“Για τον Ντανταϊσμο”, Λεσχη Μηδενιστικης Συνειδησης Rem Gero εκ μερους της συντακτικης ομαδας της Μηδενιστικης Πορειας

Θα κλείσουμε το παρόν σημείωμα με κάποιες αναφορές στον ντανταϊσμό σε αντιπαράθεση με τον υπερρεαλισμό, γιατί διακρίνουμε –σε έκδηλες αντιστοιχίες- την αντίθεση μεταξύ του αναρχομηδενιστικού τρόπου σκέψης με τον κοινωνικό αναρχιστικό νεοκομμουνισμό του σήμερα.

[… Από τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό προέρχεται και το κίνημα του Νταντά. Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και –γρήγορα- εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε από τον Χούγκο Μπαλ στις 14 Ιουλίου 1916, ενώ ο Τζαρά εξέδωσε το δεύτερο Ντανταϊστικό Μανιφέστο στις 3 Φεβρουαρίου του 1918.

Ο όρος ντανταϊσμός προήλθε από το «ντα-ντα» που κάνουν τα μωρά, μία λέξη της παιδικής γλώσσας που ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτα. Και αυτό ακριβώς είναι ο ντανταϊσμός… Το παράλογο, το παράδοξο, το φανταστικό. Στόχος του, το γκρέμισμα των παραδοσιακών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αξιών, και η αμφισβήτηση των αρχών της μοντέρνας κοινωνίας. Μια φιλοσοφία, που οι οπαδοί του κινήματος εξέφραζαν τόσο μέσα από την τέχνη, όσο και από τη στάση ζωής και τον τρόπο σκέψης του, προκαλώντας συχνά το κοινό.

Οργάνωναν αυθόρμητες βραδιές, συνδύαζαν τα γράμματα και τις τέχνες, συνέτασσαν άρθρα και μανιφέστα, εκφράζονταν με ανόητα κείμενα που συγχωνεύονταν τυχαία, χρησιμοποιούσαν λέξεις δικής τους έμπνευσης, που δεν περιέγραφαν τίποτα, αλλά αποτελούσαν κομμάτια των ποιημάτων τους.

Η τεχνοτροπία τους, αρχικά, επηρεάστηκε από τον κυβισμό και το φουτουρισμό. Οι εκφραστές του ήταν αποφασισμένοι ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΝ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ, ΗΘΙΚΕΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ, που θεμελιώνουν την κοινωνία της Δύσης. Έμπνευσή τους αποτελούσαν -κατά κανόνα- οι μηχανές, και οι ανθρώπινες φιγούρες τους θύμιζαν περισσότερο ρομπότ. Επέλεγαν στην τύχη σχήματα και εικόνες, καθώς και ετερογενή υλικά (μαλλί, ξύλο, φωτογραφίες και φωτομοντάζ, χαρτί, σκουπίδια), δημιουργώντας εφήμερα έργα που συνδύαζαν τη γλυπτική με τη ζωγραφική. Θα εστιάσουν την επαναστατική τους δράση σε μια μηδενιστική κριτική του λόγου, οργανώνοντας σκανδαλώδεις λογοτεχνικές βραδιές στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις και ξορκίζοντας τη λογική ασυνέχεια, καθώς και το παράλογο του κατεστημένου ΜΕ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ Ή ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ, και, κυρίως, με ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΈΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ. «Έχουμε ένα τεράστιο καταστροφικό και αρνητικό έργο να επιτελέσουμε…» διακηρύττει ο Τζαρά στο μανιφέστο του Ντανταϊσμού το 1918.

Ως κίνημα, ο ντανταϊσμός έπαψε να υπάρχει από το 1924 και ορισμένοι εκπρόσωποί του διοχετεύτηκαν στο σουρεαλισμό. Η βασική αιτία ρήξης των εκπροσώπων του ντανταϊσμού με τους υπερρεαλιστές έγκειται στο ότι οι τελευταίοι βρήκαν το μηδενισμό των πρώτων ασύμβατο με τις επιδιώξεις τους. Αναζήτησαν το «νόημα» πίσω από κάθε πράξη, καταφεύγοντας στον κομμουνισμό, επιδιώκοντας να προτείνουν «λύση». Απέναντι στο πρόταγμα της ολικής καταστροφής, τοποθέτησαν το όραμα της κομμουνιστικής ανατροπής. Όμως, όπως κάθε ιδεαλιστής που αναζητεί νόημα σε όμορφες λέξεις που μπορούν (εν δυνάμει) να γίνουν πειστικές στο πόπολο, θέλοντας, δηλαδή, να το φέρουν στο δρόμο τους, απέτυχαν. Και αυτό γιατί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τα πραγματικά θέλω των υπόδουλων. Παρότι, ήρθαν σε ρήξη με το σταλινισμό, δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από την κλασσική ανθρωπιστική και ιδεαλιστική φόρμα κάθε επίδοξου μετασχηματιστή του υπάρχοντος, και, έτσι, οδηγήθηκαν στο μαρασμό. Κάτι που προβλέπουμε πως θα συμβεί, αργά ή γρήγορα, και με τους εγχώριους μιμητές του νεοκομμουνιστικού προτάγματος.

Αξίζει να ρίξει κανείς μια ματιά και στον Νατουραλισμό. Νατουραλισμός ονομάζεται στη λογοτεχνία ένα ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως με τα έργα του Εμίλ Ζολά. Η νατουραλιστική πεζογραφία είναι εξέλιξη της ρεαλιστικής, και έχει πολλά κοινά σημεία με αυτήν, αφού ξεκινά, όπως και η ρεαλιστική, από την επιθυμία της απεικόνισης της πραγματικότητας με ακρίβεια και χωρίς ωραιοποίηση, αλλά διαφέρει ως προς το φιλοσοφικό υπόβαθρο που διακρίνεται πίσω από τα νατουραλιστικά έργα. Οι νατουραλιστές συγγραφείς πιστεύουν ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου ρυθμίζεται από τους παράγοντες της κληρονομικότητας, του περιβάλλοντος και της πίεσης της στιγμής, με αποτέλεσμα οι ήρωες των έργων τους να παρουσιάζονται ως άτομα που δρουν με βάση τα εσωτερικά τους ένστικτα (κυρίως την πείνα και τη σεξουαλική επιθυμία), αλλά και υπό την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Τα νατουραλιστικά έργα ξεχωρίζουν επίσης για την υπερβολικά λεπτομερή απόδοση της πραγματικότητας, ακόμα και σε σκηνές ιδιαίτερα βίαιες, και συχνά για το τραγικό τέλος, στο οποίο ο ήρωας, συνήθως, οδηγείται στην καταστροφή. Άλλο εμφανές χαρακτηριστικό στα έργα των νατουραλιστών είναι η απόδοση των λόγων των ηρώων σε ελεύθερο πλάγιο λόγο.

Λέσχα Μηδενιστικής Συνείδησης Rem Gero εκ μέρους της Συντακτικής Ομάδας

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του εντύπου “Μηδενιστική Πορεία για τη διάχυση της Φωτιάς και του Χάους τον Οκτώβριο του 2013”

“Η Φυση ως Θεαμα”, Wolfi Landstreicher

Η εικόνα της «άγριας φύσης*» ενάντια στην αγριότητα

(Σημείωση του συγγραφέα: Η συχνή χρήση εισαγωγικών γίνεται για να ενισχύσει την άποψη πως η φύση και η «ερημιά» είναι έννοιες και όχι πραγματικά όντα).

Η Φύση δεν υπήρχε ανέκαθεν. Δε βρίσκεται στα βάθη του δάσους, στην καρδιά του λιονταριού του βουνού ή στα τραγούδια των πυγμαίων· βρίσκεται στις φιλοσοφίες και στις κατασκευασμένες γι’αυτήν εικόνες των πολιτισμένων ανθρώπων. Οι φαινομενικά αντίθετες θέσεις περιπλέκονται, δημιουργώντας τη φύση ως μια ιδεολογική κατασκευή, που υπηρετεί την εξημέρωσή μας, την καταστολή και τη διοχεύτευση των άγριων εκφράσεών μας.

Ο Πολιτισμός είναι μονολιθικός και ο πολιτισμένος τρόπος αντίληψης όλων εκείνων, που μπορούν να παρατηρηθούν, είναι επίσης μονολιθικός. Όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τα εκατομμύρια όντα, που υπάρχουν γύρω του, το πολιτισμένο μυαλό χρειάζεται να τα κατηγοριοποιήσει για να νομίζει ότι τα καταλαβαίνει (ενώ στην πραγματικότητα, το μόνο που καταλαβαίνει είναι πώς να τα κάνει χρήσιμα στον πολιτισμό). Η φύση είναι μια από τις πιο βασικές κατηγορίες του Πολιτισμού, μια από τις πιο χρήσιμες για να περιορίζει την αγριότητα των ατομικοτήτων και να επιβάλλει τον αυτοπροσδιορισμό τους ως πολιτισμένα, κοινωνικά όντα.

Κατά πάσα πιθανότητα, μια από τις πρώτες αντιλήψεις για τη φύση ήταν παρόμοια με αυτήν, που παρατηρούμε στην Παλαιά Διαθήκη: η κακή «αγριάδα», ένας τόπος ερημιάς, που κατοικείται από άγρια και δηλητηριώδη κτήνη, μοχθηρούς δαίμονες και τρελούς. Αυτή η αντίληψη εξυπηρετούσε ένα σκοπό ιδιαίτερα σημαντικό για τους πρώτους πολιτισμούς. Είχε ενσταλάξει το φόβο για ό,τι ήταν άγριο, κρατώντας τον περισσότερο κόσμο εντός των τειχών της πόλης και προκαλώντας σε όσους έβγαιναν να εξερευνήσουν την ανάγκη να έχουν μια αμυντική στάση, σα να βρίσκονταν σε εχθρικό έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο, αυτή η αντίληψη βοήθησε να δημιουργηθεί η διχοτόμηση μεταξύ «ανθρώπου» και «φύσης», η οποία εμποδίζει τους ανθρώπους να ζήσουν άγρια, δηλαδή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.

Αλλά, αυτή η εντελώς αρνητική αντίληψη περί φύσης θα έφτανε κάποια στιγμή στα όρια της αχρηστείας της, αφού κρατούσε τον πολιτισμό μέσα σε ένα κλειστό και υπό πολιορκία φρούριο, ενώ για να επιβιώσει, ο πολιτισμός έχει την ανάγκη να επεκταθεί, να έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί όλο και πιο πολλά. Η «Φύση» έγινε ένα καλάθι πόρων, μια «μητέρα», που θρέφει την «ανθρωπότητα» και τον πολιτισμό της. Ήταν πανέμορφη, άξια λατρείας, ενατένισης, μελέτης και… εκμετάλλευσης.Δεν ήταν πλέον κακή… αλλά, ήταν χαοτική, ιδιότροπη και αναξιόπιστη. Ευτυχώς για τον πολιτισμό, η «ανθρώπινη φύση» είχε εξελιχθεί, είχε γίνει λογική και χρειαζόταν να βάλει τα πράγματα σε τάξη, να τα θέσει υπό τον έλεγχό της. Τα άγρια μέρη ήταν απαραίτητα στους ανθρώπους, για να μελετούν και να θαυμάζουν τη «φύση» στην ανέγγιχτη μορφή της, ακριβώς, όμως, για να μπορούν τα πολιτισμένα ανθρώπινα όντα να κατανοήσουν και να ελέγξουν τις «φυσικές» διαδικασίες, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να επεκτείνουν τον πολιτισμό. Έτσι, η «κακή αγριάδα» επισκιάζεται από μια «φύση» ή μια «αγριότητα», που έχει θετική αξία για τον πολιτισμό.

Η αντίληψη περί φύσης δημιουργεί συστήματα κοινωνικών αξιών και ηθικής. Λόγω των προφανώς αντιθετικών αντιλήψεων, που έχουν εμπλακεί στην ανάπτυξη της έννοιας της «φύσης», αυτά τα συστήματα ίσως φαίνονται, επίσης, αντιθετικά· όμως, όλα έχουν τον ίδιο σκοπό: την εξημέρωσή μας. Εκείνοι, που μας λένε «να φέρεστε πολιτισμένα» και εκείνοι, που μας λένε «να φέρεστε φυσικά», μας λένε στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα: «Ζήστε σύμφωνα με εξωτερικές από εσάς αξίες, όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες σας». Η ηθική των νατουραλιστών δεν είναι λιγότερο φαύλη από κάθε άλλη ηθική. Άνθρωποι φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν, επειδή έκαναν «αφύσικες πράξεις» και αυτό συμβαίνει ακόμα. Η «Φύση» είναι και αυτή ένας άσχημος και απαιτητικός θεός.

Από την απαρχή της, η φύση ήταν μια κατασκευή της εξουσίας, για να ενισχύσει τη δύναμή της. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως στη σύγχρονη κοινωνία, όπου το θέαμα κυριαρχεί στην πραγματικότητα και πολλές φορές φαίνεται να τη δημιουργεί, η «φύση» λειτουργεί ως μια μέθοδος εξημέρωσης. Προγράμματα για τη «Φύση» στην τηλεόραση, ημερολόγια του Sierra Club, οι έμποροι «αγριότητας», τα τρόφιμα και οι ίνες «φυσικής» προέλευσης, ο «οικολόγος» πρόεδρος και η «ριζοσπαστική» οικολογία, όλα συνωμοτούν δημιουργώντας τη «φύση» και τη «σωστή» σχέση μας με αυτήν. Η προβαλλόμενη εικόνα εμπεριέχει την «κακή αγριάδα» των πρώτων πολιτισμών, σε μια υποσυνείδητη μορφή. Τα τηλεοπτικά προγράμματα για τη «Φύση» περιέχουν πάντα σκηνές άγριου κυνηγιούκαι έχει ειπωθεί πως οι σκηνοθέτες αυτών των προγραμμάτων χρησιμοποιούν ράβδους, που παράγουν ηλεκτρικές εκκενώσεις, για να προκαλέσουν μάχες μεταξύ των ζώων. Οι προειδοποιήσεις, που δίνονται στους μελλοντικούς εξερευνητές για τα επικίνδυνα ζώα και φυτά και οι ποσότητες προϊόντων, που παράγονται από τους εμπόρους «αγριότητας» για να αντιπετωπιστούν αυτά, είναι μάλλον υπερβολικά, από την προσωπική μου εμπειρία περιπάτων σε άγρια μέρη. Μας δίνεται η εικόνα πως η ζωή εκτός του πολιτισμού είναι μια μάχη επιβίωσης.
Αλλά, η κοινωνία του θεάματος χρειάζεται η εικόνα της «κακής αγριάδας» να είναι υποσυνείδητη, για να την εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά. Η κυρίαρχη εικόνα για τη «φύση» την απεικονίζει ως πόρο και ως αντικείμενο ομορφιάς για ενατένιση και μελέτη. Η «Άγρια φύση» είναι ένα μέρος, που μπορούμε να αποτραβηχτούμε για ένα σύντομο διάστημα, αν αυτό έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, για να ξεφύγουμε από την πλήξη της καθημερινότητας, να χαλαρώσουμε και να διαλογιστούμε ή για να ζήσουμε την έξαψη και την περιπέτεια. Και, βέβαια, η «φύση» παραμένει η «μητέρα», που καλύπτει τις ανάγκες μας, ο πόρος από τον οποίο δημιουργείται ο πολιτισμός.

Στην εμπορευματική κουλτούρα, η «φύση» γιατρεύει την επιθυμία για άγρια περιπέτεια, για ελεύθερη ζωή χωρίς εξημέρωση, με το να μας πουλάει την εικόνα της. Η υποσυνείδητη αντίληψη της «κακιάς αγριάδας» προσδίδει στην περιπλάνηση στα δάση μια δόση κινδύνου, που ικανοποιεί τους περιπετειώδεις και ανήσυχους τύπους. Επίσης, ενισχύει την ιδέα πως δεν ανήκουμε εκεί στην πραγματικότητα και επομένως, μας πουλάει τα πολλά σχετικά προϊόντα που κρίνονται απαραίτητα για τις εκδρομές σε άγρια μέρη. Η θετική αντίληψη περί φύσης μας κάνει να πιστεύουμε πως πρέπει να βιώσουμε την εμπειρία στα άγρια μέρη (μη συνειδητοποιώντας πως οι αντιλήψεις, που μας έχουν ταίσει, διαμορφώνουν αυτήν την εμπειρία, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με το πραγματικό περιβάλλον). Έτσι, ο πολιτισμός γιατρεύει επιτυχώς και τις περιοχές, που φαινομενικά δεν έχει αγγίξει άμεσα, μεταμορφώνοντάς τες σε «φύση», σε «αγριάδα», σε πτυχές του θεάματος, που μας κρατάει εξημερωμένους. Η «Φύση» εξημερώνει επειδή μετατρέπει την αγριότητα σε μια μονολιθική έννοια, μια τεράστια περιοχή διαχωρισμένη από τον πολιτισμό. Εκφράσεις της αγριότητας, μέσα στον πολιτισμό, αποκαλούνται ανωριμότητα, τρέλα, παραβατική συμπεριφορά, ανηθικότητα ή έγκλημα και απορρίπτονται, φυλακίζονται, λογοκρίνονται ή τιμωρούνται, διατηρώντας ταυτόχρονα το γενικό πλαίσιο πως ό,τι είναι «φυσικό» είναι καλό. Όταν η «αγριότητα» γίνεται ένα μέρος έξω από εμάς αντί μιας έκφρασης του ατομικού μας ελεύθερου πνεύματος, τότε μπορούν και υπάρχουν ειδικοί στην «αγριότητα», που μας μαθαίνουν τους «σωστούς» τρόπους να «συνδεόμαστε» μαζί της. Στη δυτική ακτή, υπάρχουν όλων των ειδών οι πνευματικοί δάσκαλοι, που βγάζουν τα προς το ζην, πουλώντας «αγριότητα» σε γιάπηδες, με έναν τρόπο, που καθόλου δεν απειλεί τα όνειρα καριέρας, τις πόρσε και τα διαμερίσματά τους στην πόλη. Η «Αγριότητα» είναι μια πολύ επικερδής βιομηχανία, σήμερα.

Οι οικολόγοι, ακόμα και οι «ριζοσπάστες», πέφτουν κατευθείαν στην παγίδα. Αντί να προσπαθούν να αγριέψουν και να καταστρέψουν τον πολιτισμό με την ενέργεια των αδέσμευτων επιθυμιών, προσπαθούν να «σώσουν την άγρια φύση». Πρακτικά, αυτό σημαίνει το να ζητιανεύουν ή να προσπαθούν να χειραγωγήσουν τις αρχές, ώστε αυτές να σταματήσουν τις πιο επιβλαβείς δραστηριότητες κάποιων βιομηχανιών και να μετατρέψουν μικρά κομμάτια σχετικά ακέραια δάση, ερήμους και βουνά σε προστατευόμενες «Περιοχές Άγριας Φύσης». Αυτή η πρακτική, απλά, ενισχύει την αντίληψη περί αγριότητας ως μια μονολιθική οντότητα, «αγριάδα» ή «φύση», και εμπορευματοποίηση, που είναι εγγενής σε αυτήν την οπτική. Η ίδια η βάση των προστατευόμενων «Περιοχών Άγριας Φύσης» είναι ο διαχωρισμός μεταξύ «αγριότητας» και «ανθρωπότητας». Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως μια από τις τάσεις της «ριζοσπαστικής» οικολογικής ιδεολογίας δημιούργησε τη σύγκρουση μεταξύ «βιοκεντρισμού» και «ανθρωποκεντρισμού», ενώ δε θα έπρεπε να είμαστε τίποτα άλλο από εγωκεντρικοί.

Ακόμα κι εκείνοι οι «ριζοσπάστες» οικολόγοι, που θέλουν να επανεντάξουν τον άνθρωπο στη «φύση», ξεγελούν τον εαυτό τους. Το όραμα τους (όπως το θέτει ένας από αυτούς) για ένα «άγριο, συμβιωτικό σύνολο» είναι, απλά, η μονολιθική αντίληψη, που δημιούργησε ο πολιτισμός, ειπωμένη με ένα μυστικιστικό τρόπο. Για αυτούς τους οικολόγους μυστικιστές, η «Άγρια Φύση» συνεχίζει να είναι μια μονολιθική οντότητα, ένα ον ανώτερο από μας, στο οποίο πρέπει να υποτασσόμαστε. Όμως, η υποταγή είναι εξημέρωση. Η υποτακτικότητα είναι το καύσιμο του πολιτισμού. Το όνομα της ιδεολογίας, που επιβάλλει την υποταγή, έχει μικρή σημασία, είτε λέγεται «φυσική», είτε λέγεται «άγριο συμβιωτικό σύνολο». Το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι η συνέχιση της εξημέρωσης.

