αγαπητός πολιτισμός μας, για τον οποίον είμαστε τόσο περήφανοι. Εγκαταλείψαμε μια ελεύθερη και χαρούμενη ζωή στα δάση για αυτήν τη φρικιαστική ηθική και υλική σκλαβιά. Και είμαστε μανιακοί, νευρασθενικοί, αυτοκτονικοί.

Γιατί θα πρέπει να με νοιάζει που ο πολιτισμός έδωσε φτερά στην ανθρωπότητα για να μπορεί να βομβαρδίζει πόλεις, γιατί πρέπει να με νοιάζει που ξέρω κάθε άστρο του ουρανού και κάθε ποτάμι της γης;

Είναι αλήθεια πως στο παρελθόν δεν υπήρχαν νομικοί κώδικες και φαίνεται πως η δικαιοσύνη αποδιδόταν συνοπτικά.

Βάρβαρες εποχές! Αντίθετα σήμερα άνθρωποι εκτελούνται στην ηλεκτρική καρέκλα, εκτός αν η φιλανθρωπία του Μπεκάρια* τους βασανίζει μέσα στις φυλακές για την υπόλοιπη ζωή τους.

Αλλά σας αφήνω στη γνώση σας και στους νομικούς σας κώδικες, σας αφήνω στα υποβρύχια και στις βόμβες σας. Ακόμα γελάτε με την όμορφη ελευθερία μου, την άγνοια μου, το σθένος μου. Χτες ο ουρανός ήταν όμορφος να τον βλέπεις· τα μάτια του αγνώστου τον χάζευαν.

Σήμερα ο έναστρος θόλος είναι ένα μολύβδινο πέπλο που μάταια προσπαθούμε να διαπεράσουμε· σήμερα δεν είναι πια άγνωστος αλλά δύσπιστος.

Όλοι αυτοί οι φιλόσοφοι, όλοι αυτοί οι επιστήμονες, τι κάνουν;

Για ποια άλλα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα συνωμοτούν; Δε δίνω δεκάρα για την πρόοδό τους· θέλω μόνο να ζήσω και να απολαύσω.

“Πίθηκε της ζούγκλας του Βόρνεο, ο Δαρβίνος σε συκοφάντησε!”

Εν τω μεταξύ ολόκληρη η ύπαρξη μου, μου φωνάζει: θέλω να ζήσω!

Ξεκολλάω τα αγκάθια του χριστιανού από το μέτωπο μου και ρουφώ το άρωμα των τριαντάφυλλων.

Είμαι καλά τώρα. Είμαι χαρούμενος που ζω.

Οι σειρήνες ουρλιάζουν και το μακάριο πλήθος πηγαίνει στο σφαγείο.

Και εσύ επίσης, ω επαναστάτη, ανεβαίνεις στο άλογο σου, και συ είσαι σάπιος!

Πόσο ζηλεύω το μεγάλο Μπονό!

“Il me faut vivre ma vie!”

Είναι ανώφελο. Είμαι σάπιος. Η κοινωνία με νίκησε. Και το μίσος. Μισώ με μανία την άγρια κοινωνία που με σκότωσε, που με μετέτρεψε σε ένα ανθρώπινο τομάρι.

Εύχομαι να μπορούσα να μεταμορφωθώ σε λύκο για να μπορούσα να βυθίσω τα δόντια μου στην κοιλιά της κοινωνίας σε ένα όργιο καταστροφής.

*Νομομαθής Ιταλός αριστοκράτης του 18ου αιώνα, που με το έργο του “Για τα εγκλήματα και τις ποινές” (1764), ενέπνευσε τη μεταρρύθμιση του ιταλικού σωφρονιστικού συστήματος.

Το “Il me faut vivre ma vie” είναι έργο του Ιταλού αναρχοατομικιστή επαναστάτη Bruno Filippi και γράφτηκε την περίοδο 1916-1918.

Πηγή στα αγγλικά: The rebel’s dark laughter: the writings of Bruno Filippi, The Anarchist Library, 1 October 2009

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum