Category Archives: Θεωρητικα Κειμενα – Μεταφρασεις τριτων

”Ατομικισμός εναντίον ατομικισμού”

Η έννοια του ατομικισμού έχει διαφορετικές έννοιες στις αμερικάνικες και ρώσικες αντιλήψεις. Ένας ατομικιστής μπορεί να θεωρηθεί κάποιος ο οποίος δεν κατανοεί την ανάγκη να υπακούσει στην συλλογική βούληση, ή ένας ακλόνητος ηδονιστής, ή απλά ένας ασυμβίβαστος. Η πιο κοινή αντίληψη για τον ατομικισμό φαίνεται πως είναι αυτή μίας φιλοσοφίας απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα. Αυτή η φιλοσοφία, αν και πραγματική, δε θα ‘πρεπε να συγχέεται με τον αναρχικό ατομικισμό: οποιαδήποτε τέτοια κατανόηση είναι στην πραγματικότητα μια διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του, η οποία κρατάει σαν ιεροφύλακας τη θεμελιώδη αντίληψη για την αξία κάθε ατόμου. Continue reading ”Ατομικισμός εναντίον ατομικισμού”

“Ούτε Λήθη Ούτε Τελετή: Ενάντια στη Λατρεία του Πτώματος”

«Σε μένα φαίνεται προτιμότερο, οι τιμές προς ανθρώπους που διακρίθηκαν για τις πράξεις τους, να εκδηλώνονται και αυτές μόνο με πράξεις»

Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 411 π.Χ.

Είναι επικίνδυνο να κηρύσσεις πόλεμο ενάντια στο κράτος και σε αυτό τον κόσμο, επειδή το Κράτος γνωρίζει πώς να κάνει μόνο δύο πράγματα: να εξελίσσεται, και να χτυπά οποιονδήποτε θα μπορούσε να το καταστρέψει, να το αποδυναμώσει ή να εμποδίσει την εξέλιξή του. Ως εκ τούτου, οι αναρχικοί, όρος με τον οποίο εννοούμε τους επαναστάτες, έχουμε συνείδηση των αποφάσεών μας και των ευθυνών που απορρέουν από αυτές. Όταν λέμε επαναστάτες, δεν αναφερόμαστε σε καμία πίστη για έναν τέλειο και ειρηνικό κόσμο, ούτε στη χιμαιρική πεποίθηση για την πιθανότητα να δούμε μια συνολική αντι-εξουσιαστική επανάσταση, την οποία μπορούμε μόνο να ονειρευόμαστε στον πνευματικό αυνανισμό μας, είτε στη διάρκεια της ζωής μας είτε όχι. Μιλάμε για μία μόνιμη τάση προς την εμβάθυνση μιας διαδικασίας ρήξης με την εξουσία και τους θεσμούς της, μέσα από ριζοσπαστική κριτική και καταστροφή. Continue reading “Ούτε Λήθη Ούτε Τελετή: Ενάντια στη Λατρεία του Πτώματος”

“Ο Πόλεμος της Ζωής μου”, Ανωνύμου

(ανώνυμο κείμενο που δημοσιεύτηκε το 2014 στη σουηδική Αναρχική Βιβλιοθήκη)

Νιώθω τη μπαταρία κρύα στις άκρες των δαχτύλων μου. Σταματώ να σκαλίζω το συρτάρι του γραφείου. Το φίλτρο του τσιγάρου κολλάει αργά πάνω στα χείλη μου. To νήμα από ατσαλόσυρμα από το εργαστήρι έχει προετοιμαστεί επιμελώς για τα μάτια και το μέγεθος της μπαταρίας. Φτιάχνω με μεγάλη επισημότητα το μηχανισμό ανάφλεξης. Πρώτα στο θετικό πόλο. Σημαντικό να είναι κατάλληλο το μάτι, το σημείο ανάφλεξης. Και έτσι, η άλλη άκρη ακολουθεί τον αρνητικό πόλο. Γρήγορα κάνει την εμφάνισή της η ανάφλεξη. Το γεμάτο με τον καπνό του τσιγάρου στόμα συναντά βιαστικά το μάτι που λάμπει. Τσαφ. Τσαφ. Το τσιγάρο ανάβει. Μυρωδιά καμμένου μετάλλου, οξέως από τη μπαταρία και καπνού τσιγάρου. Ο σκοπός επετεύχθη. Δεν είμαι στην πραγματικότητα ο τύπος που καπνίζει, ρουφάω αλλά μετά ακολουθώ την τελετουργία του καπνίσματος… Μια αιρετική τελετουργία. Μια χλέπα στα μούτρα του σωφρονιστικού ιδρύματος… Μια δήλωση της φλογερής ανάγκης εντός μου, να αρνηθώ την ομοιομορφία που προσπαθούν να μου επιβάλλουν. Αυτό βελτιώνει την ποιότητα της ζωής… Continue reading “Ο Πόλεμος της Ζωής μου”, Ανωνύμου

Γραμμα του Adriano Antonacci για την “ιδιοτητα του πολιτη” και αλλα ζητηματα

Συμβολή του Adriano από τη φυλακή της Ferrara: “Ένα θλιβερό τσίρκο. Ψηφίστε για τον Gianluca και τον Adriano!”

Συμβολή στο περιοδικό Croce Nera Anarchica #1 – Σεπτέμβριος 2014

Με τη συνήθη καθυστέρηση λόγω της συνθήκης του εγκλεισμού, έμαθα για την εξάπλωση δημόσιας έκκλησης για συλλογή υπογραφών σε στήριξη του Gianluca και εμού. Αρχικά, κατάλαβα πως επρόκειτο για πρόταση δημοψηφίσματος. Ενός δημοφηφίσματος για το “δικαίωμα στην αντίσταση” ή ακόμη για το “νόμιμο σαμποτάζ” και είπα στον εαυτό μου: Εάν επιτύχουν απαρτία, τί θα συμβεί; Τι θα κάνουμε; Θα είμαστε όλοι “αμέσως ελεύθεροι”; Θα επιτεθούμε όλοι μαζί εναντίον της υπάρχουσας τάξης; Είχα τη θολή αίσθηση ότι έχω απαχθεί από το κράτος και βρίσκομαι ακριβώς στη μέση μιας δίκης, ωστόσο βρίσκω τον εαυτό μου συνυποψήφιο και σε εν εξελίξει εκλογική εκστρατεία. Είχα έναν κάποιο πονοκέφαλο.

Αγαπητοί σύντροφοι, έχει ζέστη και αυτές οι αηδιαστικές διακοπές δεν επιτρέπουν καμία βαλβίδα εκτόνωσης, επιτρέψτε μου, λοιπόν, να σπαταλήσω λίγο μελάνι για να καταγράψω ορισμένα προφανή πράγματα σχετιζόμενα με αυτό το θλιβερό τσίρκο και συνιστώ, ψηφίστε μας!

Με αυτό το γράμμα δε θέλω να εκφράσω δυσαρέσκεια προς εκείνους, που προώθησαν αυτήν την πρωτοβουλία, δε θα μπορούσα καν να φανταστώ να πράξω κάτι τέτοιο! Μπορώ να πω ότι το έχω εκτιμήσει, από μια οπτική ανθρώπινη, δεδομένης της διαφωνίας μου, σε κάθε τέτοια προοπτική, νομίζω πως είναι σημαντικό να απαντήσω.

Δεν επιθυμώ να δώσω υπερβολικό βάρος σε αυτό το πράγμα, αλλά ούτε να επιτρέψω σε πολιτικά τεχνάσματα να απορροφήσουν τους λόγους του αγώνα. Δε μου αρέσει η πολιτική, ούτε ακόμα και με την έννοια του ανταγωνιστή, δεν αποτελεί κομμάτι μου. Η πανούκλα της “ιδιότητας του πολίτη” πάντα καραδοκεί και φανερώνει μια πολύ θλιβερή και ηγεμονική απληστία απορρόφησης.

Είναι απαραίτητο να προβληθούν συγκεκριμένες θέσεις από μια αντιεξουσιαστική και αναρχική τάση. Απονοηματοδότηση σημαίνει ότι στερείται η τάση από τη λογική και το πνεύμα της, διαγράφει την ουσία της, πρακτικά την αντικρούει. Αρνούμαι ανεπιφύλακτα την αναζήτηση κοινωνικής έγκρισης, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο αυτή εμφανίζεται. Γιατί στο διάολο θα πρέπει να νοιάζομαι για την επιτηδευμένη συμπαράσταση της κοινωνίας των πολιτών; Η κοινωνία αντιπροσωπεύει την υπαρξιακή δυσπεψία μου, την ομοιάζουσα με κουκούλι φυλακή των καταπιεσμένων.

Βρίσκω, επίσης, ανάρμοστο και αξιολύπητο να εκμεταλλευτώ τους αριστεριστές για να τεθεί το θέμα με έναν εντελώς παραπλανητικό τρόπο, αποσιωπώντας και κρύβοντας όλα όσα έχουμε εκφράσει, με τη στόχευση να γίνουν περισσότερο προσβάσιμα, εύχρηστα και να επιδειχθούν καλύτερα μπροστά στον αδαή πολίτη, ακόμα και εκφυλίζοντάς τα σε ρητά “κρεμόμενης δικαιοσύνης” και ομιλίες υπέρ της δικαιοσύνης, που θα αποφύγω να σχολιάσω.

Είναι φανερό πως οι μπάτσοι και οι εισαγγελείς χρησιμοποιούν ως πρόσχημα και με ευφάνταστο ντελίριο τον “στόχο τρομοκρατίας/ανατροπής” και τα παραπλήσια εγκλήματα. Δεν κατανοώ γιατί να εκπλαγεί κανείς, η “όμορφη χώρα” μας ήταν πάντα πρωτοποριακή σε αυτό. Οι καταπιεστεκοί νόμοι αλλάζουν διαρκώς και ακολουθούν τη λογική της κοινωνικής κινδυνολογίας, υπαγορευμένοι όχι μόνο από τη συγκεκριμενοποίηση των γεγονότων, αλλά και από τις εικασίες τους, συνεπώς από πολιτική και μιντιακή “θεαματικοποίηση“, ώστε στο όνομα κάποιας έκτακτης ανάγκης μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν κάποιον νέο ή παλαιότερο “ειδικό νόμο επιτήρησης“.

Το δικαστικό τέντωμα, οι ανεφάρμοστοι κώδικες, συνθέτουν το οπλοστάσιο του κράτους. Δεν έχει σημασία πόσο παρεκκλίνον το βρίσκουμε, είναι προφανές πως η εξουσία τα χρησιμοποιεί εναντίον όλων όσων δε γυρνούν το άλλο μάγουλο μπροστά στη βία, εναντίον εκείνων οι οποίοι σε μια δημιουργική-καταστρεπτική τάση είναι φυσικά εχθρικοί στον νόμο και ονειρεύονται έναν τελείως διαφορετικό κόσμο.

Είναι απαραίτητο να μην αναχαιτίσουμε τον βρώμικο στιγματισμό από τους λόγους του αγώνα. Αυτό δεν σημαίνει να καταλήξουμε σε σύμπλεγμα θυματοποίησης, ή να δημιουργήσουμε μάρτυρες, θυσιαστικούς αμνούς ή να αναζητήσουμε έναν τεράστιο σταυρό και εξωτερική αλληλεγγύη, σημαίνει κάτι διαφορετικό. Ποιο είναι το νόημα να συζητάμε σχετικά με το “δικαίωμα της αντίστασης” και ποιο το νόημα του συνδυασμού αυτών των δύο λέξεων; Είναι ατόφια πολιτική, μια ρητορική ύβρις, είναι μια έννοια χωρίς νόημα πέραν από τη βαθιά βλάβη συγκεκριμένων ιδεών και συνεπακολούθων πρακτικών. Είναι ζήτημα προοπτικών. Κανένα κλαψούρισμα δε θα σπάσει ποτέ καμία αλυσίδα!

Adriano Antonacci

Μετάφραση: Inter Arma

“Ο θριαμβος της καταστροφικης ιδιοφυϊας”, Maurizio de Simone

Ω! Η ευωδία και η δυσωδία ανακατεμένες.

Για να σκαρφαλώσεις στην κορυφή χρειάζονται νύχια κοφτερά και χέρια έτοιμα για τις πιο επίπονες πληγές.

Καθώς σκαρφαλώνεις στην κορυφή μιας παρηκμασμένης ανθρωπότητας, πέφτουν, οι πέτρες που θρυμματίζονται κάτω από τα δάχτυλα σου πέφτουν.

Να δρας αποφασιστικά! Να τολμάς! Να τοι λοιπόν, λυσσασμένοι, οι κοινωνικοί φόβοι αναμεμιγμένοι με μνησικακία ενάντια στην δική μας κυριαρχία του ατόμου.

Συνάντησα τα όνειρα και τους εφιάλτες του Filippi…

Ένας αδάμαστος διάβολος ανυψώνεται πάνω από το πλήθος, γεννημένος από τύχη.

Ένας διάβολος που δεν δέχεται να τον κρίνει η σχεδόν τελειωμένη εξουσία σας…

Από τις ορθόδοξες εκκλησίες σας βγάλατε εντάλματα σύλληψης εις βάρος μας, τους αλήτες της σκέψης και της δράσης, εμείς οι διάβολοι του τρόμου, που φτύνουν και ξερνούν πάνω στα ιερά σας μνημεία…

εμείς οι διάβολοι του τρόμου, οι εικονοκλάστες, οι ιλλεγκαλιστές μηδενιστές και οι επαναστάτες χωρίς όνομα…

Ότι γεννιέται δικαίως πέφτει! Έτσι αστραποβόλησε ο Γκαίτε από την κορυφή του!

Η ένωση σας των αδύναμων, που αποκαλείται κράτος και κοινωνία δεν έχει ανοσία σε αυτόν τον νόμο των πραγμάτων…

Ο θρίαμβος της καταστρεπτικής ιδιοφυΐας, σας περιμένει…

Οι αφορισμοί και τα εμπόδια που δημιουργήθηκαν από τους υπηρέτες της Αδελφής Manuela Comodi* δε θα είναι αρκετά…

Δόθηκε μία “κρατική απάντηση”… το ιερόσυλο γέλιο αντηχεί στα κελιά, για κάθε έναν που συλλαμβάνεται θα υπάρξει ένας νέος μηδενιστής επαναστάτης, έτοιμος να επιτεθεί.

Η φωτιά δε μας καίει, προερχόμαστε από ένα μέρος πολύ πιο θερμό και έχουμε προετοιμάσει τους εαυτούς μας για την κόλαση.

Χαιρετίζω τους πολιτικά συγγενείς, τ’ ανώνυμα συντρόφια της Μαύρης Διεθνούς και τους συλληφθέντες και υπόπτους της επιχείρησης «ευτολμία».

Απόλυτη ομερτά και καμία εκπροσώπηση

Για την αναρχία και το θρίαμβο του Εγώ.

1. Η επικεφαλής εισαγγελέας για την επιχείρηση “Ardire”. Ο χαρακτηρισμός Αδελφή είναι αντιχριστιανικά ειρωνικός.

“Ο Θρίαμβος της Καταστρεπτικής Ιδιοφυΐας”, είναι κείμενο του αναρχοατομικιστή, μηδενιστή συντρόφου Maurizio de Simone και κυκλοφόρησε από τις αναρχικές εκδόσεις Edizioni Cerbero. Ο σύντροφος διώκεται στα πλαίσια της επιχείρησης Ardire. Μέλη των εκδόσεων διώκονται επίσης. Για περισσότερες πληροφορίες στο site της πηγής.

Πηγή στα αγγλικά: The Triumph of the Destroyer Genious, 325.nostate.net

Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum

“Σπασμενα Βιολια”, Ορνελα Μπλακ

«Κάθε λύση φαίνεται ασήμαντη σ’ αυτόν που δεν καταλαβαίνει το πρόβλημα» Nicolás Gómez Dávila

«Τι κρίμα οι βλάκες να είναι τόσο σίγουροι, και οι έξυπνοι τόσο διστακτικοί!» Bertrand Russell

«Δεν μπορείς να κόψεις στα μέτρα σου τις καταστάσεις που αντιμετωπίζεις στη ζωή, αλλά μπορεί να κόψεις στα μέτρα σου τη στάση και τη νοοτροπία σου για να αντιμετωπίσεις αυτές τις καταστάσεις» SigSiglar

Αδερφέ/ή, όπου και αν πηγαίνεις κουβαλάς τα βάρη σου και πάνω από όλα δεν μπορείς να απαλλαγείς από τα όποια κιλά έχεις την εκάστοτε στιγμή. Εκτός και αν ακρωτηριάσεις μόνος σου ένα παράπλευρο κομμάτι του Είναι σου, αλλά -πίστεψε με- κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται για πλείστους λόγους. Αρκετές πληγές και απώλειες έχει καταγράψει ο πιο πρόχειρος αριθμομετρητής της συνείδησής μας… Εκεί στο ψηλότερο σημείο της προαιώνιας γέφυρας, που έχτισαν με τα δικά τους χέρια -πεισμωμένοι για άγνωστο λόγο- άνθρωποι που εκπροσωπούσαν τις πιο εργασιομανείς πτυχές ενός κάργα λουφαδόρικου είδους, πατάς το pause και το στίγμα του gps σου παραμένει σταθερό. Δεν είναι κακό αυτό! Μπορεί κάποιοι να σκεφτούν πως απενεργοποίησες -με την πρόθυμη βοήθεια του πιο χρήσιμου ή της πιο χρήσιμης σου συγκατοίκου- το μηχανισμό της Ψυχής για να απελευθερώσεις το σώμα σου.

Ακόμα και αν έγινε το αντίθετο, οι συνθήκες είναι υπέρ σου. Εκμεταλλεύσου τις! Μένεις όρθιος/α εκεί και δεν αισθάνεσαι το χειρότερο, παρότι δεν είσαι τόσο καλά, όσο θα σου υπαγόρευε ο εαυτός σου. Όχι, γιατί το λες, αλλά γιατί ισχύει! Θα προτιμούσες το πάρκο να μην ήταν άδειο, ή να μην ήταν κατεστραμμένο, γιατί ο πόθος σου είναι η καταστροφή να αφορούσε σε κάθε τι το άδειο σε αυτήν την πουτάνα τη ζωή -εκτός του πάρκου, γιατί ο βηματισμός της χήνας δικαίως σου μοιάζει προτιμότερος από τα σαθρά περπατήματα των μέτριων… Κατάλαβες, όμως, πως οι ατομικές προθέσεις δεν μπορούν να βιάσουν τη λογική;

Αν κοιτάξεις ψηλά θα δεις σύννεφα -χωρίς ο υδροφόρος ορίζοντας να προμηνύει κάποια όξινη βροχή-, αν κοιτάξεις πίσω θα διαπιστώσεις ένδοξες στιγμές, στις οποίες οφείλεις να επενδύσεις στο χρηματιστήριο του αυτοσεβασμού, χωρίς να είναι απαιτητό να τις μετατρέψεις σε ψηφιακό αρχείο… Και, αν κοιτάξεις μπροστά; Πριν προσπαθήσεις να δεις το παραμικρό, δες μέσα σου. Ηρέμησε. Χαλάρωσε. Chillout, που λένε και οι νεόκοποι εκμοντερνιστές-όψιμοι διαφημιστές της πραμάτειας των άπειρων συγκαμένων εγκεφαλικών κυττάρων των σύγχρονων ανθρώπινων τύπων, που θυμίζουν ποτάμι που ξεχείλισε – αλλά τα νερά του κατευθύνονται στα φρεάτια των μητροπολιτικών κωμειδυλλίων, με την ευκολία που σπουδαία λόγια προφέρονται από γελοία στόματα… Μην αισθάνεσαι την ανάγκη να υπερασπιστείς τον εαυτό σου για τίποτα.