Όταν η αγριότητα γίνεται αντιληπτή ως κάτι, που δεν έχει να κάνει καθόλου με μια μονολιθική οντότητα, συμπεριλαμβανομένης της «φύσης» και της «αγριάδας», όταν γίνεται αντιληπτή ως η πιθανή ελευθερία πνεύματος των ατομικοτήτων, που μπορεί να πάρει σάρκα και οστά οποιαδήποτε στιγμή, μόνο τότε αποτελεί απειλή για τον πολιτισμό. Ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να περάσει αρκετά χρόνια στην «άγρια φύση», αλλά θα συνεχίζαμε να βλέπουμε το περιβάλλον μας από τον παραμορφωτικό φακό του πολιτισμού, αν συνεχίζαμε να αντιλαμβανόμαστε τα εκατομμύρια πλάσματα μονολιθικά ως «φύση», ως «αγριάδα», ως το «άγριο, συμβιωτικό σύνολο», θα είμαστε ακόμα πολιτισμένοι και όχι άγριοι. Αλλά, αν καταμεσής της πόλης αρνούμαστε δραστήρια κάθε στιγμή την εξημέρωση, αν αρνούμαστε την κυριαρχία των κοινωνικών ρόλων, που μας φοριούνται με τη βία, αντί να ζούμε σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες, πάθη και βίτσια, αν γίνουμε τα μοναδικά και απρόβλεπτα όντα, που βρίσκονται κάτω από τους ρόλους, είμαστε, για εκείνες τις στιγμές, άγριοι. Παίζοντας άγρια ανάμεσα στα συντρίμμια ενός παρηκμασμένου πολιτισμού (όμως, μην ξεγελιέστε, ακόμα και παρηκμασμένος, ο πολιτισμός είναι ένας επικίνδυνος εχθρός και ικανός να αντέξει για πολύ καιρό), μπορούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να τον ανατρέψουμε. Και οι εξεγερμένοι με το ελεύθερο πνεύμα θα απορρίψουν τον «επιβιωτισμό» της οικολογίας ωςμια ακόμα προσπάθεια του πολιτισμού να καταστείλει την ελεύθερη ζωή και θα παλέψουν για να ζήσουν τον χαοτικό, συνεχώςεναλλασσόμενο χορό των ελεύθερα συσχετιζόμενων, μοναδικών ατομικοτήτων, ενάντια τόσο στον πολιτισμό, όσο στην προσπάθειά του να περιορίζει την άγρια, με ελεύθερο πνεύμα ζωή: «Φύση».

Wolfi Landstreicher

Υποσημειώσεις:

1. Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται η λέξη wilderness. Κατά τη διάρκεια του κειμένου, μεταφράζεται με διαφορετικούς, αλλά παρόμοιους τρόπους , ανάλογα με τι ταιριάζει σε κάθε σημείο.

2. Πρόκειται για παλαιότερο κείμενο του Wolfi Landstreicher (Feral Faun), το οποίο εμείς αλιεύσαμε από το πρώτο τεύχος του αγγλικού εξεγερσιακού περιοδικού Return

Αναδημοσίευση από εκδοτικό/μεταφραστικό εγχείρημα Έρεβος –
https://erevos.squat.gr/2013/09/11/h-fysh-ws-theama/

“Μια κριτικη, οχι ενα προγραμμα”, Vagabond Theorist

Οπότε, ο αναρχικός ατομικιστής, έτσι όπως τον εννοώ εγώ, δεν έχει τίποτα να περιμένει {…} Θεωρώ ήδη τον εαυτό μου αναρχικό και δε θα μπορούσα να περιμένω τη συλλογική επανάσταση για να εξερθώ ή τον κομμουνισμό για να αποκτήσω την ελευθερία μου.

Renzo Novatore

Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό από την πλευρά της καταστροφής. Από αυτό αποτελείται η αριστοκρατική λογική του. Η καταστροφή! Αυτή είναι η αληθινή ομορφιά του αναρχισμού. Θέλω να καταστρέψω όλα εκείνα που με υποδουλώνουν, με αποχαυνώνουν και καταπιέζουν τις επιθυμίες μου, θέλω να αφήσω τα πτώματά τους πίσω μου. Αναστολές, ενδοιασμοί, συνείδηση είναι πράγματα που κατέστρεψε το εικονοκλαστικό μου πνεύμα {…} Ναι, η εικονοκλαστική άρνηση είναι ό,τι πιο πρακτικό.

Armando Diluvi

Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς πρωτογονιστικό στην κριτική στον πολιτισμό, ιδιαίτερα όταν αυτή η κριτική είναι αναρχική και επαναστατική. Τέτοιες κριτικές υπήρχαν σχεδόν από τότε που υπήρχε αναρχικό κίνημα με επίγνωση του εαυτού του και ακόμα και χωρίς καν να συνδέεται με την κριτική στην τεχνολογία ή την πρόοδο (ο Dejacque θεωρούσε πως συγκεκριμένα τεχνολογικά επιτεύγματα θα επέτρεπαν στους ανθρώπους να ξεπεράσουν ευκολότερα τον πολιτισμό και από την άλλη πλευρά, ο Enrico Arrigoni, ψευδώνυμο Frank Brand, θεωρούσε τον πολιτισμό και τη βιομηχανική τεχνολογία εμπόδια στην αληθινή πρόοδο του ανθρώπου). Το αληθινό ερώτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι εάν ο πρωτογονισμός βοηθάει καθόλου στην κατεύθυνση μιας αναρχικής και επαναστατικής κριτικής του πολιτισμού.

Η λέξη πρωτογονισμός μπορεί να σημαίνει δύο μάλλον διαφορετικά πράγματα. Πρώτον, μπορεί απλά να σημαίνει το να κάνουμε χρήση των πραγμάτων, που ξέρουμε για τις «πρωτόγονες» κοινωνίες(1), για να ασκήσουμε κριτική στον πολιτισμό. Αυτή η μορφή πρωτογονισμού φαίνεται μάλλον ακίνδυνη. Είναι, όμως; Αφήνοντας κατά μέρους την εξάρτηση στους ειδικούς, που ονομάζονται ανθρωπολόγοι, για τις πληροφορίες για τις «πρωτόγονες» κοινωνίες, υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα εδώ. Οι πραγματικές κοινωνίες, που αποκαλούμε «πρωτόγονες», ήταν και είναι, όπου υπάρχουν ακόμα, αληθινές σχέσεις μεταξύ πραγματικών, ζωντανών ανθρώπων, ατόμων που αναπτύσσουν μια αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τους. Το να τους αντιλαμβάνεται κάποιος ως μοντέλο σύγκρισης, ήδη ενέχει την πραγμοποίηση αυτών των πραγματικών σχέσεων, μετατρέποντάς τες σε κάτι αφηρημένο -το «πρωτόγονο»-, μια εξιδανικευμένη εικόνα της «πρωτογονικότητας». Επομένως, η χρήση αυτής της μεθόδου κριτικής του πολιτισμού αφαιρεί τα ανθρώπινα και ατομικά χαρακτηριστικά των αληθινών ανθρώπων, που ζουν και έζησαν αυτές τις σχέσεις. Επιπροσθέτως, αυτό το είδος κριτικής δε μας προσφέρει κανένα πραγματικό εργαλείο κατανόησης του πώς να πολεμήσουμε τον πολιτισμό εδώ και τώρα. Στην καλύτερη περίπτωση, η πραγμοποιημένη, αφηρημένη έννοια του «πρωτόγονου» γίνεται ένα μοντέλο, ένα πρόγραμμα μιας πιθανής μελλοντικής κοινωνίας.

Αυτό με φέρνει στη δεύτερη σημασία του πρωτογονισμού -την ιδέα πως οι «πρωτόγονες» κοινωνίες προσφέρουν ένα μοντέλο για τη μελλοντική κοινωνία. Αυτοί, που υιοθετούν αυτή τη μορφή πρωτογονισμού, μπορούν δικαίως να αυτοαποκαλούνται πρωτογονιστές, επειδή όσο και να το αρνούνται, προωθούν ένα πρόγραμμα και μια ιδεολογία. Σε αυτήν του μορφή, θεωρώ πως ο πρωτογονισμός έρχεται σε σύγκρουση με την αναρχική σκέψη και δράση. Ο λόγος μπορεί να βρεθεί στην παραπάνω φράση του Νοβατόρε. Απλά, αντικαταστήστε τον «κομμουνισμό» με τον «πρωτογονισμό» και τη «συλλογική επανάσταση» με τη «βιομηχανική κατάρρευση» και όλα είναι ξεκάθαρα. Κατά τη γνώμη μου, μια από τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του μαρξισμού και του αναρχισμού είναι πως ο τελευταίος δεν είναι απαραίτητα μια εσχατολογική εικόνα του μέλλοντος, το οποίο περιμένουμε, αλλά ένας τρόπος να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο εδώ και τώρα. Επομένως, η επανάσταση για τους αναρχικούς δεν είναι κάποιες ιστορικές διαδικασίες, που εγγυώνται το μέλλον, αλλά κάτι που βιώνεται και δημιουργείται εδώ και τώρα. Ο πρωτογονισμός δε είναι πιο βιώσιμος στο τώρα από τον κομμουνισμό των μαρξιστών. Είναι και αυτός ένα πρόγραμμα για το μέλλον και βασίζεται σε απρόοπτα ενδεχόμενα, που είναι πέρα από τον έλεγχό μας. Επομένως, δεν έχει να κάνει με την αναρχική πρακτική, περισσότερο από ότι έχει να κάνει με αυτήν η εσχατολογία του Μαρξ.

Έχω ήδη καταδείξει το πώς ή ίδια η αντίληψη περί «πρωτόγονων» πραγμοποιεί τις πραγματικές ζωές και σχέσεις εκείνων που τους δίνεται αυτή η ταμπέλα. Αυτό εμφανίζεται μεταξύ εκείνων των πρωτογονιστών, που προσπαθούν να πραγματοποιήσουν τις ιδέες τους στο τώρα, με τον τρόπο που καταλήγει να ορίζεται αυτή η πρακτική. Με έναν τρόπο, που θυμίζει υπερβολικά μαρξισμό, η «πρωτόγονη» ζωή μειώνεται σε μια οικονομική αναγκαιότητα, μια σειρά ικανοτήτων -το άναμμα φωτιάς με τρυπάνι, το κυνήγι χρησιμοπιώντας ένα atlatl, το να μαθαίνουν τα βρώσιμα και ιαματικά φυτά, η κατασκευή τόξου, η κατασκευή απλών καταφυγίων κλπ.-, που μαθαίνονται με σκοπό την επιβίωση. Αυτά συμπληρώνονται με λίγη φυσική πνευματικότητα, βγαλμένη από κάποιο βιβλίο ή δανεισμένη από τις new age μαλακίες, ίσως με κάποια αναφορά στην επιστροφή στη «φυσική ενότητα». Αλλά, αυτό το τελευταίο δεν είναι απαραίτητο. Η ολότητα της ζωής των ανθρώπων, που αποκαλούνται πρωτόγονοι, αγνοείται, επειδή είναι στο μεγάλο της μέρος άγνωστη και τελείως απρόσιτη σε εκείνους, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εντός του βιομηχανικού καπιταλιστικού πολιτισμού, που πλέον κυριαρχεί στον κόσμο -εδώ συμπεριλαμβανόμαστε και όλοι εμείς, που εμπλεκόμαστε στην ανάπτυξη μιας αναρχικής κριτικής του πολιτισμού. Αλλά, ακόμα και στο επίπεδο των απλών ικανοτήτων επιβίωσης, ότι ακόμα και στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπου υπάρχουν αληθινές, αρκετά μεγάλες (αν και αρκετά κατεστραμμένες) άγριες εκτάσεις, πολύ λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να συντηρήσουν τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο.

Έτσι, εκείνοι που μαθαίνουν αυτές τις ικανότητες, με σκοπό να ζήσουν σαν «πρωτόγονοι» κατά τη διάρκεια της δικιάς τους ζωής, δε σκέφτονται την καταστροφή του πολιτισμού (εκτός ίσως σαν μια αναπόφευκτη κατάσταση, για την οποία είναι προετοιμασμένοι), αλλά πως θα ξεφύγουν από αυτόν. Δεν τους το καταλογίζω αυτό, αλλά δεν έχει να κάνει καθόλου με την αναρχία ή με μια κριτική του πολιτισμού. Σε ένα πρακτικό επίπεδο, είναι πιο πολύ σαν ένα πιο εξελιγμένο «παίζουμε τους ινδιάνους», όπως οι περισσότεροι κάναμε σαν παιδιά εδώ στις ΗΠΑ, και στην πραγματικότητα, παίρνεται τόσο σοβαρά. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζω, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με την ανάπτυξη «πρωτόγονων» ικανοτήτων στο όνομα του «αναρχοπρωτογονισμού», δείχνουν το πόσο έτοιμοι είναι για αυτήν τη ζωή με το χρόνο που περνάνε μπροστά από τον υπολογιστή, στήνοντας ιστοσελίδες, λαμβάνοντας μέρος σε ιντερνετικές συζητήσεις, στήνοντας logs κλπ. Συχνά, μου φαίνονται περισσότερο σαν υπερπολιτισμένα παιδιά, που παίζουν παιχνίδια ρόλων στα δάση, παρά αναρχικοί στη διαδικασία απόρριψης του πολιτισμού.

Μια αναρχική και επαναστατική κριτική του πολιτισμού δεν ξεκινάει με καμιά σύγκριση με παλαιότερες κοινωνίες ή με μελλοντικά ιδανικά. Ξεκινάει με τη σύγκρουσή μου, τη σύγκρουσή σας, με την άμεση πραγματικότητα του πολιτισμού μέσα στις ζωές μας, εδώ και τώρα. Είναι η συνειδητοποίηση πως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, που αποκαλούμε πολιτισμό, μπορεί να υπάρξει μόνο κλέβοντας τις ζωές μας και σπάζοντάς τες σε κομματάκια, που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη για την αναπαραγωγή της. Αυτή δεν είναι μια διαδικασία που συνέβη στο παρελθόν μια και καλή, αλλά που διαιωνίζεται κάθε στιγμή. Εδώ είναι που μπαίνει η αναρχική αντίληψη της ζωής. Κάθε στιγμή, πρέπει να προσπαθούμε να καθορίσουμε το πώς θα πάρουμε πίσω την ολότητα της ζωής μας, για να τη χρησιμοποιήσουμε ενάντια στην ολότητα του πολιτισμού. Επομένως, όπως λέει και ο Armando Diluvi, ο αναρχισμός μας είναι στην ουσία του καταστροφικός. Και ως τέτοιος, δεν έχει ανάγκη από μοντέλα και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του πρωτογονισμού. Όπως είπε και ένας παλιός νεκρός, μουσάτος κλασικός του αναρχισμού «Το πάθος για καταστροφή είναι δημιουργικό πάθος». Και είναι κάτι, που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα. (Ένας άλλος αντιεξουσιαστής επαναστάτης, μια-δυο γενιές αργότερα, αποκάλεσε την παθιασμένη καταστροφή «ένα σίγουρο τρόπο να αντλήσεις χαρά, άμεσα»).*

Έχοντας πει τα παραπάνω, δεν είμαι ενάντια στο να φαντάζεται κανείς, με μια διάθεση παιχνιδιού, κόσμους που θα έχουν απαλλαγεί από τον πολιτισμό. Αλλά, για να ενέχουν αυτές οι φαντασίες πραγματικά το στοιχείο του παιχνιδιού και τη δυνατότητα πειραματισμού, δε μπορούν να είναι μοντέλα, που προέρχονται από αφηρημένες αντιλήψεις είτε παλιών είτε μελλοντικών κοινωνιών. Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν καλύτερα να αφήσουμε την ίδια την αντίληψη περί «κοινωνίας» πίσω μας και να σκεφτόμαστε σχέσεις, που διαπλέκονται και αλλάζουν διαρκώς μεταξύ μοναδικών και επιθυμητικών ατομικοτήτων. Μπορούμε να παίζουμε και να πειραματιστούμε μόνο τώρα, που η επιθυμία μας για το προφανές «αδύνατο» συναντά την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Αν ο πολιτισμός ήταν να εξαρθρωθεί όσο ζούμε, δε θα βρισκόμασταν σε έναν κόσμο με πλούσια δάση και πεδιάδες και υγιείς ερήμους, που θα έσφιζαν από άγρια ζωή. Αντίθετα, θα βρισκόμασταν σε έναν κόσμο γεμάτο με τα απομεινάρια του πολιτισμού –εγκαταλελειμμένα κτίρια, εργαλεία, μεταλλικά σκουπίδια κλπ.(2) Εκείνοι, των οποίων η φαντασία δε μένει αλυσοδεμένη στο ρεαλισμό ή σε μια πρωτογονιστική ηθική ιδεολογία, μπορούν να βρουν πολλούς τρόπους για να εξερευνήσουν, να παίξουν και να χρησιμοποιήσουν όλα αυτά -οι πιθανότητες είναι άπειρες. Αλλά, το πιο σημαντικό είναι πως αυτό είναι μία άμεση πιθανότητα και μία, που μπορεί να συνδεθεί ρητά με την καταστροφική επίθεση στον πολιτισμό. Και αυτή η αμεσότητα είναι εξόχως ουσιαστική, γιατί εγώ ζω τώρα, εσείς ζείτε τώρα, όχι σε μερικές εκατοντάδες χρόνια, όπου ένα επιβεβλημένο πρόγραμμα, που θα είχε στόχο το πρωτογονικό ιδανικό, ίσως κατάφερνε να δημιουργήσει έναν κόσμο, όπου αυτό το ιδανικό θα μπορούσε να γίνει παγκόσμιο βίωμα -αν οι πρωτογονιστές κάνουν την επανάστασή τους τώρα και εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους. Ευτυχώς, κανένας από τους πρωτογονιστές δε φαίνεται να στοχεύει σε τέτοια εξουσιαστικά επαναστατικά μέτρα, προτιμώντας να βασίζονται σε μια μυστικιστική μεταμόρφωση για να πραγματοποιηθεί το όνειρό τους (ίσως όπως το όραμα του φαντάσματος, που χορεύει στη θρησκεία των Ινδιάνων, σύμφωνα με το οποίο το τοπίο που κατασκεύασαν οι Ευρωπαίοι εισβολείς υποτίθεται θα ξεφλουδίσει, αφήνωντας πίσω του ένα παρθένο, άγριο τοπίο γεμάτο άφθονη ζωή).

Για αυτόν το λόγο, ίσως είναι λίγο άδικο να αποκαλείται το πρωτογονιστικό όραμα ένα πρόγραμμα (παρόλο που δε δίνω δεκάρα αν είμαι άδικος, καθώς δε με ενδιαφέρουν οι αστικές αξίες…). Ίσως, είναι περισσότερο κάτι σαν λαχτάρα. Όταν αναφέρω αυτά τα ερωτήματα σε πρωτογονιστές που γνωρίζω, μου λένε συχνά πως το πρωτογονιστικό όραμα αντανακλά τις «επιθυμίες» τους. Λοιπόν, αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την επιθυμία από αυτούς. «Επιθυμίες», που έχουν τη βάση τους σε αφηρημένες και πραγμοποιημένες παραστάσεις -στην περίπτωση αυτή η παράσταση του «πρωτόγονου»-, είναι εκείνα τα φαντάσματα επιθυμιών(3), που καθοδηγούν την κατανάλωση εμπορευμάτων. Αυτό φαίνεται ρητά σε κάποιους πρωτογονιστές, όχι μόνο στην κατανάλωση βιβλίων θεωρητικών του πρωτογονισμού, αλλά και από τα λεφτά και/ή τις εργατοώρες που ξοδεύουν, για να αγοράσουν τις αποκαλούμενες «πρωτόγονες» ικανότητες από σχολεία που ειδικεύονται σε αυτό(4). Αλλά, αυτό το φάντασμα της επιθυμίας, αυτή η λαχτάρα για μια παράσταση, που δεν έχει καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, δεν είναι μια πραγματική επιθυμία, γιατί το αντικείμενο μιας πραγματικής επιθυμίας δεν είναι μια αφηρημένη εικόνα, στην οποία κάποιος γαντζώνεται -μια εικόνα που μπορεί να την αγοράσει κανείς. Ανακαλύπτεται μέσα από τη δραστηριότητα και τις σχέσεις μέσα στον κόσμο, εδώ και τώρα.

Η επιθυμία, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι κίνητρο για να δράσεις, να σχηματίσεις σχέσεις, να δημιουργήσεις. Υπό αυτήν την έννοια, το αντικείμενό της λαμβάνει υπόσταση μόνο στην ικανοποίηση της επιθυμίας, στο βίωμά της. Εδώ, και πάλι, καταδεικνύεται η αναγκαιότητα της αμεσότητας. Και είναι μόνο υπό αυτήν την έννοια, που η επιθυμία γίνεται εχθρός του πολιτισμού, στον οποίο ζούμε, του οποίου η υπαρξη βασίζεται στην προσπάθεια να αντικειμενοποιήσει όλες τις σχέσεις και τις δραστηριότητες, να τις μετατρέψει σε πράγματα, που βρίσκονται πάνω από εμάς και μας καθορίζουν, να τους βάλει ταμπέλες, να τις θεσμοθετήσει και να τις εμπορευματοποιήσει. Επομένως, η επιθυμία είναι μάλλον ένα κίνητρο, παρά μια λαχτάρα και δρα άμεσα, επιτιθέμενη σε οτιδήποτε την εμποδίζει να προχωρήσει μπροστά με δύναμη. Ανακαλύπτει τα αντικέιμενά της στον κόσμο γύρω της, όχι σαν κάτι αφηρημένο, αλλά σαν πραγματικές σχέσεις. Γι’ αυτό, πρέπει να επιτεθεί στις θεσμοθετημένες σχέσεις, που παγώνουν τη δραστηριότητα με τη μορφή της ρουτίνας, του πρωτοκόλλου, της παράδοσης, της συνήθειας -σε πράγματα, που πρέπει να γίνουν στη σειρά. Σκεφτείτε το αυτό σε συνάρτηση με τις καταλήψεις, την απαλλοτρίωση, τη χρήση του χρόνου εργασίας κάποιου για τον εαυτό του, το γράψιμο με σπρέι κλπ και πώς αυτά συσχετίζονται ρητά με την καταστροφική δραστηριότητα.