Εγώ, που στα λέω αυτά, πολλάκις τραντάζομαι και αργώ να γαληνεύσω. Το ομολογώ, χωρίς να έχω κανένα περίστροφο στον άσπρο κρόταφο της πλήξης μου… Ίσως, μόνο όταν ξεχνιέμαι με τις ενέσεις που γίνονται με δανεικές σύριγγες, ή απλά όταν κοιμάμαι σε κρεβάτια που τα σεντόνια τους έχουν τον ιδρώτα των πνευματικών μου συγχύσεων και το αίμα των σωματικών μου αποστασιών… Αλλά, δεν ξέρω, και μάλλον δεν θέλω να μάθω, πού στο διάβολο βρίσκω τη δύναμη, δεν απαντάω πια ποτέ σε τέτοιες ερωτήσεις. Γιατί, μέσα σου, βρίσκονται οι απαντήσεις που σε αφορούν. Δες τες με τα μάτια της κουκουβάγιας, με το βλέμμα της ύαινας, με τη δύναμη της αρκούδας, με την υπεροψία του αετού, με την πονηριά του γερακιού, με την ταχύτητα του τσιτάχ, μα και με την αποτελεσματικότητα του τσακαλιού. Σφίξε τη γροθιά, βγάλε τη τσίμπλα από την ψυχή, και καθάρισε τα ματόκλαδα σου…

Δεν είναι ανάγκη να προτιμάς το Φως του Ήλιου από το Φως του Φεγγαριού. Μάθε, απλά, στο σκοτάδι να κρατάς τα δικά σου κεριά και τον δικό σου αναπτήρα, για να μπορείς να πλησιάζεις τα διάσπαρτα τζάκια του διαρκούς Χειμώνα χωρίς ενοχές και κάθε είδους ντροπές, χωρίς να χρειάζεται να ψάχνεις στα βλέμματα των άλλων ψήγματα της πραγματικής τους εντύπωσης για σένα, χωρίς να σου ζητήσει ποτέ κανείς να φέρεις τα καυσόξυλα… H κατανόηση θα σε προστατεύσει από το κρύο, η αίσθηση του μέτρου θα σε ζεστάνει όσο πρέπει και η προνοητικότητα θα μετατρέψει τις περιοδείες σου σε ταξίδια εκπαιδευτικά και αναψυχής, συνάμα.

Μόνο τότε ο Άτλαντας θα ανοίγεται και θα ξεφυλλίζεται από σένα, ενώ -κατά τα φαινόμενα- θα μπορείς να απολαμβάνεις το γαλάζιο του χαρτιού, νιώθοντας τη δροσιά της αύρας και του αλάτινου νερού του πραγματικού φυσικού τοπίου. Και θα φαντάζεσαι -με περίσσεια χαρά- το εγώ σου να περπατάει -αντιγράφοντας ακόμα και το χαμαιλεοντισμό των ηρώων των πιο σπουδαίων έργων του χτες- στα δάση των βουνών, αυτών που αποτυπώνει σε κλίμακες ο γεωγραφικός οδηγός, που «απαλλοτρίωσες» από το πολυσύχναστο πολυκατάστημα του κέντρου της Ακαλαισθησίας και της Ανεπάρκειας… Έχοντας αφήσει πίσω σου κάθε τι το λούτρινο, για να έχουν κάτι να παίζουν αυτοί που έχουν εθιστεί να κρατάνε πάντα στα χέρια τους τα Ευαγγέλια της ένδειας και της μαζικής παράνοιας… Οι ήχοι των λέξεων είναι αυτοί που θα ανεβάσουν τις κουρτίνες, οι ήχοι των πράξεων είναι αυτοί που θα σε κάνουν να απολαύσεις το θεατρικό έργο, ακόμα και αν δεν μπορείς να αναγνωρίσεις τους ηθοποιούς, λόγω του θολώματος, που προκαλεί η κάπνα της πρόζας και του κακοκαρδισμένου από έωλες ψυχές.

Μην αγνοείς ποτέ, όμως, πως ενώ μπορεί τις λευκές κουρτίνες της αβασάνιστης προβολής ενίοτε να τις ανεβάζουν και να τις κατεβάζουν πολλά χέρια λερώνοντας τες, η απόλαυση παραμένει ατομική υπόθεση -ακόμα και αν τα χέρια σου δεν είναι καθαρά… Και αν έσπασες συνειδητά και με απύθμενο μένος, σε ανύποπτη στιγμή, το παλιό βιολί σου, μην ξεχνάς πως μπορείς να βρεις άλλο και μάλιστα να δεθείς περισσότερο μαζί του. Γιατί, τότε, θα κοιτάς τη ζυγαριά και θα χαμογελάς, πίνοντας «στην υγειά» των σπασμένων βιολιών των άλλων και ψάχνοντας εναγωνίως ένα μολύβι για να καταγράψεις τις καινούριες αρμονίες της πιο ώριμης μουσικής που εμπνεύστηκες ποτέ…

Για τελευταία φορά,

Ορνέλα Μπλακ

Αναδημοσιεύεται από: Inter Arma

“Μισανθρωπικος Πεσιμισμος”, Georges Palante

Ο πεσιμισμός που θέλουμε να μελετήσουμε τώρα, είναι αυτός που αποκαλούμε μισανθρωπικό πεσιμισμό. Αυτός δεν προκύπτει από μια εξοργισμένη και υποφέρουσα ευαισθησία, αλλά από μια νηφάλια διάνοια που εξασκεί την κριτική της οξυδέρκεια στην κακή πλευρά του είδους μας.Ο μισανθρωπικός πεσιμισμός εμφανίζεται χοντρικά ως μια ιδεολογία οικουμενικής απάτης αλλά και ηλιθιότητας ∙ οικουμενικής πεζότητας αλλά και εξαχρείωσης. Ως το ανελέητο ζωγράφισμα ενός κόσμου με κρετίνους και απατεώνες, βλάκες και ηλίθιους.

Ο χαρακτήρας του εμφανίζεται ως μια οικουμενική ψυχρότητα, μια ηθελημένη απάθεια, μια απουσία συναισθηματισμού που τον διακρίνει από τον ρομαντικό πεσιμισμό, τείνοντας μόνιμα προς την απελπισία ή την εξέγερση. Η άφωνη απελπισία του Vigny, είναι πιο θλιβερή από μια κραυγή πόνου. Στον Στίρνερ βρίσκουμε μια ξέφρενη έμφαση στην εξέγερση, ενώ στον Σοπενχάουερ ένα τραγικό αίσθημα του πόνου του κόσμου και μια απέλπιδα έκκληση προς το κενό. Όσο για τον μισανθρωπικό πεσιμιστή, δεν παραπονιέται. Δεν ερμηνεύει την ανθρώπινη κατάσταση ως τραγική, δεν εξεγείρεται ενάντια στο πεπρωμένο. Παρατηρεί με περιέργεια τους σύγχρονούς του, αναλύει δίχως έλεος τα αισθήματα και τις σκέψεις τους, διασκεδάζει με τη θρασύτητα, τη ματαιότητα, την υποκρισία ή την ασυνείδητη κακία τους, την πνευματική και ηθική τους αδυναμία. Δεν είναι πλέον ο ανθρώπινος πόνος ούτε κι η αρρώστια του να ζει κανείς, που σχηματοποιεί την ουσία αυτού του πεσιμισμού, αλλά μάλλον η ανθρώπινη κακία και βλακεία. Ένα από τα αγαπημένα μοτίβα του πεσιμισμού αυτού, θα μπορούσε να είναι αυτή η γνωστή φράση : «Το πιο ανόητο ζώο είναι ο άνθρωπος».