Τελικά, αν φανταζόμαστε την εξάρθρωση του πολιτισμού, τη δραστήρια και συνειδητή καταστροφή του, όχι για να εφαρμόσουμε κάποιο πρόγραμμα ή για να βιώσουμε ένα συγκεκριμένο όραμα, αλλά για να ανοίξουμε και να επεκτείνουμε δίχως τέλος τις πιθανότητες για να πραγματώσουμε τους εαυτούς μας και να εξερευνήσουμε τις δυνατότητές μας και τις επιθυμίες μας, τότε μπορούμε να ξεκινήσουμε να το κάνουμε με τον τρόπο που ζούμε εδώ και τώρα, ενάντια στο υπάρχον. Αν, αντί να ελπίζουμε για έναν παράδεισο, αδράξουμε τη ζωή, τη χαρά και το θαυμάσιο τώρα, θα ζήσουμε μια πραγματικά αναρχική κριτική του πολιτισμού, που δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα του «πρωτόγονου», αλλά με την άμεση ανάγκη μας να μην είμαστε πλέον εξημερωμένοι, την ανάγκη μας να είμαστε μοναδικοί και όχι δαμασμένες, ελεγχόμενες και καθορισμένες ταυτότητες. Έτσι, θα βρούμε τρόπους να αδράξουμε όλα αυτά, που μπορούμε να κάνουμε δικά μας και να καταστρέψουμε όλα αυτά, που που έχουν σκοπό να μας κατακτήσουν.

Σημειώσεις:

1. Η χρήση του όρου «πρωτόγονες» -που σημαίνει «πρώτες» ή «πρώιμες»- για κοινωνίες, οι οποίες έχουν υπάρξει στο σήμερα χωρίς να αναπτύξουν πολιτισμό, ενέχει κάποιες αμφισβητίσημες υποθέσεις. Πώς γίνεται κοινωνίες, που υπάρχουν τώρα, να είναι «πρώτες» ή «πρώιμες»; Εμφανίστηκαν μόλις τώρα; Σε έναν κόσμο, που βρίσκεται μονίμως σε κίνηση, έχουν παραμείνει με κάποιον τρόπο στατικές και απαράλλαχτες; Μπορεί η ανθρώπινη ανάπτυξη να συμβεί μόνο με έναν τρόπο -όπως η ανάπτυξη πολιτισμού; Και ποια από αυτές τις κοινωνίες είναι η πραγματική «πρωτόγονη»; Σίγουρα, δεν είναι όλες ίδιες ή δεν είναι καν όμοιες. Η ομογενοποίηση είναι χαρακτηριστικό του πολιτισμού, όχι άλλων κοινωνικών πραγματικοτήτων. Έτσι, το να τις βάζουμε όλες κάτω από την ίδια ταμπέλα είναι γελοίο… Έτσι, επλέγω να βάλω τη λέξη «πρωτόγονες» σε εισαγωγικά.

2. Εδώ εννοώ συγκεκριμένα μια συνειδητή, επαναστατική, αναρχική εξάρθρωση του πολιτισμού και όχι για την κατάρρευσή του. Η κατάρρευση δε θα ήταν ένα άμεσο γεγονός, που θα συνέβαινε μια και καλή. Στη διαδικασία της κατάρρευσης, δε θα αντιμετωπίζαμε μόνο τα απομεινάρια του πολιτισμού. Θα αντιμετωπίζαμε και τα ανθρώπινα σκουπίδια του, που θα ζούσαν ακόμα, με τη μορφή των πολιτικών, που θα είχαν μετατραπεί σε πολέμαρχοι για να διατηρήσουν την εξουσία τους, έχοντας στην κατοχή τους πολύ επικίνδυνα όπλα -τα αποκαλούμενα «όπλα μαζικής καταστροφής»-, τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, θα χρησιμοποιούσαν με αγριότητα. Τα επακόλουθα της κατάρρευσης θα είναι πιο καταστροφικά από οτιδήποτε έχουμε δει ως τώρα.

3. Ο ποιητής William Blake μιλάει για αυτές στο έργο Ο γάμος του Παραδείσου και της Κόλασης.

4. Αυτά τα πανάκριβα σχολεία επιτρέπουν σε αυτούς, που δεν έχουν τα απαραίτητα χρήματα, να παρακολουθούν με αντάλλαγμα απλήρωτη εργασία, μια μορφή εκμετάλλευσης, που κατ’ ευφημισμόν, ονομάζεται ανταλλαγή εργασίας, ένας όρος που εφευρέθηκε από την αριστερή πτέρυγα του new age -και έτσι, αναπόφευκτα, ένα κάρο μαλακίες σχεδιασμένες για να συγκαλύψουν αυτήν την εκμεταλλευτική σχέση.

* {ΣτΜ} Η πρώτη αναφορά εννοεί το Ρώσο αναρχικό Μιχαήλ Μπακούνιν και η δεύτερη το Γάλλο αναρχοατομικιστή Zo d’Axa.

“Η Εξεγερση των Βαρβαρων”, Vagabond Theorist

 

Μία μη πριμιτιβιστική εξέγερση ενάντια στον πολιτισμό

Αν εξετάσουμε ένα μεγάλο κομμάτι της τρέχουσας συζήτησης στους αναρχικούς κύκλους γύρω από τον πολιτισμό, την τεχνολογία, την πρόοδο, την “πράσινη” αναρχία εναντίον της “κόκκινης” αναρχίας κλπ., μένουμε με την εντύπωση πως η κριτική στον πολιτισμό ανέκυψε μόλις πρόσφατα εντός της αναρχικής και επαναστατικής σκέψης. Όμως αυτή η εντύπωση είναι λανθασμένη και επιζήμια για εμάς που έχουμε μια επαναστατική αντιπολιτισμική θεώρηση.

Στην πραγματικότητα, η επαναστατική αμφισβήτηση του πολιτισμού, της τεχνολογίας και της προόδου μπορεί να εντοπιστεί σε όλη την ιστορία της σύγχρονης επαναστατικής σκέψης. Ο Κάρολος Φουριέ πρόταξε την σοσιαλιστική ουτοπική “Αρμονία” του, ενάντια στη δυσαρμονία του “Πολιτισμού”. Ένας αριθμός από τους πιο ριζοσπάστες Ρομαντικούς (Μπλέικ, Μπάιρον, Σέλλευ μεταξύ άλλων) ήταν διακριτά δύσπιστοι προς τη βιομηχανοποίηση και την ωφελιμιστική λογική.

Μπορούμε όμως να φέρουμε τα πράγματα πιο κοντά σε μας, μελετώντας τους αναρχικούς του 19ου αιώνα. Σίγουρα ο Μπακούνιν δεν είχε πρόβλημα με την βιομηχανική τεχνολογία. Παρ’ όλο που δε συμμεριζόταν τη, σχεδόν μυθική, πίστη του Μαρξ στη δυνατότητα της βιομηχανικής ανάπτυξης να δημιουργήσει την τεχνική βάση για τον παγκόσμιο κομμουνισμό, ούτε αυτός έβλεπε κάτι εγγενώς εξουσιαστικό στη δομή των βιομηχανικών συστημάτων. Στην πραγματικότητα η σύλληψη του σύμφωνα με την οποία οι εργάτες θα έπαιρναν στα χέρια τους την οργάνωση της κοινωνίας μέσω των δικό τους οικονομικών και βιομηχανικών οργανώσεων, έμελλε τελικά να γίνει η βάση του αναρχοσυνδικαλισμού. (Αυτή η εξέλιξη, όμως, βασίστηκε σε μία παρεξήγηση αφού ο Μπακούνιν δήλωσε καθαρά πως μια τέτοια οργάνωση δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε μια ιδεολογική βάση έξω από τον άμεσο αγώνα των εργατών, αλλά είναι μάλλον κάτι που οι εργάτες θα ανέπτυσσαν για τους εαυτούς τους, στην πορεία των αγώνων τους. Για αυτό το λόγο δεν πρότεινε κάποια συγκεκριμένη μορφή για αυτήν.) Παρ’ όλα αυτά, οι εκκλήσεις του Μπακούνιν στην “απελευθέρωση των μοχθηρών παθών” των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευομένων φάνηκαν σε πολλούς από τους πιο λογικούς επαναστάτες της εποχής σαν ένα βάρβαρο κάλεσμα για την καταστροφή του πολιτισμού. Και ο ίδιος ο Μπακούνιν όντως μίλησε για “την απόλυτη καταστροφή του αστικού πολιτισμού” μαζί με “την καταστροφή όλων των Κρατών” και “την ελεύθερη και αυθόρμητη οργάνωση από τα κάτω προς τα πάνω μέσω των ελεύθερων ενώσεων.”

Όμως ο Γάλλος Ερνέστ Καρντερουά, σύγχρονος του Μπακούνιν, έθετε λιγότερους όρους για την απόρριψη του πολιτισμού. Λέει απλά: ” Μέσα στον πολιτισμό, φυτοζωώ• δεν είμαι ούτε ευτυχισμένος, ούτε ελεύθερος• γιατί λοιπόν θα πρέπει να επιθυμώ τη διατήρηση αυτής της αυτοκτονικής τάξης; Δεν υπάρχει πια τίποτα να διατηρηθεί από αυτό, από το οποίο υποφέρει η γη.” Έτσι εκείνος, μαζί με το Ντεζάκ και άλλους επαναστάτες της εποχής, κάνει έκκληση στο πνεύμα της βαρβαρότητας να δώσει ένα τέλος στον πολιτισμό της κυριαρχίας.
Βέβαια, η πλειοψηφία των αναρχικών της εποχής, όπως και σήμερα, δεν αμφισβητούσε τον πολιτισμό, την τεχνολογία ή την πρόοδο. Το όραμα του Κροπότκιν για κομμουνιστικοποιημένα ” Εργοστάσια, Χωράφια και Εργαστήρια” ή ” Ο Πραγματικός Πολιτισμός” του Ιωσία Γουόρεν αναπόφευκτα έχουν μεγαλύτερη απήχηση σε αυτούς που δεν είναι προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν το άγνωστο των αναρχικών κριτικών της βιομηχανοποίησης και του πολιτισμού που συχνά δε προσφέρουν μια καθαρή εικόνα του κόσμου μετά την επαναστατική καταστροφή του πολιτισμού που μισούν.

Οι αρχές του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα το μεγάλο σφαγείο, γνωστό ως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε μια μεγάλη ανατροπή αξιών. Η πίστη στο αστικό ιδανικό της προόδου διαβρώθηκε πέρα ως πέρα και η αμφισβήτηση του πολιτισμού αυτού καθαυτού ήταν ένα σημαντικό κομμάτι μια σειράς ριζοσπαστικών κινημάτων όπως ο ντανταϊσμός, ο ρώσικος αναρχο-φουτουρισμός και ο πρώιμος σουρεαλισμός. Αν οι περισσότεροι από τους πιο γνωστούς αναρχικούς (Μαλατέστα, Έμμα Γκόλντμαν, Μάχνο κλπ.) συνέχιζαν να βλέπουν την πιθανότητα ενός απελευθερωμένου βιομηχανικού πολιτισμού, άλλοι λιγότερο γνωστοί αναρχικοί είχαν μία άλλη οπτική. Έτσι, περίπου το 1919, γράφει ο Bruno Filippi:
Ζηλεύω τους άγριους. Και θα τους φωνάξω με δυνατή φωνή: “Σώστε τους εαυτούς σας, έρχεται ο πολιτισμός.”
Μα φυσικά: ο αγαπητός πολιτισμός μας, για τον οποίον είμαστε τόσο περήφανοι. Εγκαταλείψαμε μια ελεύθερη και χαρούμενη ζωή στα δάση για αυτήν τη φρικιαστική ηθική και υλική σκλαβιά. Και είμαστε μανιακοί, νευρασθενικοί, αυτοκτονικοί.