Η ανοησία στην οποία ιδιαίτερα στοχεύει ο πεσιμισμός αυτός, είναι αυτή η γεμάτη θρασύτητα και υποκρισία ανοησία, που μπορούμε να αποκαλέσουμε δογματική ανοησία, αυτή η ιερή και δογματική ανοησία που εξαπλώνεται στο πεδίο των κοινωνικών δογμάτων και τελετουργιών, στην κοινή γνώμη και τα ήθη/έθιμα, που αυτο-αγιοποιείται και αποκαλύπτει μέσω της οπτικής της στην αιωνιότητα, εκατοντάδες αξιολύπητες και γελοίες προκαταλήψεις. Ενώ ο ρομαντικός πεσιμισμός προκύπτει από την ικανότητα κάποιου να υποφέρει και να βλαστημά, ο μισανθρωπικός πεσιμισμός προκύπτει από την ευχέρεια να κατανοεί και να περιφρονά. Είναι ο πεσιμισμός του πνευματώδους, ειρωνικού και υπερόπτη παρατηρητή. Προτιμά έναν περιπαικτικό παρά έναν ασήμαντο και τραγικό τόνο συζήτησης. Ένας Σουίφτ που συμβολίζει τη ματαιότητα των ανθρώπινων διαμαχών στη σταυροφορία των μεγάλων και μικρών σκοπών, ένας Βολταίρος που κοροϊδεύει τη μεταφυσική ανοησία του Pangloss και την ανόητη απλοϊκότητα του Candide (σ.τ.μ.-τα δύο αυτά ονόματα είναι ήρωες του Βολταίρου από το έργο του “Candide”)˙ ένας Benjamin Constant που στέλνει στο Red Notebook και το Journal Intime τις επιγραμματικές παρατηρήσεις του για την ανθρωπότητα και την κοινωνία· ένας Σταντάλ του οποίου το έργο “ημερολόγιο και ζωή του Ανρί Μπρουλάρ” περιέχει τόσο πολλές μισανθρωπικές παρατηρήσεις για την οικογένειά του, τις σχέσεις , τους προϊστάμενους, τον περίγυρό του˙ ένας Μεριμέ (γάλλος δραματουργός, ιστορικός , αρχαιολόγος και συγγραφέας, 1803-1870) φίλος και μιμητής του Σταντάλ στην ειρωνική παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης ένας Φλομπέρ που επιτίθεται στην βλακεία των υποχείριών του Frederic Moureau και Bouvard, και του Πεκουσέ˙ ένας Ταιν (γάλλος κριτικός και ιστορικός) στο “Thomas Graindorge” ˙ ένας Challemel-Lacour (γάλλος πολιτευτής του 19ου αιώνα) έργο του “σκέψεις ενός πεσιμιστή”, όλα αυτά μπορούν να εκληφθούν ως οι αντιπροσωπευτικοί τύποι αυτής της υπεροπτικής, χαμογελαστής και περιφρονητικής σοφίας.

Στην πραγματικότητα, ο πεσιμισμός αυτός δεν είναι ξένος για λίγους από τους διανοητές που κατατάξαμε στον ρομαντικό πεσιμισμό, καθώς οι διάφοροι τύποι πεσιμισμού έχουν σημεία επαφής και αλληλεπίδρασης. Σοπενχάουερ και Στίρνερ έχουν επίσης εξασκήσει τον ειρωνικό τους οίστρο πάνω στην ανθρώπινη ηλιθιότητα, αλαζονεία κι ευπιστία. Δε βρίσκει όμως κανείς σε αυτούς μια καθαρή μορφή του μισανθρωπικού πεσιμισμού. Παραμένει υποταγμένος στον πεσιμισμό του πόνου, της απόγνωσης ή της εξέγερσης, στο συναισθηματικό πάθος ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του ρομαντικού πεσιμισμού. Ο μισανθρωπικός πεσιμισμός θα μπορούσε ίσως να αποκαλείται ρεαλιστικός πεσιμισμός : στην πραγματικότητα, σε περισσότερους από έναν απ’ τους αντιπροσώπους του (Σταντάλ, Φλομπέρ) αυτό προκύπτει από εκείνο το πνεύμα ακριβούς, λεπτομερούς και ανελέητης παρατήρησης, από το ενδιαφέρον για αντικειμενικότητα και απάθεια που εμφανίζονται μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της αισθητικής του ρεαλισμού. Επιβεβαιώνει ο μισανθρωπικός πεσιμισμός τη θέση σύμφωνα με την οποία ο πεσιμισμός τείνει να γεννήσει τον ατομικισμό; Αυτό δεν είναι βέβαιο. Ανάμεσα στους διανοητές που προαναφέραμε, υπάρχουν βεβαίως κάποιοι που ούτε συνέλαβαν ούτε εξάσκησαν τη στάση της εθελούσιας απομόνωσης που αποτελεί τον ατομικισμό. Παρόλο που δεν είχαν ψευδαισθήσεις για τους ανθρώπους, δεν έφυγαν από την κοινωνία τους. Δεν τους κράτησαν σε μια απόσταση περιφρόνησης. Δέχτηκαν να ανακατευτούν μαζί τους, να ζήσουν τις ζωές τους ανάμεσά τους. Ο Βολταίρος ήταν η ενσάρκωση της κοινωνικότητας. Ο Σουίφτ ένας σκληρός φιλόδοξος άνθρωπος, δεν είχε τίποτα από τη μοναχική φύση του Όμπερμαν και του Βινύ. Υπάρχουν όμως αρκετοί μεταξύ των μισανθρωπικών πεσιμιστών που προαναφέραμε, ιδιαίτερα ο Φλωμπέρ και ο Ταιν, που εξάσκησαν, θεωρητικοποίησαν και πρότειναν την πνευματική απομόνωση, την υποχώρηση της σκέψης προς το ίδιο της το εσωτερικό, ως τη μόνη πιθανή στάση για κάποιον που έχει οποιοδήποτε είδος εκλεπτυσμένης σκέψης και ευγένειας στην ψυχή, σε αυτόν τον κόσμο της μετριότητας και της κοινοτοπίας.

Ο Φλομπέρ, στοιχειωμένος από το φάντασμα ” της ηλιθιότητας με τα χίλια πρόσωπα” τη βρίσκει όπου και αν κοιτάξει. Βρίσκει, εναντίον της, καταφύγιο στις αγνές χαρές της τέχνης και της σκέψης. Είπε: ” Κατάλαβα κάτι σημαντικό: Για τους ανθρώπους της ράτσας μας η ευτυχία είναι μόνο στο χώρο των ιδεών και πουθενά αλλού.” “Από που προέρχεται η αδυναμία σου;” έγραψε σε ένα φίλο του. “Είναι επειδή γνωρίζεις τον άνθρωπο; Τι σημασία έχει; Δεν είναι αλήθεια. ότι μπορείς να ορίσεις μια εξαίρετη γραμμή εσωτερικής άμυνας που σε κρατάει έναν ωκεανό μακριά από το γείτονά σου;”.

Σε κάποιον με τον οποίον αλληλογραφούσε και παραπονιόταν πως είναι ανήσυχος και αηδιασμένος από όλα γύρω του: “Υπάρχει ένα συναίσθημα,” γράφει, ” ή μάλλον μια συνήθεια που φαίνεται ότι σου λείπει· το να διανοείσαι, η αγάπη για τη σκέψη. Θεώρησε τη ζωή, τα πάθη και τον εαυτό σου υποκείμενα διανοητικών ασκήσεων.” Και πάλι: ¨” Ο σκεπτικισμός δεν θα έχει καμιά πικρία, για θα σου φαίνεται πως παρακολουθείς την κωμωδία της ανθρωπότητας και θα σου φαίνεται πως η ιστορία διατρέχει το χρόνο μόνο για σένα”.

Ο Taine οδηγήθηκε από τη μισανθρωπική οπτική του για την ανθρωπότητα σε μια στωική και ασκητική αντίληψη για τη ζωή, το να θεωρεί τη διάνοια ως το καλύτερο άσυλο για να απομονωθεί, το να υπερασπίζεται τον εαυτό του από την παγκόσμια αισχρότητα, την παγκόσμια βλακεία και την παγκόσμια κοινοτοπία. Μία μοναδική αναλογία ενώνει τον Taine με το Φλομπέρ. Ο Taine ζητά από την επιστημονική έρευνα αυτό που ο Φλομπέρ ζητά από την τέχνη και τη σκέψη: ένα διανοητικό άλλοθι, ένα τρόπο διαφυγής από την πραγματικότητα της κοινωνίας.

Το συμπέρασμα είναι λογικό. Ο μισανθρωπικός πεσιμισμός υποθέτει ή προξενεί διανοητική απομόνωση. Για να απεχθάνεται κάποιος διανοητικά τους ανθρώπους πρέπει να ξεχωρίσει τον εαυτό του από αυτούς, να τους βλέπει από απόσταση. Πρέπει να έχει αφήσει το κοπάδι, να έχει φτάσει στην αντίληψη του Ντεκάρτ ” που ζει ανάμεσα στους ανθρώπους όπως ανάμεσα στα δέντρα στο δάσος”. “Είτε το θέλουμε είτε όχι, υπάρχει μια θεωρητική απομόνωση, ένα είδος διανοητικής αυτοκρατίας, η αδιαφορία ενός αριστοκράτη και ενός ερασιτέχνη “που αποσπά τον εαυτό του από όλα, ώστε να μπορεί να περιπλανιέται παντού.” (Taine)

Ας προσθέσουμε πως η καθαρή οπτική της μισανθρωπικής διανόησης, έχει μέσα της, κάτι το αριστοκρατικό. Το να αντιλαμβάνεται ως θέμα για την ειρωνεία της, τη συνηθισμένη και κοινή ανθρώπινη βλακεία σημαίνει να φέρεσαι χωρίς σεβασμό σε μια πρωταρχική κοινωνική αξία. Η βλακεία είναι η πρώτη ύλη των προκαταλήψεων χωρίς τις οποίες καμιά κοινωνική ζωή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Είναι το τσιμέντο του κοινωνικού οικοδομήματος. “Η βλακεία”, λέει ο δόκτορ Τρουμπλέ του Ανατόλ Φράνς, ” είναι το πρώτο καλό μιας εν τάξει κοινωνίας”. Οι κοινωνικές συμβάσεις επιβιώνουν εξαιτίας μιας γενικευμένης βλακείας που τυλίγει, υποστηρίζει, εγγυάται, προστατεύει και καθαγιάζει τη βλακεία των ατόμων. Γι’ αυτό το λόγο η κριτική, ειρωνική και πεσιμιστική ιδιοφυΐα είναι ένα κοινωνικό διαλυτικό. Είναι άσχετη με αυτό που είναι κοινωνικά σεβαστό: τη μετριότητα και τη βλακεία. Επιτίθεται στο σεβασμό και την ευπιστία, τα συντηρητικά συστατικά της κοινωνίας.

Κείμενο του Γάλλου ατομικιστή Georges Pallante, γραμμένο το 1914 στο Παρίσι.

Πηγή στα αγγλικά: Misanthropic Pessimism by Georges Pallante, Internet Archive of Individualist Anarchy

Μετάφραση στα ελληνικά από τα μπλογκς: A-politiko/Parabellum

“Απαλλοτριωση”, Erinne Vivani

Πίσω, στα πιο παλιά χρόνια, υπήρχαν ανθρώπινα όντα, που έμοιαζαν με τους καρχαρίες του σήμερα, τα οποία οικειοποιούνταν τους κοινούς πόρους, χρησιμοποιώντας ωμή δύναμη και πονηριά.

Αν είχαν περιοριστεί σε αυτό, δε θα ήταν και τόσο άσχημα, αφού οι θιγόμενοι θα μπορούσαν να υιοθετήσουν τις μεθόδους των άρπαγων και θα ήταν ίσως ικανοί να επανακτήσουν τα χαμένα αγαθά, πατσίζοντας τις απώλειές τους.

Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε όταν οι άρπαγες, για να παγιώσουν και να αυξήσουν τα προϊόντα κλοπής, θεσμοθέτησαν την εξουσία και αξίωσαν το δικαίωμα να υπαγορεύουν νόμους σε όλον τον κόσμο και ειδικά σε εκείνους, τους οποίους σφετερίστηκαν.

Επομένως, ήταν από τη μια πλευρά οι τύραννοι και από την άλλη οι σκλάβοι.

Οι πρώτοι θα διακήρρυταν με κάποια επισημότητα: “Η ιδιοκτησία είναι ο καρπός της εργασίας και της αποταμίευσης και είναι ιερή και απαραβίαστη”. Η υπεράσπιση της υποκριτικής αρχής της ιερής και απαραβίαστης ιδιοκτησίας έχει ανατεθεί σε τρεις ύποπτες φιγούρες, που κυβερνούν ακόμα. Το μπάτσο, που είναι συνώνυμο της βαρβαρότητας και της αγριότητας και τον παπά και τον ηθικιστή, που είναι οι προσωποποιήσεις του ψέματος.