Γιατί θα πρέπει να με νοιάζει που ο πολιτισμός έδωσε φτερά στην ανθρωπότητα για να μπορεί να βομβαρδίζει πόλεις, γιατί πρέπει να με νοιάζει που ξέρω κάθε άστρο του ουρανού και κάθε ποτάμι της γης;

{…}
Σήμερα ο έναστρος θόλος είναι ένα μολύβδινο πέπλο που μάταια προσπαθούμε να διαπεράσουμε• σήμερα δεν είναι πια άγνωστος αλλά δύσπιστος.
{…} Δε δίνω δεκάρα για την πρόοδό τους• θέλω μόνο να ζήσω και να απολαύσω.

Τώρα, θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Δεν αναφέρομαι σε αυτό το θέμα για να αποδείξω πως το σύγχρονο αντιπολιτισμικό ρεύμα έχει μια επίσημα αναγνωρισμένη αναρχική κληρονομιά. Αν η κριτική του για την πραγματικότητα που βιώνουμε είναι ακριβής, γιατί θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει αν εντάσσεται στο “κάδρο” της αναρχικής ορθοδοξίας; Ο Μπακούνιν και ο Καρντερουά, ο Μαλατέστα και ο Φιλίπι, όλοι οι αναρχικοί του παρελθόντος που έζησαν μέσα στον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία όπως εκείνοι τον καταλάβαιναν, δεν προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ιδεολογική ορθοδοξία. Συμμετείχαν στη διαδικασία δημιουργίας μιας επαναστατικής αναρχικής θεωρίας και πρακτικής, που θα ήταν μια συνεχής διαδικασία. Αυτή η διαδικασία συμπεριελάμβανε κριτικές του πολιτισμού, κριτικές της προόδου και κριτικές της τεχνολογίας (και συχνά στο παρελθόν αυτές οι κριτικές δεν ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, ο Μπακούνιν να καλεί σε ” απόλυτη καταστροφή του αστικού πολιτισμού” και παράλληλα να αγκαλιάζει την τεχνολογική ανάπτυξη και τη βιομηχανοποίηση και ο Μάρκους Γκράχαμ να μιλά για την καταστροφή της “μηχανής” για χάρη ενός μη-μηχανοποιημένου πολιτισμού). Ζούμε σε διαφορετικούς καιρούς. Τα λόγια του Μπακούνιν και του Καρντερουά, του Μαλατέστα και του Ρέντσο Νοβατόρε ή οποιουδήποτε αναρχικού συγγραφέα του παρελθόντος δε μπορούν να εκληφθούν ως ένα πρόγραμμα ή ένα δόγμα που πρέπει να ακολουθήσουμε. Μάλλον δημιουργούν ένα οπλοστάσιο για να λεηλατήσουμε. Και ανάμεσα στα όπλα αυτού του οπλοστασίου υπάρχουν κ βάρβαροι πολιορκητικοί κριοί που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ενάντια στα τείχη του πολιτισμού, του μύθου της προόδου και του εδώ και καιρό αποδεδειγμένα λανθασμένου μύθου σύμφωνα με τον οποίο η τεχνολογία μπορεί να μας σώσει από τις συμφορές μας.

Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίον η τεχνολογία έχει σίγουρα ξεφύγει από τον έλεγχο. Καθώς η μία καταστροφή διαδέχεται την άλλη, τα επονομαζόμενα ”ανθρώπινα” τοπία γίνονται όλο και περισσότερο ελεγχόμενα και μηχανοποιημένα και οι άνθρωποι συμβιβάζονται όλο και περισσότερο με τους ρόλους τους ως γρανάζια της κοινωνικής μηχανής. Ιστορικά, το νήμα που διατρέχει ότι καλύτερο υπάρχει στο αναρχικό κίνημα δεν ήταν η πίστη στον πολιτισμό ή στην τεχνολογία ή στην πρόοδο, αλλά η επιθυμία κάθε άτομο να είναι ελεύθερο να δημιουργήσει τη ζωή του/της όπως αυτός/η θέλει μέσα από ελεύθερες ενώσεις, με άλλα λόγια η ατομική και συλλογική αναδιανομή της ζωής. Και αυτή η επιθυμία είναι αυτό που κινητοποιεί τον αναρχικό αγώνα ακόμα και σήμερα. Είναι για μένα ξεκάθαρο πως το τεχνολογικό σύστημα είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δικτύου κυριαρχίας. Έχει αναπτυχθεί για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των αφεντικών αυτού του κόσμου. Ένας βασικός σκοπός των μεγάλου εύρους τεχνολογικών συστημάτων είναι η συντήρηση και η επέκταση του κοινωνικού ελέγχου και αυτό απαιτεί ένα τεχνολογικό σύστημα που είναι σε μεγάλο βαθμό αυτο-συντηρούμενο, με την ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση. Επομένως δημιουργείται μία καταστροφική δύναμη.

Η αναγνώριση του γεγονότος πως η πρόοδος δεν έχει καμία έμφυτη σύνδεση με την ανθρώπινη απελευθέρωση είχε ήδη γίνει από πολλούς επαναστάτες από τα τέλη του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Σίγουρα η ιστορία του 20ου αιώνα θα έπρεπε να έχει ενισχύσει αυτήν την παραδοχή. Κοιτάζουμε έναν φυσικά, κοινωνικά και σωματικά κατεστραμμένο κόσμο, αποτέλεσμα όλων αυτών που έχουν αποκαλεστεί πρόοδος. Οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι αυτού του κόσμου δε μπορούν πλέον να επιθυμούν σοβαρά να πάρουν ένα κομμάτι από αυτήν τη σάπια πίτα ούτε να να την καταλάβουν και να την “αυτοδιαχειριστούν”. Η αναδιανομή της ζωής πρέπει αν έχει ένα άλλο νόημα στο σημερινό κόσμο. Υπό το φως των κοινωνικών μετασχηματισμών των τελευταίων δεκαετιών, μου φαίνεται πως οποιοδήποτε σοβαρό επαναστατικό αναρχικό κίνημα υπάρξει, θα πρέπει να αμφισβητήσει τη βιομηχανοποίηση και τον πολιτισμό ακριβώς επειδή οτιδήποτε λιγότερο θα μας στερήσει τα απαραίτητα εργαλεία για να πάρουμε πίσω τις ζωές μας.

Όμως η αντιπολιτισμική μου οπτική δεν είναι μια πριμιτιβιστική οπτική. Ενώ ενθαρρύνει όντως κάποιον να ερευνήσει τις προφανείς αναρχικές και κομμουνιστικές πτυχές κάποιων “πρωτόγονων” κουλτούρων, δε βασίζω την κριτική μου στη σύγκριση αυτών των κοινωνιών με τη σημερινή πραγματικότητα, άλλα στον τρόπο με τον οποίο όλοι οι διάφοροι οργανισμοί που συνθέτουν τον πολιτισμό δρουν μαζί, με σκοπό να μου κλέψουν τη ζωή και να την μετατρέψουν σε ένα εργαλείο κοινωνικής αναπαραγωγής και στο πως αυτοί μετατρέπουν την κοινωνική ζωή σε μια παραγωγική διαδικασία με σκοπό να διατηρούνται τα αφεντικά και η κοινωνική τάξη. Επομένως, είναι μια ουσιαστική επαναστατική προοπτική και θα χρησιμοποιώ οτιδήποτε από το οπλοστάσιο που ονομάζεται ιστορία της επαναστατικής σκέψης και πρακτικής, που μπορεί να ενισχύσει τον αγώνα μου. Οι “πρωτόγονοι” άνθρωποι είχαν συχνά ζήσει με αναρχικό και κομμουνιστικό τρόπο, άλλα δεν έχουν αυτήν την ιστορία επαναστατικού αγώνα από την οποία μπορούμε να λεηλατήσουμε οπλισμό για τον τωρινό μας αγώνα. Βέβαια, έχοντας πει τα παραπάνω, συνεχίζω να θεωρώ εκείνους τους αναρχοπριμιτιβιστές που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της επανάστασης και της ταξικής πάλης συντρόφους και πιθανούς συνενόχους.

Ο επαναστατικός αγώνας ενάντια στον πολιτισμό του ελέγχου και τους κέρδους που μας περιβάλλει, δε θα είναι η λογική προσπάθεια να καταλάβουμε τα μέσα παραγωγής. Οι καταπιεσμένοι αυτού του κόσμου φαίνεται να καταλαβαίνουν πως κάτι τέτοιο δεν είναι πια μια απελευθερωτική επιλογή (αν ήταν ποτέ). Αν για τους περισσότερους δεν είναι ξεκάθαρο ποιος ή τι είναι ο εχθρός, οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν τίποτα να πουν με αυτούς που έχουν την εξουσία, επειδή δε μιλούν πια την ίδια γλώσσα. Εμείς, που έχουμε καταπιεστεί από αυτόν τον κόσμο, ξέρουμε πως δε μπορούμε να περιμένουμε τίποτα από αυτόν. Αν ονειρευόμαστε ένα διαφορετικό κόσμο, δε μπορούμε να εκφράσουμε αυτό το όνειρο , επειδή εκείνος ο κόσμος δε μας παρέχει τον τρόπο να το κάνουμε. Και κατά πάσα πιθανότητα πολλοί δεν ονειρεύονται πια. Νιώθουν απλά οργή για τη συνεχόμενη υποτίμηση της ύπαρξής τους. Έτσι αυτή η επανάσταση θα είναι όντως η απελευθέρωση των “μοχθηρών παθών” για τα οποία μίλησε ο Μπακούνιν, τα καταστρεπτικά πάθη που είναι η μόνη διέξοδος για μια ελεύθερη ύπαρξη. Θα είναι ο ερχομός των βαρβάρων που προέβλεψαν ο Ντεζάκ και ο Καρντερουά. Και είναι ακριβώς τότε που οι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν έχουν τίποτα να πουν στους αφέντες τους και ίσως μάθουν να μιλούν μεταξύ τους. Είναι ακριβώς τότε που οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι οι πιθανότητες αυτού του κόσμου δεν τους προσφέρουν τίποτα, ότι ίσως μάθουν να ονειρεύονται το αδύνατο. Αυτό το δίκτυο οργανισμών που κυριαρχεί τις ζωές μας, αυτός ο πολιτισμός, μετέτρεψε τον κόσμο μας σε μια τοξική φυλακή. Υπάρχουν τόσα που πρέπει να καταστραφούν ώστε να δημιουργηθεί η ελεύθερη ύπαρξη. Η εποχή των βαρβάρων είναι κοντά.