Κάποιοι φιλόσοφοι εξεγέρθηκαν ενάντια σε αυτήν την αρχή, όταν δήλωσαν: “Η ιδιοκτησία είναι κλοπή”. Χιλιάδες σκλάβοι, ελπίζοντας για ελευθερία και ισότητα, τους ακολούθησαν και χωρίστηκαν σε σχολές και κόμματα καθοδηγούμενα από τσοπάνηδες, που επαναλάμβαναν συνεχώς τους λόγους τους περί δικαιωμάτων και καθηκόντων των εργατών, περί ανθρωπισμού, περί αλτρουισμού, περί αλληλεγγύης, περί αδελφοσύνης, περί ισότητας, περί ελευθερίας κλπ, μέχρι που αποκοίμησαν το κοινό με τη βαρεμάρα τους και εντόπισαν το σχέδιο της μελλοντικής κοινωνίας, λες και έχτιζαν κάποιο κτίριο, ανάμεσα στα θαμπωμένα μάτια των φτωχών και τα ειρωνικά χαμόγελα των πλουσίων.

Αυτοί οι συναισθηματικοί λόγοι μοιάζουν με θρηνολογίες, που φαίνονται να θέλουν να πείσουν τους ιδιοκτήτες να παραιτηθούν από τα υπάρχοντά τους, προς όφελος της εγκαταλελειμμένης ανθρωπότητας. Αλλά, οι πλούσιοι είναι κουφοί, δε συγκινούνται και πάνω από όλα είναι δυνατοί, αφού χρησιμοποιούν τους μπάτσους, τους παπάδες, τους ηθικιστές και τους κοινωνικούς αναμορφωτές με ένα λίγο-πολύ επαναστατικό λούστρο· ακόμα καλύτερα, οι πλούσιοι, βλέποντας πως οι φτωχοι είναι ικανοποιημένοι με το να κλαψουρίζουν και με το να αφήνουν τους εαυτούς τους να καθοδηγούνται από κακούς τσοπάνηδες, γίνονται όλο και πιο ξιπασμένοι και επιθετικοί και σαν να μην έφτανε η βία των βασιλικών και δημοκρατικών εξουσιών, προσλαμβάνουν και ένοπλες ομάδες για να προστατέψουν το κεφάλαιό τους.

Δε μου πολυαρέσουν οι λόγοι και ακόμα λιγότερο οι συναισθηματισμοί και οι ρητορίες· για μένα, δεν είναι σημαντικό να γνωρίζω το αν η περιουσία είναι προϊόν εργασίας ή κλοπής· δε σκέφτομαι με όρους δικαιωμάτων και δικαιοσύνης, ούτε θέλω να εξυψώσω τα ανθρωπιστικά αισθήματα. Ξέρω πως πρέπει να ζήσω τη ζωή μου με τη μεγαλύτερη άνεση και ελευθερία, που μου είναι δυνατή και προσπαθώ να εξασφαλίσω για τον εαυτό μου τα απαραίτητα μέσα για να το κάνω.

“Το δικαίωμα στη ζωή δεν το ζητιανεύεις, το παίρνεις”, γι’ αυτό λέω στους συντρόφους μου: ας ζήσουμε όσο αναρχικά μπορούμε, χωρίς να περιμένουμε για το νωθρό ήλιο του μέλλοντος, του οποίου οι ακτίνες θα είναι πάντα ανθυγιεινές για εμάς τους αναρχικούς.

Η κοινωνία μας θεωρεί, με το δίκιο της, εχθρούς και γι’ αυτό, δε ψάχνουμε για κανένα τρόπο συμφιλίωσης, αρνούμαστε τα μέσα αγώνα, που μας προσφέρει -μέσα για πολιτικό και συνδικαλιστικό αγώνα- και διαλέγουμε τα δικά μας μέσα, τα οποία ταιριάζουν στο δύσκολο σκοπό, που ορίζουμε για τους εαυτούς μας, ανώτερα από εκείνα, που υιοθετούν οι εχθροί μας. Δεχόμαστε την πρόκληση και πολεμάμε χωρίς αναβολή και ανάπαυλα, για να κατακτήσουμε τη νίκη τώρα και όχι σε δύο χιλιάδες χρόνια.

Πολεμάς τη δύναμη με δύναμη, τη βία με βία και την ιδιοκτησία με απαλλοτρίωση.

Προσδίδω στην ατομική απαλλοτρίωση τη σπουδαιότερη επαναστατική σημασία, το υψηλότερο ανατρεπτικό νόημα. Σημαίνει: πρακτική και αποτελεσματική εξέγερση ενάντια στο σύστημα εκμετάλλευσης, που πραγματοποιείται από τους άεργους και τους κυνηγούς της απόλαυσης εις βάρος των εργατών· κατάκτηση του δικαιώματος στη ζωή, τη χαρά και την ελευθερία, γιατί η κοινωνία ποδοπατάει μόνο τους φτωχούς· εκδίκηση ενάντια στους ιδιοκτήτες και τους κοινωνικούς θεσμούς. Ο πολλαπλασιασμός της ατομικής απαλλοτρίωσης είναι μια πραγματική και βαθιά κοινωνική αναταραχή· και το επαναστατικό πνεύμα και ο αναρχισμός -ειδικά τώρα που το σοσιαλιστικό κόμμα αξιώνει να επιβάλλει τη δικτατορία του- δεν έχουν λόγο ύπαρξης και έκφρασης, παρά μόνο ως ουσιαστικά αντικοινωνικές τάσεις.

Η επανάσταση για την καταστροφή των τωρινών και των μελλοντικών θεσμών καταπίεσης και εκμετάλλευσης δεν επιτυγχάνεται σε προκαθορισμένα ραντεβού στα οδοφράγματα, αλλά εκτελείται κάθε ώρα, κάθε στιγμή, μέσα από τις αναρίθμητες επιθέσεις ενάντια στην κοινωνία από τις αδυνάστευτες και εξεγερμένες ατομικότητες.

Είναι απαραίτητο να ανατρέψουμε και να καταστρέψουμε όλες τις αρχές, που στηρίζουν την αποκαλούμενη αστική κοινωνία και η ατομική απαλλοτρίωση από τη μία, δηλητηριάζει την ύπαρξη των πλουσίων, που νιώθουν να πνίγονται κάτω από το βάρος του κινδύνου, που αντιμετωπίζουν τα πλούτη τους και από την άλλη, υπονομεύει το κοινωνικό και ηθικό οικοδόμημα των θεσμών της.

Η συστηματική ατομική απαλλοτρίωση από τους εξεγερμένους και τους δυνατούς, η ασεβής παραβίαση των κυρίαρχων -θρησκευτικών, εξουσιαστικών και ηθικών- αξιών, η εικονοκλαστική βεβήλωση κάθε πράγματος, που θεωρείται ιερό και απαραβίαστο, δημιουργεί τη βάση της επαναστατικής και αναρχικής κριτικής, το λόγο ύπαρξης του αντικοινωνικού αναρχισμού.

Αυτός είναι ο λόγος που εμείς, ως αναρχικοί, ξεσηκωνόμαστε ενάντια στη σταυροφορία των φτηνιάρηδων ανθρωπιστών, των αλτρουιστών μαγαζατόρων, που υποστηρίζουν πως θα θεραπεύσουν την κοινωνική σαπίλα με επιδέσμους.