{…} Ας ξεχυθούν οι βάρβαροι. Ας ακονίσουν τα σπαθιά τους, ας ανεμίσουν τα τσεκούρια τους, ας επιτεθούν στους εχθρούς τους χωρίς έλεος. Ας πάρει το μίσος τη θέση της ανοχής, ας πάρει η οργή τη θέση της παραίτησης, ας πάρει η προσβολή τη θέση του σεβασμού. Ας περάσουν οι βαρβαρικές ορδές στην επίθεση, αυτόνομα, όπως αυτές ορίζουν. Και καμία βουλή, κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, κανένα σουπερμάρκετ, κανένας στρατώνας, κανένα εργοστάσιο ας μη ξαναφυτρώσει μετά το πέρασμά τους. Αντιμέτωπος με το τσιμέντο που ορθώνεται για να χτυπήσει τον ουρανό και τη μόλυνση που τον βρομίζει, θα μπορούσε κανείς να πει μαζί με τον Ντεζάκ πως ” Δεν είναι το σκοτάδι που θα φέρουν στον κόσμο οι βάρβαροι τούτη τη φορά, είναι το φως.”-Crisso/Odoteo

Αποσπασμα απο το δοκιμιο «Βαρβαρες Σκεψεις – Για μια Επαναστατική Κριτικη στον Πολιτισμο», Wolfi Landstreicher

Τι είναι πολιτισμός;

«Πολιτισμός» είναι μια περίεργη λέξη. Οι πρώιμοι Ευρωπαίοι εξερευνητές συνέδεαν αυτό που ήταν «καλό» με τον πολιτισμό. Έτσι, όταν συνάντησαν ειλικρινείς και γενναιόδωρους απολίτιστους ανθρώπους, θα τους περιέγραφαν κάποιες φορές σαν «πιο πολιτισμένους» από τους Ευρωπαίους. Σήμερα, η ιδέα του πολιτισμού είναι τακτικά συνδεδεμένη με καλό κρασί, όμορφα ανθρώπινα πλάσματα και ραφινάτες γεύσεις, αλλά στην πραγματικότητα τα χαρακτηριστικά που μοιράζονται όλοι οι πολιτισμοί είναι μακράν λιγότερο ευχάριστα: κυριαρχία, γενοκτονία και περιβαλλοντική καταστροφή είναι κάποια απ’ αυτά.

Ένα άλλο σημείο σύγχυσης είναι ότι πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον «πολιτισμό» σαν μια ξεχωριστή οντότητα εξελισσόμενη μέσα στο χρόνο. Αυτή η αντίληψη έχει την πηγή της στο μύθο της Προόδου μέσω του οποίου ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, που τώρα κυριαρχεί στον κόσμο, είναι δικαιολογημένος και εξιδανικευμένος. Αυτός ο μύθος αξιώνει ότι η ανθρωπότητα έχει αναπτύξει μια ενιαία, αρκετά ευθεία πορεία που οδηγεί όπου είμαστε. Στην πραγματικότητα, οι πολιτισμοί έχουν προκύψει σε διάφορα μέρη χωρίς συνδέσεις και χωρίς να ακολουθήσουν μια ενιαία πορεία. Ο δυτικός πολιτισμός εντοπίζεται πίσω στην «Έυφορη Ημισέληνο», που αναφέρεται ως «λίκνο του πολιτισμού». Αλλά οι πολιτισμοί των Κινέζων, των Ιαπώνων, των Ίνκας, των Μάγια και των Αζτέκων, μεταξύ άλλων, δεν έχουν καμιά σύνδεση με αυτό το λίκνο. Η άνθιση του ίδιου του δυτικού πολιτισμού δεν ήταν μια ομαλή πορεία. Είναι περισσότερο η διέλευση, η σύγκλιση και ο διαχωρισμός διαφόρων πορειών, μερικές φορές μέσω του εμπορίου, πολύ συχνότερα μέσω της σύρραξης. Έτσι, έχουν υπάρξει πολλοί πολιτισμοί ανά την ιστορία. Μια σύγκλιση μιας σειράς ιστορικών παραγόντων επέτρεψαν στον ευρωπαικό πολιτισμό να πραγματοποιήσει μαι κατάκτηση που τώρα έχει απλωθεί σε όλο τον πλανήτη. Αλλά η ιδέα ενός ξεχωριστού πολιτισμού που έχει εξελιχτεί κάτα μήκος μιας ενιαίας πορείας είναι μέρος της ιδεολογίας της Προόδου και επαναστατική κριτική πρέπει να είναι προσεκτική για να αποφύγει αυτήν την παγίδα, γιατί μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην άποψη ότι είναι απλά μια αντιστροφή της αντίληψης της Προόδου, παρά μια απόρριψη του μύθου.

Μια τέτοια αντιστροφή μπορεί να οδηγήσει σε μια επίκληση της επιστροφής σε μια φαντασιακή εκκίνηση που είναι από μόνης της ένας μύθος. Μια επαναστατική στον πολιτισμό κριτική, χρειάζεται να απορρίψει την περιπλοκή που υπάρχει σύμφυτη στην ιδέας της Προόδου και όχι να δημιουργήσει έναν αντι-μύθο βασισμένο σε μια ηθική κρίση της Προόδου.

Παρόλο που η ιδέα ενός ξεχωριστού πολιτισμού είναι λανθασμένη, υπάρχουν κάποια βασικά γνωρίσματα που όλοι οι πολιτισμοί έχουν μοιραστεί. Αυτά μπορούν να εξεταστούν ορίζοντας ποιότητες του πολιτισμου. Μπορούν να παρέχουν βασικές κατανοήσεις που είναι χρήσιμες για την αποσαγήνιση του τι μπορεί να σημαίνει μια επαναστατική κριτική στον πολιτισμό.

Ο πολιτισμός προέρχεται από τη λατινική λέξη civis, που σημαίνει κάτοικος της πόλης. Έτσι ο πολιτισμός είναι ένας τρόπος ζωής βασισμένος στην κατοικία της πόλης – στην κατοικία μέσα σε περιοχές συγκεντρωμένου ανθρώπινου πληθυσμού διαχωρισμένες από τις περιοχές όπου αυτός ο πληθυσμός παίρνει την τροφή του. Άρα μια επαναστατική κριτική στον πολιτισμό, θα ήθελε να εξετάσει τις κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούν και δημιουργούνται στις πόλεις.

Όμως η ύπαρξη αυτού που φαίνεται να είναι μια πόλη δεν είναι αρκετή από μόνη της να καθορίσει τον πολιτισμό. Έτσι, ας εξετάσουμε τι συνέβη όταν ανέκυψαν οι πρώτοι πολιτισμοί. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι οι πρώτοι πολιτισμοί άρχισαν να αναπτύσσονται οχτώ με δέκα χιλιάδες χρόνια πριν. Αλλά τι ακριβώς άρχισε να αναπτύσσεται;Τα στοιχεία που έχουμε δείχνουν ότι ορισμένες ειδικότητες άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται σε μια σειρά από συνυφασμένους κοινωνικούς θεσμούς: το κράτος, την ιδιοκτησία, την οικογένεια, τη θρησκεία, το νόμο, την εργασία (σαν μια δραστηριότητα αποκομμένη από τη ζωή) κλπ. Αυτή η διαδικασία έλαβε χώρα μέσω της αλλοτρίωσης της ικανότητας των ανθρώπων να δημιουργήσουν τις δικές τους ζωές ατομικά και συλλογικά με τους δικούς τους όρους. Αυτή η αλλοτριωμένη δημιουργικότητα αποκρυσταλλώθηκε σα συγκεντρωμένη εξουσία και πλούτος με επίκεντρο τους θεσμούς της εξουσίας. Βασισμένοι στη στέρηση της μεγάλης πλειοψηφίας, οι θεσμοί είναι η αναπαράσταση των ταξικών σχέσεων. Με την εμφάνιση αυτού του θεσμικού πλαισίου η κοινωνία παύει να είναι ένα δίκτυο σχέσεων ανάμεσα σε άτομα για να ανταποκριθεί στις αν’αγκες και τις επιθυμίες τους και αντ’αυτού γίνεται ένα δίκτυο προκαθορισμένων, θεσμισμένων σχέσεων που στέκει πάνω από τους ανθρώπους και στο οποίο πρέπει να ταιριάζουν. Έτσι δεν αναπτύσσουν πλέον από κοινού τεχνικές για να ανταποκριθούνστις ανάγκες και στις επιθυμίες τους.

Αντίθετα τα τεχνολογικά συστήματα εξελίσσονται με στόχο την αναπαραγωγή της θεσμισμένης κοινωνικής τάξης, η οποία είναι από μόνη της μια γραφειοκρατική τεχνολογία για τη διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων. Οι ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων είναι δευτερεύουσες σε αυτό το πλαίσιο και τα άτομα γίνονται από μόνα τους γρανάζια στην κοινωνική μηχανή. Η επιβίωση τους είναι φτιαγμένη να εξαστάται από αυτήν την κοινωνική μηχανή κλειδώνωντάς τους σε μια συνεχή δουλεία που μπορεί μόνο να σπαστεί μέσω μιας ριζικής ρήξης με την κοινωνική τάξη, μια καταστροφική ανατροπή των υπάρχουσων κοινωνικών σχέσεων, που ανοίγει τη δυνατότητα της δημιουργίας μιας νέας ζωής από κοινού.

Όταν μιλάω για πολιτισμό, εννοώ αυτό το δίκτυο θεσμών που κυριαρχεί τις ζωές μας.

“Δευτερος Χαοτικος Κυκλος”: Σκεψεις πανω στο ζητημα της αλληλεγγυης και της καταστροφης των φυλακων

Στη γλώσσα των βουβών, η λαγνεία του Θανάτου ταυτίζεται με τη βούληση˙ είναι σαφώς επόμενο η άρνηση μια τέτοιας αξιοθρήνητης συνθήκης να μαστιγώνεται με κάθε δυνατό μέσο. Ποιος μπορεί, όμως, να επικαλεστεί το φάντασμα της ελευθερίας για την επιλογή της διάρρηξης της νηνεμίας του βούρκου ; Ο εικονοκλάστης μηδενιστής αναζητά στη δική του ρήξη με το υπάρχον τις στιγμές εκείνες κατά τις οποίες ενώ δεν πάυει να αποτελεί μέρος του, σηκώνει την πέννα της κριτικής και τη μετατρέπει σε μαχαίρι έμπρακτης άρνησης. Η σύνδεση της σκέψης με την πράξη δεν ανυψώνει το δρον υποκείμενο στο βάθρο ενός στρεβλού φαντασιακού, ούτε το μετατρέπει σε προσφορά στο βωμό μιας ιδέας, αλλά του δίνει τη δυνατότητα να ενσαρκώσει το θεωρητικό του στασιασμό και να βιώσει την ολοκληρωτική ρήξη με το σύνολο του κοινωνικού οικοδομήματος. Continue reading “Δευτερος Χαοτικος Κυκλος”: Σκεψεις πανω στο ζητημα της αλληλεγγυης και της καταστροφης των φυλακων

Ηλεκτρονικη Μπροσουρα: Μια συμβολη στο ζητημα της γλωσσας

[:en]Για το ζήτημα της γλώσσας

Μια συμβολή στο ζήτημα της γλώσσας

Δεύτερος Χαοτικός Κύκλος: Κριτική στη γλώσσα από μηδενιστική οπτική

Μια πενιχρή και κυρίως πρωτόλεια συνεισφορά στην κριτική της γλώσσας από μηδενιστική σκοπιά αποτελεί το παρόν κείμενο. Αναμφίβολα, η γλώσσα ως μηχανισμός επιβολής και επικοινωνίας, ως μέσο, δηλαδή, διάχυσης των συστηματοποιημένων κανόνων και των αξιών που εγκολπώνονται στο γλωσσικό περιβάλλον της, δε θα μπορούσε παρά να αποτελέσει στόχο της μηδενιστικής κριτικής στο υπάρχον, δεδομένου, δε, του ότι ίσως μεγάλο μέρος αυτού που αποκαλούμε υπάρχον οφείλεται εν μέρει στους μηχανισμούς και τις λειτουργίες των τεθειμένων γλωσσικών πλαισίων που το κοινωνικό σώμα διαχειρίζεται. Continue reading Ηλεκτρονικη Μπροσουρα: Μια συμβολη στο ζητημα της γλωσσας

Ηλεκτρονικη Μπροσουρα: Πρωτος Χαοτικος Κυκλος, συλλογη κειμενων απ’ την πορεια προς τη σταχτη

1ος Χαοτικός Κύκλος

Πρώτος Χαοτικός Κύκλος

συλλογή κειμένων απ’ την πορεία προς τη στάχτη

Λίγα λόγια για την έκδοση

Στην παρούσα µπροσούρα δηµοσιεύονται για δεύτερη και τελευταία φορά τα κείµενα του πρώτου χαοτικού κύκλου, όπως αυτάτοποθετήθηκαν χρονολογικά στα τέσσερα τεύχη της Μηδενιστικής Πορείας για τη διάχυση της Φωτιάς και του Χάους, καθώς και ένα ακόµη κείµενο, γραµµένο υπό µορφή επιλόγου και ηµιτελές, σαν επιστέγασµα της ολοκλήρωσης ενός κύκλου που µέσα από τις κατατεθειµένες αντιλήψεις, τις όποιες εκτιµήσεις και τις αναπόφευκτες αντιφάσεις (µε µεγαλύτερη αυτή της αλληλεγγύης) οριστικοποίησε το τέλος ενός υπαρξιακού ταξιδιού και την αρχή ενός επόµενου. Δηµοσιεύονται, επίσης, και κάποια παλαιότερα κείµενα µε παρόµοιο περιεχόµενο.

Τα κείµενα δηµοσιεύονται συγκεντρωτικά στο παρόν πόνηµα, όχι επειδή θεωρώ ότι έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία ή είναι απαραίτητο να διαβαστούν, αλλά για λόγους προσωπικής θέλησης και ευχαρίστησης. Κάθε κείµενο που παρατίθεται παρακάτω είναι απολύτως προσωπικό, χαρακτηριστικό µιας ειλικρινούς και συνεχώς δοµούµενης αντίληψης για την Αναρχία ως βίωµα της συνείδησης και το Μηδενισµό σαν αναλυτικό εργαλείο της πραγµατικότητας.

Φυσικά καµία θέση δεν οφείλει να παραµένει αµετάβλητη. Η εµµονή της συνέπειας δεν παύει να είναι αλυσίδα και ετεροκαθορισµός όταν κανείς εκπορεύεται από αυτή. Μα ταυτόχρονα, όσα και αν έχουν αλλάξει, όσες αντιλήψεις και αν έχουν σε συγκεκριµένα ζητήµατα διαφοροποιηθεί, τα κείµενα που συµπεριλαµβάνονται στην µπροσούρα χαρτογραφούν µια διαλεκτική πορεία, ένα σφυροκόπηµα του µυαλού, γεγονός σε κάθε περίπτωση χρήσιµο.

Ο δικός µου Μηδενισµός

«Πρέπει να ληφθεί υπόψη τούτος ο περιορισµός: Ότι πρόκειται να πώ, δεν αφορά στο συνηθισµένο άνθρωπο των ηµερών µας! Αντίθετα έχω κατά νου τον άνθρωπο που ενώ έχει εµπλακεί µε το σηµερινό κόσµο, ακόµη και στα πιό προβληµατικά και παροξυσµικά σηµεία του, ενδόµυχα δεν ανήκει σ’ έναν τέτοιο κόσµο, ούτε θα ενδώσει σ’ αυτόν. Ουσιαστικά αισθάνεται τον εαυτό του ν’ ανήκει σε µια διαφορετική φυλή απ’ αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας των συγχρόνων του»

Ιούλιος Έβολα, «Ιππεύοντας την τίγρη» – 1961

Αυτό ήταν και είναι ο µηδενισµός, αν θέλετε την προσωπική µου γνώµη και τη θαυµάσια αποτύπωση των τραγικών µειοψηφιών από το µαύρο βαρώνο του φασισµού. Ένα υπαρξιακό ξέσπασµα, το ξέρασµα εκείνο της εποχής, αλλά και της συνείδησης. Τι είµαστε, σύντροφοι, τι άλλο, εκτός από την επιβλητική τερατογέννηση της εποχής µας ; Μα µη βιαστείτε να µε εντάξετε στο ίδιο στρατόπεδο µε τους απογοητευµένους εκείνους από την αδράνεια των καιρών και των µαζών. Ο δικός µου πεσσιµισµός δεν αφορά τις συνθήκες, αλλά το µεγαλύτερο σφάλµα όλων. Την τραγική εκείνη συνειδητοποίηση της µηδαµινότητας. Κι αν είναι άπαντες βυθισµένοι στα βαλτόνερα του «nichts sein», υπάρχουν κάποιοι, εξίσου βυθισµένοι, που το γνωρίζουν. Το σφάλµα, σύντροφοι, δεν είναι οι µάζες, αλλά εµείς. Πόσο µακάριοι και καταραµένοι ταυτόχρονα είναι άραγε όσοι µπόρεσαν να δουν µέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη!

Τι άλλο είναι ο µηδενισµός εκτός από το δίκοπο µαχαίρι της άρνησης ; Μιας άρνησης τόσο έντονης και ψυχοφθόρας που σε αφήνει µετέωρο, βυθισµένο σε µια τραγικότητα, όχι δραµατικότητα, που καθιστά το µηδενισµό όχι απλώς λέξεις σε ένα χαρτί, αλλά ειλικρινές βίωµα, κοµµάτι που συνδέθηκε εντός σου µε τάσεις που ίσως προϋπήρχαν και δεν αποτυπώνονται πλέον σηµειολογικά ή µεταφορικά στα πλαίσια µιας θεώρησης, αλλά µετατρέπονται σε σώµα απ’ το σώµα του υποκειµένου, όπως είναι ο αντικοινωνισµός και ο πεσσιµισµός. Αυτό είναι ο µηδενισµός που εγώ αντιλαµβάνοµαι. Ένα ταξίδι στα όρια των αντοχών του ίδιου του µηδενιστή, η προσέγγιση της απόλυτης υπαρξιακής πρόκλησης και η συνεπακόλουθη πτώση, όχι στο τέλος του ταξιδιού, τέτοιο παρά τις γνώµες των περιττών, δεν υπάρχει. Η πτώση έρχεται όταν η άρνηση φτάσει να ξεσκίσει κάθε «πολιτικό» σπέρµα και σχεδιασµό εντός σου, κάθε ψήγµα προοπτικής και σκοπού.
Niger Lupus Negationis

Περιεχόμενα

Πρώτος Χαοτικός Κύκλος

Λίγα λόγια για την έκδοση σελ.4

Μηδενισµός και Οργάνωση σελ.6

Ενάντια στον Αναρχισµό σελ.16

Κατασπαράσσοντας την ιδεολογικοποίηση
του Μηδενισµού σελ.32

Σύντοµη προσέγγιση στο αντιδικαστικό ζήτηµα σελ.45

Λύσσα και Συνείδηση σελ.48

Η Νύχτα πέφτει στο Παλέρµο… Ξηµέρωσε. Ο ρουφιάνος ανοίγει τα µάτια. σελ.59

Ένας επίλογος σελ.64

Λοιπά Κείµενα

Για τον Αντιφασισµό σελ.69

Για τον Αναρχοµηδενισµό σελ.73

“Δευτερος Χαοτικος Κυκλος”: Για τους εραστες του Θανατου

Εγώ είμαι παρατηρητής. Και οι παρατηρητές δε ζουν. Ή μήπως ζουν ; Στον καιρό του θανάτου των ποιητών, εκείνων των παρανοϊκών που δολοφόνησαν το θεό και αυτοκτόνησαν, μπορεί κανείς να αναστήσει την ποίηση ; «Οι ποιητές είναι ανειδείς απέναντι στα βιώματά τους: τα εκμεταλλεύονται», έγραψε ένας από τους μεγαλύτερους. Έχεις πάρει άραγε, εσύ ο ηλίθιος που με διαβάζεις, ποτέ την απόφαση να πορευτείς έστω για λίγα λεπτά σιωπηλός με λίγο χαρτί και μελάνι πλάι στην ανθρώπινη ομήγυρη ; Θα παρατηρούσες, με μεγάλη πιθανότατα έκπληξη, πως οι άνθρωποι διαρκώς τρέχουν. Τρέχουν όπως τρέχουν τα μάτια σου πάνω σ’ αυτές τις γραμμές, κυριευμένοι από μια παράλογη εμμονή να ανακαλύψουν τι κρύβει για τα κουφάρια τους το επέκεινα. Continue reading “Δευτερος Χαοτικος Κυκλος”: Για τους εραστες του Θανατου

“Φυλακη”, Niger Lupus

Μετέωρος, χωρίς ελπίδα και σκοπό.

Ευλογία και κόλαση˙ ξέρασα

από μέσα μου την περιφρόνηση για

τα ανθρώπινα

Μα μπλέχτηκα στα στάχυα ενός

κάμπου με ποντίκια που ομοίαζαν θεών

στα μάτια μου

Ένα σκιάχτρο πόθησα να φιλήσω.

Κάποτε ίσως αρνιόμουν την κόλαση

για μια πεδιάδα και έναν ορμητικό

χείμαρρο˙ για μια ζωή

ασάλευτης μοναξιάς. Τώρα πια όμως

δεν μπορώ των Ταρτάρων τη βοή

ν’ αποχωριστώ

Και με ανάκιους συγκατάδικους γυρνάω

Για τη διαρκή Αυγή του πιο Μαύρου Ήλιου