Εκείνοι, που υποστηρίζουν την επανάσταση και τη συλλογική απαλλοτρίωση -του μέλλοντος- και αποκηρύσσουν την ατομική απαλλοτρίωση, είναι μάλλον επίτροποι της μοναρχίας παρά επαναστάτες. Μιλούν για μεταρρύθμιση -ίσως χωρίς κοινοβούλιο-, αλλά όχι για επανάσταση, πόσο μάλλον για αναρχισμό.

Το παράδειγμα της δράσης του Ζυλ Μπονό -για να αναφέρω μόνο ένα όνομα- αξίζει, για μένα, πολύ περισσότερο από όλα τα επαναστατικά κηρύγματα των κοινωνιστών αναρχικών.

Πεπεισμένος για αυτό, δεν απευθύνομαι στο κοπάδι, που δε θέλει να με καταλάβει, αλλά σε ανθρώπους προικισμένους με ισχυρή θέληση και τους λέω: περιμένοντας την Αποκάλυψη, ας κάνουμε τώρα την απαλλοτριωτική μας επανάσταση, για να πετύχουμε τη δική μας ευμάρεια και τη δική μας ελευθερία.

Το κείμενο έχει γραφτεί από τον Ιταλό αναρχοατομικιστή Erinne Vivani και δημοσιεύτηκε στην ιταλική έκδοση Nichilismo (έτος 1ο, τεύχος 11), το Σεπτέμβρη του 1920. Η μετάφραση έγινε από την αγγλική δημοσίευση του κειμένου, στο 8ο τεύχος (Μάιος 2013) του αναρχοατομικιστικού εντύπου “My Own”.

Πηγή: Έρεβος

“Εναντια στη γλωσσα της πολεμικοτητας”, Wolfi Landstreicher

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, πάρα πολλά απ’ τα γραπτά που πηγάζουνε από κοινωνικές συγκρούσεις είναι τίγκα σε δύσκαμπτη, ξύλινη γλώσσα, μια κουρασμένη, νεκρή γλώσσα η οποία φαίνεται να έρχεται σ’ αντίθεση με την ενέργεια των εξεγέρσεων για τις οποίες κάνουνε λόγο. Είναι η γλώσσα της πολεμικότητας, και όχι της ελευθερίας, μήτε και της ατομικότητας που δημιουργεί τον εαυτό της ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Ίσως αυτό να οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι μπόλικες απ’ τις σημερινές συγκρούσεις αναδύονται απ’ τη σκληρότητα των καιρών· απαντούν στη σκληρότητα της τρέχουσας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. Πώς μπορεί όμως μια πληρωμένη απάντηση ν’ αντικρούσει τέτοιες πραγματικότητες; Δε θα έπρεπε η ίδια η μέθοδος της απάντησής μας ν’ αντανακλά το γεγονός ότι απορρίπτουμε αυτές τις καταστάσεις που γίνονται πραγματικότητα διά της επιβολής;

Η πολεμικότητα περνιέται για πάθος και ένταση, ενώ στ’ αλήθεια είναι απλά ένας θωρακισμένος ζουρλομανδύας που κλείνει μέσα του τη γύμνια, τη δυσκαμψία και τον περιορισμό των κινήσεων του καθενός και της καθεμιάς. Η σοβαρότητα περνιέται για συνειδητοποιημένη αποφασιστικότητα, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για υποδούλωση στο αφηρημένο, στο μέλλον, στο σκοπό, στο παρελθόν – ένα άλλο είδος αυτεγκλεισμού. Και αυτό ακριβώς το πράγμα δεν είναι που χρειάζεται ν’ αρνηθούμε με όλη μας την αποφασιστικότητα, την ώρα που παλεύουμε να κάνουμε τη ζωή μας δική μας ανά πάσα στιγμή;

Ίσως το πρόβλημα να είναι ότι πάρα πολλοί από κείνους που εμπλέκονται στην εκάστοτε κοινωνική σύγκρουση δε βλέπουνε τους εαυτούς τους ως ελεύθερα άτομα που δημιουργούν τη ζωή τους, που αντιμετωπίζουν εμπόδια σ’ αυτή την αυτοδημιουργική διαδικασία και παλεύουν να καταστρέψουν τα εμπόδια αυτά, αλλά μάλλον ως καταπιεσμένους ανθρώπους που αντιστέκονται στην καταπίεσή τους.

Δεν είναι απαραίτητο ν’ αγνοεί κανείς την πραγματικότητα της καταπίεσης για να αναγνωρίσει ότι, όταν το εγχείρημά μας μετατρέπεται σε αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, τελικά επικεντρωνόμαστε στους καταπιεστές μας. Χάνουμε τις δικές μας τις ζωές, και μαζί τους την ικανότητα να καταστρέψουμε ό,τι στέκεται εμπόδιο στο δρόμο μας. Μιας κι η αντίσταση εστιάζει στις επιχειρήσεις του εχθρού, μας κρατά σε αμυντική θέση και εγγυάται την ήττα μας (ακόμα και σε νικηφόρες περιπτώσεις) καθώς κλέβει από μας τα ίδια μας τα εγχειρήματα.

Αν από την άλλη έχουμε ως αφετηρία το δικό μας το εγχείρημα αυτοδημιουργίας, επιμένοντας να διατρέχουμε τον κόσμο ως ελεύθερα και άσκοπα όντα, θα σταθούμε απέναντι από ηγεμόνες, εκμεταλλευτές, μπάτσους, παπάδες, δικαστές και λοιπούς, χωρίς στην ουσία να τους αντιμετωπίσουμε ως καταπιεστές αλλά ως εμπόδια στο διάβα μας τα οποία χρειάζεται να καταστρέψουμε, και όχι να τους αντισταθούμε.

Μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο η καταστροφή παίρνει την αντάρτικη, ποιητική, επαναστατική της έννοια, ως μια αληθινά ανέξοδη πράξη που αψηφά τη λογική της εργασίας και ανοίγει την πραγματικότητα σε κάτι το θαυμάσιο, στην έκπληξη. Μόνο τότε η καταστροφή γίνεται παιχνιδιάρα.

Wolfi Landstreicher

Πηγή: Contra Info

“Ας καταστρεψουμε την εργασια”, Alfredo Bonanno

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκός διαλέξεις, στις εκκλησιαστικός ομιλίες, σε προεκλο­γικός πολιτικός συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή ειδίκευση που τιμωρείται από τη βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείες, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα η κατάργηση της εργασίας σήμαινε, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε “εναλλακτικό” χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα “εναλλακτικά” ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιος πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένος συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το “εναλλακτικό” μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σο μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία άποψη είναι σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που θα είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις “ξεκληρίσματος” περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

To κείμενο είναι του Alfredo Bonanno και η μετάφραση από τις εκδόσεις “Σίσυφος”.

Πηγή: Ας καταστρέψουμε την εργασία